Remove ads
Οικία της ισπανικής βασιλικής οικογένειας From Wikipedia, the free encyclopedia
Το βασιλικό ανάκτορο της Μαδρίτης (ισπανικά: Palacio Real de Madrid) είναι η επίσημη κατοικία της ισπανικής βασιλικής οικογένειας στη Μαδρίτη, αλλά χρησιμοποιείται μόνο για κρατικές τελετές. Ο βασιλιάς Φελίπε ΣΤ΄ και η βασιλική οικογένεια δεν ζουν σε αυτό το παλάτι, αλλά επέλεξαν το πιο μικρό Παλάθιο δε λα Θαρθούελα, στα περίχωρα της Μαδρίτης. Το παλάτι είναι περιουσία του ισπανικού κράτους και διοικείται από το Πατριμόνιο Ναθιονάλ, μια δημόσια υπηρεσία. Το παλάτι βρίσκεται στην Κάγιε δε Μπαϊλέν, στο δυτικό τμήμα του κέντρο της Μαδρίτης, ανατολικά του ποταμού Μανθανάρες και είναι προσβάσιμο από το σταθμό μετρό Όπερα. Αρκετά δωμάτια του παλατιού είναι ανοικτά για το κοινό, με την εξαίρεση κρατικών λειτουργιών. Βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Πλάθα δε Οριέντε και γι'αυτό μερικές φορές ονομάζεται λανθασμένα «Παλάθιο δε Οριέντε».
Βασιλικό Παλάτι της Μαδρίτης | |
---|---|
Palacio Real de Madrid[1] | |
Είδος | βασιλική κατοικία, Μνημείο ιστορικής κληρονομιάς της Ισπανίας[2], αξιοθέατο, ανάκτορο, επίσημη κατοικία, μουσείο[1] και αστικό ανάκτορο |
Αρχιτεκτονική | μπαρόκ αρχιτεκτονική |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Διοικητική υπαγωγή | Μαδρίτη[2][1] |
Τοποθεσία | Madrid city |
Χώρα | Ισπανία[2] |
Έναρξη κατασκευής | 1735 |
Χρήση | επίσημη κατοικία |
Ιδιοκτήτης | Patrimonio Nacional |
Αρχιτέκτονας | Φιλίπο Γιουβάρα[3], Φραντσέσκο Σαμπατίνι[3] και Τζοβάνι Μπατίστα Σακέτι[3] |
Χρηματοδότης | Φίλιππος Ε΄ της Ισπανίας |
Προστασία | Κληρονομιά πολιτιστικού ενδιαφέροντος (από 1931)[2] |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το ανάκτορο βρίσκεται στη θέση ενός οχυρού του 9ου αιώνα, που ονομαζόταν Μαγρίτ, το οποίο κατασκευάστηκε ως προκεχωρημένο φυλάκιο από τον Μωάμεθ της Κόρδοβα και μετά το 1036 πέρασε στην κατοχή του μαυριτανικού Ταΐφα του Τολέδο. Μετά την κατάληψη της Μαδρίτης από τον Αλφόνοσο Δ΄ της Καστίλλης το 1083, το κτίριο χρησιμοποιούταν σπάνια από τους βασιλείς της Καστίλλης. Το 1329, ο βασιλιάς Αλφόνσος ΙΑ΄ της Καστίλλης συγκάλεσε το Κόρτες στη Μαδρίτη για πρώτη φορά. Ο Φίλιππος Β΄ μετακίνησε την αυλή του στη Μαδρίτη το 1561. Το παλιό Αλκάθαρ («Κάστρο») κατασκευάστηκε στη θέση τον 16ο αιώνα. Κάηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1734 και ο βασιλιάς Φίλιππος Ε΄ διέταξε να κατασκευαστεί ένα νέο παλάτι στο χώρο.
Η κατασκευή διήρκησε από το 1738 μέχρι το 1755[4] και έγινε με βάση το μπερνινέσκ σχέδιο του Φίλιππο Γιουβάρρα και Τζοβάννι Μπατίστα Σασέτι σε συνεργασία με τους Βεντούρα Ροδρίγεθ, Φραντσέσκο Σαμπατίνι και Μαρτίν Σαρμιέντο. Ο Κάρολος Γ΄ κατοίκησε για πρώτη φορά στο νέο παλάτι το 1764. Ο Αλφόνσος ΙΓ΄ της Ισπανίας ήταν ο τελευταίος μονάρχης που ζούσε συνεχώς στο ανάκτορο και ο Μανουέλ Αθάνια, πρόεδρος της Δεύτερης Δημοκρατίας, ζούσε επίσης εκεί, γεγονός που τον καθιστά τον τελευταίο επικεφαλής του κράτους που ζούσε στο ανάκτορο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν γνωστό ως «Παλάθιο Ναθιονάλ». Ακόμη και σήμερα υπάρχει ένα δωμάτιο κοντά στο βασιλικό παρεκκλήσι, που ονομάζεται «γραφείο του Αθάνια».
Το παλάτι έχει έκταση 135.000 τετραγωνικά μέτρα και διαθέτει 3.418 δωμάτια.[5][6] Είναι το μεγαλύτερο παλάτι στην Ευρώπη όσον αφορά την έκταση. Το εσωτερικό του παλατιού είναι αξιοσημείωτο για τον πλούτο της τέχνης και τη χρήση πολλών ακριβών υλικών στην κατασκευή και στη διακόσμηση των δωματίων του. Αυτά περιλαμβάνουν πίνακες ζωγραφικής από καλλιτέχνες όπως ο Καραβάτζιο, ο Βελάθκεθ και ο Φρανθίσκο Γκόγια. Άλλες συλλογές μεγάλης ιστορικής και καλλιτεχνικής σημασίας, που διατηρούνται στο κτίριο, είναι το βασιλικό οπλοστάσιο της Μαδρίτης, πορσελάνες, ρολόγια, έπιπλα, ασημικά και το μοναδικό ολόκληρο στραντιβάριους έγχορδο κουιντέτο.
Το κτίριο που βρισκόταν ακριβώς στη θέση του ανακτόρου πριν το σημερινό μπαρόκ κτίριο, ήταν το βασιλικό Αλκάθαρ, ένα οχυρό. Το κτίριο ανακαινίστηκε αρκετές φορές (ιδίως η πρόσοψη), επειδή ο βασιλιάς Ερρίκος Γ΄ της Καστίλλης το έκανε μία από τις πιο δημοφιλείς κατοικίες και έτσι, το κτίριο έγινε γνωστό ως «ρεάλ», που σημαίνει στα ελληνικά «βασιλικό». Ο γιος του Ιωάννης Β΄ έκτισε το βασιλικό παρεκκλήσιο και αρκετά βοηθητικά κτίρια. Όμως, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Καστιλλιάνικης Διαδοχής (1476), στρατεύματα της Χουάνα Μπελτρανέχα πολιορκήθηκαν στο Αλκάθαρ, με αποτέλεσμα να προκληθούν σημαντικές ζημιές στο βασιλικό κτίριο.
Όταν ο Αψβούργος αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄ ανέβηκε στο θρόνο το 1516, ανέλαβε την αποκατάσταση του Αλκάθαρ σε αναγεννησιακό ρυθμό και το μετέτρεψε από παρωχημένη μεσαιωνική οικία σε παλάτι κατάλληλο για την αυλή του. Ο Φίλιππος Β΄ συνέχισε το έργο, δίνοντας έμφαση στη διακόσμηση του κτιρίου, προσλαμβάνοντας τεχνίτες από την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ολλανδία. Όμως, οι σημαντικότερες προσθήκες αυτού του μονάρχη, ο Χρυσός Πύργος και το Βασιλικό Οπλοστάσιο, κατεδαφίστηκαν το 1894. Επόμενοι Αψβούργοι μονάρχες (Φίλιππος Γ΄, Φίλιππος Δ΄ και Κάρολος Β΄) συνέχισαν το έργο του Φιλίππου Β΄ σε σχέση με το σχέδιο του κτιρίου και τις προσόψεις.
Όταν ο Φίλιππος Ε΄ των Βουρβόνων ανέβηκε στο θρόνο της Ισπανίας το 1700, το Αλκάθαρ των Αψβούργων ήταν λιτό σε σχέση με το Ανάκτορο των Βερσαλλιών, όπου ο νέος βασιλιάς έζησε τα παιδικά του χρόνια και άρχισε μια σειρά εκ νέου σχεδιασμών με επικεφαλής τους Τεοδόρο Αρδεμάνς και Ρενέ Καρλιέ. Από την άλλη, τα κύρια δωμάτια διακοσμήθηκαν στο στυλ των γαλλικών ανακτόρων από τη βασίλισσα Μαρία Λουίζα της Σαβοΐας και την πριγκίπισσα δε Ουρσίνς.
Λίγες λεπτομέρειες είναι γνωστές για το εσωτερικό του ανακτόρου, αλλά υπάρχουν καταγραφές για τους κήπους και το εξωτερικό του. Ένας πίνακας που ζωγραφίστηκε το 1534 από τον Κορνέλιους Βέρμεγιεν δείχνει ένα ορθογώνιο κτίριο, με μεσαιωνική εμφάνιση και γύρω του να υπάρχουν διάφορα βοηθητικά κτίρια, όπως το Καπίγια Ρεάλ δε λος Τραστάμαρα, το Πάτιο δελ Ρέι στα δυτικά και το Πάτιο δε λα Ρέινα στα ανατολικά. Τα πάτιο (αυλές) ήταν προσβάσιμα για το κοινό για πολλά χρόνια και στέγαζαν ανοικτές αγορές. Ο πίνακας επίσης δίνει έμφαση στη συλλογή τέχνης του Αλκάθαρ, με έργα των Τιντορέττο, Πάολο Βερονέζε, Χοσέ Ριμπέρα, Μπος, Σάντεθ Κοέλιο, Βαν Ντάικ, Ελ Γκρέκο, Αννίμπαλε Καρράτσι, Λεονάρντο ντα Βίντσι, Γκουίντο Ρένι, Ραφαήλ, Τζάκοπο Μπασσάνο και Κορρέτζο, πολλά από τα οποία χάθηκαν στην καταστροφή του 1734.[εκκρεμεί παραπομπή]
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1734, το Αλκάθαρ καταστράφηκε από μια φωτιά, που προερχόταν από τα δωμάτια του Γάλλου ζωγράφου Ζαν Ρανκ. Δεν έγινε γρήγορα αντιληπτή, επειδή τα προειδοποιητικά καμπανάκια θεωρήθηκαν ότι ήταν για το κόσμο. Εξ αιτίας του φόβου λεηλασιών, οι πόρτες του κτιρίου παρέμειναν κλειστές, εμποδίζοντας προσπάθειες βοήθειας. Πολλά έργα τέχνης χάθηκαν, ενώ άλλα, όπως το Λας Μενίνας του Βελάθκεθ, σώθηκαν επειδή πετάχτηκαν έξω από τα παράθυρα. Ευτυχώς, πολλά έργα σώθηκαν επειδή ο βασιλιάς είχε διατάξει μεγάλο μέρος της συλλογής του να μεταφερθεί στο ανάκτορο Μπουέν Ρετίρο λίγο πριν την πυρκαγιά. Η φωτιά συνέχισε να καίει για τέσσερις μέρες, ώσπου κατέστρεψε τελείως το παλιό Αλκάθαρ· οι τελευταίοι τοίχοι του κατεδαφίστηκαν το 1738.
Ο Φιλίππο Γιουβάρρα ανέλαβε την κατασκευή του νέου παλατιού.[7] Ο Ιταλός αρχιτέκτονας σχεδίασε ένα πολυτελές έργο τεραστίων διαστάσεων, εμπνευσμένο από τα σχέδια του Μπερνίνι για το Λούβρο. Το σχέδιο άρχισε να υλοποιείται αμέσως μετά το θάνατο του Γιουβάρρα, τον Ιανουάριο του 1736.[8] Ο βοηθός του, Τζιαμπατίστα Σασέτι, γνωστός επίσης και ως Χουάν Μπαουτίστα Σατσέτι ή Τζοβάννι Μπαττίστα Σακκέτι,[9] επιλέχθηκε για να συνεχίσει το έργο του μέντορά του.[10] Σχεδίασε μία κατασκευή γύρω από μία μεγάλη τετράγωνη αυλή και έλυσε τα προβλήματα του πεδίου ορατότητας δημιουργώντας προεκβάλλουσες πτέρυγες.[11]
Το 1760, ο Κάρολος Γ΄ προσκάλεσε τον Σικελό Φραντσέσκο Σαμπατίνι, ένα νεοκλασικό αρχιτέκτονα, για να επεκτείνει το κτίριο. Η αρχική ιδέα ήταν να περιστοιχίσει την Πλάθα δε λα Αρμερία με μία σειρά από στοές, οι οποίες θα φιλοξενούσαν διάφορα βοηθητικά κτίρια και την κατασκευή δύο πτερύγων γύρω από την ίδια πλατεία. Μόνο η επέκταση του νοτιοανατολικού πύργου, γνωστού ως λα δε Σαν Χιλ, ολοκληρώθηκε. Ο Σαμπατίνι επίσης σχεδίασε να επεκτείνει τη βόρεια πλευρά με μία μεγάλη πρόσοψη, που θα ακολουθούσε το ρυθμό του κτιρίου και θα περιλάμβανε τρεις αυλές, λίγο μικρότερες από τη μεγάλη κεντρική αυλή. Οι εργασίες γι' αυτήν την επέκταση άρχισαν σύντομα, αλλά διακόπηκαν, αφήνοντας τα θεμέλια θαμμένα κάτω από μία πλατφόρμα, πάνω στην οποία θα κατασκευαστούν οι βασιλικοί στάβλοι. Αυτοί κατεδαφίστηκαν το 20ό αιώνα και αντικαταστάθηκαν από τους κήπους του Σαμπατίνι. Ο Κάρολος Γ΄ κατοίκησε για πρώτη φορά στο παλάτι το 1764.
Ο Φερδινάνδος Ζ΄, ο οποίος για πολλά χρόνια ήταν φυλακισμένος στο Σατώ ντε Βαλενσαΐ, άρχισε τη μεγαλύτερη ανακαίνιση του ανακτόρου τον 19ο αιώνα. Ο σκοπός αυτού του επανασχεδιασμού ήταν να μετατραπεί το ξεπερασμένο ιταλικό στυλ σε αυτό ενός γαλλικού ανακτόρου.[12] Όμως, ο εγγονός του Αλφόνσο ΙΒ΄ πρότεινε το παλάτι να μετατραπεί σε κατοικία βικτωριανού ρυθμού. Τα σχέδια έγιναν από τον αρχιτέκτονα Χοσέ Σεγούνδο δε Λέμα και περιλάμβανε τον επανασχεδιασμό πολλών δωματίων, αντικαθιστώντας τα μαρμάρινα πατώματα με παρκέ και την προσθήκη επίπλων.
Οι ανακαινίσεις του 20ού αιώνα επιδιόρθωσαν τις ζημιές που έγιναν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, αντικαθιστώντας κατεστραμμένους τοίχους με αντίγραφα των αρχικών.[13]
Η κύρια πρόσοψη του ανακτόρου αποτελείται από μία διώροφη πέτρινη βάση, από την οποία υψώνονται τοσκανικές και σύνθετες κολώνες που πλαισιώνουν τα παράθυρα των τριών κύριων πατωμάτων. Ο ανώτερος όροφος είναι κρυμμένος πίσω από μία κορνίζα που περιβάλλει το κτίριο και έχει κιγκλίδωμα διακοσμημένο με μία σειρά αγαλμάτων αγίων και βασιλιάδων, αλλά αυτά μετακινήθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλιάς του Καρόλου Γ΄ για να αποκτήσει το κτίριο πιο κλασσική εμφάνιση. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης της πρόσοψης το 1973 κάποια αγάλματα επέστρεψαν στη θέση τους, αποκαθιστώντας εν μέρει την εμφάνιση του σχεδίου του Σασέτι.[14]
Στο αρχικό του σχέδιο, ο Σασέτι τοποθέτησε δεκατέσσερεις βάσεις στο κιγκλίδωμα με αγάλματα του Αζτέκου ηγέτη Μοντεζούμα Β΄ και του αυτοκράτορα των Ίνκας Αταουάλπα, έργα του Χουάν Πασκουάλ δε Μένα και Ντόμινγκο Μαρτίνεθ, αντίστοιχα.[15] Αναπαραστάσεις του Ονώριου, Θεοδοσίου Α΄, Αδριανού και Τραϊανού βρίσκονται στις γωνίες των τριών εσοχών της πρόσοψης κοντά στις βάσεις των κολόνων. Ένα διακοσμητικό πλαίσιο με κλασσικές φιγούρες είναι κεντραρισμένο κατά μήκος του κιγκλιδώματος.
Αγάλματα του Φιλίππου Ε΄, Μαρία Λουίζα της Σαβοΐας και της Ελισάβετ Φαρνέζε και του Φερδινάνδου Στ΄ και της γυναίκας του Μπάρμπαρα της Πορτογαλίας. Επίσης στη νότια πρόσοψη, ανάμεσα στα άλλα αγάλματα, βρίσκεται ένας υπαινιγμός του ζωδιακού κύκλου των αρχαίων Ελλήνων.
Πολλά από τα αγάλματα που διακοσμούσαν το παλάτι την εποχή του Φερδινάνδου Στ΄ είναι έργα του Χούαν Δομίγκο Ολιβιέρι και του εργαστηρίου του.[16] Ο ίδιος επίσης είναι δημιουργός πολλών αλληγορικών μορφών της ελληνικής μυθολογίας.[17]
Η πλατεία όπως είναι σήμερα σχεδιάστηκε το 1892, σύμφωνα με σχέδιο του αρχιτέκτονα Ενρίκε Μαρία Ρεπουγιές.[18] Όμως, η ιστορία αυτής της πλατείας χρονολογείται από το 1553, τη χρονιά την οποία ο Φίλιππος Β΄ διέταξε την κατασκευή των βασιλικών σταύλων.
Ο καθεδρικός της Αλμουδένα βρίσκεται στην άλλη άκρη της πλατείας, απέναντι από το ανάκτορο. Το εξωτερικό είναι νεοκλασικό ώστε να ταιριάζει με το περιβάλλον του, αλλά το εσωτερικό του είναι νεογοτθικό. Η κατασκευή χρηματοδοτήθηκε από τον βασιλιά Αλφόνσο ΙΒ΄ για να φιλοξενήσει τα λείψανα της συζύγου του Μερθέδες της Ορλεάνης.[19] Η κατασκευή της εκκλησίας ξεκίνησε το 1878 και ολοκληρώθηκε το 1992.
Ο Σασέτι προσπάθησε να χτίσει ένα καθεδρικό ναό για να ολοκληρώσει το πλαίσιο του Μανθανάρες και ο Σαμπατίνι πρότεινε να ενώσει αυτό το σχέδιο με το παλάτι, για να σχηματίσει ένα ενιαίο πρόγραμμα. Και οι δύο προτάσεις αγνοήθηκαν από τον Κάρολο Γ΄.[20] Ο Άνχελ Φερνάνδεθ δε λος Ρίος το 1868 πρότεινε τη δημιουργία μίας μεγάλης δασώδους έκτασης που θα καταλάμβανε το περίγραμμα της Πλάθα δε Οριέντε, ώστε να φαίνεται καλύτερο το ανάκτορο. Μια δεκαετία αργότερα, ο Σεγούνδο δε Λέμα προσέθεσε μία σκάλα στο αρχικό σχέδιο του Φερνάνδεθ, το οποίο έδωσε στον Φρανθίσκο δε Κούμπας την ιδέα να δώσει περισσότερη έμφαση στην εκκλησία.[21] Ο Ναρθίσο Πασκουάλ Κολομέρ, ο ίδιος αρχιτέκτονας που σχεδίασε την Πλάθα δε Οριέντε, σχεδίασε τη διαρρύθμιση της πλατείας το 1879, αλλά δεν κατάφερε να το υλοποιήσει.
Η Πλάθα δε Οριέντε είναι ένα ορθογώνιο πάρκο που συνδέει την ανατολική πρόσοψη του ανακτόρου με το Τεάτρο Ρεάλ. Η ανατολική πλευρά της πλατείας είναι καμπύλη και συνορεύει με πολλές καφετέριες στα διπλανά κτίρια. Αν και η πλατεία ήταν τμήμα των σχεδίων του Σασέτι για το παλάτι, η κατασκευή της ξεκίνησε το 1808 όταν ο βασιλιάς Ιωσήφ Βοναπάρτης διέταξε την κατεδάφιση περίπου 60 μεσαιωνικών κατασκευών, συμπεριλαμβανομένων μίας εκκλησίας, ενός μοναστηριού και της βασιλικής βιβλιοθήκης. Ο Ιωσήφ πέθανε πριν ολοκληρωθεί η κατασκευή. Η ολοκλήρωση έγινε από τη βασίλισσα Ισαβέλλα Β΄ που ανέθεσε στον Ναρθίσο Πασκουάλ Κολομέρ τη δημιουργία του τελικού σχεδίου το 1844.[22][23]
Μονοπάτια χωρίζουν την πλατεία σε τρία κύρια πεδία: τους κεντρικούς κήπους, τους κηπους Κάμπο Νοβάλ και τους κήπους Λεπάντο. Οι κεντρικοί κήποι είναι διατεταγμένοι σε πλαίσιο γύρω από το κεντρικό μνημείο του Φιλίππου Δ΄, και ακολουθούν το μοντέλο των μπαρόκ κήπων. Τα βόρεια και νότια όρια των κεντρικών κήπων σημαίνονται μια σειρά αγαλμάτων, λαϊκά γνωστών ως οι Γότθοι βασιλιάδες- αγάλματα που αναπαριστούν πέντε Βησιγότθους κυβερνήτες και δεκαπέντε ηγέτες των πρώτων χριστιανικών βασιλείων μετά τη Ρεκονκίστα. Είναι από ασβεστόλιθο και είναι τμήμα μίας σειράς αγαλμάτων των ισπανών μοναρχών. Παραγγέλθηκαν για τη διακόσμηση του ανακτόρου και ολοκληρώθηκαν ανάμεσα στο 1750 και το 1753. Οι μηχανικοί πίστευαν ότι είναι πολύ βαριά για το κιγκλίδωμα του ανακτόρου και έτσι τα άφησαν στο έδαφος όπου φαίνεται εύκολα ότι δεν είναι πολύ λεπτομερή. Τα υπόλοιπα βρίσκονται στους κήπους του Σαμπατίνι.[24][25]
Αυτοί οι Κήποι πήραν αυτό το όνομα («στρατόπεδο του Μαυριτανού») γιατί θεωρείται ότι ο μουσουλμάνος ηγέτης Αλί μπεν Γιουσούφ στρατοπεύδεσε σε αυτό το σημείο το 1109 κατά τη διάρκεια μίας προσπάθειας ανακατάληψης της Μαδρίτης.[26] Οι πρώτες βελτιώσεις στην περιοχή έγιναν επί Φιλίππου Δ΄, ο οποίος έκτισε σιντριβάνια και φύτευσε διάφορα φυτά, αλλά η συνολική του εμφάνιση παρέμενε παραμελημένη. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του παλατιού έγιναν διάφορες εργασίες αρχιτεκτονικής τοπίου με βάση τους κήπους στο Βασιλικό Ανάκτορο της Λα Γκράνχα δε Σαν Ιλδεφόνσο, αλλή η έλλειψη χρηματοδότησης εμπόδισε τη βελτίωσή τους μέχρι τη βασιλεία της Ισαβέλλας Β΄.[27] Ακολουθώντας τα γούστα της εποχής, το πάρκο σχεδιάστηκε σε ρομαντικό ρυθμό. Σιντριβάνια μεταφέρθηκαν από το Βασιλικό Ανάκτορο του Αρανχουέθ και κατασκευάστηκαν καμπύλα μονοπάτια. Υπό τη βασιλεία της Μαρία Χριστίνα της Αυστρίας, άρχισαν έργα αποκατάστασης που δημιούργησαν το σημερινό σχέδιο που μοιάζει με αυτό αγγλικού κήπου του 19ου αιώνα.[28]
Οι Κήποι του Σαμπατίνι βρίσκονται στη βόρεια πλευρά του ανακτόρου και εκτείνονται μέχι το κάγιε δε Μπαϊλέν και την κουέστα δε Σαν Βιθέντε. Οι κήποι έχουν συμμετρικό γαλλικό σχεδιασμό και οι εργασίες ξεκίνησαν το 1933, κατά τη διάρκεια της ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης. Αν και σχεδιάστηκαν από το Φερνάνδο Γκαρθία Μερκαδάλ, έχουν πάρει το όνομα του Φραντσέσκο Σαμπατίνι ο οποίος σχεδίασε τους βασιλικούς σταύλους που βρίσκονταν παλαιότερα στη θέση. Ο κήπος έχει μία μεγάλη ορθογώνια λίμνη που περιτριγυρίζεται από τέσσερα συντριβάνια και αγάλματα των Ισπανών βασιλιάδων οι οποίοι αρχικά σκόπευαν να στεφθούν στο ανάκτορο. Μέσα στον κήπο βρίσκονται σε γεωμετρικές θέσεις αρκετά συντριβάνια.[29]
Η κυβέρνηση του Φράνκο κατασκεύασε τους κήπους ώστε να επιστρέψει την περιοχή στον έλεγχο του λαού, αλλά οι κήποι έγιναν προσβάσιμοι για το κοινό το 1978, όταν τους άνοιξε ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος.[30]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.