From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Βίκτορ Λβόβιτς Κορτσνόι[8] (ρωσ. Ви́ктор Льво́вич Корчно́й, 23 Μαρτίου 1931 – 6 Ιουνίου 2016) ήταν Ρώσος σκακιστής, γκρανμαίτρ και συγγραφέας. Θεωρείται ως ένας από τους ισχυρότερους παίκτες σκακιού που δεν έγιναν ποτέ παγκόσμιοι πρωταθλητές[9].
Βίκτορ Κορτσνόι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ви́ктор Льво́вич Корчно́й (Ρωσικά) |
Γέννηση | 23 Μαρτίου 1931[1][2][3] Αγία Πετρούπολη[2] |
Θάνατος | 6 Ιουνίου 2016[1][2][3] Βόλεν[2] |
Αιτία θανάτου | εγκεφαλικό επεισόδιο |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια[4] |
Κατοικία | Αγία Πετρούπολη[5] |
Παρατσούκλι | Viktor the Terrible[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (έως 1977) Ελβετία (από 1979) άπατρις (1977–1979) |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ρωσικά[6] Γερμανικά[7] Αγγλικά[7] |
Σπουδές | Κρατικό Ινστιτούτο Ιστορίας της Αγίας Πετρούπολης Annenschule |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | σκακιστής συγγραφέας |
Εργοδότης | Κρατικό Πανεπιστήμιο Αγίας Πετρούπολης |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Σκακιστικό Όσκαρ (1978) Τιμητικό Δίπλωμα Αθλητισμού της ΕΣΣΔ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Γεννημένος στη Σοβιετική Ρωσία, ο Κορτσνόι ζήτησε πολιτικό άσυλο στη Δύση το 1976 και αργότερα κατοίκησε στην Ελβετία για πολλά χρόνια, γενόμενος Ελβετός πολίτης. Ο Κορτσνόι έπαιξε τρεις αγώνες εναντίον του Σοβιετικού γκρανμαίτρ Ανατόλι Κάρποφ, τους δύο σε ιστορικές «μονομαχίες» του Ψυχρού πολέμου για την ανάδειξη του παγκόσμιου πρωταθλητή, το 1978 και το 1981, χάνοντας και τις δύο χρονιές.
Ο Κορτσνόι ήταν υποψήφιος για τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή δέκα συνολικά χρονιές (1962, 1968, 1971, 1974, 1977, 1980, 1983, 1985, 1988 και 1991). Υπήρξε 4 φορές πρωταθλητής Σοβιετικής Ενώσεως, 5 φορές μέλος σοβιετικής εθνικής ομάδας που κέρδισε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και 6 φορές μέλος σοβιετικής εθνικής ομάδας που πήρε χρυσά μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες Σκακιού. Διατηρώντας αρκετή σκακιστική οξύνοια κατά την όγδοη δεκαετία της ζωής του, κατέκτησε το Παγκόσμιο σκακιστικό πρωτάθλημα Βετεράνων τον Σεπτέμβριο του 2006.
Ο Κορτσνόι γεννήθηκε στο Λένινγκραντ από Εβραία μητέρα και πολωνικής καταγωγής Ρωμαιοκαθολικό πατέρα[10][11]. Η μητέρα του, η Ζέλντα Αζμπέλ (γενν. 1910), ήταν κόρη του συγγραφέα Χερς Αζμπέλ και πτυχιούχος πιανίστα η ίδια. Ο πατέρας του, ο Λεβ Μερκούριεβιτς Κορτσνόι (1910-1941), ήταν μηχανικός που εργαζόταν σε βιοτεχνία ζαχαροπλαστικής[12]. Αμφότεροι είχαν μεταναστεύσει με τις οικογένειές τους στο Λένινγκραντ από την Ουκρανία το 1928. Σύντομα πήραν διαζύγιο και ο Βίκτορ έμεινε με τη μητέρα του μέχρι το 1935, μετά με τον πατέρα του και τη γιαγιά του, και τέλος με τη γυναίκα που τον υιοθέτησε όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε κατά την Πολιορκία του Λένινγκραντ, τη Ρόζα Φρίντμαν[13][14]. Ο Βίκτορ απεφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ με πτυχίο ιστορίας[15].
Ο Βίκτορ Κορτσνόι έμαθε να παίζει σκάκι από τον πατέρα του σε ηλικία 5 ετών. Το 1943 έγινε μέλος σκακιστικής λέσχης νέων του Λένινγκραντ με σημαντικότερο εκπαιδευτή του εκεί τον Αμπράμ Μόντελ. Το 1947 κέρδισε το Πρωτάθλημα Νέων της ΕΣΣΔ στο Λένινγκραντ, ενώ το 1948 μοιράσθηκε τον τίτλο στο Τάλιν[16]. Το 1951 κέρδισε τον τίτλο του Σοβιετικού Μάστερ μετά τη δεύτερη θέση που κατέκτησε στο Πρωτάθλημα Λένινγκραντ του 1950.[17]
Για πρώτη φορά προκρίθηκε στην τελική φάση Πρωταθλήματος (ανδρών) ΕΣΣΔ το 1952. Στον ημιτελικό στο Μινσκ έφερε αποτέλεσμα 10½ στα 17 και ισοβάθμησε στην 2η–4η θέση.
Η πρώτη ευκαιρία για διεθνή παρουσία τού δόθηκε στο Βουκουρέστι το 1954, όπου κατέκτησε την πρώτη θέση με 13/17[18], οπότε το ίδιο έτος η FIDE του έδωσε τον τίτλο του Διεθνούς Μάστερ. Κέρδισε το πρωτάθλημα του Λένινγκραντ το 1955 με το συντριπτικό σκορ 17/19 και ισοβάθμησε στην 1η θέση στο διεθνές τουρνουά του Χάστινγκς (Αγγλία) του 1955–56 με 7/9. Κατόπιν αυτών, το συνέδριο της FIDE του 1956 του έδωσε τον τίτλο του διεθνούς γκρανμαίτρ (GM).[17]
Ο Κορτσνόι επιλέχθηκε για πρώτη φορά ως μέλος σοβιετικής εθνικής ομάδας το 1954, οπότε συμμετείχε στη φοιτητική ομάδα της ΕΣΣΔ. Τρία μόλις χρόνια αργότερα, εντάχθηκε στην εθνική ανδρών για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εθνικών Ομάδων, και από τότε θα αντιπροσώπευε την ΕΣΣΔ μέχρι το 1974. Συνολικά κέρδισε 21 μετάλλια με σοβιετικές εθνικές ομάδες. Οι συμμετοχές του ήταν οι εξής:
Ο Κορτσνόι ανδρώθηκε και αναδείχθηκε μέχρι την κορυφή μέσα στο σοβιετικό σκακιστικό σύστημα, όπου έπαιξε με ανθρώπους όπως οι Μιχαήλ Ταλ, Τιγκράν Πετροσιάν και Μπορίς Σπάσκι, ακολουθώντας τα μονοπάτια που χάραξε ο Μιχαήλ Μποτβίνικ. Ο αρχικός τρόπος παιχνιδιού του Κορτσνόι ήταν μία ορμητική αντεπίθεση, ενώ απέδιδε άριστα σε δύσκολες αμυντικές θέσεις[21][22][23]. Τις κάπως ασταθείς επιδόσεις του της δεκαετίας του 1950 διαδέχθηκε η σταθεροποίηση σε υψηλό επίπεδο την επόμενη δεκαετία, καθώς το παιχνίδι του έγινε περισσότερο ευέλικτο. Μοιράσθηκε την 1η θέση με τον Σάμουελ Ρεσέφσκι στο Μπουένος Άιρες το 1960 με 13/19. Μετά τη νίκη του στη Βουδαπέστη το 1961 (τουρνουά στη μνήμη του Γκέζα Μαρότσι) με 11½/15 μπροστά από τους Νταβίντ Μπρονστάιν και Μίροσλαβ Φίλιπ, ο Κορτσνόι αναγνωρίσθηκε ως ένας από τους καλύτερους σκακιστές του κόσμου.[24]
Υπήρξε τετράκις πρωταθλητής Σοβιετικής Ενώσεως: Στο Λένινγκραντ το 1960 στο 27ο Πρωτάθλημα ΕΣΣΔ, στο Γερεβάν το 1962, στο Κίεβο το 1964–65 και τέλος στη Ρίγα το 1970.[18]
Ο Κορτσνόι προκρίθηκε ως υποψήφιος για τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή από τους Διαζωνικούς αγώνες της Στοκχόλμης το 1962. Μετά από μία κάμψη, ξαναβρήκε τη φόρμα του το 1965, όταν θριάμβευσε στο Gyula της Ουγγαρίας με σκορ 14½/15. Ακολουθησαν νίκες στο Βουκουρέστι και στο Σότσι το 1966.
Με μία ισχυρή επίδοση στους Διαζωνικούς αγώνες της Τυνησίας το 1967 προκρίθηκε και πάλι στους αγώνες υποψηφίων για τον κορυφαίο τίτλο στον κόσμο. Στον πρώτο αγώνα κέρδισε τον Ρεσέφσκι στο Άμστερνταμ. Επόμενος αντίπαλός του ήταν ο Ταλ, του οποίου ο Κορτσνόι «είχε πάρει τον αέρα» σε προηγούμενες συναντήσεις. Στον αγώνα αυτόν, που έγινε στη Μόσχα το 1968, μετά από αμφίρροπες παρτίδες, ο Κορτσνόι νίκησε με δύο νίκες, μία ήττα και 7 ισοπαλίες (+2−1=7), οπότε συνέχισε για να αντιμετωπίσει τον Μπορίς Σπάσκι, από τον οποίο έχασε στο Κίεβο το 1968 (+4−1=5).[25]
Ως συμμετασχών στον ημιτελικό, ο Κορτσνόι δεν χρειάσθηκε να αγωνισθεί για την πρόκριση στον επόμενο κύκλο του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος και συμμετείχε και πάλι στους αγώνες υποψηφίων. Για να προετοιμασθεί, έπαιξε έναν μυστικό αγώνα προπονήσεως με τον φίλο του Νταβίντ Μπρονστάιν στο Λένινγκραντ το 1970, στον οποίο έχασε με 3½–2½ (οι παρτίδες αυτού του αγώνα δημοσιεύθηκαν μόλις το 2007, σε βιβλίο του Μπρονστάιν[26]), και έναν άλλο το 1971 με τον Ανατόλι Κάρποφ, που τότε ήταν επίσης καλός φίλος του. Στους αγώνες των υποψηφίων του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος, ο Κορτσνόι κέρδισε τον Εφίμ Γκέλερ στη Μόσχα (+4−1=3), αλλά μετά έχασε από τον Τιγκράν Πετροσιάν με μία μόνο ήττα (στην ένατη παρτίδα) και 9 ισοπαλίες[27].
Το 1972 ο Κορτσνόι εμφανίσθηκε στη σχετική με το σκάκι Σοβιετική κινηματογραφική ταινία Grossmeister, μαζί με άλλους γκρανμαίτρ (υποδύθηκε τον ρόλο του εκπαιδευτή του πρωταγωνιστή).[28]
Στον κύκλο του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος του 1975 οι Κορτσνόι και Κάρποφ ήρθαν ισόπαλοι στην 1η θέση στους Διαζωνικούς αγώνες του Λένινγκραντ[29]. Ακολούθησε η φάση των αγώνων των υποψηφίων πρωταθλητών, όπου νίκησε πρώτα (1974) τον νεαρό Βραζιλιανό σταρ Χενρίκε Μέκινγκ στις ΗΠΑ (+3−1=9). Στη συνέχεια έπαιξε και πάλι με τον Πετροσιάν, στην Οδησσό. Υπήρχε ήδη μεταξύ τους κάποια ένταση. Παρά το ότι τον αγώνα θα κέρδιζε όποιος θα συμπλήρωνε πρώτος 4 νίκες, ο Πετροσιάν παραιτήθηκε ύστερα από μόλις 5 παρτίδες, στις οποίες ο Κορτσνόι είχε κερδίσει τις 3, ο Πετροσιάν τη 1 και υπήρχε μία ισοπαλία.[30]
Μετά από αυτή τη νίκη, ο Κορτσνόι προχώρησε στον ημιτελικό («τελικός υποψηφίων»), όπου αντιμετώπισε τον Κάρποφ. Ο νικητής θα έπαιζε για τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή με τον κάτοχο του τίτλου, Μπόμπι Φίσερ, το 1975. Φαίνεται όμως ότι ο Πετροσιάν είχε ξεκινήσει έναν πόλεμο στα παρασκήνια εναντίον του Κορτσνόι: Ο τελευταίος δέχθηκε πριν τον αγώνα απειλές και κακομεταχείριση, ενώ κανένας γκρανμαίτρ δεν ήταν πρόθυμος να τον βοηθήσει, με εξαίρεση ίσως τον Μπρονστάιν, που μετά τιμωρήθηκε για αυτό[26] Ο Κορτσνόι έχασε τελικώς αυτό τον αγώνα (Μόσχα, τέλη του 1974), αν και με μικρή διαφορά στο σκορ: 12½–11½. Ο Κάρποφ αποδείχθηκε τυχερός, αφού ανακηρύχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής το 1975 χωρίς αγώνα, όταν ο Φίσερ αρνήθηκε να υπερασπισθεί τον τίτλο του εξαιτίας διαφωνιών του με τις συνθήκες τελέσεως του αγώνα.
Αμέσως πριν τον «τελικό των υποψηφίων», ως μέρος της εκστρατείας του υπέρ του Κάρποφ και κατά του Κορτσνόι, ο Τιγκράν Πετροσιάν έκανε μία δημόσια δήλωση στον τύπο εναντίον του Κορτσνόι. Στην τελετή λήξεως του αγώνα, ο Κορτσνόι αποφάσισε ότι έπρεπε να διαφύγει από τη Σοβιετική Ένωση. Οι αρχές απέτρεπαν τη συμμετοχή του σε διεθνή τουρνουά και, ακόμα και όταν προσκλήθηκε από τους Πάουλ Κέρες και Ίιβο Νέι να συμμετάσχει σε διεθνές τουρνουά στην Εσθονία, δεν του επιτράπηκε να παίξει, ενώ αμφότεροι οι Κέρες και Νόι δεχθηκαν επίπληξη[31]
Ο Κορτσνόι, σε διάλεξή του το 2006 στο Λονδίνο ισχυρίσθηκε ότι η ευκαιρία να συμμετάσχει σε τουρνουά στο εξωτερικό και να διαφύγει έτσι στη Δύση τού δόθηκε επειδή ο Κάρποφ είχε στεφθεί παγκόσμιος πρωταθλητής χωρίς αγώνα. Καθώς και ο Κορτσνόι ήταν «αόρατος» διεθνώς, αρκετοί άρχισαν να πιστεύουν ότι αυτός και ο Κάρποφ δεν θα μπορούσε να είναι τόσο ισχυροί, τουλάχιστον όσο ο Φίσερ. Οι σοβιετικές αρχές λοιπόν επέτρεψαν στον Κορτσνόι να παίξει στο τουρνουά του 1976 στο Άμστερνταμ προκειμένου να αποδείξουν ότι η διεθνής υπεροχή της Σοβιετικής Ενώσεως στο σκάκι συνέχιζε να αποτελεί γεγονός[32].
Ο Κορτσνόι νίκησε σε αυτό το τουρνουά από κοινού με τον νεαρό Τόνυ Μαιλς. Στο τέλος του, ο Κορτσνόι ζήτησε από τον Μάιλς να πει τη φράση «πολιτικό άσυλο» για λογαριασμό του. Ως αποτέλεσμα, ο Κορτσνόι έγινε ο πρώτος ισχυρός Σοβιετικός σκακιστής στην ιστορία που εγκατέλειπε τη χώρα του για τη Δύση (οι Εφίμ Μπογκολιούμποφ και Αλεξάντρ Αλιέχιν είχαν αφήσει την ΕΣΣΔ την δεκαετία του 1920, αλλά αυτές θεωρούνται περισσότερο ως μεταναστεύσεις, παρά ως διαφυγές). Ωστόσο, αναγκάσθηκε να αφήσει τη σύζυγο και τον γιο του στη Σοβιετική Ένωση. Η μετέπειτα σταδιοδρομία του θα σκιαζόταν από το αποπνικτικό πολιτικό κλίμα του Ψυχρού πολέμου.
Ο Κορτσνόι διέμεινε στην Ολλανδία για λίγο καιρό, δίνοντας σιμουλτανέ αγώνες επιδείξεως, ενώ έπαιξε και έναν σύντομο αγώνα με τον Γιαν Τίμαν, νικώντας τον εύκολα. Στη συνέχεια μετακόμισε στη Δυτική Γερμανία και τελικώς εγκαταστάθηκε στην Ελβετία το 1978.[17]
Στον επόμενο κύκλο του παγκόσμιου πρωταθλήματος (1976–78), ο Κορτσνόι έπρεπε αρχικώς να ξεπεράσει τις διαμαρτυρίες των Σοβιετικών αρχών ότι δεν έπρεπε να λάβει μέρος εξαιτίας της αποσκιρτήσεώς του στη Δύση. Αλλά ο τότε πρόεδρος της FIDE Μαξ Όυβε υπερασπίσθηκε το δικαίωμά του στη συμμετοχή. Ο Κορτσνόι άρχισε νικώντας για μία ακόμα φορά τον Πετροσιάν (+2−1=9) και μετά τον Λεβ Πολουγκάεφσκι (+5−1=7). Στον ημιτελικό νίκησε τον Σπάσκι στο Βελιγράδι με +7−4=7.[33]
Ο τελικός του πρωταθλήματος έλαβε χώρα μεταξύ 18 Ιουλίου και 18 Οκτωβρίου 1978 στο Μπαγκούιο των Φιλιππίνων. Υπήρξαν αντιδικίες για διάφορα θέματα, από την εξέταση των καθισμάτων των παικτών με ακτίνες Χ ως τα σημαιάκια στο τραπέζι, και από διαμαρτυρίες για υπνωτισμό μέχρι τις ανακλάσεις από τα γυαλιά του Κορτσνόι. Ακόμα και η προσφορά ενός γιαουρτιού κατά τη διάρκεια μιας παρτίδας από την ομάδα του Κάρποφ προς τον αντίπαλο θεωρήθηκε ύποπτη, ως πιθανό μυστικό σήμα[34].
Η ποιότητα του αγώνα κατόπιν αυτών δεν στάθηκε στο ύψος των δυνατοτήτων των δύο αντιπάλων. Παγκόσμιος πρωταθλητής θα γινόταν όποιος κέρδιζε πρώτος 6 παρτίδες, με τις ισοπαλίες να μην παίζουν ρόλο. Ο Κάρποφ προηγήθηκε με 5–2, αλλά ο Κορτσνόι αντεπιτέθηκε με τρεις νίκες και μία ισοπαλία στα επόμενα 4 παιχνίδια, εξισορροπώντας τον αγώνα σε 5–5 μετά από 31 παρτίδες. Ωστόσο ο Κάρποφ κέρδισε την αμέσως επόμενη 32η παρτίδα και μαζί τον τίτλο του πρωταθλητή[35].
Ο Κορτσνόι επανήλθε με πρόκριση στον τελικό του παγκόσμιου πρωταθλήματος του 1981, κερδίζοντας πάλι τους Πετροσιάν και Πολουγκάεφσκι, ενώ στον ημιτελικό κέρδισε τον Δυτικογερμανό γκρανμαίτρ Ρόμπερτ Χύμπνερ με παραίτηση του αντιπάλου όταν ο Κορτσνόι κέρδιζε με 4,5-3,5. Ο νέος τελικός αγώνας με τον Κάρποφ έγινε στο Μεράνο της Ιταλίας. Αυτή τη φορά οι σοβιετικές αρχές εκμεταλλεύθηκαν το ότι είχαν στα χέρια τους τη σύζυγο και τον γιο του Κορτσνόι. Υποσχέθηκαν στον γιο ότι θα μπορούσε να φύγει από τη χώρα, αλλά αμέσως κλήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό και λίγες ώρες αργότερα τον συνέλαβαν (στο αεροδρόμιο;) για λιποταξία. Παρά τις διεθνείς διαμαρτυρίες, καταδικάσθηκε σε δυόμισυ χρόνια καταναγκαστικών έργων. (Πάντως αφέθηκε να φύγει από τη Σοβιετική Ένωση το 1982, μετά δηλαδή τον τελικό.)[36] Κατόπιν αυτών, ο Κάρποφ κέρδισε τον Κορτσνόι με νίκες 6-2 και 10 ισοπαλίες, σε αυτό που αποκλήθηκε από κάποιους «η σφαγή στο Μεράνο»[37].
Ο Κορτσνόι συμμετέσχε με αξιώσεις σε έναν ακόμα κύκλο παγκόσμιου πρωταθλήματος, τον επόμενο, παρότι ποτέ πια δεν έφθασε στο μέγιστο της αποδόσεώς του. Κληρώθηκε να αντιμετωπίσει τον νεαρό τότε Σοβιετικό Γκάρι Κασπάροφ. Η Σοβιετική Σκακιστική Ομοσπονδία διαμαρτυρήθηκε για τον τόπο που είχε ορισθεί ο αγώνας, την Καλιφόρνια (πιθανώς επειδή λίγο μετά η ΕΣΣΔ θα ανακοίνωνε την απόφασή της να απέχει από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες), και δεν επέτρεψε στον Κασπάροφ να μεταβεί εκεί για τον αγώνα. Αυτό κατακύρωνε τον αγώνα υπέρ του Κορτσνόι. Ωστόσο, ο Κορτσνόι συμφώνησε να τον δώσει στο Λονδίνο, σε μία ευγενική χειρονομία αφού θα προκρινόταν χωρίς αγώνα. Αλλά μετά από μία καλή αρχή ηττήθηκε από το επιθετικό στιλ παιχνιδιού τού κατά 32 χρόνια νεότερου αντιπάλου του[38],
Μετά τον αγώνα αυτόν του 1983, ο Κορτσνόι δεν απείλησε πλέον τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, αν και συνέχισε να παίζει σε υψηλό επίπεδο, συμμετέχοντας και στην ολυμπιακή ομάδα της Ελβετίας. Τον Σεπτέμβριο του 2006 κέρδισε το 16ο Παγκόσμιο σκακιστικό πρωτάθλημα Βετεράνων, που διεξάχθηκε στην κοντινή Κοιλάδα της Αόστα, στην Ιταλία, με σκορ τελικού 9–2.[39]
Τον Ιανουάριο του 2007 στη διεθνή κατάταξη της FIDE[40] ο Κορτσνόι πήρε την 85η θέση στον κόσμο σε ηλικία 75 ετών, καθιστάμενος με διαφορά ο πλέον ηλικιωμένος σκακιστής στην ιστορία που βρισκόταν σε μία από τις πρώτες 100 θέσεις.
Το 2009 ο Κορτσνόι έγινε ο γηραιότερος σκακιστής που κέρδισε ποτέ εθνικό πρωτάθλημα οποιασδήποτε χώρας, όταν κατέκτησε τον τίτλο στο Ελβετικό Πρωτάθλημα σε ηλικία 78 ετών[41].
Ο τελευταίος αξιομνημόνευτος αγώνας του έγινε το 2011 στο Γιβραλτάρ, όταν κέρδισε παίζοντας με τα μαύρα τον 18χρονο Φαμπιάνο Καρουάνα μετέπειτα νο. 2 στον κόσμο και 61 χρόνια νεότερό του[42].
Στα τέλη Δεκεμβρίου 2012 ανακοινώθηκε ότι ο Κορτσνόι νοσηλευόταν σε κλινική αναρρώνοντας από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο και ότι ήταν απίθανο να ξαναπαίξει αγωνιστικό σκάκι[43]. Είχε προγραμματισθεί να παίξει στο 37ο Τουρνουά Χριστουγέννων της Ζυρίχης τον Δεκέμβριο του 2013, αλλά αποσύρθηκε για λόγους υγείας[44].
Ο Κορτσνόι απεβίωσε σε ηλικία 85 ετών στο Wohlen του Άαργκαου. Ο πρόεδρος της FIDE Κιρσάν Ιλιουμζίνοφ σχολίασε ότι «μαζί με τον Κορτσνόι πέθανε μία ολόκληρη εποχή στο σκάκι».[45] Σε μία νεκρολογία γραμμένη από τον Βρετανό σκακιστή Λέοναρντ Μπάρντεν αποκλήθηκε «ο μεγαλύτερος σκακιστής που δεν έγινε ποτέ παγκόσμιος πρωταθλητής»[31] (η διάκριση αυτή συχνά «απονέμεται» και στον Πάουλ Κέρες[46][47][48]).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.