From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (ιταλικά: Gerusalemme Liberata) είναι επικό ποίημα του Τορκουάτο Τάσσο, που αποτελεί και το σημαντικότερο έργο του. Θέμα του έχει την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τους πολεμιστές της Πρώτης Σταυροφορίας, καθώς και τα γεγονότα που προηγήθηκαν της αλώσεως της πόλης. Ο ποιητής αναπλάθει ελεύθερα τα γεγονότα, εισάγοντας πολλά φανταστικά πρόσωπα που συνυπάρχουν με τα ιστορικά, όπως ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν. Το έργο έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αναγεννησιακής ποίησης, που εκφράστηκε στην πληρότητά της από τον Μαινόμενο Ορλάνδο του Λουντοβίκο Αριόστο, αλλά ανήκει εξίσου και στην αμέσως επόμενη περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης και του Μπαρόκ. Εμπνεόμενο από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου και κυρίως την Αινειάδα του Βιργιλίου, περιέχει εντούτοις πολλά λυρικά στοιχεία και σκηνές αισθησιακού περιεχομένου, ενώ βασικό ζήτημα που απασχολεί τον ποιητή είναι η διάσταση μεταξύ της χαράς της ζωής και του καθήκοντος. Σε αυτά τα τελευταία στοιχεία έγκειται και η μεγάλη επιτυχία που γνώρισε το έργο στο αναγνωστικό κοινό, αμέσως μόλις εκδόθηκε. Είναι γραμμένο στην παραδοσιακή ιταλική στροφή της οκτάβας (ottava rima) και χωρίζεται σε είκοσι άσματα (cantos) που περιέχουν εν συνόλω 15.336 ενδεκασύλλαβους στίχους. Το έργο στα ελληνικά ονομάζεται επίσης και Ελευθερωμένη ή Ελευθερωθείσα Ιερουσαλήμ ή ακόμα και Η ελευθέρωσις της Ιερουσαλήμ.
Συγγραφέας | Τορκουάτο Τάσσο |
---|---|
Τίτλος | Gerusalemme liberata |
Γλώσσα | Ιταλικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1575 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1581 |
Θέμα | Ιερουσαλήμ Σταυροφορίες |
Χαρακτήρες | Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, Αρμίδα, Χλωρίνδα, Ταγκρέδος, πρίγκιπας της Γαλιλαίας, Ερμινία, Ρινάλδος, Ολίνδος, Κάρολος, Ουβάλδος, Σωφρονία, Sven, Aladin, Idraot και Ismen |
Τόπος | Ιερουσαλήμ |
LC Class | OL502973W[1] |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν οδηγεί το σταυροφορικό στράτευμα κατά της Ιερουσαλήμ. Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, Αλαδίνος, του οποίου κύριος συνεργάτης είναι ο μάγος Ισμηνός, δέχεται ενισχύσεις από μια πολεμίστρια παρθένο, τη Χλωρίνδα, η οποία ερχόμενη καταφέρνει να μην καούν στην πυρά ο Ολίνδος και η Σωφρονία, δύο ερωτευμένοι νέοι χριστιανοί που είχαν καταδικαστεί άδικα από τον Αλαδίνο για προδοσία. Η Ερμινία, κόρη του βασιλιά της Αντιοχείας, δείχνει από τα τείχη στον Αλαδίνο τους σημαντικότερους σταυροφόρους πολεμιστές, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Ταγκρέδος τον οποίον αγαπά· εκείνος όμως είναι κρυφά ερωτευμένος με τη Χλωρίνδα.
Στο στρατόπεδο των σταυροφόρων φτάνει η ωραία μάγισσα Αρμίδα, που χρησιμοποιώντας τα γυναικεία θέλγητρά της παρασύρει και αιχμαλωτίζει πολλούς σταυροφόρους σε ένα κάστρο. Ο νεαρός Ρινάλδος, ένας γενναίος ιππότης, σκοτώνει σε διαξιφισμό έναν συμπολεμιστή του και εγκαταλείπει το στρατόπεδο. Ο Ταγκρέδος και ο Αργάντης, ένας Κιρκάσσιος από την Αίγυπτο, μονομαχούν αλληλοτραυματιζόμενοι, αλλά υπόσχονται να επαναλάβουν τη μονομαχία. Ο Ταγκρέδος πιστεύοντας ότι ακολουθεί τη Χλωρίνδα, ακολουθεί στην πραγματικότητα την Ερμινία ντυμένη με την πανοπλία της Χλωρίνδας. Και οι δύο χάνουν τον δρόμο τους· η μεν Ερμινία καταφεύγει σε κάποιους βοσκούς, ο δε Ταγκρέδος αιχμαλωτίζεται κι αυτός στο κάστρο της Αρμίδας.
Τον Αργάντη αντιμετωπίζει τελικά ο γηραιός Ραϊμόνδος και σχεδόν τον νικά· αλλά η εκεχειρία διαλύεται και στη μάχη που επακολουθεί οι χριστιανοί αρχικά θριαμβεύουν· αλλά μια τρομερή θύελλα τους αναγκάζει να υποχωρήσουν στο στρατόπεδο. Μετά από ειδήσεις ότι ο Ρινάλδος είναι νεκρός και ότι η στρατιά που θα ενίσχυε τους σταυροφόρους εξολοθρεύτηκε, ξεσπά ανταρσία στο στράτευμα, την οποία ο Γοδεφρείδος σταματά χωρίς χρήση βίας. Το στρατόπεδο των σταυροφόρων δέχεται σφοδρή επίθεση από τους εχθρούς και κινδυνεύει με ολοκληρωτική καταστροφή, αλλά την κρίσιμη στιγμή επιστρέφουν οι χριστιανοί πολεμιστές που είχαν φύγει με την Αρμίδα και με τη βοήθειά τους οι εχθροί κατατροπώνονται. Οι πολεμιστές αναφέρουν στον Γοδεφρείδο ότι ο Ρινάλδος ήταν ζωντανός και τους είχε ελευθερώσει από την Αρμίδα.
Οι σταυροφόροι επιτίθενται στην Ιερουσαλήμ, την οποία υπερασπίζεται τώρα και ο Τούρκος Σολιμάνης, έκπτωτος βασιλιάς της Νίκαιας της Μικράς Ασίας, που είχε επιτεθεί με το στράτευμά του στο στρατόπεδο την προηγουμένη. Ο Γοδεφρείδος τραυματίζεται, θεραπεύεται ωστόσο ως εκ θαύματος. Η Χλωρίνδα με τον Αργάντη καίνε τη νύχτα τον πολιορκητικό πύργο και ο Ταγκρέδος πληγώνει θανάσιμα τη Χλωρίνδα δίχως να αντιληφθεί ότι είναι αυτή. Πριν πεθάνει η Χλωρίνδα του ζητά να τη βαφτίσει χριστιανή, πράγμα που αυτός κάνει. Ο μάγος Ισμηνός στοιχειώνει με δαιμόνια το δάσος από όπου προμηθεύονταν ξυλεία οι σταυροφόροι για να εμποδίσει την κατασκευή νέων πολιορκητικών μηχανών. Μεγάλη ξηρασία ταλαιπωρεί τους σταυροφόρους, αλλά μια βροχή τους σώζει από τη δίψα.
Δύο ιππότες, ο Κάρολος και ο Ουβάλδος, στέλνονται για να βρουν και να φέρουν πίσω τον Ρινάλδο, ο οποίος είχε γίνει στο μεταξύ και αυτός δέσμιος της Αρμίδας. Με τις οδηγίες που τους δίνει ο Γέροντας της Ασκαλώνας, οι δύο ιππότες φτάνουν με ένα πλοιάριο στην υπερπόντια νήσο όπου η Αρμίδα κρατούσε μέσω των απολαύσεων τον Ρινάλδο και τον ξαναφέρνουν στην Ιερουσαλήμ, όπου γίνεται ξανά δεκτός στο στράτευμα και του ανατίθεται από τον Γοδεφρείδο να καταπολεμήσει τη μαγεία του δάσος, πράγμα που καταφέρνει. Αμέσως κατασκευάζονται πολιορκητικές μηχανές και αρχίζει η τελική επίθεση εναντίον της Ιερουσαλήμ. Μετά από λυσσαλέα μάχη, η πόλη καταλαμβάνεται και μία μεγάλη σφαγή αρχίζει. Ο Ταγκρέδος σκοτώνει σε μονομαχία τον Αργάντη, αλλά τραυματίζεται βαριά· ανακαλύπτεται όμως, σώζεται και περιθάλπεται από την Ερμινία. Η επίθεση των Αιγυπτίων αποτυγχάνει, ο Αλαδίνος και ο Σολιμάνης σκοτώνονται, η δε Αρμίδα υποτάσσεται στον Ρινάλδο. Η Ιερουσαλήμ έχει απελευθερωθεί και ο Γοδεφρείδος με τους σταυροφόρους προσεύχονται στον Πανάγιο Τάφο.
Ο Θεός ρίχνει το βλέμμα του στους αρχηγούς των Σταυροφόρων. Βλέπει τον Βαλδουίνο, τον Ταγκρέδο, τον Βοημούνδο και τον Ρινάλδο. Ξεχωρίζει πάνω από όλους τον Γοδεφρείδο για την πίστη και την ευσέβειά του και στέλνει προς αυτόν τον Αρχάγγελο Γαβριήλ για να του μεταφέρει το μήνυμά του: να συγκαλέσει το συμβούλιο τον αρχηγών με σκοπό να ξαναρχίσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις για να απελευθερωθεί η Ιερουσαλήμ. Ο Γαβριήλ λέει στον Γοδεφρείδο ότι είναι ο εκλεκτός του Θεού και θα τον επιλέξουν οι σύντροφοί του για αρχηγό τους. Στη συνέλευση ο Γοδεφρείδος παροτρύνει τους αρχηγούς να μην ξεχνούν τον σκοπό της εκστρατείας: να ιδρύσουν στην Παλαιστίνη ένα νέο βασίλειο, κυριεύοντας την αγία πόλη και ελευθερώνοντας τον Πανάγιο Τάφο. Ο Πέτρος ο Ερημίτης, ο πρωτεργάτης της Σταυροφορίας προτρέπει τους σταυροφόρους να εκλέξουν έναν κοινό αρχηγό. Οι ηγεμόνες τότε εκλέγουν τον Γοδεφρείδο, ο οποίος διατάζει να γίνει συγκέντρωση και επιθεώρηση όλου του στρατεύματος. Την επομένη όλα τα τμήματα του στρατού και οι αρχηγοί τους παρελαύνουν μπροστά στον Γοδεφρείδο. Περνούν οι Φράγκοι ιππότες, με αρχηγό τον Ούγο, οι Νορμανδοί με αρχηγό τον Ροβέρτο, οι Γάλλοι με τον Βαλδουίνο, τον αδερφό του Γοδεφρείδου και τον Στέφανο, οι Σουηβοί με τον Γουέλφο, οι Φλαμανδοί ιππότες με αρχηγό έναν άλλο Ροβέρτο, οι Άγγλοι και οι Ιρλανδοί με αρχηγό τον Γουλιέλμο. Μετά περνά ο Ταγκρέδος, ο γενναίος ιταλογεννημένος Νορμανδός με ιππότες από την Καμπανία. Αυτός είχε ερωτευτεί μια πανέμορφη πολεμίστρια των απίστων, που την είχε δει μόνο μια φορά στη μάχη. Ακολουθούν λίγοι Έλληνες (ο ποιητής ψέγει την Ελλάδα για την αδιαφορία της για τη Σταυροφορία, τονίζοντας ότι η υποδούλωσή της στους Τούρκους ήταν έργο της θείας δίκης), μετά οι περιπλανώμενοι ιππότες, οι γενναιότεροι όλων: ο Δουδών, ο Ευστάθιος (μικρότερος αδερφός του Γοδεφρείδου) και ο νεαρός Ρινάλδος, από την περιοχή του Αδίγη. Τέλος, μετά τους ιππότες παρελαύνουν οι οπλίτες, Φράγκοι, όπως ο Ραϊμόνδος, Ελβετοί και άλλοι από τα Παπικά Κράτη. Ο Γοδεφρείδος ανησυχεί γιατί ο βασιλιάς της Αιγύπτου πλησίαζε με τον στρατό του. Στέλνει έναν αγγελιοφόρο στην Ελλάδα, για να σιγουρέψει ότι θα φθάσουν οι ενισχύσεις από τη Δανία. Την επομένη ο στρατός ξεκινά από την παραθαλάσσια οδό. Μόλις φτάνει η φήμη στην πόλη ότι το στράτευμα των Σταυροφόρων κινείται κατά της Ιερουσαλήμ, ο Αλαδίνος, ο γέρος βασιλιάς της, ένας πιστός του Μωάμεθ, βάζει βαριά φορολογία στους λίγους χριστιανούς της πόλης. Σκέφτεται να διατάξει γενική σφαγή των χριστιανών, αλλά το μετανιώνει από τον φόβο για τα αντίποινα του εχθρού. Διατάζει ωστόσο να πληγούν οι γύρω καλλιέργειες και να δηλητηριαστούν οι πηγές για μην μπορεί να βρει νερό και τροφή ο στρατός των Φράγκων. Έπειτα προστάζει να οχυρωθεί εσπευσμένα το ευάλωτο βορεινό τείχος της Ιερουσαλήμ και βάζει στην πόλη ένα μεγάλο στρατό για την υπεράσπισή της.
Στην Ιερουσαλήμ ο μάγος Ισμηνός, ένας εξωμότης πρώην χριστιανός, προτείνει στον Αλαδίνο να πάρουν μια εικόνα της Παναγίας από έναν χριστιανικό ναό και να τη μεταφέρουν σε ένα μωαμεθανικό τέμενος, όπου θα ασκήσει πάνω της όλα τα μάγια και τους εξορκισμούς του για να κάνει να αποτύχει η επιχείρηση των Σταυροφόρων. Ο Αλαδίνος συγκατανεύει και διατάζει να μεταφερθεί η εικόνα με τη βία. Το επόμενο πρωί όμως η εικόνα είναι άφαντη. Οργισμένος ο Αλαδίνος σκέφτεται να διατάξει γενική σφαγή των Χριστιανών. Τότε μια γενναία νεαρή χριστιανή, η Σωφρονία, που ήταν ερωτευμένη σιωπηλά με τον Ολίνδο, ένα νεαρό χριστιανό, εμφανίζεται στον Αλαδίνο αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την εξαφάνιση της εικόνας ώστε να σώσει τους χριστανούς. Ο Αλαδίνος διατάζει να καεί στην πυρά.
Ο Ολίνδος, μόλις βλέπει να συλλαμβάνουν τη Σωφρονία, φωνάζει ότι εκείνος είναι ο ένοχος και όχι αυτή. Ο Αλαδίνος αποφασίζει να καούν και οι δύο μαζί στην πυρά. Λίγο πριν την εκτέλεση ο Ολίνδος εξομολογείται στη Σωφρονία ότι την αγαπά. Η Σωφρονία τον εμψυχώνει για το μαρτύριο. Ενώ είναι ήδη στην πυρά, εμφανίζεται μια ωραία μωαμεθανή πολεμίστρια παρθένος από τα μέρη της Περσίας. Είναι η Χλωρίνδα, αυτή με την οποία ήταν ερωτευμένος ο Ταγκρέδος. Βλέποντας τη Σωφρονία και τον Ολίνδο σπεύδει με το άλογό της και μαθαίνοντας τι έγινε καταλαβαίνει ότι είναι αθώοι. Σταματά την εκτέλεση και παρεμβαίνει στον Αλαδίνο, προσφέροντάς του τη βοήθειά της κατά των Φράγκων με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των δύο νέων. Ο Αλαδίνος δέχεται, αλλά τους καταδικάζει σε εξορία. Πολλοί εξόριστοι χριστιανοί καταφεύγουν στο στρατόπεδο των σταυροφόρων, οι οποίοι μετά βίας συγκρατούνταν από τον Γοδεφρείδο να βαδίσουν κατά της αγίας πόλης. Κατά τη δύση ο Γοδεφρείδος δέχεται μια πρεσβεία από τον βασιλιά της Αιγύπτου. Οι πρεσβευτές προσκυνούν. Ένας από αυτούς, ο Αλήτης, προτείνει τη σύναψη ειρήνης και φιλίας. Λέει στον Γοδεφρείδο ότι μπορούν να κερδίσουν γη και κτήσεις δίχως πόλεμο, αρκεί να μην επιτεθούν κατά της Ιερουσαλήμ. Ο Γοδεφρείδος απαντά ότι σκοπός τους δεν είναι να αποκτήσουν εδάφη ή πλούτη, αλλά να απελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ και οδηγός τους ως εδώ ήταν το χέρι του ίδιου του Θεού. Όταν το κάνουν, θα μπορούν να συνάψουν ειρήνη με τον βασιλιά της Αιγύπτου. Ο άλλος απεσταλμένος, ο Αργάντης, ένας Κιρκάσιος της Αιγύπτου, θυμωμένος από την απάντηση καλεί τον Γοδεφρείδο να διαλέξει μεταξύ της ειρήνης και του πολέμου. Προτού προλάβει να του αποκριθεί αυτός, απαντούν με μία φωνή οι παρευρισκόμενοι χριστιανοί ηγεμόνες υπέρ του πολέμου. Ο Αργάντης τότε κηρύσσει τον πόλεμο στους Χριστιανούς.
Μόλις το στράτευμα των σταυροφόρων αντικρίζει την άλλη μέρα το πρωί την Ιερουσαλήμ, όλοι ξεσπούν σε κραυγές χαράς· έπειτα όμως όλοι αναστέναζαν από θλίψη και κλαίνε που δεν μπορούσαν να μπουν στην πόλη όπου πέθανε και αναστήθηκε ο Χριστός. Στην πόλη οι οπλίτες τρέχουν στις επάλξεις, ενώ οι γέροι και τα γυναικόπεδα στα τεμένη. Ο βασιλιάς Αλαδίνος ανεβαίνει σε έναν ψηλό πύργο των τειχών, έχοντας δίπλα του την Ερμινία, την κόρη του βασιλιά της Αντιοχείας, που είχε σκοτωθεί από τους σταυροφόρους. Η Χλωρίνδα βγαίνει εναντίον των εχθρών και σκορπίζει τον όλεθρο. Ο Αλαδίνος ρώτησε την Ερμινία, που γνώριζε καλά τους σταυροφόρους από τότε που ήταν αιχμάλωτή τους, να του πει ποιος ήταν αυτός που έτρεχε να αντιμετωπίσει τώρα τη Χλωρίνδα. Αναστέναξε η Ερμινία αναγνωρίζοντας τον ιππότη, γιατί ήταν ερωτευμένη μαζί του· ήταν ο Ταγκρέδος, αυτός που τους είχε νικήσει στην Αντιόχεια. Ο Ταγκρέδος αντιμετωπίζοντας τη Χλωρίνδα της δίνει ένα δυνατό χτύπημα με το κοντάρι και το κράνος τής φεύγει αποκαλύπτοντάς την. Εκείνος όταν την αναγνωρίζει μένει σαν απολιθωμένος. Στη συνέχεια αποφεύγει να της επιτεθεί προτιμώντας άλλους εχθρούς, αυτή όμως καλπάζει εναντίον του. Θέλοντας να της εκμυστηρευτεί τον έρωτά του προτού πεθάνει, της προτείνει να πάνε παράμερα να αγωνιστούν μεταξύ τους. Η Χλωρίνδα δέχεται και καταφέρνει να πληγώσει τον Ταγκρέδο. Αυτός της εξομολογείται τότε τον έρωτά του και της λέει ότι δεν θα την πολεμήσει πια και ότι μπορούσε, αν ήθελε, να του διατρυπήσει την καρδιά. Τότε περνώντας κάποιος Φράγκος και βλέποντας τη σκηνή τραυματίζει ελαφρά στον αυχένα τη Χλωρίνδα, προξενώντας τη μήνιν του Ταγκρέδου, που αρχίζει να τον κυνηγά. Η Χλωρίνδα είχε μείνει κατάπληκτη από όλα αυτά. Έπειτα ξαναμπήκε στη μάχη για να προστατεύσει τους δικούς της που υποχωρούσαν.
Τη στιγμή εκείνη επιτίθεται στους χριστιανούς ο Αργάντης με τους δικούς του, ενώ στο πεδίο της μάχης θέριζε πολλούς η Χλωρίνδα. Τότε μπαίνει πάλι στη μάχη ο Ταγκρέδος. Στη μάχη μπήκαν και οι περιπλανώμενοι ιππότες, κατατροπώνοντας τους εχθρούς. Μπροστά πολεμούσε ο Ρινάλδος, που τον αναγνωρίζει η Ερμινία και τον δείχνει στον Αλαδίνο ως τον πιο ηρωικό μαχητή των χριστιανών. Του δείχνει επίσης τον πρίγκιπα Δουδώνα, αρχηγό των περιπλανώμενων, τον Γερνάνδο, αδερφό του βασιλιά της Νορβηγίας και το αχώριστο ζευγάρι των συζύγων πολεμιστών, τη Γιλδίππη και τον Οδόαρδο. Οι παγανιστές ηττώνται και ο Αργάντης κινδύνεψε να σκοτωθεί από τον Ρινάλδο. Ο Αργάντης και η Χλωρίνδα κάλυπταν την υποχώρηση των δικών τους στα τείχη, μαχόμενοι με τους χριστιανούς ιππότες. Ο Δουδών, έχοντας εξοντώσει πλήθος εχθρών αντιμετωπίζει τον Αργάντη, που καταφέρνει τελικά να σκοτώσει τον ιππότη. Ο Ρινάλδος βλέποντας τον αρχηγό του νεκρό θέλει να επιτεθεί στους εχθρούς που είχαν κλειστεί στα τείχη. Ο Γοδεφρείδος όμως δίνει σήμα να σταματήσει η επίθεση. Έπειτα κατοπτεύει τη θέση στην οποία βρίσκεται η Ιερουσαλήμ. Τότε τον βλέπει η Ερμινία και τον δείχνει στον Αλαδίνο, εκθειάζοντάς τον ως υπόδειγμα ανδρείου και ευγενούς ιππότη. Του δείχνει έπειτα τον αδερφό του Γοδεφρείδου, Βαλδουίνο, τον γέροντα Ραϊμόνδο, σοφό και πολυμήχανο, τον Γουλιέλμο, γιο του βασιλιά της Αγγλίας και άλλους. Δεν βλέπει όμως τον Βοημούνδο, που κυρίευσε την Αντιόχεια σκοτώνοντας τους γονείς της. Στο μεταξύ ο Γοδεφρείδος έχει διαλέξει το σημείο που θα στρατοπεδεύσει ο στρατός. Την επομένη κηδεύεται ο Δουδών και στον τάφο του φυτεύεται μια φοινικιά, σύμβολο της νίκης. Έπειτα οι τεχνίτες του στρατεύματος αρχίζουν να κόβουν τα αιωνόβια δέντρα του δάσους γύρω από την Ιερουσαλήμ για να κατασκευάσουν πολιορκητικές μηχανές.
Στο μεταξύ, ο μεγάλος εχθρός του ανθρώπινου γένους καλεί σε συμβούλιο όλους τους δαίμονες της αβύσσου, οι οποίοι προσέρχονται με όλες τις φρικτές μορφές τους· ένας τεράστιος αριθμός δαιμονίων όμοιων με Άρπυιες, Σφίγγες, Κενταύρους, Γοργόνες, Σκύλλες, Ύδρες, Χίμαιρες, Κερβέρους, Πύθωνες, Κύκλωπες και Γηρυόνες. Επικρατεί άκρα σιωπή για να μιλήσει ο Πλούτων, ο γιγαντιαίος και τρομαχτικός βασιλιάς της Κόλασης. Ανοίγει το ματωμένο στόμα του, μεγάλο σαν σπήλαιο και τους λέει ότι οι δυνάμεις τους δέχονται επίθεση από τους χριστιανούς στην Ασία. Καλεί λοιπόν όλους τους δαίμονες να διασκορπιστούν στις τάξεις του εχθρού διαφθείροντάς τους είτε με το μυαλό είτε με τη βία. Κυρίως πρέπει να στοχεύσουν τους αρχηγούς των χριστιανών, άλλους θανατώνοντας, άλλους πλανώντας τους σε αλλότριες πράξεις μέσω του ερωτικού πάθους ή μέσω της διχόνοιας, προκαλώντας έτσι την καταστροφή όλων. Οι δαίμονες βγαίνουν όλοι από τα άντρα της Κόλασης σαν κατασκότεινη θύελλα.
Στη Δαμασκό βασιλιάς ήταν τότε ο φημισμένος μάγος Υδραώτης. Ένας δαίμονας του υπέβαλε την ιδέα να χρησιμοποιήσει την ανηψιά του, την πανέμορφη Αρμίδα, που ήταν γνώστρια των μαγικών τεχνών, ώστε να πάει στο στρατόπεδο των χριστιανών και να σαγηνεύσει τον Γοδεφρείδο ή τουλάχιστον τους αρχηγούς του στρατεύματος, εκτρέποντάς τους από τον σκοπό τους. Καλεί ο Υδραώτης αμέσως την Αρμίδα και τη στέλνει για να νικήσει με τα γυναικεία της θέλγητρα και τις μαγικές της τέχνες τους ανίκητους κατά τα άλλα σταυροφόρους. Αυτοί έμειναν έκθαμβοι από την ομορφιά της μόλις έφτασε μετά από λίγες μέρες στο στρατόπεδο. Η Αρμίδα είπε ότι ερχόταν να ζητήσει βοήθεια από τον Γοδεφρείδο και ζήτησε να την πάει κάποιος σε αυτόν. Ο Ευστάθιος, ο μικρότερος αδερφός του στρατηλάτη, που κυριεύτηκε από έρωτα γι' αυτή ευθύς μόλις την είδε, την οδήγησε στον Γοδεφρείδο που καθόταν περιστοιχιζόμενος από τους κυριότερους ιππότες. Η Αρμίδα τους διηγήθηκε μια επινοημένη ιστορία: ότι τάχα ήταν κόρη του βασιλιά της Δαμασκού και ειχε μείνει ορφανή από γονείς σε μικρή ηλικία. Το βασίλειο είχε αναλάβει ο αδερφός του πατέρα της, που σκόπευε να την παντρέψει με τον μοναχογιό του τον οποίο όμως δεν ήθελε με τίποτα να παντρευτεί λόγω του άθλιου χαρακτήρα του. Μια νύχτα έφυγε με μικρή συνοδεία από το κάστρο της, μαθαίνοντας ότι ο θείος της σκόπευε να επισπεύσει τους γάμους. Ο θείος της εξοργίστηκε από τη φυγή της και απειλούσε να κυριέψει το κάστρο της σκοτώνοντας όσους ήταν μέσα. Γι' αυτό ήρθε να ζητήσει την προστασία του Γοδεφρείδου. Ας διαλέξει αυτός μια δεκαριά ιππότες να τη συνοδεύσουν στον λαό της που της ήταν ακόμη πιστός και να τη βοηθήσει να ξαναπάρει τον θρόνο της. Είχε συνεννοηθεί με τη φρουρά μιας πύλης να της ανοίξουν να μπει κρυφά στην πόλη μαζί με τους ιππότες που θα έφερνε μαζί της. Ο Γοδεφρείδος έμεινε σκεπτικός μόλις άκουσε τη διήγηση της Αρμίδας. Της απάντησε ευγενικά πως όλοι οι ιππότες ήταν απαραίτητοι για να κυριευθεί η Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, μόλις γινόταν αυτό, θα τη βοηθούσε να ξαναπάρει τον θρόνο. Η Αρμίδα μπροστά σ' αυτή την άρνηση αναλύθηκε σε λυγμούς για την κακή της μοίρα, ευχόμενη να την πάρει ο θάνατος. Τα δάκρυά της έμοιαζαν τόσο αληθινά που επηρέασαν τους ερωτευμένους ιππότες, που κατηγόρησαν τον Γοδεφρείδο ως άσπλαχνο. Ο δε Ευστάθιος, διαμαρτυρόμενος έντονα, πρότεινε στον Γοδεφρείδο να επιλεγούν δέκα από τους περιπλανώμενους ιππότες για να συνοδέψουν την Αρμίδα. Ο Γοδεφρείδος για να τους ηρεμήσει το δέχτηκε και ο Ευστάθιος έτρεξε να ειδοποιήσει την Αρμίδα, η οποία έφευγε θλιμμένη από το στρατόπεδο. Αυτή επιστρέφοντας άρχισε να ασκεί τη γοητεία της ανάμεσα στους άντρες σε τέτοιο σημείο που εντός ολίγου ήταν ερωτευμένοι όλοι μαζί της.
Ο Γοδεφρείδος προτείνει να εκλέξουν οι περιπλανώμενοι ιππότες έναν αρχηγό στη θέση του Δουδώνα. Αυτός ο νέος αρχηγός θα αποφάσιζε ποιοι δέκα από αυτούς θα συνόδευαν την Αρμίδα. Ο Ευστάθιος δέχεται την πρόταση και θέλοντας να απομακρύνει από την Αρμίδα τον Ρινάλδο, του προσφέρει τη βοήθειά του για να αναδειχθεί σε αρχηγό των περιπλανώμενων. Ο Ρινάλδος δέχεται την προσφορά θέλοντας να μείνει να εκδικηθεί τον Αργάντη για τον θάνατο του Δουδώνα αντί να πάει με την Αρμίδα στη Δαμασκό. Ωστόσο, ένα δαιμόνιο επηρεάζει τον Γερνάνδο που κατηγορεί μπροστά σε όλους τον Ρινάλδο ως απερίσκεπτο και όχι γενναίο. Αυτός, μη μπορώντας να συγκρατηθεί, σκοτώνει τον Γερνάνδο και φεύγει οργισμένος. Ο Γοδεφρείδος θέλει να τιμωρηθεί ο Ρινάλδος για την πράξη του, που επισύρει τη θανατική ποινή. Ο Ρινάλδος μαθαίνοντας ότι κινδύνευε η ζωή του αν επέστρεφε στο στρατόπεδο, σκέφτεται να καταφύγει στον Βοημούνδο στην Αντιόχεια. Η Αρμίδα στο μεταξύ, παρά τις επιτυχίες με όλους τους άλλους ιππότες, δεν είχε καταφέρει να σαγηνεύσει ούτε τον Γοδεφρείδο, που σκεφτόταν μόνο τον Θεό, ούτε τον Ταγκρέδο, που σκεφτόταν μόνο τη Χλωρίνδα. Ο Γοδεφρείδος, βλέποντας ότι όλοι ήθελαν να ακολουθήσουν την Αρμίδα καθώς ήταν ερωτευμένοι μαζί της, διαλέγει στην τύχη τους δέκα ιππότες που θα τη συνόδευαν βάζοντας κλήρο. Εκτός όμως από αυτούς τους δέκα την ακολουθούν και άλλοι πολλοί μέσα στη νύχτα, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Ευστάθιος. Οι δε παραινέσεις του Γοδεφρείδου προς τους δέκα να είναι προσεχτικοί και να μη δίνουν πίστη σε όλα όσα τους λέει η Αρμίδα δεν εισακούονται. Ο Γοδεφρείδος έχει άσχημα προαισθήματα για την επιχείρηση αυτή. Εκτός αυτού είχε παρουσιαστεί και πρόβλημα με τον επισιτισμό του στρατού από τα γενοβέζικα πλοία, λόγω της άφιξης του αιγυπτιακού στόλου και των επιθέσεων που γίνονταν από Άραβες ατάκτους κατά των εφοδιοπομπών.
Το άλλο πρωί στην Ιερουσαλήμ ο Αργάντης, με σύμφωνη γνώμη του βασιλιά Αλαδίνου στέλνει στον Γοδεφρείδο έναν αγγελιοφόρο με πρόταση για εκεχειρία και καλώντας όποιον χριστιανό θέλει σε μονομαχία μαζί του. Ο Γοδεφρείδος το δέχεται. Πάνοπλος και επιβλητικός ο Αργάντης προβαίνει τώρα στον κάμπο, έχοντας πλάι του χίλιους ιππότες με τη Χλωρίνδα. Από την άλλη μεριά βγαίνει να τον αντιμετωπίσει ο Ταγκρέδος, ο οποίος, μόλις βλέπει τη Χλωρίνδα, αρχίζει να την κοιτά σα μαγεμένος. Ανυπόμονος ο Αργάντης ζητά τον αντίπαλό του και τότε βγαίνει εμπρός του αυθόρμητα ο νεαρός Όθων Βισκόντι παρά τις αργοπορημένες φωνές του Ταγκρέδου να γυρίσει πίσω. Ο Όθων καταφέρνει να τραυματίσει τον Αργάντη, που ορμά θυμωμένος καταπάνω του με το άλογο και τον ρίχνει καταγής. Ο Ταγκρέδος ορμά τότε εναντίον του Αργάντη και αρχίζει μια άγρια μονομαχία κατά την οποία οι δύο αλληλοτραυματίζονται· παρ' όλα αυτά συνεχίζουν να μάχονται, υπό τα αγωνιώδη βλέμματα όλων και πιο πολύ της Ερμινίας, που φοβόταν για τη ζωή του Ταγκρέδου. Όταν σκοτείνιασε, οι δύο μαχητές, όντας ισόπαλοι αποφάσισαν να επαναλάβουν τον αγώνα μετά από πέντε ημέρες, μέχρις ότου επουλωθούν τα τραύματά τους. Τη νύχτα η Ερμινία βλέπει στον ύπνο της πληγωμένο τον Ταγκρέδο να την καλεί να τον βοηθήσει. Μιας και ήταν στενή φίλη με τη Χλωρίνδα, βρίσκει κάποια στιγμή που αυτή έλειπε την πανοπλία της. Τη φορά και πήρε επίσης και τα όπλα της, υποδυόμενη τη Χλωρίνδα για να πάει να βρει τον πληγωμένο Ταγκρέδο. Μόλις βγήκε έξω στην πόλη, όλοι παραμέριζαν να περάσει εκλαμβάνοντάς την ως τη Χλωρίνδα· ακόμα και ο φρουρός της πύλης τής άνοιξε αμέσως. Η Ερμινία στέλνει έναν αγγελιοφόρο να πάει γρήγορα μήνυμα στον Ταγκρέδο πως ερχόταν μια γνωστή για φροντίσει τις πληγές του. Καθώς κοιτούσε ωστόσο προς το χριστιανικό στρατόπεδο, η σελήνη φώτισε μια στιγμή την αρματωσιά της. Τότε μια περίπολος την είδε και ένας πολεμιστής, ο Πολυφέρνης, όρμησε εναντίον της εκλαμβάνοντάς την ως τη Χλωρίνδα. Η Ερμινία τότε τράπηκε σε φυγή με το άλογό της. Στο μεταξύ μαθεύτηκε στο στρατόπεδο ότι είχαν δει τη Χλωρίνδα και τώρα κάποιοι την κυνηγούσαν. Ο Ταγκρέδος νομίζοντας ότι η αγαπημένη του, που ήθελε να τον επισκεφτεί στη σκηνή του, βρισκόταν τώρα σε κίνδυνο, καβάλησε το άλογο και κάλπασε ακολουθώντας τα ίχνη της.
Οι διώκτες της Ερμινίας χάνουν τα ίχνη της και επιστρέφουν στο στρατόπεδο. Αυτή φεύγοντας με το άλογο περιπλανιόταν στα δάση δίχως να ξέρει πού πάει, ώσπου έφτασε στις όχθες του Ιορδάνη. Εκεί αποκοιμήθηκε, εξαντλημένη από την κούραση και την πείνα. Μόλις ξύπνησε την άλλη μέρα συνάντησε έναν γέρο βοσκό με τρεις βοσκόπουλα και το κοπάδι τους. Η Ερμινία εξομολογήθηκε στον γέρο βοσκό τι της είχε συμβεί. Ο γέρος την παρηγόρησε και την οδήγησε στη γυναίκα του, φιλοξενώντας την. Η Ερμινία απασχολούνταν με τις ειρηνικές ποιμενικές ασχολίες, χωρίς ωστόσο να πάψει να σκέφτεται τον Ταγκρέδο. Στο μεταξύ ο Ταγκρέδος είχε χάσει κι αυτός τα ίχνη της Ερμινίας (που πίστευε ότι ήταν η Χλωρίνδα), αλλά και τον προσανατολισμό του, ενώ την επομένη ημέρα έπρεπε να αντιμετωπίσει ξανά τον Αργάντη. Είδε τότε κάποιον ιππότη που τον οδήγησε σε ένα κάστρο για να ξεκουραστεί για τη νύχτα. Ο Ταγκρέδος αναγνώρισε μπροστά στην πύλη του κατάφωτου κάστρου τον Ραμβάλδο της Γασκώνης, έναν πολεμιστή που είχε φύγει μαζί με την Αρμίδα. Αυτός του ανήγγειλε με βροντερή φωνή ότι αυτό ήταν το κάστρο της Αρμίδας και ότι έπρεπε να απαρνηθεί τη χριστιανική πίστη του, όπως έκανε αυτός, για να γίνει δούλος της και να πολεμήσει κατά των χριστιανών.
Ο Ταγκρέδος εξοργισμένος του επιτέθηκε, αν και πληγωμένος. Καταδιώκοντας τον αντίπαλό του έπεσε σε μια κρυφή παγίδα και βρέθηκε αιχμάλωτος σε ένα μπουντρούμι. Την άλλη μέρα ο Γοδεφρείδος, βλέποντας ότι δεν είχε επιστρέψει ο Ταγκρέδος, θέλησε να αντιμετωπίσει ο ίδιος τον Αργάντη, αλλά ο γέροντας Ραϊμόνδος της Τουλούζης τον απέτρεψε αναλαμβάνοντας να τον αντιμετωπίσει αυτός. Ο γέροντας ιππότης βγήκε καβάλα στο άλογό του μπροστά στον ειρωνικό Αργάντη και αφού προσευχήθηκε, όρμησε κατά του αντιπάλου του. Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή του και του έστειλε τον άγγελο φύλακά του, που τον προστάτευε από όλα τα χτυπήματα μέχρι του σημείου να γίνει κομμάτια το σπαθί του Αργάντη, ο οποίος έμεινε εμβρόντητος. Όρμησε τότε καταπάνω στον γέροντα με τα γυμνά του χέρια, αλλά τραυματίστηκε από τον Ραϊμόνδο στο μπράτσο. Τότε ο Βελζεβούλ, το δαιμόνιο, παίρνοντας τη μορφή της Χλωρίνδας παρότρυνε έναν οπλίτη από τα τείχη να τοξεύσει τον Ραϊμόνδο. Η βολή πλήγωσε ελαφρά τον γέροντα, γιατί ο φύλακας άγγελός του τον προστάτευσε. Η εκεχειρία είχε παραβιαστεί και άρχισε μία γενική διένεξη, στην οποία οι μωαμεθανοί αρχικά ηττήθηκαν υποχωρώντας προς τα τείχη, όλοι εκτός από τον Αργάντη, ο οποίος προσπαθούσε να τους συγκρατήσει από τη φυγή. Η νίκη θα έστεφε εκείνη τη μέρα τα όπλα των χριστιανών, αν δεν επενέβαιναν οι δυνάμεις της Κόλασης, προξενώντας μία φοβερή θύελλα που έπεσε καταιγιστική πάνω στους σταυροφόρους. Η Χλωρίνδα τότε, βλέποντας ότι οι δικοί της είχαν τον άνεμο στα νώτα τους, διέταξε κατά μέτωπο επίθεση. Οι χριστιανοί δεχόμενοι επίθεση από εχθρούς και δαίμονες κατέφυγαν τρέχοντας στο στρατόπεδο ενώ η θύελλα τους ακολουθούσε.
Ένα άλλο δαιμόνιο, ο Ασταγόρρας, στέλνει την Ερινύα Αληκτώ για να προκαλέσει διχόνοια στο χριστιανικό στρατόπεδο. Στο μεταξύ είχαν φτάσει τα άσχημα νέα της ολοκληρωτικής κατραστροφής των στρατιωτικών ενισχύσεων από τη Δανία. Οι Δανοί είχαν φτάσει μέσω χίλιων κινδύνων κοντά στην περιοχή των εχθροπραξιών, όταν τους επιτέθηκε ο τεράστιος στρατός που είχε συγκεντρώσει ο Σολιμάνης, ο Τούρκος έκπτωτος βασιλιάς της Νίκαιας, πόλης που είχε κυριευτεί από τους σταυροφόρους. Όλοι, μαζί με τον πρίγκιπα Σβένο, γιο του βασιλιά της Δανίας, βρήκαν ηρωικό θάνατο. Γλίτωσε από τη σφαγή μόνο ένας ιππότης, ο Κάρολος, που τον βρήκαν αναίσθητο δύο άγιοι ερημίτες που τον αναζωογόνησαν. Αυτός ήταν που έφερε τα νέα στο στρατόπεδο. Όπως διηγήθηκε ο Κάρολος στο Βοημούνδο, οι δύο ερημίτες του έδειξαν ένα λαμπρό φως που τους οδήγησε στη σορό του κατακρεουργημένου Σβένου, που φαινόταν να κοιτά ήρεμος προς τον ουρανό, σαν να προσευχόταν. Ο ένας από τους δύο ερημίτες του έβαλε στο χέρι το σπαθί του Σβένου και του είπε να το πάει στο χριστιανικό στρατόπεδο και να το δώσει στον Ρινάλδο, ο οποίος θα έπρεπε να εκδικηθεί τον μαρτυρικό θάνατο του. Παράλληλα, έφτασαν στο στρατόπεδο κάποιοι άτακτοι χριστιανοί πολεμιστές φέρνοντας τη ματωμένη στολή και τα όπλα του Ρινάλδου. Είπαν ότι είχαν βρει το πτώμα του, κατακρεουργημένο και αποκεφαλισμένο, από το οποίο έλειπε και το δεξί χέρι. Ένας νεαρός που έπιασαν εκεί γύρω τους είχε πει ότι την προηγουμένη κάποιοι ιππότες, προφανώς χριστιανοί, είχαν βγει από το δάσος και ένας από αυτούς κρατούσε ένα κομμένο κεφάλι από τα μαλλιά, που ήταν ξανθά. Ο Γοδεφρείδος αναστατώθηκε, αλλά είχε αμφιβολίες για το αν ο νεκρός αυτός ήταν όντως ο Ρινάλδος. Την ίδια νύχτα ο Αργιλλάνος, ένας οξύθυμος Ιταλός, επηρεασμένος από ένα άσχημο όνειρο που του είχε εμφυσήσει η Ερινύα Αληκτώ, ξεσήκωσε τους Ιταλούς και άλλους στρατιώτες κατά των Φράγκων και του Γοδεφρείδου, ο οποίος, αφού ζήτησε τη βοήθεια του Θεού, αντιμετώπισε μόνος με το σκήπτρο του στο χέρι τους αντάρτες. Τους είπε ότι τους συγχωρεί όλους, εκτός από τον Αργιλλάνο. Ενώ μιλούσε, η όψη του ακτινοβολούσε τόσο, που οι επαναστάτες δεν μπορούσαν να στρέψουν προς αυτόν το βλέμμα τους.
Η Ερινύα Αληκτώ, έχοντας προκαλέσει τη διχόνοια ανάμεσα στους χριστιανούς, παίρνει τώρα τη μορφή ενός σοφού μωαμεθανού και συμβουλεύει τον Σολιμάνη, τον έκπτωτο βασιλιά των Τούρκων, να επιτεθεί κατά του στρατοπέδου των σταυροφόρων με τον στρατό των Αράβων. Έπειτα παίρνει τη μορφή ενός μαντατοφόρου και αναγγέλει στον βασιλιά Αλαδίνο στην Ιερουσαλήμ την άφιξη των στρατιωτικών ενισχύσεων του Σολιμάνη. Αυτός επιτίθεται τα μεσάνυχτα στους ανυποψίαστους πολεμιστές του στρατοπέδου, οι οποίοι μάχονταν ηρωικά, ένας μάλιστα γέρος πολεμιστής, ο Λατίνος, σκοτώνεται μαζί με τους πέντε γιους του. Ο Γοδεφρείδος με ένα μέρος των πολεμιστών κινείται κατά των δυνάμεων του Σολιμάνη, ενώ ο Γουέλφος κατά αυτών που επετίθοντο τώρα από την Ιερουσαλήμ με επικεφαλής τον Αργάντη και τη Χλωρίνδα, έχοντας τη βοήθεια χιλιάδων δαιμονίων. Σε αυτό το σημείο ο Θεός στέλνει τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που τρέπει όλα τα δαιμόνια σε φυγή στην Κόλαση, λέγοντάς τους ότι είναι θέλημα θεού η πόλη να πέσει στα χέρια των χριστιανών. Παραταύτα, ο Αργάντης και η Χλωρίνδα αμιλλώνται στο να σφαγιάζουν ένα πλήθος ιπποτών. Από την άλλη μεριά η Γιλδίππη, ισάξια με τη Χλωρίνδα, εξολοθρεύει πλήθος Σαρακηνών. Ο Γουέλφος μάχεται με τη Χλωρίνδα και την πληγώνει ελαφρά. Ο αντάρτης Αργιλλάνος, που ήταν φυλακισμένος, ελεύθερος τώρα βγαίνει στη μάχη για να εξιλεωθεί και σκοτώνει πλήθος εχθρών, μεταξύ των οποίων και τον νεαρό Λεσβίνο, ακόλουθο του Σολιμάνη, πράγμα που κάνει τον Σολιμάνη να βάλει τα κλάματα. Αυτός, που μαχόταν με τον Γοδεφρείδο, δεν είχε προλάβει να βοηθήσει τον Λεσβίνο, φτάνοντας πολύ αργά. Γεμάτος πόνο και οργή επιτέθηκε κατά του Αργιλλάνου και τον σκότωσε, εξακολουθώντας να τον χτυπά και νεκρό με το ξίφος. Στο μεταξύ ο Γοδεφρείδος, που μαχόταν κατά χιλίων Τούρκων του Σολιμάνη, είχε εξοντώσει πολλούς από αυτούς, αλλά δεν τους είχε τρέψει σε φυγή. Ξάφνου όμως φτάνουν πενήντα μαχητές που έφεραν το σημείο του σταυρού και κάνοντας μια τρομερή επίθεση διαλύουν τους Άραβες και τους Τούρκους, οι οποίοι τρέπονται σε υποχώρηση. Τελευταίος υποχωρεί ο Σολιμάνης.
Ο Σολιμάνης μεταφέρεται στην Ιερουσαλήμ από τον μάγο Ισμηνό με τη βοήθεια ενός μαγικού άρματος. Ο Ισμηνός λέει στον Σολιμάνη ότι, παρόλο που δεν γνωρίζει να προβλέπει το μέλλον, διαισθάνεται ότι ένας απόγονος του Σολιμάνη, ο Σαλαδίνος, θα βασιλέψει με δικαιοσύνη στην Αίγυπτο και στην Ασία, εκδιώκωντας τις χριστιανικές δυνάμεις. Το άρμα φτάνει στην πόλη αθώρητο και οι δύο προχωρώντας με τα πόδια και αόρατοι, φτάνουν στο όρος Σιών και εισέρχονται σε ένα μεγάλο σπήλαιο, όπου συνεδρίαζε το συμβούλιο των σοφών της πόλης υπό τον Αλαδίνο. Ακόμα αόρατοι, παρακολουθούν τη συζήτηση. Ο Αργάντης, παίρνοντας πρώτος τον λόγο από τον Αλαδίνο, προτείνει να συνεχιστεί ο πόλεμος, ακόμα και δίχως τις ενισχύσεις του αιγυπτιακού στρατού. Ένας ευγενής, ο Ορκάνης, προτείνει να έρθουν σε συνεννόηση με τους σταυροφόρους, όπως έκανε ο σοφός βασιλιάς της Τρίπολης του Λιβάνου, που έσωσε το βασίλειό του, ενώ ο Σολιμάνης, ο βασιλιάς της Νίκαιας που τους πολέμησε, το έχασε. Τη στιγμή αυτή φανερώνεται εξοργισμένος ο Σολιμάνης. Απορρίπτει κάθε συζήτηση για ειρήνη και προσφέρει τη βοήθειά του στον βασιλιά Αλαδίνο, που τον υποδέχεται θερμά παραχωρώντας του τον θρόνο. Όλοι έρχονται να τιμήσουν τον Σολιμάνο, συμπεριλαμβανομένης της Χλωρίνδας. Μόνο ο Αργάντης στέκεται παράμερα, καθώς φθονούσε τον Σολιμάνο. Η ομάδα των πενήντα γενναίων πολεμιστών που προσέφεραν την αποφασιστική βοήθεια κατά των απίστων αποτελούνταν από τους ιππότες που είχαν φύγει με την Αρμίδα. Ο Γοδεφρείδος τους δέχεται στη σκηνή του παρουσία του Πέτρου του Ερημίτη και κάποιοων αρχηγών. Ένας από τους πολεμιστές αυτούς, ο Γουλιέλμος, γιος του βασιλιά της Αγγλίας, του διηγείται ότι ακολουθώντας την Αρμίδα έφτασαν σε μιαν έρημη όχθη της Νεκράς Θάλασσας, εκεί όπου κάποτε υπήρχαν οι αμαρτωλές πολιτείες των Σοδόμων και της Γόμορας που καταστράφηκαν από τον Θεό και τώρα υπήρχε ένα ψηλό κάστρο στη μέση ενός βάλτου. Εκεί η Αρμίδα, αφού τους προσέφερε ένα πλούσιο συμπόσιο, τους μεταμόρφωσε σε ψάρια και στη συνέχεια τους ξαναγύρισε στην κανονική μορφή τους. Τους είπε όμως ότι θα τους μεταμορφώσει ξανά σε ζώα, φυτά, πέτρες ή και σε κάτι χειρότερο, αν δεν δέχονταν να απαρνηθούν τη χριστιανική τους πίστη. Όλοι αρνήθηκαν με φρίκη την πρότασή της, εκτός από τον Ραμβάλδο· γι' αυτό και εκείνη τους φυλάκισε. Στο κάστρο έφτασε και ο Ταγκρέδος και φυλακίστηκε κι αυτός. Έφτασαν κάποια στιγμή κάποιοι απεσταλμένοι που τους αλυσόδεσαν όλους για να τους οδηγήσουν με τη συνοδεία εκατό πολεμιστών στον βασιλιά της Αιγύπτου. Όμως στον δρόμο συνάντησαν τον Ρινάλδο, που κατέσφαξε τους φρουρούς τους και τους ελευθέρωσε· επομένως ήταν εσφαλμένη η φήμη για τον θάνατό του. Ήταν τρεις μέρες τώρα που είχε πετάξει τα ματωμένα από τη σφαγή όπλα και ρούχα του και είχε ακολουθήσει έναν προσκυνητή που κατευθυνόταν προς την Αντιόχεια. Ο Πέτρος ο Ερημίτης σε αυτά τα λόγια βρέθηκε ξαφνικά σε έκσταση και προφήτεψε το λαμπρό μέλλον του Ρινάλδου, καθώς και της δυναστείας των Έστε, που θα κατάγονταν από αυτόν, οι οποίοι θα υπερασπίζονταν την παράταξη που υποστήριζε την Εκκλησία της Ρώμης εναντίον της παράταξης του Αυτοκράτορα (Γουέλφοι και Γιβελλίνοι).
Το πρωί της επίθεσης των χριστιανών κατά της Ιερουσαλήμ, οι επίσκοποι και οι ιερείς του στρατεύματος μαζί με τον Πέτρο τον Ερημίτη, τον Γοδεφρείδο και όλο τον στρατό πραγματοποιούν ιερή λιτανεία. Το πρωτόγνωρο θέαμα προκαλεί τον θαυμασμό και στη συνέχεια τη χλεύη των ειδωλολατρών που κοιτούν από τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Η πομπή φτάνει στο όρος των Ελαιών, ανατολικά της Ιερουσαλήμ, όπου γίνεται λειτουργία και ο επίσκοπος Γουλιέλμος ευλογεί το στράτευμα. Έπειτα επιστρέφουν όλοι στο στρατόπεδο όπου οι σάλπιγγες δίνουν το σύνθημα για την επίθεση. Ο Γοδεφρείδος και οι φράγκοι ιππότες ντύνονται σαν απλοί στρατιώτες, ενώ στην Ιερουσαλήμ όλος ο ανδρικός πληθυσμός, μαζί τα παιδιά κι οι γέροι, βρίσκονται στα τείχη για να βοηθήσουν στην άμυνα, ενώ οι γυναίκες προσεύχονται στα τεμένη. Οι χριστιανοί οπλίτες μετακινούν τις πολιορκητικές μηχανές προς τα τείχη, ενώ το ιππικό τους καλύπτει. Οι σταυροφόροι προχωροούν σε σχηματισμό χελώνας και φτάνοντας στην τάφρο προσπαθούν να την καλύψουν με ξύλα, πέτρες και χώματα, ενώ δέχονται έναν καταιγισμό υγρού πυρός, οι δε προσπάθειές τους να σκαρφαλώσουν στα τείχη με σκάλες αποκρούονται.
Η Χλωρίνδα τοξεύοντας από τα τείχη θανατώνει ή τραυματίζει πολλούς εξέχοντες χριστιανούς μαχητές, ενώ μία μεγάλη ελέπολη γεμάτη στρατιώτες προσπαθεί να προσεγγίσει σε μία πύλη των τειχών και αρχικά απωθείται από τους αμυνόμενους. Παραταύτα οι πολιορκημένοι χάνουν μεγάλο αριθμό στρατιωτών που πέφτουν νεκροί ή πληγωμένοι από τα χτυπήματα των στρατιωτών που είναι κρυμμένοι στην πολιορκητική μηχανή. Τέλος αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα τείχη σε εκείνη τη μεριά, εκτός από τον Αργάντη και τον Σολιμάνη, ενώ η Χλωρίνδα σπεύδει να τους βοηθήσει. Στο μεταξύ το ρήγμα στα τείχη από τα χτυπήματα του πολιορκητικού κριού μεγαλώνει και ο Γοδεφρείδος θέλει να περάσει πρώτος μέσα από αυτό οδηγώντας την επίθεση, αλλά δέχεται μια βολή τόξου, πιθανώς από τη Χλωρίνδα, που τον τραυματίζει στη γάμπα. Η αποχώρησή του αλλάζει την πορεία της μάχης δίνοντας κουράγιο στους αμυνόμενους που έρχονται στα τείχη, ακόμα και οι γυναίκες που παραδειγματίζονται από τη Χλωρίνδα. Από τη μεριά των χριστιανών πληγώνονται ο Γουέλφος, ο Ραϊμόνδος και ο Ευστάθιος. Ο Αργάντης βγαίνει με τον Σολιμάνη και συναγωνίζονται ποιος θα σφάξει περισσότερους χριστιανούς. Έπειτα προσπαθούν να κάψουν με αναμμένα δαδιά την ελέπολη. Ο Ταγκρέδος όμως τους βλέπει και ορμά καταπάνω τους, τρέποντάς τους σε φυγή. Στο μεταξύ ο Γοδεφρείδος πληγωμένος στη σκηνή του ανυπομονεί να επιστρέψει στη μάχη, αλλά υποφέρει από το τραύμα του. Τη στιγμή εκείνη ο φύλακας άγγελος του Γοδεφρείδου βάζει κρυφά στο νερό με το οποίο ο γέροντας Ερώτιμος του έπλενε την πληγή ένα φάρμακο από βότανα που αποτελούσε πανάκεια για κάθε τραύμα. Αμέσως η αιχμή του βέλους βγήκε, το αίμα έπαψε να ρέει και η πληγή θεραπεύτηκε. Ο Γοδεφρείδος ξαναπαίρνει τότε τα όπλα και βγαίνει πάλι στη μάχη, φτάνοντας εκεί που ο Ταγκρέδος αντιμετώπιζε τον Αγράντη και τον Σολιμάνη, ρίχνοντας στον Κιρκάσσιο το κοντάρι του και πληγώνοντάς τον ελαφρά. Αυτός τότε μουγκρίζοντας από τον πόνο βγάζει το κοντάρι από την πληγή και το πετά κατά του Γοδεφρείδου, αλλά βρίσκει στον λαιμό και σκοτώνει τον πιστό Σιγιέρο που χάθηκε προστατεύοντας τον αρχηγό του. Στο μεταξύ ο Σολιμάνης με μια πέτρα σκοτώνει τον Ροβέρτο, αρχηγό των Νορμανδών, που για να τον εκδικηθεί ο Γοδεφρείδος σκορπά τον θάνατο με το σπαθί τους σε όλους τους εχθρούς που είχε γύρω του. Η νύχτα όμως έφτασε και η μάχη παύει. Ο Γοδεφρείδος διατάζει να μαζέψουν τους τραυματίες και να μετακινήσουν σε ασφαλές σημείο τις πολιορκητικές μηχανές.
Τη νύχτα κανείς από τους αντιμαχόμενους δεν κοιμόταν γιατί οι μεν επεσκεύαζαν τα τείχη, οι δε τον πολιορκητικό πύργο. Η Χλωρίνδα στο μεταξύ είπε στον Αργάντη την ιδέα της να βγει από τα τείχη για να κάψει την ελέπολη, παρακαλώντας τον, εάν αυτή δεν επιστρέψει, να ειδοποιήσει για τον θάνατό της τον γέροντα που την είχε αναθρέψει σαν πατέρας της. Ο Αργάντης τότε προσφέρεται να βγει μαζί της για να κάψουν τον πολιορκητικό πύργο. Λένε την πρόθεσή τους στον Αλαδίνο, ο οποίος συμφωνεί, δεν αφήνει όμως να πάει τον Σολιμάνη, που προσφέρεται να πάει και αυτός μαζί τους. Ο μάγος Ισμηνός τους δίνει ένα εύφλεκτο μίγμα για να κάψουν ευκολότερα τον πύργο. Η Χλωρίνδα, για να μην είναι αναγνωρίσιμη, βγάζει την πανοπλία της και φορά μια μαύρη. Ο γέροντας Αρσέτης, που την είχε αναθρέψει και την είχε ως κόρη του, προσπάθηε να την αποτρέψει από την εγχείρημά της και όταν είδε πως δεν τα κατάφερνε, της αποκάλυψε το μυστικό της γέννησής της. Η Χλωρίνδα ήταν στην πραγματικότητα κόρη του Σενάπου, του χριστιανού βασιλιά της Αιθιοπίας. Αυτός ζήλευε υπερβολικά τη γυναίκα του και την είχε κλεισμένη σε μια κάμαρη στο παλάτι, όπου η βασίλισσα προσευχόταν μπροστά σε μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου που παρίστανε τον άγιο να σώζει από τον δράκοντα μια λευκή παρθένο. Η βασίλισσα γέννησε μια λευκή κόρη, που ήταν η Χλωρίνδα. Φοβούμενη τη μήνιν του βασιλιά, του παρουσίασε ένα μαύρο μωρό και έδωσε τη Χλωρίνδα στον Αρσήτη για να την αναθρέψει. Η Χλωρίνδα δεν βαφτίστηκε γιατί το έθιμο των Αιθιόπων ήταν να βαφτίζονται σε πιο μεγάλη ηλικία. Μια τίγρη, που της επιτέθηκε, αντί να σκοτώσει τη Χλωρίνδα τη θήλασε με το γάλα της. Ο Αρσήτης πήρε τη Χλωρίνδα στην πατρίδα του, Αίγυπτο. Μια νύχτα είδε στον ύπνο του έναν πολεμιστή σαν τον Άγιο Γεώργιο, που θυμωμένος του είπε να βαφτίσει την παιδούλα. Ο Αρσήτης όμως αγνοώντας το όνειρό του ανέθρεψε τη Χλωρίνδα στη θρησκεία του Μωάσμεθ, που ήταν η δική του. Τώρα όμως είχε δει τον ίδιο πολεμιστή, πολύ πιο θυμωμένο, να του λέει τα ίδια. Γι' αυτό τώρα φοβόταν για την τύχη της και ήθελε να την αποτρέψει από το εγχείρημά της. Η Χλωρίνδα, παρόλο που είχε δει παρόμοιο όνειρο, αποφάσισε τελικά να προβεί στο εγχείρημά της.
Η Χλωρίνδα και ο Αργάντης έκαναν παρανάλωμα του πυρός τον πύργο· στην υποχώρηση όμως ενώ ο Αργάντης μπήκε από την πύλη, η Χλωρίνδα μέσα στη σύγχυση έμεινε έξω. Ο Ταγκρέδος, που είχε μείνει μόνος να την κυνηγάει πιστεύοντας πως είναι κάποιος πολεμιστής, ξεπέζεψε μόλις την είδε και μια άγρια μάχη άρχισε. Ο Ταγκρέδος ήθελε να μάθει το όνομα του αντιπάλου του, αλλά η μόνη απάντηση ήταν πως ήταν ένας από τους δύο που έκαψαν τον πύργο. Άρχισε να χτυπάει τότε τη Χλωρίνδα με μανία, ώσπου βύθισε το ξίφος του στο στήθος της. Αυτή έπεσε στη γη μέσα σε λίμνη αίματος. Του είπε ότι τον συγχωρεί και ότι θα ήθελε να βαπτιστεί. Ο Ταγκρέδος σηκώθηκε να φέρει νερό με το κράνος του από ένα διπλανό ρυάκι για να βαπτίσει τον άγνωστο πολεμιστή. Μόλις σήκωσε το κράνος του πολεμιστή, αντιλήφθηκε ότι ήταν η αγαπημένη του και έμεινε σαν αναίσθητος. Συνήλθε γρήγορα όμως και τέλεσε το μυστήριο. Μόλις πρόφερε τα ιερά λόγια, η Χλωρίνδα είχε ένα χαμόγελο ευτυχίας σα να έλεγε ότι τώρα μπορεί να φύγει εν ειρήνη. Έπειτα έδωσε το χέρι της στον Ταγκρέδο και πέθανε. Ο Ταγκρέδος, απελπισμένος, σκεφτόταν την αυτοκτονία, από την οποία τον απέτρεψε ο Πέτρος ο Ερημίτης. Συνέχεια σκεφτόταν την αγαπημένη του, ώσπου αυτή του φανερώθηκε σε όνειρο, λέγοντάς του πώς τώρα βρίσκεται στον Ουρανό, όπου μπορούσε να αγαπά περισσότερο από ότι πριν. Αυτό τον ηρέμησε, συνέχισε όμως να κλαίει πλάι στον τάφο της. Στην Ιερουσαλήμ, ενώ ο Αρσήτης θρηνούσε, ο Αργάντης ορκίστηκε επίσημα πως δεν θα ησυχάσει αν δεν εκδικηθεί τον Ταγκρέδο για τον θάνατο της Χλωρίνδας.
Στην Ιερουσαλήμ ο μάγος Ισμηνός σκέφτεται πώς θα εμποδίσει τους σταυροφόρους να κατασκευάσουν εκ νέου τον πολιορκητικό πύργο. Πηγαίνει μέσα στη νύχτα στο πανάρχαιο δάσος από το οποίο προμηθεύονται ξυλεία οι σταυροφόροι και αρχίζει τους εξορκισμούς του και τα μαγικά του, επικαλούμενος τους δαίμονες να έρθουν και να εμποδίσουν τους χριστιανούς να πάρουν ξύλα. Οι δαίμονες, που φοβούνται περισσότερο τους εξορκισμούς του Ισμηνού από τις απειλές του αρχάγγελου Μιχαήλ, έρχονται κατά χιλιάδες και κρύβονται μέσα στα δέντρα του δάσους. Ο Ισμηνός μόλις φτάνει στην Ιερουσαλήμ δίνει αναφορά στον βασιλιά Αλαδίνο και κάνει μια αστρολογική πρόβλεψη για μεγάλη ξηρασία που θα πλήξει τους σταυροφόρους, όχι όμως τους πολιορκημένους που διαθέτουν άφθονο πόσιμο ύδωρ. Ο Αλαδίνος διατάζει να επισκευαστούν οι ζημιές που προξένησαν στα τείχη οι πολιορκητικές μηχανές. Στο μεταξύ οι τεχνίτες του σταυροφορικού στρατεύματος, που είχαν πάει να πάρουν ξυλεία από το δάσος, επιστρέφουν τρομαγμένοι λόγω των δαιμόνων. Ο Γοδεφρείδος στέλνει κάποιους στρατιώτες να δουν τι συμβαίνει στο δάσος, οι οποίοι τρομάζουν κι αυτοί. Ωστόσο μπαίνουν στο δάσος, όπου ακούνε ήχους σαν σεισμού αναμεμιγμένους με ουρλιαχτά ζώων και συριγμούς φιδιών, οπότε τρέπονται σε φυγή. Φτάνοντας, αναφέρουν στον Γοδεφρείδο ότι οι δυνάμεις του Άδη έχουν καταλάβει το δάσος. Ένας τολμητίας, ο Άλκαστος, μπαίνει στο δάσος χωρίς να φοβάται από τα τέρατα που βλέπει και τους ήχους που ακούει. Τότε όμως υψώνεται γύρω από το δάσος ένας πύρινος κύκλος σαν τείχος που φρουρείτο από ακόμα πιο φοβερά τέρατα, οπότε το σκάει και αυτός. Διάφοροι τολμηροί ιππότες δεν τα κατάφεραν καλύτερα.
Ο Ταγκρέδος, ακόμα θλιμμένος για τον θάνατο της Χλωρίνδας, πηγαίνει και αυτός στο δάσος, βλέπει τα τέρατα και το πύρινο τείχος· όμως σε μια στιγμή έκστασης διασχίζει τη φωτιά χωρίς να πάθει τίποτα. Φτάνει σε ένα κυκλικό ξέφωτο όπου υψώνεται ένα μοναχικό κυπαρίσσι στο οποίο ήταν χαραγμένα λόγια σε συριακή γλώσσα (την οποία αυτός γνώριζε καλά) ως προτροπές να μην διαταράσσει κανείς τη γαλήνη αυτών που είχαν πέσει εκεί. Γύρω ακούγονταν ήχοι σαν αναστεναγμοί ανθρώπων. Ο Ταγκρέδος νικώντας τον φόβο του δίνει ένα γερό χτύπημα με το σπαθί στο κυπαρίσσι, που βγάζει αίμα. Ο ιππότης ξαναχτυπά πίο δυνατά και τότε η φωνή της Χλωρίνδας, λέει στον Ταγκρέδο να την ευσπλαχνιστεί, αφήνοντάς την να κείτεται εν ειρήνη, διότι όλοι αυτοί που είχαν πέσει νεκροί γύρω από την Ιερουσαλήμ είχαν μεταμορφωθεί, μέσω μιας παράξενης μαγείας, σε δέντρα. Στα λόγια αυτά το σπαθί πέφτει από τα χέρια του Ταγκρέδου, ο οποίος, αν και καταλαβαίνει ότι πρόκειται για μαγικό τέχνασμα, δεν έχει πια κουράγιο να συνεχίσει και αφού παίρνει το σπαθί του, επιστρέφει στο στρατόπεδο. Ο Γοδεφρείδος σκέφτεται να πάρουν ξυλεία από πιο μακρινά μέρη, όμως ο Πέτρος ο Ερημίτης τον αποτρέπει, προβλέποντας ότι πλησιάζει η ώρα που θα επιστρέψει ο πολεμιστής που θα διαλύσει τη μαγεία. Στο μεταξύ, ο ήλιος μπαίνοντας στον αστερισμό του Καρκίνου, προκαλεί τρομαχτική ξηρασία, που κρατά ημερονύκτια και εξαντλεί ανθρώπους και ζωντανά, τόσο που δεν μπορούν πια να πολεμήσουν. Κάποιοι (μεταξύ των οποίων και οι Έλληνες στρατιώτες) εγκαταλείπουν τον αγώνα. Ο Γοδεφρείδος τότε προσεύχεται στον Θεό και αυτός τον εισακούει, προκαλώντας μία καταρρακτώδη βροχή, που υποδέχονται με μεγάλο ενθουσιασμό οι σταυροφόροι. Γη, άνθρωποι και ζώα αναζωογονούνται, ώσπου τέλος ξαναβγαίνει ο ήλιος.
Τη νύχτα ο Γοδεφρείδος βλέπει ένα προφητικό όνειρο σταλμένο από τον ίδιο τον Θεό, κατά το οποίο ανεβαίνει στον ουρανό και μαθαίνει από τον Ούγο, τον αδερφό του βασιλιά της Γαλλίας, ότι σε λίγο καιρό θα είναι κι αυτός στον παράδεισο, αφού πρώτα θα έχει καταφέρει να ελευθερώσει την Ιερουσαλήμ από τους απίστους, αφήνοντας στη θέση του τον αδερφό του, Βαλδουίνο. Ο Ούγος του ζητά να ξαναφέρει στο στράτευμα τον Ρινάλδο, καθώς, αν ο ίδιος ο Γοδεφρείδος είναι ο εκλεκτός του Θεού που θα ελευθερώσει την Ιερουσαλήμ, το ίδιο εκλεκτός του είναι και ο Ρινάλδος, που θα είναι υπό τις διαταγές του Γοδεφρείδου. Την άλλη μέρα ο Γουέλφος, εμπνευσμένος από τον Θεό, ζητά συγχώρεση για τον ανιψιό του, Ρινάλδο. Ο Γοδεφρείδος τον συγχωρεί και εξουσιοδοτεί τον Γουέλφο να στείλει απεσταλμένους στον Ρινάλδο με μήνυμα ότι μπορεί να επιστρέψει. Ο Γουέλφος στέλνει τον γενναίο Κάρολο, τον μόνο επιζήσαντα από το δανέζικο στράτευμα, ο οποίος έπρεπε να δώσει το σπαθί του Σβένου στον Ρινάλδο, καθώς και τον πολυταξιδεμένο και έξυπνο Ουβάλδο, έναν από τους περιπλανώμενους ιππότες. Ο Πέτρος ο Ερημίτης τους συμβουλεύει αντί να πάνε στον Βοημούνδο στην Αντιόχεια, όπου πίστευαν ότι ήταν ο Ρινάλδος, να περάσουν από την Ασκαλώνα, όπου θα έβρισκαν δίπλα στις εκβολές ενός ποταμού έναν γέροντα, φίλο των σταυροφόρων, που θα τους έδινε πληροφορίες για να εκτελέσουν το ταξίδι τους. Πράγματι, φτάνουν στην Ασκαλώνα όπου βρίσκουν τον Γέροντα της Ασκαλώνας, να έρχεται προς το μέρος τους περπατώντας γυμνοποδητί ενάντια στο ρεύμα, κρατώντας στο χέρι ένα ραβδί και φορώντας στο κεφάλι στεφάνι από οξιά. Αυτός τους φανέρωσε ότι ο Ρινάλδος βρισκόταν πολύ μακριά στη δύση, σε ένα νησί του Ατλαντικού Ωκεανού. Ο Γέροντας τους κατέβασε έπειτα στα βάθη της γης, πιο κάτω από τις πηγές των ποταμών και των πολύτιμων λίθων, όπου βρισκόταν το παλάτι του μέσα σε μια καταφώτεινη τοποθεσία και όπου μελετούσε τα μυστικά της φύσης. Τους είπε ότι κατοικούσε και σε άλλα μέρη, όπως στα όρη του Λιβάνου και του Καρμήλου, όπου μελετούσε τα μυστήρια των άστρων και του ουρανού. Τους φανέρωσε επίσης ότι τον είχε βαφτίσει χριστιανό ο Πέτρος ο Ερημίτης, ενώ πριν ήταν ειδωλολάτρης. Τώρα οι έρευνες του είχαν αποκτήσει πραγματική ουσία, αφού γνώρισε την αλήθεια της χριστιανικής πίστης. Έπειτα, αφού τους φιλοξένησε στο παλάτι, τους διηγήθηκε τι ακριβώς συνέβη στον Ρινάλδο.
Η Αρμίδα, θέλοντας να εκδικηθεί τον Ρινάλδο που είχε ελευθερώσει όλους τους κρατούμενούς της, πήγε στο μέρος όπου έγινε η επίθεση, βρήκε τα ματωμένα ρούχα και τα όπλα που είχε πετάξει ο Ρινάλδος και έντυσε με αυτά ένα πτώμα, αφού πρώτα του έκοψε το κεφάλι και το δεξί του χέρι. Έπειτα το πέταξε στο ποτάμι για να το βρουν οι σταυροφόροι και έδωσε οδηγίες σε έναν υποτακτικό της, μεταμφιεσμένο σε βοσκό, να τους παραπλανήσει με ψευδή μαρτυρία, κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι ο Ρινάλδος είχε σκοτωθεί από κάποιον χριστιανό. Έτσι θα υποψιάζονταν τον ίδιο τον Γοδεφρείδο και θα επερχόταν η διχόνοια, όπως και έγινε. Μη ικανοποιημένη με αυτό, η μάγισσα ήθελε να σκοτώσει με τα ίδια της τα χέρια τον Ρινάλδο. Το περίμενε κρυμμένη σε μια νησίδα του ποταμού Ορόντη. Μόλις ο ιππότης έφτασε στην όχθη του ποταμού, βρήκε ένα γράμμα να τον προσκαλεί στη νησίδα, όπου τον περιμένουν θαυμαστά πράγματα. Μόλις πήγε με μια βάρκα στη νησίδα, δεν βρήκε τίποτα. Σε λίγο όμως βγήκε από το ποτάμι μια γυναίκα σαν Σειρήνα, που με το γλυκό τραγούδι της τον κοίμισε. Η Αρμίδα τότε θέλησε να τον σκοτώσει με τα ίδια της τα χέρια. Αντί γι' αυτό όμως τον ερωτεύθηκε και τον πήρε μαζί της, όχι στο κάστρο της στη Νεκρά Θάλασσα, αλλά σε μια από τις νήσους πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες, στον Ατλαντικό Ωκεανό, όπου έπρεπε τώρα να πάνε για να ελευθερώσουν τον Ρινάλδο.
Ο Γέροντας της Ασκαλώνας είπε στους ιππότες ότι μόλις ανεβούν ξανά στην επιφάνεια της γης από τις εκβολές του ποταμού, θα βρουν μία γυναίκα, μεγάλη στην ηλικία, μα με νεανικό πρόσωπο η οποία θα τους μετέφερε γοργά στον ωκεανό και θα τους ξανάφερνε πίσω. Ο Γέροντας τους έδωσε οδηγίες πώς θα αντιμετωπίσουν τους κινδύνους και τους πειρασμούς που τους παραμόνευαν σε εκείνο το μακρινό νησί, ώσπου να φτάσουν στον κήπο όπου η Αρμίδα είχε στην αγκαλιά της τον Ρινάλδο. Θα έπρεπε, ευθύς μόλις η μάγισσα απομακρυνόταν, να βάλουν τον Ρινάλδο να κοιτάξει σε μια διαμαντένια ασπίδα, όπου θα έβλεπε σαν σε καθρέφτη τον εαυτό του, εκτεθηλυσμένο όπως είχε καταντήσει από τις απολαύσεις και τις ηδονές, ώστε να ντραπεί και να μετανοήσει. Ο γέροντας έπειτα τους διαβεβαίωσε ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να σταματήσει το ταξίδι τους και να τους εμποδίσει να επιστρέψουν μαζί με τον Ρινάλδο. Έπειτα οι δύο ιππότες διανυκτέρευσαν στο παλάτι του Γέροντα της Ασκαλώνας.
Την άλλη μέρα το πρωί o Γέροντας τους έδωσε ένα σχέδιο του τείχους που περιέβαλε τον κήπο της Αρμίδας στη νήσο της Τύχης, τη διαμαντένια ασπίδα που θα έπρεπε να βάλουν μπροστά στην όψη του Ρινάλδου και μία χρυσή ράβδο που θα έδιωχνε τα θηρία που φύλαγαν το βουνό που βρισκόταν ο κήπος. Ο Κάρολος και ο Ουβάλδος βγήκαν συνοδεία του Γέροντα στην επιφάνεια της γης, όπου βρήκαν τη βάρκα που τους είπε ο Γέροντας και μέσα της να κάθεται η γυναίκα που θα την πλοηγούσε. Η γυναίκα που είχε όψη αγγελική και φορούσε ένα πολύχρωμο ρούχο που άλλαζε συνεχώς χρώματα, τους προσκάλεσε να μπουν μέσα και τους υποσχεθηκε ένα σίγουρο και ασφαλές ταξίδα.
Το καραβάκι άνοιξε πανιά, πέρασε την Ασκαλώνα, τη Γάζα (όπου είδαν αιγυπτιακά πλοία και στρατιωτικές δυνάμεις στο λιμάνι) και πλέοντας με μεγάλη ταχύτητα διέσχισε μέσα σε τέσσερεις ημέρες όλη τη Μεσόγειο θάλασσα από ανατολάς προς δυσμάς, φθάνοντας στις Ηράκλειες Στήλες. Οι ιππότες ρώτησαν τις γυναίκες για τους ανθρώπους που κατοικούσαν στις ακτές του Ατλαντικού και η γυναίκα τους είπε ότι ήταν βάρβαροι και απολίτιστοι. Θα έφτανε όμως κάποια εποχή που ένας λιγουριανός, ο Χριστόφορος Κολόμβος, παρά τους κινδύνους και τις ταλαιπωρίες, θα διέπλεε τον ωκεανό και θα ανακάλυπτε μια νέα ήπειρο, στην οποία θα εξαπλωνόταν η αληθινή πίστη και τα πλοία θα ταξίδευαν προς αυτήν με ασφάλεια. Το πλοιαράκι πέρασε την Τενερίφη, τις Ευδαίμονες Νήσους, τις Νήσους των Μακάρων και τέλος έφθασε στις Τυχερές Νήσους, από τις οποίες επτά κατοικούνταν και τρεις ήταν ακατοίκητες. Σε μία από αυτές τις τελευταίες προσέγγισε το πλοίο και η γυναίκα τους έδειξε τον δρόμο για το όρος όπου βρισκόταν το παλάτι της Αρμίδας. Οι δύο ιππότες περνούν τη νύχτα στους πρόποδες του βουνού και την άλλη μέρα την αυγή αρχίζουν την πορεία τους. Συναντούν πρώτα έναν άγριο δράκοντα που ο Ουβάλδος τρέπει σε φυγή χρησιμοποιώντας τη μαγική ράβδο του Γέροντα. Την ίδια τύχη έχουν και όλα τα άγρια θηρία που βγαίνουν στον δρόμο τους. Οι ιππότες τώρα έχουν ανεβεί σε ένα οροπέδιο γεμάτο αρωματικά άνθη, φυτά σκιερά και με μια πηγή με πεντακάθαρα νερά, η οποία σχημάτιζε ένα ρυάκι διαυγές μέσα στις πρασινάδες. Ενθυμούμενοι όμως τις οδηγίες του Γέροντα το προσπέρασαν. Έφτασαν σε ένα σημείο όπου το ρυάκι σχημάτιζε μια λίμνη, που στις όχθες της είδαν ένα τραπέζι γεμάτο δελεαστικά φαγητά και στα νερά να παίζουν δυο ωραιότατες κοπέλες. Μια από αυτές βγήκε από το νερό και χαμογελώντας πρότεινε στους ταξιδιώτες να βγάλουν τα όπλα τους και να ξεκουραστούν σε αυτό τον τόπο των τέρψεων. Αλλά αυτοί, ενθυμούμενοι τα λόγια του Γέροντα, δεν απάντησαν στην πρόσκληση, αλλά προχώρησαν μπαίνοντας στο παλάτι. Απογοητευμένες οι δύο κοπέλες βούτηξαν πάλι στα νερά της λίμνης.
Το παλάτι της Αρμίδας ήταν περικλεισμένο από ένα κυκλικό τείχος που περιείχε δαιδαλώδεις στοές με τη μορφή λαβύρινθου, οι οποίες έκρυβαν στο εσωτερικό τους έναν θαυμαστό κήπο. Περνώντας από την κυρία είσοδο οι δύο ιππότες βλέπουν στα θυρόφυλλά της σκαλιστές μορφές: στο ένα τον Ηρακλή να γελοιοποιείται από την Ομφάλη (ο ποιητής την ονομάζει Ιόλη) και στο άλλο τον Μάρκο Αντώνιο να ακολουθεί κατά τη Ναυμαχία του Ακτίου την Κλεοπάτρα που έφευγε από τη μάχη. Μπαίνοντας στον λαβύρινθο χρησιμοποιούν το βιβλίο που τους έδωσε ο Γέροντας της Ασκαλώνας και βρίσκουν τη διέξοδο προς τον κήπο. Εκεί αντικρίζουν ό,τι το καλύτερο θα μπορούσε να δώσει η τέχνη μιμούμενη τη φύση ή μάλλον η φύση όταν μιμείται την τέχνη: τρεχούμενα νερά, πεντακάθερες λιμνούλες, άνθη και φυτά κάθε είδους, ηλιόλουστους λοφίσκους, δάση και σπήλαια. Όλα αυτά, ακόμα και το αεράκι που φυσούσε ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων, ακόμα και τα πουλιά που κελαηδούσαν, ήταν αποτέλεσμα της μαγικής τέχνης της Αρμίδας. Όλα προσκαλούσαν τους δύο ιππότες στις ηδονές του έρωτα, καλώντας τους να βιαστούν όσο το επέτρεπε η ηλικία.
Ψάχνοντας τον κήπο, απαθείς από τους πειρασμούς, έφτασαν αυτοί στο μέρος όπου είχε στην αγκαλιά της τον Ρινάλδο η Αρμίδα. Αυτός κοιτούσε έναν καθρέφτη που κρατούσε η μάγισσα, η οποία γελούσε χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά και ραίνοντάς τον με άνθη. Μετά η Αρμίδα τον άφησε και μπήκε στο παλάτι. Οι δύο ιππότες, που μέχρι τότε κοιτούσαν κρυμμένοι στους θάμνους, βρήκαν ευκαιρία και παρουσιάστηκαν στον Ρινάλδο, ο οποίος μόλις τους είδε πετάχτηκε πάνω, ξαναβρίσκοντας το αγωνιστικό του πνεύμα. Όταν ο Ουβάλδος του έβαλε μπροστά στα μάτια του τη διαμαντένια ασπίδα-καθρέφτη, τότε αντιλήφθηκε την εκτεθηλυμμένη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει και κατέβασε το βλέμμα γεμάτος ντροπή. Ο Ουβάλδος τον κατηγόρησε με άγριο τρόπο ότι κάθεται και χαριεντίζεται στην αγκαλιά μιας κοπέλας ενώ η Ασία και η Ευρώπη μάχονται για την πίστη του Χριστού. Του είπε ότι ο Γοδεφρείδος και όλος ο στρατός τον προσκαλεί να επιστρέψει στον αγώνα, ώστε να ελευθερωθεί η Ιερουσαλήμ. Ο Ρινάλδος έμεινε σκεφτικός για λίγο, αλλά τελικά αποφάσισε να τους ακολουθήσει. Η Αρμίδα αντιλαμβανόμενη τη φυγή του Ρινάλδου, δεν προφέρει κατάρες και μαγικά ξόρκια, μη θέλοντας να τον βλάψει, αλλά ελπίζοντας στα κάλλη της για να τον ξανακερδίσει, τρέχει ξοπίσω του, τον φτάνει πριν μπει στη βάρκα και τον ικετεύει να μείνει, αυτή που είχε κάνει μπαίγνιό της τόσους άντρες. Ο Ουβάλδος του λέει να μείνει ακλόνητος στα παρακάλια της, ως αληθινός αγωνιστής του Χριστού. Η Αρμίδα κλαίει, ενώ αυτός δεν στρέφει το βλέμμα του προς αυτήν ή το κάνει κρυφά, γεμάτος ντροπή και τύψεις. Η Αρμίδα ενθαρρυμένη από αυτά τα βλέμματά του, του λέει πως θα του μιλήσει όχι ως ερωμένη, αλλά ως εχθρός του. Είχε κάθε δίκιο να τη μισεί γιατί ήταν μια άπιστη ειδωλολάτρισσα που ήθελε με τις τέχνες της να τον απομακρύνει από τον αγώνα του στερώντας τον από το πολεμικό του μένος και που τον έφερε σε αυτό το μακρινό μέρος και τον έβγαλε από το καθήκον του για χάρη του έρωτά της. Αν θέλει να φύγει ας το κάνει, ας πάει και επιστρέφοντας ας καταστρέψει την προγονική της πίστη (αλλά δεν έχει πίστη άλλη, εκτός από τον έρωτά της προς αυτόν), αλλά ας την πάρει μαζί του αυτός σαν λεία που ακολουθεί τον νικητή της. Θα τον ακολουθήσει ως σκλάβα του ανάμεσα στους εχθρούς της και θα είναι σαν ασπίδα του αν κάποιος δικός της προσπαθήσει να τον βλάψει. Αυτά του είπε και προσπαθούσε να του πιάσει το χέρι ή έστω το ένδυμά του.
Όμως τώρα πια ο Ρινάλδος δεν καμπτόταν από τις παρακλήσεις της. Από ευσπλαχνία της είπε πως δεν τη μισούσε, πως τα πάθη της ήταν ανθρώπινα και πώς και αυτός ο ίδιος δεν ήταν απαλλαγμένος από αυτά. Ακόμα της είπε ότι θα κρατήσει καλή ενθύμηση της διαμονής του εκεί και ότι θα την προστατεύει πάντοτε ως ιππότης, όσο δεν του το απαγορεύει το καθήκον του ως στρατιώτης του Χριστού. Η Αρμίδα τότε ξεσπώντας σε κατάρες του είπε πως ήταν σκληρός και άκαρδος, πως δεν έβγαλε κανένα στεναγμό, δεν έχυσε κανένα δάκρυ για τον πόνο που αισθανόταν εκείνη και πως μιλάει σαν φιλόσοφος. Ας φύγει αφού το ήθελε λοιπόν. Αυτή δεν θα τον ακολουθήσει ως υποτακτική του, αλλά ως η φοβερή Ερινύα του που θα τον πολεμήσει τόσο, όσο τον είχε αγαπήσει μέχρι τώρα. Έπειτα έπεσε κατάχαμα, πνιγμένη στο κλάμα. Ο Ρινάλδος, γεμάτος οίκτο γι' αυτήν αμφιταλαντεύεται προς στιγμήν, αλλά τελικά μπαίνει στο πλοιάριο και αποπλέει. Αυτή μόλις σηκώνεται κοιτάζει προς τη θάλασσα, αλλά ο αγαπημένος της είχε ήδη φύγει. Νιώθωντας εγκατελειμένη από αυτόν που τον αγαπούσε ακόμα και μετανιώνοντας που τον άφησε να φύγει έτσι εύκολα, υπόσχεται στον εαυτό της ότι θα τον εκδικηθεί. Έπειτα, φτάνοντας στο παλάτι της καλεί τριακόσια δαιμόνια από τον Άδη τα οποία ως μαύρο σύννεφο έπεσαν κατά πάνω στο ανάκτορο και μόλις οι αχτίδες του ηλίου φώτισαν ξανά στο μέρος δεν είχε μείνει ίχνος ούτε από αυτό ούτε από τους κήπους. Έπειτα παίρνοντας όλη την ακολουθία της κατευθύνθηκε γοργά, όχι προς την προγονική της Δαμασκό, αλλά προς τη Γάζα, όπου θα συναντούσε το αιγυπτιακό στράτευμα για να το βοηθήσει με τις μαγικές της τέχνες κατά του Ρινάλδου. Σπεύδοντας γρήγορα έφτασε στη Γάζα δίχως να σταματήσει καθόλου στον δρόμο.
Ο πανίσχυρος μονάρχης της Αιγύπτου Εμιρένος, που τον τρέμουν όλοι οι βασιλείς της Ασίας και της Αφρικής, μεγαλοπρεπής όπως ο Δίας του Απελλή ή του Φειδία, καθισμένος σε ένα θρόνο, κρατώντας το σκήπτρο και περιστοιχιζόμενος από τους σατράπες του και τη φρουρά του από άγριους Κιρκάσσιους, παρακολουθεί την παρέλαση των στρατιωτικών δυνάμεών του στη Γάζα. Παρελαύνουν πρώτα τα στρατεύματα από την Άνω και την Κάτω Αίγυπτο, έπειτα οι Κυρηναίοι, αυτοί από την Τριπολίτιδα, μετά αυτοί από την Πετραία και την Ευδαίμονα Αραβία. Στη συνέχεια περνούν στρατεύματα από την αραβική έρημο και από την Ερυθρά Θάλασσα, έπειτα οι μαύροι και οι Αιθίοπες της Μερόης, έπειτα αυτοί από τις νήσους του Περσικού Κόλπου και των στενών του Ορμούζ και τέλος στατεύματα από τη μακρινή Σαμαρκάνδη και τις Ινδίες. Κλείνουν την παρέλαση οι επίλεκτες αιγυπτιακές δυνάμεις με τους γενναιότερους πολεμιστές της Αιγύπτου, στους οποίους ξεχωρίζει ο Τισσαφέρνης, περίφημος τόσο στο ξίφος όσο και στο δόρυ, ικανότατος ιππέας πολεμιστής και μαχητής πεζός. Στο τέλος της παρέλασης εμφανίζεται η Αρμίδα σε ένα άρμα που το έσερναν μονόκεροι. Μαζί της έχει εκατό κοπέλες και εκατό αρματωμένους ακόλουθους και ολόκληρη στρατιά από πολεμιστές και μισθοφόρους που της παρείχε ο θείος της Υδραώτης, βασιλιάς της Δαμασκού. Η εμφάνισή της προκαλεί τον ενθουσιασμό και την αγάπη όλων. Η Αρμίδα, συμμετέχοντας στο συμβούλιο των αρχηγών που γίνεται στη σκηνή του βασιλιά, εξεγείρει τους πολεμιστές εναντίον του Ρινάλδου, ο οποίος είχε ελευθερώσει τους αιχμαλώτους χριστιανούς ιππότες που είχε στείλει στον βασιλιά της Αιγύπτου ως δώρο, σκοτώνοντας τους φρουρούς τους. Υπόσχεται μια πλούσια αμοιβή σε όποιον της φέρει το κεφάλι του, αν δεν μπορέσει να το κάνει η ίδια. Ο Άδραστος, βασιλιάς των Ινδών και ο Τισσαφέρνης, ερωτευμένοι και οι δύο μαζί της, συναγωνίζονται ποιος από τους δύο θα πραγματοποιήσει τον πόθο της και θα φιλονικήσουν αν δεν τους χώριζε ο βασιλιάς. Έπειτα και οι άλλοι θέλουν να βοηθήσουν την Αρμίδα να εκδικηθεί τον Ρινάλδο.
Ο Ρινάλδος στο μεταξύ είχε φτάσει μαζί με τους δύο πολεμιστές μετά από ταξίδι τεσσάρων ημερών στο σημείο από που όπου είχαν ξεκινήσει αυτοί. Αναρωτιόντουσαν ποιαν οδό έπρεπε να ακολουθήσουν, όταν είδαν μακριά μία μεγάλη λάμψη σαν του χρυσού. Πλησιάζοντας, είδαν αναρτημένο σε ένα μεγάλο κορμό ένα κράνος περίτεχνα μαστορεμένο και μια μεγάλη ασπίδα με θαυμαστές παραστάσεις σκαλισμένες επάνω της. Διπλά στεκόταν ένας γέροντας που ο Ουβάλδος και ο Κάρολος τον αναγνώρισαν. Ήταν ο Γέροντας της Ασκαλώνας, ο οποίος αφού τους χαιρέτησε ευγενικά, στράφηκε προς τον Ρινάλδο, παρακινώντας τον να απαρνηθεί τις απολαύσεις για να ακολουθήσει την ανηφορικό και δύσκολη οδό της αρετής. Θα πρέπει να σταθεί στο ύψος του, διότι ο άνθρωπος, καθώς έχει ορθή κορμοστασιά, οφείλει και να προσβλέπει προς τα υψηλά πράγματα. Πρέπει να επιδεικνύει τη γεναιότητα του πνεύματός του, κατανικώντας τους εσωτερικούς εχθρούς και τις λιγότερο καλές τάσεις της ψυχής του. Ο Γέροντας, βλέποντας τον νέο να σκύβει το βλέμμα ντροπιασμένος, τον κάλεσε να εξετάσει τις μορφές πάνω στην ασπίδα του, που αναπαρίσταναν τους ένδοξους προγόνους του, πράγμα που αναπτέρωσε το φρόνημα του Ρινάλδο και άναψαν τον πόθο του να κατανικήσει τους απίστους και να ελευθερώσει την Ιερουσαλήμ. Ο Κάρολος τότε του έδωσε το σπαθί του Σβένου και του ευχήθηκε να τον εκδικηθεί. Έπειτα ο Γέροντας πήρε τους τρεις ιππότες στην άμαξά του για να επιστρέψουν στο χριστιανικό στρατόπεδο. Ο Γέροντας, πριν φτάσουν του ανέφερε επίσης ότι και οι απόγονοί του (αν και δεν μπορούσε να δει σαφώς το μέλλον) θα έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην υπεράσπιση της χριστιανικής πίστης, ιδίως ο ένδοξος Αλφόνσος ο Β΄, ο προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών, θα απεδείκνυε εν τέλει την πολεμική ανδρεία του κατατροπώνοντας τον αυθάδη και ασεβή Τούρκο που μόλυνε ουρανό και γη καταστρέφοντας ναούς και αγίες τράπεζες, εξυψώνοντας τον Οίκο των Έστε και αυτόν της Γαλλίας. Ο Ρινάλδος χαροποιήθηκε πολύ με αυτά τα λόγια. Είδαν τέλος από μακριά τις σημαίες και τις σκηνές του στρατοπέδου. Σε λίγο είχαν φτάσει και ο Γοδεφρείδος, μαθαίνοντας για την άφιξή τους, πήγε να τους συναντήσει.
Ο Γοδεφρείδος δέχεται φιλικά τον Ρινάλδο και του αναθέτει να διαλύσει τη μαγεία στο δάσος· ο δε Πέτρος ο Ερημίτης τον συμβουλεύει να ζητήσει συγχώρεση από τον Θεό για τον θάνατο του Γερνάνδου προσευχόμενος στο όρος των Ελαιών, πράγμα που ο Ρινάλδος κάνει την άλλη μέρα την αυγή. Στη συνέχεια μεταβαίνει στο μαγεμένο δάσος, όπου αντικρίζει ειδυλλιακές εικόνες παρόμοιες με αυτές του κήπου της Αρμίδας. Φτάνοντας σε ένα ξέφωτο, βλέπει στη μέση μια μοναχική και πανύψηλη μυρτιά. Πλησιάζοντάς βλέπει να βγαίνουν από όλα τα δέντρα πλήθος από νύμφες με μπράτσα γυμνά και τα μαλλιά λυτά, που κρατούν μουσικά όργανα και τον πιάνουν από το χέρι για να χορέψει μαζί τους οδηγώντας προς την κυρά τους, που όπως λένε, υποφέρει από έρωτα μεγάλο γι' αυτόν και τον προσμένει καιρό. Μόλις τα λένε αυτά, ανοίγει η μεγάλη μυρτιά και βγαίνει μια πανέμορφη νύμφη ολόιδια με την Αρμίδα, που τον προσκαλεί να αφοσιωθεί ξανά στον έρωτά της. Ο Ρινάλδος τότε στρέφει το σπαθί του όχι προς τη νύμφη, αλλά προς το δέντρο της μυρτιάς για να το κόψει. Η νύμφη τότε βγάζει μία μεγάλη φωνή, λέγοντας ότι καλύτερα θα ήταν να σκοτώσει αυτήν παρά να κόψει το δέντρο.
Ο Ρινάλδος, μη δίνοντας σημασία στις παρακλήσεις της, υψώνει το σπαθί καταπάνω στο δέντρο. Τότε ξάφνου αυτή μεταμορφώνεται σε έναν αρματωμένο γίγαντα εκατόγχειρα, ενώ και οι νύμφες μεταμορφώνονται σε πάνοπλους Κύκλωπες. Ο Ρινάλδος όμως αγνοώντας τους, συνέχισε να κόβει τη μυρτιά, που έκλαιγε σαν ζωντανή, ενώ τριγύρω της μαίνονταν αστραπόβροντα και καταιγίδες. Κατάφερε τελικά να κόψει το δέντρο, που αποδείχτηκε να είναι όχι μυρτιά, μα καρυδιά (το δέντρο των μαγισσών). Έτσι καταστράφηκε η μαγεία του δάσους, το οποίο επέστρεψε στην πρότερή του κατάσταση. Ο Ρινάλδος παρουσιάζεται στον Γοδεφρείδο αναγγέλοντας ότι τώρα μπορούσαν να αρχίσουν οι τεχνίτες να συλλέγουν ξυλεία από το δάσος για την κατασκευή των πολιορκητικών μηχανών. Κατασκευάστηκαν έτσι καταπέλτες, πολιορκητικοί κριοί, βαλίστρες και τρεις πανύψηλοι πολιορκητικοι πύργοι. Στο μεταξύ προετοιμασίες έκαναν και οι υπερασπιστές της Ιερουσαλήμ. Η επίθεση επισπεύσθηκε για να καταλάβουν την πόλη πριν φτάσουν οι αιγυπτιακές ενισχύσεις, ενώ απεστάλη ο Βαφρίνος, ως κατάσκοπος στο στρατόπεδο των Αιγυπτίων. Η μάχη ήταν τρομερή: ο γέρος Αλαδίνος αυτοπροσώπως αντιμετώπιζε στα τείχη τον Ραϊμόνδο, ο Σολιμάνης ήταν απέναντι από τον Γοδεφρείδο και ο Αργάντης είχε αντίπαλο τον Κάμιλλο που πιο πλάι του στεκόταν ο Ταγκρέδος. Οι τοξότες έριχναν από τα τείχη δηλητηριασμένα βέλη που κάλυπταν τον ουρανό. Οι καταπέλτες εκτόξευαν πέτρες και τεράστιες σιδερένιες λόγχες, μα οι αμυνόμενοι άντεχαν στα χτυπήματα. Στο μεταξύ ο Ρινάλδος με την ομάδα του των περιπλανώμενων ιπποτών είχαν σχηματίσει μια χελώνα για να επιτεθούν από τα νότια.
Φτάνοντας στα τείχη ο Ρινάλδος ακούμπησε μια πανύψηλη σκάλα και κατάφερε να σκαρφαλώσει και να πατήσει πρώτος τα πόδια του στα τείχη, ανοίγοντας δρόμο για να ανεβούν και άλλοι. Ο Ισμηνός εκτόξευσε υγρόν πύρ κατά του πολιορκητικού πύργου όπου βρισκόταν ο Γοδεφρείδος, αλλά η θεία πρόνοια έκανε να αλλάξει η κατεύθυνση του ανέμου και οι φλόγες στράφηκαν κατά των αμυνομένων. Ο Ισμηνός με άλλους δύο μάγους επικαλέστηκαν τους δαίμονες, αλλά μία μεγάλη πέτρα που εβλήθη από τον πύργο καταπλάκωσε και τους τρεις. Τώρα ο πολιορκητικός πύργος πλησίασε στα τείχη για να κατεβεί η γέφυρα. Ο Σολιμάνης έσπευσε για να την καταστρέψει, αλλά τότε υψώθηκε από μέσα του ένας εσωτερικός πυργίσκος, ο οποίος ξεπερνούσε το ύψος των τειχών. Από αυτόν άρχισαν να εκτοξεύονται από τους σταυροφόρους πλήθος βλημάτων και λίθων. Οι πολιορκημένοι υποχώρησαν, αλλά ο Σολιμάνης δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Τη στιγμή εκείνη κατέβηκε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και προήγγειλε στον Γοδεφρείδο την άμεση πτώση της Ιερουσαλήμ, κάνοντάς τον να δει τις ουράνιες στρατιές που βοηθούσαν τους σταυροφόρους. Ο Γοδεφρείδος διέκρινε, ανάμεσα στον καπνό και τη σκόνη της μάχης, τους νεκρούς Ούγο και Δουδώνα, καθώς και τον επίσκοπο Αδεμάρο που ευλογούσε τους μαχητές. Έπειτε είδε στον ουρανό αγγέλους να μάχονται υπέρ των χριστιανών. Ο Γοδεφρείδος αντιλήφθηκε ότι οι δικοί του νικούσαν σε όλα τα μέρη και ότι ήδη ο Ρινάλδος είχε πατήσει νικηφόρος τα τείχη. Πιάνοντας το λάβαρο του σταυρού διασκέλισε πρώτος τη γέφυρα. Ο Ταγκρέδος επίσης σχεδόν ταυτοχρόνως κατάφερε να υπερνικήσει τον Αργάντη και να περάσει από τη γέφυρα του δικού του πύργου στα τείχη. Τελευταίος πέρασε ο Ραϊμόνδος, καθώς στη μεριά του ήταν πιο καλή η οχύρωση. Τα τείχη της Ιερουσαλήμ είχαν παρθεί, ενώ ο εχθρικός στρατός και οι αρχηγοί είχαν οπισθοχωρήσει. Οι σταυροφόροι πέρασαν μέσα στην πόλη και η μεγάλη σφαγή άρχισε.
Ο Ταγκρέδος σκοτώνει τον Αργάντη μετά από λυσσαλέα πάλη, αλλά λιποθυμά από την εξάντληση που του προκάλεσαν τα τραύματά του στη μονομαχία. Στο μεταξύ οι σταυροφόροι στην πόλη σφάζουν αδιακρίτως, ακόμα και γυναίκες και παιδιά. Ο Ρινάλδος, αιματοβαμμένος από τη σφαγή, ανεβαίνει στον λόφο του Ναού του Σολομώντα, σκοτώνοντας όλους όσους βλέπει αρματωμένους και τρομοκρατώντας τους υπόλοιπους και μόνο με το βλέμμα του. Φτάνοντας στον ναό του Σολομώντα πιάνει ένα μεγάλο δοκάρι με το οποίο διαλύει τις πύλες. Οι σταυροφόροι μπαίνουν και αρχίζουν να σφάζουν τους εχθρούς που είχαν κλειστεί εκεί. Όσοι αμυνόμενοι ανθίσταντο ακόμα συγκεντρώνονται γύρω από τον γενναίο Σολιμάνη και τον καταπτοημένο Αλαδίνο στον πύργο του Δαβίδ, την ακρόπολη της Ιερουσαλήμ. Ο Ρινάλδος, θέλοντας να εκδικηθεί τον θάνατο του Σβένου, γυρεύει να επιτεθεί στον πύργο, αλλά ο Γοδεφρείδος διατάζει να αναβληθεί για την επομένη η επίθεση, καθώς πλησίαζε η νύχτα. Την ίδια ώρα ο Σολιμάνης εμψυχώνει τους δικούς του, επισημαίνοντάς τους ότι σύντομα θα κατέφθαναν οι αιγυπτιακές ενισχύσεις.
Ο Βαφρίνος εισδύοντας στο αιγυπτιακό στρατόπεδο καταφέρνει να πληροφορηθεί για ένα σχέδιο που καταστρώνει ο αρχηγός των Αιγυπτίων, Εμιρένος, να δολοφονήσουν τον Γοδεφρείδο, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να μάθει πώς θα το κατορθώσουν αυτό. Βλέπει επίσης την Αρμίδα να συνομιλεί με τον Άδραστο, τον Τισσαφέρνη και τον Αλταμόρο, βασιλιά της Σαμαρκάνδης, που της υπόσχονται το κεφάλι του Ρινάλδου. Στο αιγυπτιακό στρατόπεδο όμως είναι και η Ερμινία, που εντοπίζει τον Βαφρίνο, τον οποίον γνώριζε από τον καιρό που ήταν αιχμάλωτη του Ταγκρέδου στην Αντιόχεια. Η Ερμινία του αποκαλύπτει το πλήρες σχέδιο της δολοφονίας του Γοδεφρείδου και λέει στον Βαφρίνο ότι είναι ερωτευμένη με τον Ταγκρέδο. Του εξήγησε ότι έχοντας φύγει από τους βοσκούς προσπάθησε να πάει στο στρατόπεδο των σταυροφόρων, αλλά τη συνέλαβαν οι Αιγύπτιοι και την οδήγησαν στον Εμιρένο, γι' αυτό και ήταν τώρα κοντά στην Αρμίδα. Ο Βαφρίνος οδηγεί την Ερμινία με ασφάλεια μακριά από το αιγυπτιακό στρατόπεδο και προσεγγίζουν την Ιερουσαλήμ από τον βορρά, όταν ανακαλύπτουν το πτώμα του Αργάντη, βουτηγμένο στο ίδιο του το αίμα. Έπειτα ο Βαφρίνος ανακαλύπτει και τον κύριό του, Ταγκρέδο, λιπόθυμο και αφήνει μια κραυγή ότι ο Ταγκρέδος είναι νεκρός. Η Ερμινία ακούγοντας το φοβερό νέο πλησιάζει και χύνει άφθονα δάκρυα πάνω στον Ταγκρέδο. Τότε αυτός αφήνει έναν αναστεναγμό και ανοίγει τα μάτια του. Η Ερμινία περιποιείται τώρα με πολλή φροντίδα τις πληγές του Ταγκρέδου, χρησιμοποιώντας λωρίδες από τα ενδύματά της που τις δένει με πλεξίδες που κόβει από την κόμη της.
Ο Ταγκρέδος, βγαίνοντας από το παραλήρημά του, αναγνωρίζει τον ακόλουθό του και ρωτά την Ερμινία ποια είναι, ευχαριστώντας την που τον φροντίζει έτσι. Αυτή κοκκινίζοντας δεν του απαντά αλλά του λέει να ξεκουραστεί και και κρατά το κεφάλι του στην αγκάλη της. Κάποιοι σταυροφόροι που περνούν από εκεί βοηθούν να μεταφερθεί ο Ταγκρέδος στην Ιερουσαλήμ, όπως ο ίδιος θέλει, για να πεθάνει (αν αυτή θα είναι η μοίρα του) στην πόλη που πέθανε ο Χριστός. Ζητά επίσης να πάρουν και το σώμα του Αργάντη, για να τον θαφτεί όπως του αξίζει. Ο Ταγκρέδος μεταφέρεται στην Ιερουσαλήμ για την ανάρρωσή του και ο Βαφρίνος βρίσκει για την Ερμινία ένα κατάλυμα κοντά στο νοσοκομείο, ώστε να μπορεί να εξακολουθεί να φροντίζει τον αγαπημένο της Ταγκρέδο. Έπειτα ο Βαφρίνος παρουσιάζεται στον Γοδεφρείδο, που έχει συγκαλέσει συμβούλιο γύρω από την κλίνη του επίσης τραυματισμένου Ραϊμόνδου, αναφέροντάς του όσα είδε κατά τη διαμονή του στο αιγυπτιακό στρατόπεδο και φανερώνοντάς του όσα ξέρει για το σχέδιο δολοφονίας του καθώς και ότι η Αρμίδα έχει υποσχεθεί μεγάλη αμοιβή για το κεφάλι του Ρινάλδου. Αφού ελήφθησαν τα δέοντα μέτρα για την αποτροπή του σχεδίου δολοφονίας του, ο Γοδεφρείδος αποφάσισε να κινηθούν οι σταυροφόροι εναντίον του αιγυπτιακού στρατεύματος την επομένη.
Το αιγυπτιακό στράτευμα κινείται κατά της Ιερουσαλήμ, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων στον πύργο του Δαβίδ μωαμεθανών. Ο Γοδεφρείδος αφήνει έναν τμήμα του στρατού υπό τον Ραϊμόνδο στην Ιερουσαλήμ για να φρουρούν τον πύργο του Δαβίδ και με το υπόλοιπο στράτευμα βαδίζει κατά των αιγυπτιακών δυνάμεων στην πεδιάδα. Τους αναπτερώνει το ηθικό εναντίον του εχθρού, ενώ στην κεφαλή του λάμπει ένας φωτοστέφανος, που ίσως τον προκαλεί ο φύλακας άγγελός του. Στην εχθρική παράταξη ο Εμιρένος παροτρύνει τους δικούς τους να πολεμήσουν για την τιμή της Ασίας. Τα τύμπανα ηχούν και από τις δύο μεριές και η μάχη αρχίζει. Από τη μεριά των σταυροφόρων στην πρώτη γραμμή μάχεται η Γιλδίππη, που εξολοθρεύει πολλούς στρατιώτες και αρχηγούς των Σαρακηνών και τραυματίζει περισσότερους, βοηθούμενη όταν κινδυνεύει από τον σύζυγό της Οδόαρδο. Μαζί οι δυο τους μάχονται γενναία και επιτελούν απίστευτες πράξεις ανδρείας. Από την άλλη μεριά εξολοθρεύει πλήθη χριστιανών ιπποτών ο φοβερός Αλταμόρος, βασιλιάς της Σαμαρκάνδης. Η ατρόμητη Γιλδίππη κατορθώνει να του καταφέρει χτύπημα στο κράνος κάνοντάς τον να κατεβάσει κεφάλι. Αυτός τότε της ανταποδίδει το χτύπημα βαρώντας την στο μέτωπο και θα έπεφτε τότε εκείνη καταγής αν δεν έσπευδε να τη συγκρατήσει ο Οδοάρδος. Στο μεταξύ αποκαλύπτεται η συνωμοσία κατά του Γοδεφρείδου και όλοι οι συμμετέχοντας εκτελούνται. Ο Γοδεφρείδος μάχεται τώρα σκληρά τώρα με τον Αλταμόρο. Από τους υπόλοιπους εχθρούς πράξεις ανδρείας επιτελούν ο Εμιρένος με τον Άδραστο και τον Τισσαφέρνη.
Η μάχη είναι αμφίρροπη μέχρις ότου αναλαμβάνουν δράση οι περιπλανώμενοι ιππότες. O Ρινάλδος σφάζει αμέτρητους εχθρούς, μεταξύ των οποίων και τον Ασιμίρο, βασιλιά των Αιθιόπων και φτάνει στο κέντρο της εχθρικής παράταξης, όπου βρίσκεται η Αρμίδα πάνω στο χρυσό της άρμα κρατώντας τόξο. Βλέποντάς τον ο έρωτας και ο θυμός γι' αυτόν αντιμάχονται μέσα της. Του ρίχνει ένα βέλος, ενώ μέσα της εύχεται να αστοχήσει. Αυτό και πράγματι γίνεται, καθώς το βέλος εξοστρακίζεται πάνω στην ασπίδα του. Ο Ρινάλδος προσπερνά δίχως καν να την κοιτάξει. Τότε αυτή γεμάτη θυμό του ρίχνει κι άλλα βέλη που επίσης αστοχούν. Στο μεταξύ η αριστερά πλευρά των χριστιανών είχε τραπεί σε φυγή και ο Γοδεφρείδος σπεύδει να τους ενισχύσει. Ο Σολιμάνης τότε κάνει αιφνιδιαστική έξοδο από τον πύργο του Δαβίδ για να βοηθήσει στη μάχη τους ομόπιστούς του. Έχοντας μαζί του τον Αλαδίνο και τους στρατιώτες του περνά με ορμή ανάμεσα από τη φρουρά που είχε αφήσει εκεί ο Γοδεφρείδος. Ο Ραϊμόνδος, ήδη τραυματισμένος την ημέρα της επίθεσης από τον Σολιμάνη, αντιστέκεται γενναία, μα τελικά σωριάζεται χάμω εκ νέου τραυματισμένος. Ο Σολιμάνης τρέχει προς τη μάχη μαζί με όσους στρατιώτες τον ακολουθούν. Ο Ταγκρέδος, που ήταν κλινήρης σε ένα γειτονικό οίκημα, αν και τραυματισμένος τρέχει τότε οπλισμένος και βοηθά τον Ραϊμόνδο κατά των εχθρών. Ο Ραϊμόνδος σηκώνεται και μη βλέποντας τον Σολιμάνη ανάμεσά στους εχθρούς μονομαχεί με τον Αλαδίνο και τον σκοτώνει. Οι εχθροί εξοντώνονται και ο πύργος του Δαβίδ καταλαμβάνεται, ο δε Ραϊμόνδος στήνει τη σημαία του σταυρού στην κορυφή του. Ο Σολιμάνης φτάνοντας στο πεδίο της μάχης σπεύδει να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις των Σαρακηνών και αρχίζει να σφάζει τους χριστιανούς. Η Γιλδίππη τον αντιμετωπίζει γενναία, αλλά αυτός της επιτίθεται με μανία δίνοντάς της ένα χτύπημα κατάστηθα. Ο Οδόαρδος βλέποντας τη σύζυγό του πληγωμένη θανάσιμα σπεύδει και τη συγκρατεί για να μην πέσει με το ένα μπράτσο του, ενώ με το άλλο χέρι προσπαθεί να αμυνθεί και να εκδικηθεί τον φονιά της. Τότε ο Σολιμάνης κόβει το χέρι του Οδόαρδου με το οποίου κρατούσε τη Γιλδίππη και αυτή πέφτει στο χώμα. Πλάι της σωριάζεται ο Οδόαδρος, συντροφεύοντάς την στον θάνατο. Μόλις το νέο φτάνει στον Ρινάλδο, αμέσως αυτός τρέχει για να εκδικηθεί τον θάνατο του ζεύγους. Του επιτίθεται τότε ο Άδραστος και θα τον είχε σκοτώσει αν δεν τον προστάτευε το κράνος που του είχε δώσει ο Γέροντας της Ασκαλώνας. Ο Ρινάλδος τον σκοτώνει και το αίμα του χύνεται παντού τριγύρω. Ο Σολιμάνης, που πλησίαζε τον Ρινάλδο, τρομοκρατείται, μη ξέροντας τι να κάνει. Ο Ρινάλδος τον φτάνει και με ένα τρομερό χτύπημα τον σωριάζει νεκρό.
Μετά τον θάνατο του Σολιμάνη οι εχθροί τρέπονται σε φυγή. Ο Εμιρένος τους συγκρατεί, φωνάζοντάς τους άγρια να γυρίσουν πίσω. Ο Τισσαφέρνης πάλι, αφού σκοτώνει πολλούς σταυροφόρους, επιτίθεται σαν λιοντάρι κατά του Ρινάλδου για χάρη της Αρμίδας, αλλά μετά από άγρια μάχη σκοτώνεται κι αυτός, έχοντας πριν πληγώσει ελαφρά τον Ρινάλδο. Η Αρμίδα τότε, φοβούμενη πως θα πιαστεί αιχμάλωτη σαν την Κλεοπάτρα μετά τη ναυμαχία του Ακτίου, προσπαθεί να διαφύγει. Ο Ρινάλδος, που της είχε υποσχεθεί πως θα την προστατεύει, την ακολουθεί. Η Αρμίδα φτάνοντας σε μια κοιλάδα σκέφτεται να αυτοκτονήσει. Πριν όμως προλάβει να το κάνει, ο Ρινάλδος την προφταίνει και της πιάνει το χέρι. Αυτή γυρνά και μόλις τον βλέπει βγάζει μια κραυγή και πέφτει κάτω. Ο Ρινάλδος τη σηκώνει, την παίρνει αγκαλιά και κλαίει. Η Αρμίδα ανοιγοκλείνει τα μάτια της τρεις φορές. Στο τέλος αναλύεται σε δάκρυα, κατηγορώντας τον Ρινάλδο πώς δεν την άφησε να πεθάνει γιατί ήθελε να στολίσει με αυτήν τον θρίαμβό του. Ο Ρινάλδος την παρηγορεί και της υπόσχεται ότι θα την ανεβάσει στον θρόνο των προγόνων της και μια μεγάλη ευτυχία αν απαρνηθεί τον παγανισμό. Η Αρμίδα με τα λόγια αυτά υποκύπτει στον Ρινάλδο, λέγοντάς του ότι θα τον ακολουθεί πιστά εφεξής σε ό,τι νεύμα και αν της κάνει.
Στο μεταξύ ο Εμιρένος βλέποντας ότι η μάχη έχει χαθεί, επιθυμεί έναν ένδοξο θάνατο. Μάχεται εναντίον του Γοδεφρείδου και τον πληγώνει ελαφρά στο χέρι, αλλά μετά ο στρατάρχης της Σταυροφορίας του καταφέρνει τέτοιο δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο που τον πετά χάμω. Στη συνέχεια τον αποτελειώνει βυθίζοντας το σπαθί στην κοιλιά του. Ο Γοδεφρείδος καταδιώκει έπειτα τους έχθρούς που έχουν τραπεί σε φυγή. Βλέποντας τον Αλταμόρο, τον βασιλιά της Σαμαρκάνδης, να μάχεται με ένα πλήθος σταυροφόρων, τους λέει να σταματήσουν και ζητά από τον Αλταμόρο να παραδοθεί. Ο Αλταμόρος του υπόσχεται πλούσια δώρα για λύτρα και ο Γοδεφρείδος του απαντά ότι ήρθε στην Ασία για να πολεμήσει για την πίστη κι όχι για να κάνει τον έμπορο ή τον τραπεζίτη. Έπειτα συνεχίζει να καταδιώκει τους εχθρούς μέχρι να καταστρέψει τελείως το βαρβαρικό στρατόπεδο που πνίγεται στο αίμα του εχθρού. Ο Γοδεφρείδος τώρα γυρνά τώρα στην απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ και δίχως να βγάλει τα ματωμένα ρούχα του μπαίνει επικεφαλής των πολεμιστών του στον Ναό της Αναστάσεως, κρεμά το σπαθί του και προσκυνεί στον Πανάγιο Τάφο, εκπληρώνοντας το τάμα του.
Ο Τάσσο ήθελε να συγγράψει το έργο που τον δόξασε από πολύ μικρός. Ήδη σε ηλικία είκοσι ετών (ηλικία που είχε γράψει επίσης τον Ρινάλδο) είχε έτοιμο το πρώτο άσμα του έπους για τον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν, αρχηγό της Α' Σταυροφορίας. Το έργο του το τελείωσε τριάντα ενός ετών, το 1575, όντας στην Αυλή της Φερράρας. Αντί να το δημοσιεύσει αμέσως, προτίμησε να το υποβάλει στην κριτική φίλων του λογοτεχνών και οι αντισυγκρουόμενες γνώμες τους (άλλος είχε ένσταση για την πλοκή, άλλος για τον τίτλο, άλλος το ήθελε πιο κλασικό, άλλος πιο ρομαντικό, άλλος με πιο πολλλές αισθηματικές σκηνές, άλλος με λιγότερες ή και καθόλου, άλλος ότι έπρεπε να υποβληθεί στην Ιερά Εξέταση για έγκριση) του δημιούργησαν την ανάγκη να θέλει το υπερασπιστεί και για τον λόγο αυτό η έκδοση του ποιήματος καθυστέρησε πολύ. Στο μεταξύ η πνευματική υγεία του ποιητή στο περιβάλλον της Αυλής της Φερράρας χειροτέρεψε κατά τα επόμενα χρόνια και ο ευαίσθητος και ευέξαπτος χαρακτήρας του τον έκαναν εύκολο στόχο αυτών που ήθελαν να τον συκοφαντήσουν. Έφτασε σε σημείο να φαντασιώνεται ότι όλοι οι υπηρέτες της Αυλής ήθελαν το κακό του ή ότι η Ιερά Εξέταση, στην οποία είχε υποβάλει το έργο του, τον είχε καταδικάσει (πράγμα που δεν ήταν αληθές). Το καλοκαίρι του 1577, παρουσία της Λουκρητίας των Έστε, αδερφής του δούκα Αλφόνσου, επιτέθηκε με μαχαίρι κατά ενός υπηρέτη που νόμιζε ότι ήθελε να τον δηλητηριάσει, με αποτέλεσμα να συλληφθεί, αν και μετά αφέθηκε ελεύθερος. Παρά τις φροντίδες του δούκα της Φερράρας, προτίμησε να φύγει από την Αυλή και άρχισε γι' αυτόν μια περίοδος περιπλανήσεων από πόλη σε πόλη, μέχρι ότου επέστρεψε ξανά στην Αυλή του δούκα, για να δημιουργήσει καινούργια επεισόδια με τη συμπεριφορά του και να αναγκαστεί ο δούκας να τον περιορίσει στπ φρενοκομείο της Αγίας Άννης τον Μάρτιο του 1579, όπου έμεινε μέχρι τον Ιούλιο του 1586. Το 1580 έμαθε ότι τμήμα της Ελευθερωμένης Ιερουσαλήμ είχε εκδοθεί χωρίς τη δική του έγκριση. Τον επόμενο χρόνο (1587) το έργο δημοσιεύτηκε ολόκληρο και μέσα σε έξι μήνες είχε κάνει επτά εκδόσεις, χωρίς να συμμετέχει ο Τάσσο σε καμία από αυτές και χωρίς να κερδίσει καμία υλική απολαβή. Τα επόμενα έτη απάντησε εγγράφως σε κάποιους σκωπτικούς επικριτές του ποιήματός του από τη Φλωρεντινή Ακαδημία. Από το 1586 είχε αρχίσει να αναθεωρεί το έργο του αφαιρώντας τις αισθηματικές σκηνές, οι οποίες του έδιναν τη χάρη και την πρωτοτυπία του. Το 1592, αφού είχε πια βγει από το άσυλο, δημοσίευσε το αναθεωρημένο κείμενο, την Κατακτημένη Ιερουσαλήμ, η οποία δικαίως γνώρισε τη λήθη, χάριν του κατά πολύ ανώτερου πρωτοτύπου.[2]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.