Έλληνας ανώτατος αξιωματικός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αναστάσιος Παπούλας (Μεσολόγγι, 1857 - Αθήνα, 24 Απριλίου 1935) ήταν Έλληνας αξιωματικός του στρατού που διετέλεσε αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία την περίοδο 1920 - 1922.
Αναστάσιος Παπούλας | |
---|---|
Ο Παπούλας την περίοδο που διοικούσε την στρατιά της Μικράς Ασίας | |
Γέννηση | 1857 Μεσολόγγι |
Θάνατος | 24 Απριλίου 1935 Αθήνα |
Ενταφιασμός | Α' Νεκροταφείο Αθηνών |
Χώρα | Ελλάδα |
Κλάδος | Ελληνικός Βασιλικός Στρατός |
Εν ενεργεία | 1878 - 1920 1920 - 1922 |
Βαθμός | Στρατηγός |
Διοικήσεις | Διοικητής Στρατιάς Μικράς Ασίας Διοικητής Ε΄ Σώματος Στρατού |
Μάχες/πόλεμοι | Ελληνοτουρκικός Πόλεμος (1897) Βαλκανικοί πόλεμοι Μικρασιατική Εκστρατεία |
Τιμές | Αριστείο Ανδρείας |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1857 και ήταν γιος του Σπυρίδωνος Παπούλα, αγωνιστή του 1821 στο Μεσολόγγι και, μετά την ανεξαρτησία, πλοιοκτήτη των μεγαλυτέρων της εποχής ελληνικών σκαφών "Αγαμέμνων" και "Εκτωρ".[1] Περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Μεσολόγγι και το 1878 κατατάχθηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό.[εκκρεμεί παραπομπή]
Καταταγείς ως εθελοντής το 1878,[2][1] έλαβε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 με το βαθμό του Υπολοχαγού ως διοικητής Λόχου στο στράτευμα Θεσσαλίας.[3] Στον Μακεδονικό αγώνα ήταν μεταξύ των αξιωματικών που συνέβαλαν στην διοργάνωση του και το Φεβρουάριο του 1904 με το βαθμό του λοχαγού Πεζικού, μαζί με τον ομόβαθμό του Αλέξανδρο Κοντούλη, τον υπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη και τον ανθυπολογαχό Παύλο Μελά, επισκέφθηκαν την υπό οθωμανική κυριαρχία Μακεδονία. Στο τέλος του Ιανουαρίου 1905, με το βαθμό του Λοχαγού διετέλεσε διευθυντής της τότε διοικητικής αστυνομίας Αθηνών—Πειραιώς.[4]
Κατά τη διάρκεια των γεγονότων της επανάστασης στο Γουδή ο Αναστάσιος Παπούλας τάχθηκε με την πλευρά της κυβέρνησης, αν και είχε μυηθεί στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο λίγους μήνες νωρίτερα. Λίγες ημέρες πριν το ξέσπασμα αυτής διορίστηκε προσωπάρχης του υπουργείου Στρατιωτικών και από τη θέση αυτή διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ κυβέρνησης και κινηματιών.[5] Την ημέρα του κινήματος ο Παπούλας μαζί με τον Σπυρίδωνα Μερκούρη στάλθηκαν ως εκπρόσωποι του πρωθυπουργού Ράλλη προκειμένου να διαπραγματευθούν με τους κινηματίες.[6] Συμμετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους ως συνταγματάρχης, διοικητής του 10ου Συντάγματος Πεζικού και έλαβε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις της 3ης Μεραρχίας σε Μακεδονία και Ήπειρο, ενώ πήρε μέρος και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[εκκρεμεί παραπομπή]
Με το βαθμό του Υποστρατήγου ο Παπούλας, διοίκησε το Ε΄ Σώμα Στρατού. Στο τέλος Δεκεμβρίου 1913 ανακλήθηκε στην Αθήνα ο Αντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής, τον οποίο αντικατέστησε ο Παπούλας, που ανέλαβε την ευθύνη του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας.[εκκρεμεί παραπομπή]
Έφτασε στην Κορυτσά στις 10 Φεβρουαρίου 1914 και είχε αποστολή να επιβλέψει την εκκένωση και την παράδοση της περιοχής σύμφωνα με τις διαταγές της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Ενημέρωσε στη Μητρόπολη όλα τα μέλη της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας της Κορυτσάς, ότι η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να αποχωρίσει και τους διαβεβαίωσε ότι είχαν εξασφαλιστεί η ζωή, η τιμή, η περιουσία, τα εκκλησιαστικά και σχολικά τους προνόμια. Η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας απαίτησε να έχει γραπτές τις διαβεβαιώσεις του και ο υποστράτηγος τους διαμήνυσε μέσω του αστυνομικού διευθυντή, ότι έπρεπε να διαλύσουν την επιτροπή και με έγγραφη απάντησή του στον Μητροπολίτη Γερμανό, διαβεβαίωνε ότι η ζωή, η περιουσία, η εθνική οντότητα και τα προνόμια του Πατριαρχείου ήταν εξασφαλισμένα, και στις 14 προς 15 Φεβρουαρίου 1914, αναχώρησε για το Αργυρόκαστρο.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το 1917 οργάνωσε, μετά την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου, τα κινήματα της Θήβας και της Πελοποννήσου. Για τον λόγο αυτό, όσο και για τη συμμετοχή του παλιότερα στη δημιουργία των ομάδων επιστράτων, καταδικάστηκε σε θάνατο. Τελικά δεν εκτελέστηκε έπειτα από προσωπική παρέμβαση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Έμεινε έγκλειστος στις φυλακές του Ιτζεδδίν έως τις εκλογές τον Νοέμβριο του 1920, οπότε και του ανατέθηκε από την αντιβενιζελική κυβέρνηση η αρχιστρατηγία[7] του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία.
Με το βαθμό του αντιστρατήγου ανέλαβε τη διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας τον Νοέμβριο του 1920. Ένα μήνα αργότερα, τον Δεκέμβριο για να διακριβώσει τις δυνατότητες του ελληνικού στρατού, αλλά και του τουρκικού, επιτέθηκε κατά των θέσεων αμύνης των Τούρκων, αποτυγχάνοντας και επιστρέφοντας άπρακτος στις θέσεις εξόρμησης.
Τον Μάρτιο του 1921 επιτέθηκε πάλι κατά των αμυντικών θέσεων του τουρκικού στρατού με σκοπό την κατάληψη των Εσκί Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ. Και πάλι η κακοσχεδιασμένη επίθεση απέτυχε πανυγηρικά με ασυνήθιστα μεγάλες απώλειες για τον ελληνικό στρατό, δίνοντας μεγάλα διπλωματικά οφέλη στην κεμαλική κυβέρνηση της Άγκυρας.
Τον Ιούνιο του ίδιου έτους μετά από συστηματική προπαρασκευή, ενίσχυση των μονάδων εκστρατείας με νέες κλάσεις στρατολογημένων και αναδιάταξη των μονάδων, η Στρατιά εφόρμησε προς ανατολάς για την κατάληψη της Κιουτάχειας και στη συνέχεια των Εσκί Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ, αλλά και για τη συντριβή του κεμαλικού στρατού. Ο ΕΣ κατέλαβε την Κιουτάχεια και μετά τη Μάχη του Εσκί Σεχίρ κατέλαβε την πόλη αυτή και νοτιότερα το Αφιόν Καραχισάρ, αλλά απέτυχε να συντρίψει τον τουρκικό στρατό ο οποίος υποχώρησε αλώβητος και εγκαταστάθηκε αμυντικά ανατολικά του Σαγγαρίου ποταμού μπροστά από την Άγκυρα, έδρα των Κεμαλιστών.[εκκρεμεί παραπομπή]
Με αυτή την εξέλιξη των επιχειρήσεων στο ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού προέβαλε επιτακτικά η κατάληψη της Άγκυρας, ώστε να εξαρθρωθεί η κεμαλική αντίσταση και να αποκτήσει η Ελλάδα ένα αδιαμφισβήτητο διπλωματικό πλεονέκτημα για την υπέρ της διευθέτηση του μικρασιατικού ζητήματος. Στο Πολεμικό Συμβούλιο της Κιουτάχειας στις 15 Ιουλίου 1921 που έλαβαν μέρος ανώτατα στρατιωτικά και κυβερνητικά στελέχη υπό την προεδρία του βασιλιά Κωνσταντίνου, διατύπωσε επιφυλάξεις για την εισήγηση της κυβέρνησης Γούναρη και του βασιλιά Κωνσταντίνου για την περαιτέρω προέλαση του ελληνικού στρατού προς Άγκυρα[4], αλλά τελικά συντάχθηκε υπέρ της εκστρατείας και η απόφαση ήταν ομόφωνη. Σύμφωνα με κάποιες πηγές παραιτήθηκε[8], αλλά, σύμφωνα με τα αρχεία του Γενικού Επιτελείου, η Στρατιά Μικράς Ασίας της οποίας ήταν Αρχιστράτηγος, είχε εισηγηθεί την προέλαση αυτή στην κυβέρνηση και τον Φεβρουάριο του 1921[9] και στο Πολεμικό Συμβούλιο της Κιουτάχειας η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα[10]. Στη συνέχεια ηγήθηκε της εκστρατείας Σαγγαρίου - Αγκύρας, η αποτυχία της οποίας αποτέλεσε σημαντική καμπή για την πορεία του πολέμου.
Τον Μάιο του 1922 τελικά αντικαταστάθηκε στην αρχιστρατηγία από τον Γεώργιο Χατζανέστη και αποστρατεύθηκε. Οι συζητήσεις για την αντικατάστασή του ή την παραμονή στην ηγεσία είχαν ξεκινήσει από τις αρχές Μαΐου καθώς την 15η Μαΐου θα έπρεπε να αποχωρήσει από το στράτευμα λόγω κατάληψης του ορίου ηλικίας. Η κυβέρνηση ήταν αρχικά θετική για την παραμονή του, όμως λόγω διαφωνίας που προέκυψε μεταξύ Στεργιάδη και Παπούλα για την τακτική στη Μικρά Ασία, ο τελευταίος υπέβαλε παραίτηση.[11]. Σύμφωνα με την Διεύθυνση Ιστορίας του Ελληνικού Στρατού παραιτήθηκε στις 8 Μαΐου 1922 διότι είχε την γνώμη πως έπρεπε η κυβέρνηση να δώσει μεγαλύτερη σημασία στις προτάσεις Μικρασιατικών Οργανώσεων και Αμυνιτών Αξιωματικών, που ζητούσαν ανεξάρτητο Μικρασιατικό Κράτος με κυβερνήτη αυτόν τον ίδιο.[12] Η κυβέρνηση έκανε δεκτή την παραίτηση του και τον αποστράτευσε με κύρια αιτιολογία την κατάληψη του ορίου ηλικίας του και ενώ πριν είχε δημοσιεύσει στο ΦΕΚ την αντικατάστασή του από τον Χατζανέστη, γεγονός που εξόργισε τον Παπούλα.[13]
Μετά την ήττα στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922, το ξέσπασμα της επαναστάσεως και τον ερχομό του στρατού στην Αθήνα ανέλαβε την εκπροσώπηση της κυβέρνησης στις συνομιλίες με την επαναστατική επιτροπή που έδρευε στο Λαύριο.[13] Υπήρξε δε και ένας από τους επικρατέστερους[13] για να αναλάβει τον πρωθυπουργικό θώκο από την επαναστατική επιτροπή, ιδέα που τελικώς απορρίφθηκε. Τελικά ανέλαβε γενικός διοικητής Θράκης, θέση από την οποία παραιτήθηκε μερικές μέρες αργότερα.[14]
Κατά τη Δίκη των έξι, αν και ο ίδιος πριν την διαφωνία με τον βασιλιά Κωνσταντίνο σχετικά με την προέλαση, ανήκε στη φιλοβασιλική παράταξη[15] το Νοέμβριο του 1922, κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του Γεωργίου Χατζηανέστη παρ' όλο που υπήρχε κίνδυνος να παραπεμφθεί και ο ίδιος σε δίκη.[7] Υποστηρίχθηκε ότι πολλές ευθύνες που του αναλογούσαν τις επέρριψε στο διάδοχό του.[13]
Τελικά προσχώρησε στη βενιζελική παράταξη και αργότερα έγινε υποστηρικτής της αβασίλευτης δημοκρατίας.[16] Το 1935 συνελήφθη για τη συμμετοχή του στο αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 των Πλαστήρα-Βενιζέλου, καταδικάστηκε σε θάνατο και τελικά εκτελέστηκε, παρόλο που είχε δοθεί χάρη, δια τουφεκισμού ξημερώματα της Μεγάλης Τετάρτης 24 Απριλίου του 1935 μαζί με τον αντιστράτηγο Μιλτιάδη Κοιμήση, όχι αναγκαστικά ως οι περισσότερο υπεύθυνοι.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η εκτέλεσή του θεωρήθηκε ως εκδίκηση των αντιβενιζελικών στις εκτελέσεις των έξι το 1922.[7]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.