Remove ads
Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας (1828–1906) From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Χένρικ Ίψεν (Henrik Ibsen, 20 Μαρτίου 1828 - 23 Μαΐου 1906) ήταν Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης. Ως ένας από τους ιδρυτές του μοντερνισμού στο θέατρο, ο Ιψεν αναφέρεται συχνά ως ο πατέρας του ρεαλισμού και ένας από τους πιο επιδραστικούς θεατρικούς συγγραφείς της εποχής του.[116][117]. Σημαντικά του έργα του είναι μεταξύ άλλων τα Πέερ Γκυντ, , Το κουκλόσπιτο, Έντα Γκάμπλερ, Βρυκόλακες, Η αγριόπαπια και Αρχιμάστορας Σόλνες. Είναι ο πιο πολυπαιγμένος θεατρικός συγγραφέας στον κόσμο μετά το Σαίξπηρ ,[118][119] και Το κουκλόσπιτο ήταν το πιο πολυπαιγμένο έργο στον κόσμο το 2006.[120]
Το πρώτο ποιητικό και θεατρικό έργο του Ιψεν, Πέερ Γκυντ, έχει έντονα σουρρεαλιστικά στοιχεία.[121] Μετά από αυτό ο Ιψεν εγκατέλειψε το στίχο και έγραφε σε ρεαλιστική πρόζα. Αρκετά από τα μεταγενέστερα θεατρικά του έργα θεωρήθηκαν σκανδαλώδη από πολλούς της εποχής του, όταν αναμενόταν το ευρωπαϊκό θέατρο να δίνει πρότυπα αυστηρά ηθικής οικογενειακής ζωής και ευπρέπειας. Στα επόμενα έργα του ο Ιψεν εξέτασε τις πραγματικότητες, που κρύβονταν κάτω από την επιφάνεια, αποκαλύπτοντας πολλά που ήταν ενοχλητικά σε αρκετούς από τους συγχρόνους του. Είχε μια κριτική ματιά και διερευνούσε ελεύθερα τις συνθήκες της ζωής και τα ζητήματα ηθικής. Σύμφωνα με εκτιμήσεις πολλών κριτικών Η αγριόπαπια και το ''Ρόσμερσχολμ συναγωνίζονται για την πρώτη θέση μεταξύ των έργων του.[122]. Ο ίδιος ο Ιψεν θεωρούσε ως αριστούργημά του το Ο Αυτοκράτορας και ο Γαλιλαίος.[123]
Ο Ιψεν κατατάσσεται συχνά μεταξύ των πιο διακεκριμένων θεατρικών συγγραφέων της ευρωπαϊκής παράδοσης.[124] Θεωρείται ευρέως ως ο μεγαλύτερος θεατρικός συγγραφέας του 19ου αιώνα.[124][125] Επηρέασε άλλους θεατρικούς συγγραφείς και μυθιστοριογράφους, όπως οι Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, Όσκαρ Γουάιλντ, Άρθουρ Μίλερ, Τζέιμς Τζόυς, Ευγένιος Ο' Νηλ και Μίροσλαβ Κρλέζα. Προτάθηκε για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1902, το 1903 και το 1904.[126]
Ο Ιψεν έγραψε τα έργα του στα Δανική γλώσσα (την κοινή γραπτή γλώσσα Δανίας και Νορβηγίας κατά τη διάρκεια της ζωής του) [127] και αυτά εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Gyldendal της Δανίας. Αν και τα περισσότερα έργα του τοποθετούνται στη Νορβηγία - συχνά στο Σίεν, την πόλη-λιμάνι όπου μεγάλωσε - ο Ιψεν έζησε 27 χρόνια στην Ιταλία και τη Γερμανία και σπάνια επισκέφτηκε τη Νορβηγία κατά τα πιο παραγωγικά του χρόνια. Γεννημένος στην οικογένεια Πάους-Ιψεν, εμπόρων της ανώτερης μεσαίας τάξης, διαμόρφωσε τα έργα του σύμφωνα με το οικογενειακό του περιβάλλον και συχνά χαρακτήρες με πρότυπο μέλη της οικογένειάς του. Ηταν πατέρας του πρωθυπουργού (1903-1905) Σίγκουρντ Ιψεν. Τα έργα του Ιψεν είχαν έντονη επιρροή στο σύγχρονο πολιτισμό.
Ο Χένρικ Ίψεν γεννήθηκε σε μια εύπορη εμπορική οικογένεια στην πλούσια πόλη-λιμάνι Σίεν του Μπράτσμπεργκ (Τέλεμαρκ). Γονείς του ήταν ο Κνουντ Ιψεν (1797-1877) και η Μάριχεν Αλτενμπουργκ (1799-1869). “Οι γονείς μου και από τις δύο πλευρές ήταν μέλη των πιο αξιοσέβαστων οικογενειών του Σίεν” γράφει ο ίδιος σε ένα γράμμα του προς τον κριτικό Γκέοργκ Μπράντες το 1882, εξηγώντας ότι είχε στενή συγγένεια με "σχεδόν όλες τις εύπορες οικογένειες που δέσποζαν τότε στην πόλη και τα περίχωρά της".[128][129]
Η μητέρα της Mάριχεν και ο πατριός του Κνουτ ήταν αδέλφια και οι γονείς του Χένρικ είχαν μεγαλώσει μαζί και πρακτικά ανατραφεί σαν αδέλφια.[130] Ο πατέρας τού Κνουτ Ιψεν, ο καπετάνιος Χένρικ Ιψεν, πνίγηκε στη θάλασσα όταν ο Κνουτ ήταν νεογένητος και η μητέρα του παντρεύτηκε τον καπετάνιο Ολε Πάους τον επόμενο χρόνο. Ο Ολε Πάους ήταν αδελφός της μητέρας της Μάριχεν Χέντέβιγκ Πάους, ήταν συνεπώς θείος από μητέρα της συζύγου του. Οι οικογένειές τους είχαν επίσης πολύ στενές σχέσεις : Ο μεγαλύτερος γιος του Ολε και ετεροθαλής αδελφός του Κνουτ Χένρικ Γιόχαν Πάους ανατράφηκεβστο σπίτι της Χέντεβιγκ μαζί με την εξαδέλφη του Μάριχεν και τα παιδιά των αδελφών του Πάους, περιλαμβανομένων του Κνουτ και της Μάριχεν, πέρασαν τα περισσότερα παιδικά τους χρόνια μαζί. Η Μάριχεν Αλτενμπουργκ θεωρείτο καλή νύφη, ήταν κόρη ενός από τους πλουσιότερους εμπόρους του Σίεν. Ο πατέρας του Χένρικ προέρχονταν από μια μακριά γραμμή καπετάνιων, αλλά ο ίδιος αποφάσισε να γίνει έμπορος. Ο γάμος του με τη Μάριχεν ήταν ένα “υπέροχο οικογενειακό προξενιό”. Παλαιότεροι μελετητές του έχουν υποστηρίξει ότι ο Χένρικ Ιψεν γοητεύτηκε από τον "παράξενο, σχεδόν αιμομικτικό γάμο" των γονιών του και ασχολήθηκε με το θέμα των αιμομικτικών σχέσεων σε αρκετά έργα, ιδιαίτερα στο αριστούργημά του Ρόσμερσχολμ. Αφ' ετέρου ο Γέργκεν Χάαβε επισημαίνει ότι η στενή συγγένεια των γονέων του δεν ήταν τόσο ασυνήθιστη μεταξύ της ελίτ του Σίεν.[131]
Όταν ο Ίψεν ήταν επτά ετών η τύχη του πατέρα του άλλαξε προς το χειρότερο και η οικογένεια αναγκάστηκε να πουλήσει το αρχοντικό της Αλτενμπουργκ στο κέντρο του Σίεν και να μετακομίσει μόνιμα στο μεγσλο εξοχικό της σπίτι στο Βένστεπ, έξω από την πόλη. Ηταν ακόμη σχετικά εύποροι, είχαν υπηρέτες και συναναστρέφονταν άλλα μέλη της ελίτ του Σίεν. Οι πιο κοντινοί γείτονές του στο Νότιο Βένστεπ ήταν ο πρώην ιδιοκτήτης και δήμαρχος Ούλριχ Φέντερικ Κούντριο και η οικογένειά του, που είχαν επίσης αναγκαστεί να πουλήσουν το αρχοντικό τους. Η αδελφή του Χένρικ Χέντβιγκ έγραψε για μητέρα τους: "Ηταν μισ ήσυχη, αξιαγάπητη γυναίκα, η ψυχή του σπιτιού της, τα πάντα για τον άντρα και τα παιδιά της, θυσιάστηκε ξανά και ξανά, χωρίς πικρία ή παράπονο." Το 1843, όταν ο Χένρικ έφυγε από το σπίτι, η οικογένεια Ίψεν τελικά μετακόμισε σε ένα σπίτι στην πόλη Σνίπετορπ, που ανήκε στον ετεροθαλή αδελφό του Κνουτ, τον πλούσιο τραπεζίτη και πλοιοκτήτη Κρίστοφερ Μπλομ Πάους.
Η παλιότερη ιστοριογραφία του Ιψεν έχει υποστηρίξει ότι η χρεοκοπία και η ταξική πτώση της οικογένειας έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο μετέπειτα έργο του Ίψεν. Ο Χάαβε επισημαίνει ότι τα οικονομικά προβλήματα του πατέρα του τη δεκαετία του 1830 ήταν κυρίως αποτέλεσμα των δύσκολων καιρών και κάτι κοινό της οικογένειας Ιψεν με πολλές άλλες της αστικής τάξης. Ο Χάαβε υποστηρίζει ακόμη ότι ο Χένρικ Ιψεν είχε μια σχετικά ευτυχισμένη και ήρεμη παιδική ηλικία. Πολλοί μελετητές του Ιψεν έχουν συγκρίνει χαρακτήρες και θέματα στα έργα του με την οικογένεια και την ανατροφή του. Τα έργα του συχνά ασχολούνται με θέματα οικονομικών δυσκολιών, καθώς και με ηθικές συγκρούσεις τους που έχουν τις ρίζες τους σε σκοτεινά μυστικά κρυμμένα από την κοινωνία.
Ο ίδιος ο Ιψεν επιβεβάιωσε ότι τόσο είχε ως πρότυπο, όσο και ονόμασε χαρακτήρες στα έργα του, από την ίδια του την οικογένεια. Κεντρικό θέμα στα έργα του είναι η παρουσίαση γυναικών που υποφέρουν, απηχώντας τη μητέρα του Μάριχεν Αλτενμπουργκ σύμφωνα με τον Τέμπλετον που υποστηρίζει ότι η συμπάθειά του προς τις γυναίκες βρήκε τελικά χαρακτηριστική έκφραση στην απεικόνισή τους σε έργα όπως Το κουκλόσπιτο και Ρόσμερσχολμ.
Στα δεκαπέντε ο Ίψεν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο. Μετακόμισε στην μικρή πόλη Γκρίμσταντ για να γίνει βοηθός φαρμακοποιού. Προκειμένου να ξεφύγει από την ανιαρή ζωή του Γκρίμσταντ αρχίζει να διαβάζει και να γράφει θεατρικά έργα. Το 1846, όταν ο Χένρικ ήταν 18 χρονών, απόκτησε ένα νόθο παιδί με μια υπηρέτρια, που αργότερα το αναγνώρισε χωρίς όμως ποτέ να το γνωρίσει. Η ιστορία του νόθου γιου του πιθανολογείται πως ήταν και η αιτία που διέκοψε κάθε σχέση με την οικογένεια του. Ο Χένρικ Ίψεν δεν συνάντησε ποτέ ξανά τον πατέρα του, ενώ είδε την μητέρα του μόνο μια φορά ξανά πριν πεθάνει. Διατηρούσε αλληλογραφία μόνο με μία από τις αδελφές του.
Το 1850 ο Ίψεν μετακόμισε στην Χριστιανία (που αργότερα μετονομάστηκε σε Όσλο) με σκοπό να μπει στο πανεπιστήμιο. Σύντομα εγκατέλειψε αυτό το σχέδιο, όταν κόπηκε στις εισαγωγικές εξετάσεις, αποτυγχάνοντας στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών, προτιμώντας να αφοσιωθεί στο γράψιμο, ερχόμενος και σε επαφή με το μικρό λογοτεχνικό κύκλο της Νορβηγίας της εποχής. Το πρώτο του θεατρικό έργο, η τραγωδία Κατιλίνας (1850), δημοσιεύθηκε με το ψευδώνυμο "Brynjolf Bjarme" όταν ήταν μόλις 22 ετών, αλλά δεν ανέβηκε στο θέατρο. Το πρώτο του έργο που ανέβηκε, Ο Ταφικός Τύμβος, είχε μικρή απήχηση. Ωστόσο ο Ιψεν ήταν σποφασισμένος να γίνει θεατρικός συγγραφέας, αν και τα πολλά έργα που έγραψε τα επόμενα χρόνια δεν γνώρισαν επιτυχία.[132] Η κύρια έμπνευση του Ιψεν κατά την πρώιμη περίοδό του, μέχρι τον Πέερ Γκυντ, φαίνεται να ήταν ο Νορβηγός συγγραφέας Χένρικ Βέργκελαντ και οι Νορβηγικές Λαϊκές Ιστορίες (Norske folkeeventyr) -συλλογή των Πέτερ Κτίστεν Ασμπγερνσεν και Γέργκεν Μόε. Στα νεανικά χρόνια του Ιψεν ο Βέργκελαντ ήταν ο πιο διάσημος και μακράν ο πιο αναγνώσιμος Νορβηγός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
Σύντομα μετακομίζει στο Μπέργκεν όπου περνά τα επόμενα χρόνια δουλεύοντας στο Det norske Theater, όπου είχε αυξημένες αρμοδιότητες και συμμετείχε στην παραγωγή 145 έργων ως συγγραφέας, σκηνοθέτης, δραματολόγος και παραγωγός. Την περίοδο συτή δεσμευόταν από το θέατρο βάσει συμβολαίου να γράφει ένα έργο το χρόνο για να ανεβαίνει στο συγκεκριμένο θέατρο και εξέδωσε πέντε μάλλον ασήμσντα έργα. Παρά την αποτυχία του να πετύχει σαν θεατρικός συγγραφέας απέκτησε μεγάλη εμπειρία στο Νορβηγικό Θέατρο, εμπειρία που αποδείχτηκε πολύτιμη όταν συνέχισε να γράφει.
Το 1858 επέστρεψε στην Χριστιανία για να γίνει καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου της, ενώ ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική. Στις 18 Ιουνίου 1858 παντρεύτηκε τη Σουζάνα Τόρεσεν, που γέννησε το μοναδικό τους παιδί Σίγκουρντ στις 23 Δεκεμβρίου 1859. Η σύζυγός του θα τον στηρίξει συναισθηματικά και θα τον ενισχύσει στη σταδιοδρομία του, πείθοντάς τον να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη θεατρική τέχνη. Το ζευγάρι έζησε υπό δύσκολες οικονομικές καταστάσεις και σταδιακά ο Ίψεν απογοητεύθηκε πολύ από τη ζωή στη Νορβηγία. Το 1864 εγκατέλειψε τη Χριστιανία και πήγε στο Σορρέντο της Ιταλίας, αυτοεξοριζόμενος. Αρχικά έφυγε για ένα χρόνο, αλλά, εργαζόμενος κυρίως στη Νότιο Ιταλία και τη Γερμανία, τελικά γύρισε στην πστρίδα του μετά από 27 χρόνια, ως δισκεκριμένος αλλά και αμφιλεγόμενος θεατρικός συγγραφέας.
Το επόμενο έργο του, Μπραντ (1865), του απέφερε την αποδοχή της κριτικής που επιζητούσε, μαζί με κάποια οικονομική επιτυχία, όπως και το επόμενο έργο του, Πέερ Γκυντ (1867), για το οποίο ο Έντβαρντ Γκρηγκ συνέθεσε μουσική και τραγούδια. Παρόλο που ο Ιψεν διάβασε αποσπάσμστα του Δανού φιλόσοφου Σαίρεν Κίρκεγκωρ και ίχνη της επιρροής του τελευταίου είναι εμφανή στο Μπραντ αν και μόνο μετά το έργο αυτό ο Ιψεν πήρε στα σοβαρά τον Κίρκεγκωρ. Αν και αρχικά ενοχλημένος με το φίλο του Γκέοργκ Μπράντες, που σύγκρινε τον Μπραντ με τον Κίρκεγκωρ, ο Ιψεν διάβασε τα έργα του τελευταίου Είτε-είτε και Φόβος και Τρόμος. Το επόμενο έργο Ιψεν Πέερ Γκυντ είναι συνειδητά επηρεασμένο από τον Κίρκεγκωρ.[133][134]
Με την επιτυχία απέκτησε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και άρχισε να εισάγει όλο και περισσότερες από τις δικές του πεποιθήσεις και κρίσεις στο θέατρο, εξερευνώντας αυτό που ονόμαζε "δράμα ιδεών". Η επόμενη σειρά έργων του θεωρείται συχνά η Χρυσή Εποχή του, η είσοδος στο απόγειο της ισχύος και της επιρροής του, καθιστάμενος το κέντρο της θεατρικής αντιπαράθεσης σε όλη την Ευρώπη.
Ο Ιψεν το 1868 μετακόμισε από την Ιταλία στη Δρέσδη (Γερμανία), όπου πέρασε χρόνια γράφοντας εκείνο που θεωρούσε ως κύριο έργο του, το Αυτοκράτορας και Γαλιλαίος, που δραματοποιούσε τη ζωή και την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ιουλιανού του Αποστάτη. Αν και πάντα ο ίδιος ο Ιψεν θεωρούσε αυτό ως τον ακρογωνιαίο λίθο όλου του έργου του, πολύ λίγοι συμμερίζονταν την άποψή του και τα επόμενα έργα του γνώρισαν πολύ μεγαλύτερη αναγνώριση. Ο Ιψεν μετακόμισε στο Μόναχο το 1875 και άρχισε να δουλεύει το πρώτο του ρεαλιστικό έργο της εποχής του Τα στηρίγματα της κοινωνίας, που πρωτοεκδόθηκε και ανέβηκε το 1877.[135] Ακολούθησε Το κουκλόσπιτο το 1879. Αυτό το έργο αποτελεί μια οξεία κριτική των συζυγικών ρόλων που γίνονταν αποδεκτοί από άνδρες και γυναίκες και χαρακτήριζαν την κοινωνία του Ιψεν.
Ο Ιψεν ήταν ήδη πενήντα χρονών όταν εκδόθηκε Το κουκλόσπιτο. Ο ίδιος είδε τα επόμενα έργα του ως μια ακολουθία. Στο τέλος της καριέρας του τα περιέγραψε ως "εκείνη τη σειρά που άρχισε με το Το κουκλόσπιτο και τώρα συμπληρώνεται με το Οταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί.[136] Επίσης η υποδοχή του Κουκλόσπιτου έφερε στον Ιψεν τη διεθνή αναγνώριση.
Ακολούθησαν Οι Βρυκόλακες το 1881, ένα ακόμη δηκτικό σχόλιο για την ηθική της κοινωνίας του Ιψεν, στο οποίο μια χήρα αποκαλύπτει στον πάστορά της ότι είχε αποκρύψει τα κακά του γάμου της καθ' όλη τη διάρκειά του. Ο πάστορας την είχε συμβουλεύσει να παντρευτεί τον αρραβωνιαστικό της παρά τις εξωσυζυγικές του σχέσεις και το έκανε με την πεποίθηση ότι η αγάπη της θα τον μεταμόρφωνε. Όμως αυτός τις συνέχισε μέχρι το θάνατό του και η φαυλότητά του μεταδόθηκε στο γιο τους με τη μορφή της σύφιλης. Η αναφορά και μόνο αφροδίσιας νόσου ήταν σκανδαλώδης, αλλά ιδίως το να δείξει πώς θα μπορούσε να δηλητηριάσει μια αξιοσέβαστη οικογένεια θεωρήθηκε απαράδεκτο.[137]
Στον Εχθρό του λαού (1882) ο Ίψεν πήγε ακόμη πιο μακριά. Στα μέχρι τότε έργα του τα επίμαχα ζητήματα ήταν σημαντικά και ακόμη κεντρικά συστατικά της δράσης, αλλά στη μικρή κλίμακα μεμονωμένων νοικοκυριών. Στον Εχθρό του λαού η διαμάχη ήταν το κύριο επίκεντρο και ανταγωνιστής ήταν ολόκληρη η κοινότητα. Ένα πρωταρχικό μήνυμα του έργου είναι ότι το άτομο, που αντιστέκεται μόνο του, είναι πιο συχνά «σωστό» και όχι η μάζα των ανθρώπων, που απεικονίζονται ως αδαής και σαν πρόβατα. Η πεποίθηση της κοινωνίας της εποχής ήταν ότι η κοινότητα ήταν ένας ευγενής θεσμός που μπορούσε κανείς να εμπιστευτεί, μια ιδέα που αμφισβήτησε ο Ιψεν. Στον Εχθρό του λαού ο Ίψεν στηλίτευσε όχι μόνο το συντηρητισμό της κοινωνίας αλλά και το φιλελευθερισμό της εποχής. Επεσήμανε πώς άνθρωποι και στις δύο πλευρές του κοινωνικού φάσματος μπορούσαν να είναι εξίσου συμφεροντολόγοι. Το έργο αυτό γράφτηκε ως απάντηση στους ανθρώπους που είχαν απορρίψει το προηγούμενο έργο του, τους Βρυκόλακες. Η πλοκή του έργου είναι μια προσχηματική ματιά στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντέδρασαν στην πλοκή των Βρυκολάκων. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας γιατρός σε ένα θέρετρο του οποίου το κύριο στοιχείο είναι τα δημόσια λουτρά. Ο γιατρός ανακαλύπτει ότι το νερό είναι μολυσμένο από το τοπικό βυρσοδεψείο. Αναμένει να χειροκροτηθεί που θα σώσει την πόλη από τον εφιάλτη της μόλυνσης των επισκεπτών, αλλά αντ 'αυτού κηρύσσεται «εχθρός του λαού» από τους ντόπιους, που συνασπίζονται εναντίον του και πετροβολούν τα παράθυρά του. Το έργο τελειώνει με τον πλήρη εξοστρακισμό του. Είναι προφανές στον αναγνώστη ότι η καταστροφή επέρχεται τόσο για την πόλη όσο και για το γιατρό.
Όπως ήδη περίμενε το ακροατήριο, το επόμενο έργο του Ίψεν επιτέθηκε και πάλι σε παγιωμένες πεποιθήσεις και απόψεις. αλλά αυτή τη φορά η επίθεσή του δεν ήταν ενάντια στα ήθη της κοινωνίας, αλλά ενάντια στους διακαείς μεταρρυθμιστές και τον ιδεαλισμό τους. Πάντα εικονοκλάστης, ο Ίψεν θεωρούσε τον εαυτό του ως αντικειμενικό παρατηρητή της κοινωνίας, «σαν ένα μοναχικό μαχητή στις προφυλακές».[138] Ο Ιψεν, ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε από τους συγχρόνους του, βασιζόταν σε άμεσες πηγές όπως εφημερίδες και αναφορές από δεύτερο χέρι για την επαφή του με την πνευματική σκέψη. Ισχυριζόταν ότι αγνοούσε τα βιβλία, αφήνοντάς τα στη γυναίκα και στο γιο του, αλλά, όπως περιέγραψε ο Γκέοργκ Μπράντες, «φάνηκε να βρισκόταν σε μια μυστηριώδη αντιστοιχία με τις ζυμώσεις και τις νεοφυείς ιδέες της εποχής.» [138]
Η αγριόπαπια (1884) θεωρείται από πολλούς το τελειότερο έργο του Ίψεν και είναι σίγουρα το πιο περίπλοκο. Αφηγείται την ιστορία του Γκρέγκερς Βέρλε, ενός νεαρού άνδρα που επιστρέφει στην πατρίδα του μετά από παρατεταμένη εξορία και ξαναβρίσκει τον παιδικό φίλο του Χγιάλμαρ Εκνταλ. Στην πορεία του έργου τα πολλά μυστικά που κρύβονται πίσω από το φαινομενικά χαρούμενο σπίτι του Εκνταλ αποκαλύπτονται στον Γκρέγκερς, που επιμένει να επιδιώξει την απόλυτη αλήθεια, ή τις «Κλήσεις του Ιδανικού». Ανάμεσα σε αυτές τις αλήθειες: ο πατέρας του Γκρέγκερς άφησε έγκυο την υπηρέτριά του Τζίνα και μετά την πάντρεψε με τον Χγιάλμαρ για να νομιμοποιήσει το παιδί. Ένας άλλος άνδρας είχε ατιμαστεί και φυλακιστεί για ένα έγκλημα που διέπραξε ο πρεσβύτερος Βέρλε. Επιπλέον ενώ ο Χγιάλμαρ περνά τις μέρες του δουλεύοντας σε μια εντελώς φανταστική «εφεύρεση», η σύζυγός του κερδίζει το εισόδημα του νοικοκυριού.
Ο Ίψεν επιδεικνύει αριστοτεχνική χρήση της ειρωνείας: παρά τη δογματική του επιμονή στην αλήθεια, ο Γκρέγκερς δεν λέει ποτέ αυτό που σκέφτεται, αλλά μόνο το υπαινίσσεται και δεν γίνεται ποτέ κατανοητό έως ότου το έργο φτάσει στο αποκορύφωμά του. Ο Γκρέγκερς σφυροκοπά τον Χγιάλμαρ με υπονοούμενα και κωδικοποιημένες φράσεις μέχρι να συνειδητοποιήσει την αλήθεια: η κόρη της Τζίνα, η Χέντβιγκ, δεν είναι δικό του παιδί. Τυφλωμένος από την επιμονή του Γκρέγκερς για την απόλυτη αλήθεια, απορρίπτει το παιδί. Βλέποντας τη ζημιά που υπέστη ο Γκρέγκερς αποφασίζει να διορθώσει τα πράγματα και προτείνει στη Χέντβιγκ να θυσιάσει την άγρια πάπια, το πληγωμένο κατοικίδιό της, για να αποδείξει την αγάπη της για τον Χγιάλμαρ. Η Χέντβιγκ, μόνη από τους χαρακτήρες, αναγνωρίζει ότι ο Γκρέγκερς μιλάει πάντα με κώδικες και αναζητώντας το βαθύτερο νόημα στην πρώτη σημαντική δήλωση που κάνει ο Γκρέγκερς χωρίς κάτι τέτοιο, σκοτώνει τον εαυτό της αντί για την πάπια για να αποδείξει την αγάπη της για αυτόν στην απόλυτη πράξη αυτοθυσίας. Μόνο πολύ αργά συνειδητοποιούν οι Χγιάλμαρ και Γκρέγκερς ότι η απόλυτη αλήθεια του «ιδανικού» είναι μερικές φορές πάρα πολύ μεγάλη για να την αντέξει η ανθρώπινη καρδιά.
Στη συνέχεια ο Ιψεν στράφηκε σε ένα πιο ενδοσκοπικό δράμα, που είχε πολύ λιγότερη σχέση με την καταγγελία των ηθικών αξιών της κοινωνίας και περισσότερο με τα προσωπικά προβλήματα. Σε επόμενα έργα, όπως η Εντα Γκάμπλερ (1890) και ο Αρχιμάστορας Σόλνες (1892), ο Ιψεν διερεύνησε ψυχολογικές συγκρούσεις, που ξεπερνούσαν μια απλή απόρριψη των τρεχουσών συμβάσεων. Πολλοί σύγχρονοι αναγνώστες, που θα μπορούσαν να θεωρήσουν τον αντιβικτωριανό διδακτισμό παρωχημένο, απλοϊκό και τετριμμένο, έχουν βρει αυτά τα τελευταία έργα πολύ ενδιαφέροντα για την οξεία αντικειμενική εξέταση της διαπροσωπικής αντιπαράθεσης. Η Εντα Γκάμπλερ και Το κουκλόσπιτο αναφέρονται συχνά ως τα πιο δημοφιλή και επιδραστικά έργα του Ιψεν,[139] με το ρόλο της Εντα του τίτλου να θεωρείται ένας από τους πιο απαιτητικούς και μεγάλους ρόλους για μια ηθοποιό, ακόμη και στη σημερινή εποχή.
Ο Ιψεν έχει ξαναγράψει εντελώς τους κανόνες του θεάτρου με ένα ρεαλισμό, που τον υιοθέτησε ο Τσέχωφ και άλλοι και που τον βλέπουμε στο θέατρο μέχρι σήμερα. Από τον Ιψεν και μετά οι προκλητικές υποθέσεις και η άμεση συζήτηση για τα προβλήματα έχουν θεωρηθεί , παράγοντες, που καθιστούν ένα θεατρικό έργο μάλλον τέχνη, παρά διασκέδαση. Τα έργα του έφτασαν στο αγγλόφωνο κοινό χάρι στις προσπάθειες των Γουίλιαμ Αρτσερ και Εντμουντ Γκός. Αυτά με τη σειρά του είχαν βαθειά επίδραση στο νεαρό Τζέιμς Τζόις, που τον τιμάει στο πρώιμο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του Στέφανος ο Ηρωας. Ο Ιψεν επέστρεψε στη Νορβηγία το 1891, αλλά από πολλές απόψεις δεν ήταν η Νορβηγία που είχε αφήσει. Πραγματικά ο ίδιος είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις αλλαγές, που είχαν συμβεί σε ολόκληρη την κοινωνία. Ο μοντερνισμός ήταν ανερχόμενος όχι μόνο στο θέατρο, αλλά σε όλη τη δημόσια ζωή.
Ο Ιψεν απέκρυβε σκόπιμα τις επιρροές του. Ωστόσο, ερωτηθείς αργότερα τι είχε διαβάσει όταν έγραψε τον Κατιλίνα, απάντησε ότι είχε διαβάσει μόνο το Δανό ρομαντικό τραγωδό Ανταμ Ελενσλέγκερ, τον εμπνευσμένο από τις σκανδιναβικές σάγκα και τον Λούντβιχ Χόλμπεργκ, το "Σκανδιναβό Μολιέρο".[140]
Ο Ίψεν, καταξιωμένος πλέον, μπόρεσε να ορθοποδήσει οικονομικά, αγοράζοντας ένα πολύ ακριβό σπίτι απέναντι από τα ανάκτορα του Όσλο, που σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο και δέχεται καθημερινά πολλούς επισκέπτες. Ο Ίψεν είχε μια αμφιλεγόμενη σχέση με τον πλούτο, κάτι που αποδεικνύεται και από τη διακόσμηση αυτού του σπιτιού, που διατηρείται στο ακέραιο έως σήμερα. Συνήθιζε επίσης να κάνει καθημερινούς περιπάτους, αλλά δεν επεδίωκε την επαφή με το κοινό (ήταν εσωστρεφής) και τον ενδιέφερε η μελέτη των ανθρωπίνων αντιδράσεων και συμπεριφορών. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις αλλά και συχνή αλληλογραφία με αρκετές νεαρές κοπέλες, χωρίς ποτέ να αποδειχθεί κάποιο ίχνος απιστίας του σε αυτές. Έπινε σχεδόν σε καθημερινή βάση τη μπύρα του στο γνωστό στέκι της πόλης του Όσλο "Grand Cafe", του πολυτελούς ξενοδοχείου "Grand Hotel". Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από σοβαρά προβλήματα υγείας, αφού είχε υποστεί αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια και ήταν πια ανήμπορος να δημιουργήσει.
Την εποχή που έγραφε ο Ιψεν η λογοτεχνία αναδυόταν ως μια τρομερή δύναμη στις κοινωνίες του 19ου αιώνα.[141] Ηταν ακόμη μια σχετικά νέα μορφή λαϊκής συζήτησης και ψυχαγωγίας. Με την τεράστια αύξηση του αλφαβητισμού προς το τέλος του αιώνα, οι ανατρεπτικές δυνατότητες της λογοτεχνίας αποτελούσαν τρομοκρατικό χτύπημα στην καρδιά του κατεστημένου. Τα έργα του Ιψεν, από Το κουκλόσπιτο και μετά, θορύβησαν όχι μόνο τη Νορβηγία αλλά όλη την Ευρώπη, ακόμη και πέρα από τον Ατλαντικό την Αμερική. Κανένας άλλος καλλιτέχνης, εκτός από το Ρίχαρντ Βάγκνερ, δεν είχε τέτοια απήχηση διεθνώς, εμπνέοντας βλάσφημη λατρεία και υστερική κατακραυγή.[142]
Μετά την έκδοση των Βρυκολάκων έγραψε: "ενώ μαινόταν η καταιγίδα έκανα πολλές μελέτες και παρατηρήσεις και δεν θα διστάσω να τις εκμεταλλευτώ στα μελλοντικά γραπτά μου".[143] Πράγματι το επόμενο έργο του Ο εχθρός του λαού θεωρήθηκε αρχικά από τους κριτικούς ότι ήταν η απάντησή του στη βίαιη κριτική που είχαν δεχθεί οι Βρυκόλακες. Ο Ιψεν ανέμενε την κριτική: όπως έγραψε στον εκδότη του : "Τα Φαντάσματα πιθανόν θα θορυβήσουν κάποιους κύκλους, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Αν δεν το έκαναν, δεν θα ήταν ανάγκη να το γράψω".[144]
Ο Ιψεν δεν διάβαζε μόνο τις κριτικές για τα έργα του, επικοινωνούσε συνεχώς με κριτικούς, εκδότες, σκηνοθέτες και εκδότες εφημερίδων για αυτά. Η εκτίμηση του έργου του, τόσο από κριτικούς όσο και από σκηνοθέτες, τον ενδιέφερε πολύ. Συχνά συμβούλευε σκηνοθέτες για το ποιός ή ποιά ηθοποιός ταίριαζε για ένα συγκεκριμένο ρόλο. [Τέτοιο παράδειγμα είναι μια επιστολή του προς το Χανς Σρόντερ το 1884 με λεπτομερείς οδηγίες για το ανέβασμα της Αγριόπαπιας].[145]]
Τα έργα του Ιψεν έφθασαν αρχικά σε πολύ ευρύτερο ακροατήριο μάλλον ως αναγνώσματα παρά ως παραστάσεις. Για παράδειγμα πέρασαν 20 χρόνια για να επιτρέψουν οι αρχές την παράσταση των Βρυκολάκων στη Νορβηγία. Κάθε νέο έργο που έγραφε ο Ιψεν από το 1879 και μετά είχε εκρηκτική επίδραση στους κύκλους των διανοούμενων. Αυτή ήταν μεγαλύτερη για το Κουκλόσπιτο κσι τους Βρυκόλακες και δεν μετριάστηκε με τα επόμενα έργα, αλλά η μετάφραση των έργων του Ιψεν στα γερμανικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά τη δεκαετία που ακολουθούσε την αρχική έκδοση κάθε έργου και οι συχνές νέες παραστάσεις σήμαινε ότι ο Ιψεν παρέμενε αντικείμενο σοβαρής συζήτησης τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Οταν εκδόθηκε Το κουκλόσπιτο είχε εκρηκτική επίδραση: ήταν το κέντρο των συζητήσεων σε κάθε κοινωνική συγκέντρωση στη Χριστιανία (Οσλο). Μια οικοδέσποινα έγραψε στις προσκλήσεις για το σουαρέ της: "Παρακαλείσθε ευγενικά να μην αναφέρετε το νέο έργο του Κυρίου Ιψεν".[146]
Ο Ιψεν πέθανε στις 23 Μαίου 1906 στο σπίτι του στην Arbins gade 1 της Χριστιανίας (Όσλο), από το 2006 Μουσείο Ιψεν, μετά από μια σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων το Μάρτιο του 1900. Οταν, στις 22 Μαίου, η νοσοκόμα του διαβεβαίωσε έναν επισκέπτη ότι ήταν λίγο καλύτερα, εκείνος ψέλισε "Αντιθέτως" ("Tvertimod"). Πέθανε την επόμενη μέρα στις 2.30 μ.μ.[147]
Ο Ιψεν ετάφη στο Var Frelsers gravlund (Νεκροταφείο του Σωτήρος) στο κέντρο του Οσλο.
Η 100ή επέτειος του θανάτου του Ιψεν το 2006 εορτάστηκε με "έτος Ιψεν" στη Νορβηγία και σε άλλες χώρες.[148][149][150] Την ίδια χρονιά η κατασκευαστική εταιρεία Seelvag άνοιξε προς τιμήν του στο Οσλο το Πάρκο Γλυπτικής Πέερ Γκυντ, που επιτρέπει την παρακολούθηση του ομώνυμου θεατρικού έργου σκηνή-σκηνή.
Στις 23 Μαίου 2006 άνοιξε πάλι στο Οσλο για το κοινό το Μουσείο Ιψεν, η κατοικία, όπου ο Ιψεν έζησε τα τελευταία 11 χρόνια της ζωής του, πλήρως ανακαινισμένη με τα αρχικά εσωτερικό, χρώματα και διακόσμηση..[151]
Τα κοινωνικά ζητήματα που απασχολούσαν τον Ιψεν ανήκαν αναμφισβήτητα στο 19ο αιώνα. Από μια σύγχρονη προοπτική οι πτυχές του έργου του, που προσελκύουν περισσότερο, είναι τα ψυχολογικά ζητήματα που εξερεύνησε. Τα κοινωνικά ζητήματα, που αναδείχθηκαν τόσο έντονα στην εποχή του, είναι πλέον παρωχημένα, όπως και το σκηνικό των έργων του για τη μεσαία τάξη της ύστερης βικτωριανής εποχής. Το γεγονός ότι, είτε ως αναγνώσματα είτε ως παραστάσεις, εξακολουθούν να είναι συναρπαστικά της διαρκούσης ποιότητάς του ως στοχαστή και δραματουργού.
Με την ευκαιρία της 100ής επετείου του θανάτου του Ιψεν το 2006 η Νορβηγική κυβέρνηση διοργάνωσε το έτος Ιψεν, που περιλάμβανε εκδηλώσεις σε όλο τον κόσμο. Η NRK παρήγαγε μια μίνι σειρά για την παιδική ηλικία και τη νεότητά του το 2006, Ενας Αθάνατος Ανθρωπος. Διάφορα βραβεία απονέμονται με το όνομά του, μεταξύ αυτών το Διεθνές Βραβείο Ίψεν, το Νορβηγικό Βραβείο Ιψεν και το Βραβείο Εκατονταετούς Μνήμης Ιψεν.
Από το 2008 διοργανώνεται στο Δελχί της Ινδίας το ετήσιο "Φεστιβάλ Δελχί Ιψεν" από την Ακαδημία Δραματικής Τέχνης και Σχεδιασμού (DADA) και τη Βασιλική Πρεσβεία της Νορβηγίας στην Ινδία. Παρουσιάζει έργα του Ιψεν από καλλιτέχνες από διάφορα μέρη του κόσμου σε διάφορες γλώσσες και διάφορα στυλ.
Η καταγωγή του Ιψεν υπήρξε ένα πολυμελετημένο θέμα λόγω της καταφανούς αλλοτριότητάς του [152] και λόγω της επιρροής της βιογραφίας και της οικογένειάς του στα έργα του. Ο Ιψεν έκανε συχνά στα έργα του αναφορές στην οικογένειά του, μερικές φορές ονομαστικά ή με χαρακτήρες με πρότυπα από αυτή.
Το παλαιότερο αποδεδειγμένα μέλος της οικογένειας Ιψεν ήταν ο καπετάνιος Ράσμους Ιψεν (1632-1703) από το Στέγκε της Δανίας. Ο γιος του, καπετάνιος Πέντερ Ιψεν, έγινε δημότης του Μπέργκεν της Νορβηγίας το 1726.[153] Ο Χένρικ Ιψεν είχε δανική, γερμανική, νορβηγική και κάποια μακρινή σκωτζέζικη καταγωγή. Οι περισσότεροι από τους προγόνους του ανήκαν στην εμπορική τάξη Δανών και Γερμανών και πολλοί από αυτούς ήταν καπετάνοι.
Ο βιογράφος του Ιψεν Χένρικ Γέγκερ έγραψε το 1888 ότι δεν είχε σταγόνα νορβηγικού αίματος στις φλέβες του, αναφέροντας ότι "ο προγονικός Ιψεν ήταν Δανός". Ωστόσο αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές. Ιδίως μέσω της γιαγιάς του Χέντεβιγκ Πάους ο Ιψεν καταγόταν από μια από τις ελάχιστες οικογένειες της αριστοκρατικής τάξης της παλιάς Νορβηγίας, γνωστής από το 15ο αιώνα. Οι πρόγονοι του Ιψεν έζησαν ως επί το πλείστον στη Νορβηγία επί πολλές γενιές, αν και πολλοί είχαν ξένη καταγωγή.[154][155]
Το όνομα Ibsen είναι αρχικά πατρώνυμο (σημαίνει γιος του Ib (το Ib είναι Δανική εκδοχή του "Ιάκωβος")), που έγινε οικογενειακό επώνυμο το 17ο αιώνα. Το φαινόμενο του πατρώνυμου που γίνεται επώνυμο ξεκίνησε το 17ο αιώνα στις αστικές οικογένειες της Δανίας και η πρακτική αυτή υιοθετήθηκε ευρέως στη Νορβηγία περί το 1900.
Από το γάμο του με τη Σουζάνα Τόρεσεν ο Ίψεν απέκτησε έναν γιο, τον δικηγόρο, υπουργό και Νορβηγό πρωθυπουργό Σίγκουρντ Ίψεν. Ο Σίγκουρντ Ίψεν παντρεύτηκε τη Μπέργκλιοτ Μπιέρνσον, κόρη του Μπιέρνστιερνε Μπιέρνσον. Γιος τους ήταν ο Τάνκρεντ Ίψεν, που έγινε σκηνοθέτης και παντρεύτηκε τη Λίλεμπιλ Κρίστενσεν. Το μοναδικό τους παιδί ήταν ο διπλωμάτης Τάνκρεντ Ίψεν νεότερος. Η κόρη του Σίγκουρντ Ίψεν, Ιρένε Ίψεν, παντρεύτηκε το Γιόσιας Μπίλε, γόνο της παλιάς ομώνυμης αριστοκρατικής οικογένειας της Δανίας. Γιος τους ήταν ο Δανός ηθοποιός Γιόεν Μπίλε.
Ο Ίψεν τιμήθηκε ως Ιππότης το 1873, Διοικητής το 1892, και με το Μεγάλο Σταυρό του Τάγματος του Αγίου Ολαφ το 1893. Έλαβε το Μεγάλο Σταυρό του Δανικού Τάγματος του Ντάνεμποργκ και το Μεγάλο Σταυρό του Σουηδικού Τάγματος του Πολικού Αστέρα και έγινε Ιππότης Πρώτης τάξη του (Σουηδικού) Τάγματος του Βάζα.[156]
Γνωστοί σκηνοθέτες που ανέβασαν έργα του Ιψεν ήταν στην Αυστρία και τη Γερμανία οι Τέοντορ Λόμπε (1833–1905), Πάουλ Μπάρναϊ (1884–1960), Μαξ Μπούρκχαρντ (1854–1912), Οτο Μπραμ (1856–1912), Καρλ Χέινε (1861–1927), Πάουλ Αλμπερτ Γκλέσερ-Βίλκεν (1874–1942), Βίκτορ Μπάρνοβσκι (1875–1952), Εουγκεν Ρόμπερτ (1877–1944), Λέοπολντ Γιέσνερ (1878–1945), Λούντβιχ Μπάρναϊ (1884–1960), Αλφρεντ Ρότερ (1886–1933), Φριτς Ρότερ (1888–1939), Πάουλ Ρόζε (1900–1973) και Πέτερ Ζάντεκ (1926–2009).
Το 1995 ένας αστεροειδής ονομάστηκε 5696 Ibsen προς τιμή του.
— μτφ. Θεοδόσης Αγγ. Παπαδημητρόπουλος (εκδ. Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου, Αθήνα 2020)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.