Remove ads
έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Brexit[1] (συντομογραφία του British exit, δηλ. Βρετανική έξοδος) ήταν η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 31 Ιανουαρίου 2020, 23:00 τοπική ώρα (00:00 ώρα κεντρικής Ευρώπης της 1ης Φεβρουαρίου 2020). Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η μοναδική κυρίαρχη χώρα που αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Το ΗΒ υπήρξε κράτος μέλος της ΕΕ ή του προκατόχου της, των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από την 1η Ιανουαρίου 1973. Μετά το Brexit, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν πια υπεροχή έναντι των νόμων του Ηνωμένου Βασιλείου, εκτός από επιλεγμένα πεδία αναφορικά με τη Βόρεια Ιρλανδία.[2] Ο Νόμος [Αποχώρησης από την] ΕυρωπαϊκήΈνωση του 2018 διατηρεί το σχετικό δίκαιο της ΕΕ ως εσωτερικό δίκαιο, το οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί πλέον να τροποποιήσει ή να καταργήσει. Υπό τους όρους της συμφωνίας αποχώρησης του Brexit, η Βόρεια Ιρλανδία συνεχίζει να συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά όσον αφορά τα αγαθά και να είναι ένα de facto μέλος της Ευρωπαϊκής Τελωνειακής Αρχής.[3][4]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η ΕΕ και τα όργανά της αναπτύχθηκαν σταδιακά από την ίδρυσή τους και κατά τη διάρκεια των 47 ετών της βρετανικής παραμονής και απέκτησαν μια σημαντική οικονομική και πολιτική σημασία για το ΗΒ. Καθ’όλη την περίοδο της βρετανικής παραμονής, αναπτύχθηκαν ευρωσκεπτικιστικές ομάδες που εναντιώθηκαν σε πλευρές της ΕΕ και των προκατόχων της. Η φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση του εργατικού πρωθυπουργού Χάρολντ Ουίλσον διεξήγαγε ένα δημοψήφισμα το 1975 για την παραμονή στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, στο οποίο το 67.2% των ψηφοφόρων επέλεξε την παραμονή. Ωστόσο κανένα άλλο δημοψήφισμα δεν διεξήχθη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που στόχευε σε μια «στενότερη ένωση» όπως ενσωματώθηκε στις Συνθήκες του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ, της Νίκαιας και της Λισαβόνας. Ως μέρος της εκστρατείας να κερδίσει ψήφους από τους ευρωσκεπτικιστές, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον υποσχέθηκε να διεξαγάγει δημοψήφισμα, εάν η κυβέρνησή του επανεκλεγόταν.[5] Έτσι η κυβέρνησή του διεξήγαγε ένα δημοψήφισμα το 2016 για την παραμονή στην ΕΕ, στο οποίο οι ψηφοφόροι επέλεξαν την αποχώρηση με ποσοστό 51.9%. Αυτό οδήγησε στην παραίτηση Κάμερον, στην αντικατάσταση από την Τερέζα Μέι και σε τέσσερα χρόνια διαπραγματεύσεων με την ΕΕ για τους όρους της αποχώρησης και των μελλοντικών σχέσεων. Αυτές οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν υπό την κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον, με τον κυβερνητικό έλεγχο να παραμένει στο Συντηρητικό Κόμμα καθ'όλη την περίοδο αυτή.
Η διαδικασία των διαπραγματεύσεων προκάλεσε πολιτική ρήξη και βαθύ διχασμό στο εσωτερικό του ΗΒ, καταλήγοντας σε δύο πρόωρες εκλογές. Μια συμφωνία απορρίφθηκε από το βρετανικό κοινοβούλιο, προκαλώντας μεγάλη αβεβαιότητα και οδηγώντας στην αναβολή της ημερομηνίας αποχώρησης ώστε να αποφευχθεί ένα Brexit χωρίς συμφωνία. Το ΗΒ αποχώρησε από την ΕΕ στις 31 Ιανουαρίου 2020[6] μετά την επικύρωση της συμφωνίας αποχώρησης από το κοινοβούλιο αλλά τα περισσότερα πεδία του δικαίου της ΕΕ συνέχισαν να ισχύουν (συμπεριλαμβανομένων της Κοινής Αγοράς και της Τελωνειακής Ένωσης) κατά τη διάρκεια μιας εντεκάμηνης μεταβατικής περιόδου προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του εμπορίου μέχρι όλες οι λεπτομέρειες της μετα-Brexit σχέσης να συμφωνηθούν και να εφαρμοστούν. Οι διαπραγματεύσεις για εμπορική συμφωνία συνεχίστηκαν μέχρι το αναμενόμενο τέλος της μεταβατικής περιόδου και η εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΒ υπογράφηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2020.
Οι συνέπειες του Brexit θα εξαρτηθούν εν μέρει από τη συμφωνία συνεργασίας, που εφαρμόστηκε προσωρινά από την 1η Ιανουαρίου 2021 και τέθηκε σε ισχύ επίσημα την 1η Μαΐου 2021.[7] Η ευρεία συναίνεση των οικονομολόγων είναι ότι το Brexit ενδέχεται να βλάψει την οικονομία του ΗΒ και να μειώσει το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα μακροπρόθεσμα[8][9][10]. Ενδέχεται να προκαλέσει μεγάλη μείωση στη μετανάστευση από χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου προς το Ηνωμένο Βασίλειο[11] και δημιουργεί προβλήματα για τη βρετανική τριτοβάθμια εκπαίδευση και την ακαδημαϊκή έρευνα.[12]
Μετά το ευρύ δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, στο οποίο το 51.89% ψήφισε υπέρ της εξόδου από την ΕΕ και το 48.11% υπέρ της παραμονής, ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον παραιτήθηκε. Στις 29 Μαρτίου 2017, η νέα βρετανική κυβέρνηση υπό την Τερέζα Μέι ενημέρωσε επίσημα την ΕΕ για την πρόθεση της χώρας να αποχωρήσει, ξεκινώντας τη διαδικασία για τις διαπραγματεύσεις του Brexit. Η έξοδος, αρχικά προγραμματισμένη για τις 29 Μαρτίου 2019, αναβλήθηκε εξαιτίας της παύσης εργασιών στο βρετανικό κοινοβούλιο μετά τις γενικές εκλογές του Ιουνίου 2017, από τις οποίες προέκυψε μια κυβέρνηση χωρίς αυτοδυναμία. Οι συντηρητικοί έχασαν την πλειοψηφία αλλά παρέμειναν το μεγαλύτερο κόμμα. Αυτή η παύση εργασιών οδήγησε σε τρεις επεκτάσεις της διαδικασίας ενεργοποίησης του Άρθρου 50 από το ΗΒ.
Η παύση εργασιών επιλύθηκε μετά τις γενικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2019. Οι συντηρητικοί, που έκαναν εκστρατεία υπέρ μιας «αναθεωρημένης» συμφωνίας αποχώρησης υπό τον Μπόρις Τζόνσον, κέρδισαν τη συνολική πλειοψηφία των 80 εδρών. Μετά τις εκλογές του Δεκεμβρίου 2019, το βρετανικό κοινοβούλιο επικύρωσε τη συμφωνία αποχώρησης με την Πράξη (Συμφωνία Αποχώρησης) Ευρωπαϊκής Ένωσης 2020. Το ΗΒ αποχώρησε από την ΕΕ στις 31 Ιανουαρίου 2020 (23:00 τοπική ώρα). Αμέσως ξεκίνησε μια μεταβατική περίοδος που ολοκληρώθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2020 (23:00 τοπική ώρα), κατά τη διάρκεια της οποίας το ΗΒ και η ΕΕ διαπραγματεύτηκαν τη μελλοντική τους σχέση.[13] Κατά τη διάρκεια της μετάβασης, το ΗΒ εξακολούθησε να υπόκειται στο δίκαιο της ΕΕ και παρέμεινε μέλος της Ευρωπαϊκής Τελωνειακής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινής Αγοράς. Ωστόσο, δεν ήταν πλέον μέλος των πολιτικών σωμάτων ή θεσμών της ΕΕ.[14][15]
Η έξοδος υποστηρίχθηκε από τους ευρωσκεπτικιστές και εναντιώθηκε από τους φιλοευρωπαϊστές, με τις δυο πλευρές της διαμάχης να κυριαρχούν στο πολιτικό σκηνικό. Το 1973, το ΗΒ έγινε μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - κυρίως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας - και η παραμονή της επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα του 1975. Τις δεκαετίες του 1970 και 1980, η έξοδος από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες υποστηρίχθηκε κυρίως από την πολιτική αριστερά, για παράδειγμα στο μανιφέστο του Εργατικού Κόμματος ενόψει των εκλογών 1983. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), με την οποία ιδρύθηκε η ΕΕ, επικυρώθηκε από το βρετανικό κοινοβούλιο το 1993 αλλά δεν τέθηκε σε δημοψήφισμα. Η ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα του Συντηρητικού Κόμματος ξεκίνησε μια διαμάχη αναφορικά με την επικύρωση της συνθήκης και, με το Κόμμα Ανεξαρτησίας του ΗΒ, ηγήθηκε μιας συλλογικής εκστρατείας μετά την επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας με την Πράξη (Τροπολογία) Ευρωπαϊκής Ένωσης 2008 χωρίς να τεθεί σε δημοψήφισμα. Είχε προηγηθεί η υπόσχεση να διεξαχθεί δημοψήφισμα για την επικύρωση του εγκαταλειφθέντος Ευρωπαϊκού Συντάγματος, το οποίο ποτέ δεν έγινε. Μετά την υπόσχεσή του να διεξάγει ένα δεύτερο δημοψήφισμα εάν η κυβέρνησή του εκλεγόταν, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον διεξήγαγε το δημοψήφισμα το 2016. Ο Κάμερον, που είχε κάνει εκστρατεία υπέρ της παραμονής, παραιτήθηκε μετά το αποτέλεσμα και τον διαδέχτηκε η Τερέζα Μέι.
Στις 29 Μαρτίου 2017, η βρετανική κυβέρνηση ξεκίνησε επίσημα τη διαδικασία εξόδου με την ενεργοποίηση του Άρθρου 50 της Συνθήκης της ΕΕ με την άδεια του Κοινοβουλίου. Η Μέι προκήρυξε πρόωρες γενικές εκλογές τον Ιούνιο 2017, που οδήγησαν σε μια συντηρητική κυβέρνηση μειοψηφίας, με την υποστήριξη του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΕ-ΗΒ ξεκίνησαν αργότερα τον ίδιο μήνα. Το ΗΒ διαπραγματεύτηκε για να αποχωρήσει από την Τελωνειακή Ένωση και την Κοινή Αγορά. Αυτό οδήγησε στη συμφωνία εξόδου τον Νοέμβριο 2018 αλλά το βρετανικό κοινοβούλιο καταψήφισε την επικύρωσή του τρεις φορές. Το Εργατικό Κόμμα ήθελε μια οποιαδήποτε συμφωνία που θα διατηρούσε την Τελωνειακή Ένωση ενώ πολλοί συντηρητικοί εναντιώθηκαν στους οικονομικούς όρους της συμφωνίας καθώς και στο «Πρωτόκολλο της Ιρλανδίας» που σχεδιάστηκε για να αποτρέπονται οι συνοριακοί έλεγχοι ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας κι άλλοι φρόντισαν να αντιστρέψουν το Brexit μέσω ενός προτεινόμενου δεύτερου δημοψηφίσματος.
Στις 14 Μαρτίου 2019, το βρετανικό κοινοβούλιο ψήφισε ώστε η Μέι να ζητήσει από την ΕΕ να αναβάλλει το Brexit μέχρι τον Ιούνιο και έπειτα μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου.[16] Έχοντας αποτύχει να περάσει τη συμφωνία της, η Μέι παραιτήθηκε από πρωθυπουργός τον Ιούλιο και τη διαδέχθηκε ο Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος φρόντισε να αντικαταστήσει κομμάτια της συμφωνίας και υποσχέθηκε ότι η χώρα θα αποχωρήσει από την ΕΕ εντός μιας νέας προθεσμίας. Στις 17 Οκτωβρίου 2019, η βρετανική κυβέρνηση και η ΕΕ συμφώνησαν σε μια αναθεωρημένη συμφωνία αποχώρησης, με νέες ρυθμίσεις για τη Βόρεια Ιρλανδία.[17][18] Το κοινοβούλιο έλαβε τη συμφωνία για περαιτέρω έλεγχο αλλά απέρριψε να την περάσει ως νόμο πριν την προθεσμία της 31ης Οκτωβρίου και ανάγκασε την κυβέρνηση να ζητήσει μια τρίτη αναβολή του Brexit. Πρόωρες γενικές εκλογές διεξήχθησαν στις 12 Δεκεμβρίου. Σε αυτές τις εκλογές, οι συντηρητικοί κέρδισαν την ευρεία πλειοψηφία, με τον Τζόνσον να δηλώνει ότι το ΗΒ θα αποχωρούσε από την ΕΕ στις αρχές του 2020.[19] Η συμφωνία εξόδου επικυρώθηκε από το ΗΒ στις 23 Ιανουαρίου και από την ΕΕ στις 30 Ιανουαρίου. Τέθηκε σε εφαρμογή στις 31 Ιανουαρίου 2020.[20][21][22] Η μεταβατική περίοδος του Brexit ολοκληρώθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2020 στις 23:00 τοπική ώρα.
Μετά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, πολλοί νέοι όροι της γλώσσας ζαργκόν σχετικοί με το Brexit εισήχθησαν στη λαϊκή χρήση.[23][24]
Η λέξη «Brexit» ψηφίστηκε Λέξη της Χρονιάς 2016 από το Collins English Dictionary.[25]
Οι «Εσωτερικέσές Έξι» ευρωπαϊκές χώρες υπέγραψαν τη Συνθήκη των Παρισίων το 1951, ιδρύοντας την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Το 1955, το Συνέδριο της Μεσσίνα έκρινε ότι η ΕΚΑΧ ήταν επιτυχία και αποφάσισε να επεκτείνει την ολοκλήρωση περαιτέρω, καταλήγοντας στις Συνθήκες της Ρώμης (1957), με τις οποίες ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Euratom). Το 1967, έγιναν γνωστές ως Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Το ΗΒ επιχείρησε να γίνει μέλος το 1963 και το 1967 αλλά ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, Σαρλ ντε Γκωλ, έθεσε βέτο.[26]
Λίγο καιρό μετά την παραίτηση του ντε Γκωλ το 1969, το ΗΒ αιτήθηκε επιτυχώς την προσχώρηςή του στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Η ένταξη στην τότε ΕΟΚ συζητήθηκε διεξοδικά στη Βουλή των Κοινοτήτων τον Οκτώβριο 1971. Κατέληξε σε μια αποφασιστική ψηφοφορία με 356 ψήφους υπέρ της ένταξης και 244 ψήφους κατά. Όπως παρατήρησε ο ιστορικός Piers Ludlow, η κοινοβουλευτική συζήτηση του 1971 ήταν υψηλής ποιότητας και εξέτασε τα δεδομένα. Οι Βρετανοί «δεν παραπλανήθηκαν και πείστηκαν να αποδεχτούν τη συμμετοχή σε μια στενή εμπορική οντότητα χωρίς να γνωρίζουν ότι η ΕΟΚ ήταν ένα πολιτικό σχέδιο ικανό να εξελιχθεί στο μέλλον».[27] Στη συνέχεια, ο Συντηρητικός πρωθυπουργός Έντουαρντ Χιθ υπέγραψε τη Συνθήκη Προσχώρησης το 1972.[28] Το κοινοβούλιο ψήφισε την Πράξη Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αργότερα την ίδια χρονιά[29] και το ΗΒ έγινε μέλος την 1η Ιανουαρίου 1973, μαζί με τη Δανία και την Ιρλανδία, χωρίς να διεξαχθεί δημοψήφισμα.[30]
Κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, το Εργατικό Κόμμα ήταν το πιο ευρωσκεπτικιστικό ενώ οι συντηρητικοί ήταν οι πιο ευρώφιλοι. Το μανιφέστο του Εργατικού Κόμματος το 1983 δεσμευόταν ακόμα και με αποχώρηση από την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Νωρίτερα την ίδια χρονιά, το Εργατικό Κόμμα είχε κερδίσει τις γενικές εκλογές του Φεβρουαρίου 1974 χωρίς πλειοψηφία κι συμμετείχε στις γενικές εκλογές του Οκτωβρίου 1974 με τη δέσμευση να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους παραμονής της Βρετανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, κρίνοντάς τους ως μη ευνοϊκούς, και να κάνει δημοψήφισμα σχετικά με την παραμονή στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες υπό τους νέους όρους.[31] Το Εργατικό Κόμμα κέρδισε ξανά τις εκλογές (με μικρή πλειοψηφία) και το 1975 το ΗΒ διεξήγαγε το πρώτο εθνικό δημοψήφισμα, με το ερώτημα εάν το ΗΒ πρέπει να παραμείνει στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Παρά τον σημαντικό διχασμό στο εσωτερικό του κυβερνώντος Εργατικού Κόμματος[32], όλα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα και ο Τύπος υποστήριξαν την παραμονή στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Στις 5 Ιουνίου 1975, το 67,2% του εκλογικού σώματος και όλες οι βρετανικές περιφέρειες, εκτός από δυο[33], ψήφισαν υπέρ της παραμονής.[34] Η υποστήριξη υπέρ της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1975 φαίνεται πως δεν σχετίζεται με την υποστήριξη υπέρ της αποχώρησης στο δημοψήφισμα του 2016.[35]
Το 1979 το Ηνωμένο Βασίλειο εξασφάλισε την πρώτη του εξαίρεση από την Ευρωπαϊκή Ένωση (παρόλο που η έκφραση δεν χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή) : ήταν η μοναδική χώρα της ΕΟΚ που δεν συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα.
Το Εργατικό Κόμμα έκανε εκστρατεία στις γενικές εκλογές του 1983 με τη δέσμευση να αποχωρήσει από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες χωρίς δημοψήφισμα. Μετά τη βαριά ήττα τους σε εκείνες τις εκλογές, οι Εργατικοί άλλαξαν την πολιτική τους.[36] Το 1985, η δεύτερη κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ επικύρωσε την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη - την πρώτη μεγάλη αναθεώρηση της Συνθήκης της Ρώμης - χωρίς δημοψήφισμα.
Τον Οκτώβριο 1990, υπό την πίεση ανώτερων υπουργών και παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις της Θάτσερ, το ΗΒ προσχώρησε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, με τη στερλίνα να συνδέεται με το γερμανικό μάρκο. Η Θάτσερ παραιτήθηκε από πρωθυπουργός τον επόμενο μήνα, εν μέσω διχασμών εντός του Συντηρητικού Κόμματος, που προέκυψαν από τις ολοένα και πιο ευρωσκεπτικιστικές απόψεις της. Το ΗΒ και η Ιταλία αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τον Μηχανισμό τον Σεπτέμβριο 1992, καθώς η στερλίνα και η λίρα δέχτηκαν πιέσεις από τη συναλλαγματική κερδοσκοπία («Μαύρη Τετάρτη»).[37] Η Ιταλία επανήλθε σύντομα με διαφορετικό σχήμα αλλά το ΗΒ δεν επιδίωξε την επανένταξή του και παρέμεινε εκτός του Μηχανισμού.
Την 1η Νοεμβρίου 1993, μετά την επικύρωση από το ΗΒ και τα υπόλοιπα έντεκα κράτη μέλη, οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες μετονομάστηκαν σε ΕΕ βάσει της Συνθήκης του Μάαστριχτ[38] - σε μια εποχή μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και την επανένωση της Γερμανίας - η οποία υπογράφηκε μεταξύ των κρατών μελών που επιζητούσαν μια βαθύτερη ολοκλήρωση και εκείνων που επιθυμούσαν να διατηρήσουν έναν μεγαλύτερο εθνικό έλεγχο στην οικονομική και πολιτική ένωση.[39] Η Δανία, η Γαλλία και η Ιρλανδία διεξήγαγαν δημοψηφίσματα για την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Σύμφωνα με το Σύνταγμα του ΗΒ, και πιο συγκεκριμένα το κομμάτι της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας, η επικύρωση από το Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπόκειται στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Παρά το γεγονός αυτό, ο Βρετανός ιστορικός και συνταγματολόγος Vernon Bogdanor έγραψε ότι υπήρχε μια «σαφής συνταγματική λογική για την απαίτηση δημοψηφίσματος» επειδή παρόλο που οι βουλευτές είναι επιφορτισμένοι με τη νομοθετική εξουσία, δεν τους δίνεται το δικαίωμα να μεταβιβάσουν αυτή την εξουσία. Επιπλέον, καθώς η επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ περιλαμβανόταν στις διακηρύξεις των τριών μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων, οι ψηφοφόροι που ήταν αντίθετοι με την επικύρωση αυτή δεν είχαν τρόπο να το εκφράσουν. Για τον Bogdanor, ενώ η επικύρωση από τη Βουλή των Κοινοτήτων θα μπορούσε να είναι νόμιμη, στην ουσία δεν θα ήταν νόμιμη καθώς απαιτούνταν η λαϊκή συναίνεση. Ο τρόπος με τον οποίο θα επικυρωνόταν η Συνθήκη, έκρινε ο Bogdanor, ήταν «πιθανό να έχει θεμελιώδεις συνέπειες τόσο για τη βρετανική πολιτική όσο και για τη σχέση της Βρετανίας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες».[40][41] Αυτό το δημοκρατικό έλλειμμα οδήγησε αργότερα στην άμεση δημιουργία του Κόμματος του Δημοψηφίσματος και του Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η Θάτσερ, που είχε υποστηρίξει την Κοινή Αγορά και την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, στην ομιλία της στην Μπρυζ το 1988 τάχθηκε κατά του «ευρωπαϊκού υπερκράτους που θα ασκεί μια νέα κυριαρχία από τις Βρυξέλλες». Άσκησε επιρροή στον Ντάνιελ Χάνα, που το 1990 ίδρυσε την Εκστρατεία της Οξφόρδης για την Ανεξάρτητη Βρετανία - εκ των υστέρων ορισμένοι βλέπουν σε αυτήν την «έναρξη της εκστρατείας για το Brexit», έγραψαν αργότερα οι Financial Times.[42] Η ψηφοφορία για την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1993 προκάλεσε την έντονη αντίδραση των ευρωσκεπτικιστών, διχάζοντας το Συντηρητικό Κόμμα και οδηγώντας πολλούς πρώην υποστηρικτές του στη δημιουργία εναλλακτικών ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων. Μεταξύ αυτών ήταν ο σερ Τζέιμς Γκόλντσμιθ, ο οποίος το 1994 σχημάτισε το Κόμμα του Δημοψηφίσματος προκειμένου να συμμετάσχει στις βουλευτικές εκλογές 1997, δίνοντας την υπόσχεση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος ως προς τη φύση της σχέσης του ΗΒ με την υπόλοιπη ΕΕ.[43][44] Το κόμμα κατέβασε υποψηφίους σε 547 εκλογικές περιφέρειες και έλαβε 810.860 ψήφους - το 2,6% της συνολικής ψηφοφορίας[45] - αλλά απέτυχε να κερδίσει κοινοβουλευτική έδρα επειδή οι ψήφοι ήταν διάσπαρτες σε όλη τη χώρα. Το Κόμμα του Δημοψηφίσματος διαλύθηκε μετά τον θάνατο του Γκόλντσμιθ το 1997. Το Κόμμα Ανεξαρτησίας του ΗΒ, ένα ευρωσκεπτικιστικό πολιτικό κόμμα, σχηματίστηκε το 1993 ως απάντηση στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Το 1997, ο Νάιτζελ Φάρατζ ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος ως ένα κεντροδεξιό, λαϊκιστικό κόμμα.[46]
Πριν το 2013, το ζήτημα της ένταξης του ΗΒ στην ΕΕ δεν είχε ποτέ συγκεντρώσει ποσοστό μεγαλύτερο του 5% στις έρευνες για τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Το 2013 συγκέντρωσε μόλις 6%[47] και το 2014 μόλις 11%[48]. Ωστόσο ένα αυξανόμενο ποσοστό των ψηφοφόρων θεωρούσε τη μετανάστευση και το άσυλο ως θέματα καίριας σημασίας.[49] Υιοθετώντας μια σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική και συγχέοντας τα θέματα αυτά με την ένταξη στην ΕΕ, το Κόμμα Ανεξαρτησίας κατάφερε να σημειώσει εκλογική επιτυχία και κατέλαβε την τρίτη θέση για το Ηνωμένο Βασίλειο στις ευρωεκλογές 2004, τη δεύτερη θέση στις ευρωεκλογές 2009 και την πρώτη θέση στις ευρωεκλογές 2014, με ποσοστό 27,5% της συνολικής ψηφοφορίας. Αυτή ήταν η πρώτη φορά από τις γενικές εκλογές του 1910 που κάποιο άλλο κόμμα, εκτός από το Εργατικό και το Συντηρητικό, έλαβε το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων σε εθνικές εκλογές.[50] Αυτή η εκλογική επιτυχία και η πίεση στο εσωτερικό του ΗΒ, μεταξύ άλλων και από πολλούς από τους εναπομείναντες επαναστάτες του Μάαστριχτ εντός του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος, άσκησε πίεση στον ηγέτη του κόμματος και πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον καθώς οι πιθανές αποστασίες ψηφοφόρων προς το Κόμμα Ανεξαρτησίας του ΗΒ απειλούσαν με ήττα το κόμμα του στις γενικές εκλογές 2015. Αυτή η απειλή τονίστηκε από τη νίκη του Κόμματος Ανεξαρτησίας σε δυο επαναληπτικές εκλογές το 2014.[51]
Τόσο οι φιλοευρωπαϊκές όσο και οι αντιευρωπαϊκές απόψεις είχαν την υποστήριξη της πλειοψηφίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους από το 1977 έως το 2015.[52] Στο δημοψήφισμα του 1975 για την ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, τα 2/3 των Βρετανών ψηφοφόρων τάχθηκαν υπέρ της παραμονής. Κατά τις δεκαετίες της συμμετοχής του ΗΒ στην ΕΕ, ο ευρωσκεπτικισμός υφίστατο τόσο στην αριστερά όσο και στη δεξιά της βρετανικής πολιτικής.[53][54][55]
Σύμφωνα με μια στατιστική ανάλυση που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο 2016 από τον καθηγητή Τζον Κέρτις του Strathclyde University, οι έρευνες έδειξαν αύξηση του ευρωσκεπτικισμού (ο οποίος ορίζεται ευρέως ως η επιθυμία αποχώρησης από την ΕΕ ή παραμονής στην ΕΕ αλλά με προσπάθεια μείωσης των εξουσιών της ΕΕ) από 38% το 1993 σε 65% το 2015. Η έρευνα της BSA για την περίοδο Ιουλίου-Νοεμβρίου 2015έδειξε ότι το 60% υποστήριζε την παραμονή και το 30% υποστήριζε την αποχώρηση από την ΕΕ.[56]
Το 2012, ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον απέρριψε αρχικά τις εκκλήσεις για δημοψήφισμα σχετικά με την παραμονή του ΗΒ στην ΕΕ[57] αλλά έπειτα αναφέρθηκε στην πιθανότητα διεξαγωγής ενός δημοψηφίσματος στο μέλλον όσον αφορά την έγκριση της προτεινόμενης από τον ίδιο διαπραγμάτευσης της σχέσης της Βρετανίας με την ΕΕ.[58] Σύμφωνα με το BBC, «ο πρωθυπουργός αναγνώρισε την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η [διαπραγματευόμενη] θέση του ΗΒ εντός της ΕΕ θα έχει την "ολόψυχη υποστήριξη του βρετανικού λαού" αλλά θα πρέπει να επιδείξει "στρατηγική υπομονή"».[59] Στις 23 Ιανουαρίου 2013, υπό την πίεση πολλών βουλευτών του και της ανόδου του Κόμματος Ανεξαρτησίας του ΗΒ, ο Κάμερον υποσχέθηκε στην ομιλία του στο Bloomberg ότι μια συντηρητική κυβέρνηση θα είναι αυτή που θα διεξάγει δημοψήφισμα για την παραμονή ή μη στην ΕΕ πριν το τέλος του 2017, για ένα πακέτο διαπραγματεύσεων, εάν προκύψει από τις γενικές εκλογές της 7ης Μαΐου 2015.[60] Αυτό συμπεριλήφθηκε στο μανιφέστο του Συντηρητικού Κόμματος για τις εκλογές.[61][62]
Το Συντηρητικό Κόμμα κέρδισε τις εκλογές με πλειοψηφία. Λίγο αργότερα, η Πράξη Δημοψηφίσματος Ευρωπαϊκής Ένωσης 2015 εισήχθη στο κοινοβούλιο προκειμένου να καταστεί δυνατή η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Ο Κάμερον τάχθηκε υπέρ της παραμονής σε μια μετταρυθμισμένη ΕΕ και επεδίωξε τη διαπραγμάτευση σε τέσσερα βασικά σημεία : προστασία της κοινής αγοράς για τις χώρες που δεν ανήκουν στην ευρωζώνη, μείωση της γραφειοκρατίας, εξαίρεση της Βρετανίας από την «ολοένα και στενότερη ένωση», περιορισμό της μετανάστευσης από την υπόλοιπη ΕΕ.[63]
Τον Δεκέμβριο 2015, οι δημοσκοπήσεις έδειξαν μια σαφή πλειοψηφία υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Έδειξαν επίσης ότι η υποστήριξη θα μειωνόταν εάν ο Κάμερον δεν διαπραγματευόταν επαρκείς εγγυήσεις για τα κράτη μέλη εκτός ευρωζώνης και για τους περιορισμούς στα επιδόματα σε όσους πολίτες της ΕΕ οι οποίοι δεν είναι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου.[64]
Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων αποκαλύφθηκε τον Φεβρουάριο 2016. Συμφωνήθηκαν ορισμένοι περιορισμοί στις παροχές εντός του εργασιακού πλαισίου για τους νέους μετανάστες από την ΕΕ. Όμως πριν εφαρμοστούν, ένα κράτος μέλος όπως το ΗΒ θα πρέπει να λάβει άδεια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τους αρχηγούς των κυβερνήσεων κάθε κράτους μέλους.[65]
Σε μια ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 22 Φεβρουαρίου 2016, ο Κάμερον ανακοίνωσε ως ημερομηνία διεξαγωγής του δημοψηφίσματος την 23η Ιουνίου 2016 και έκανε σχόλια για τον διακανονισμό των διαπραγματεύσεων.[66] Μίλησε για την πρόθεση να ενεργοποιηθεί η διαδικασία του Άρθρου 50 αμέσως μετά από μια πιθανή ψηφοφορία υπέρ της εξόδου και για μια «διετή περίοδο διαπραγματεύσεων ως προς τις ρυθμίσεις για την έξοδο.»[67]
Μετά την αμφισβήτηση της αρχικής διατύπωσης του ερωτήματος του δημοψηφίσματος[68], η κυβέρνηση συμφώνησε να αλλάξει το επίσημο ερώτημα του δημοψηφίσματος σε «Πρέπει το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή πρέπει να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση?»
Στο δημοψήφισμα το 51.9% ψήφισε υπέρ της εξόδου από την ΕΕ και το 48.11% υπέρ της παραμονής.[69][70] Μετά το αποτέλεσμα, ο Κάμερον παραιτήθηκε στις 13 Ιουλίου 2016, με την Τερέζα Μέι να γίνεται πρωθυπουργός. Μια αίτηση που ζητούσε τη διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος συγκέντρωσε πάνω από τέσσερα εκατομμύρια υπογραφές[71][72] αλλά απορρίφθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση στις 9 Ιουλίου 2016.[73]
Επιλογή | Ψήφοι | % |
---|---|---|
Έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση | 17,410,742 | 51.89 |
Παραμονή ως μέλος στην ΕΕ | 16,141,241 | 48.11 |
Έγκυρες ψήφοι | 33,551,983 | 99.92 |
Άκυρες ή λευκές ψήφοι | 25,359 | 0.08 |
Συνολικοί ψήφοι | 33,577,342 | 100.00 |
Εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι | 46,500,001 | 72.21 |
Πηγή : Electoral Commission |
Μια μελέτη του 2017 που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Economic Policy έδειξε ότι η ψηφοφορία υπέρ της εξόδου έτεινε να είναι μεγαλύτερη σε περιοχές με χαμηλά εισοδήματα και υψηλή ανεργία, με ισχυρή παράδοση στη χειρωνακτική απασχόληση και στις οποίες ο πληθυσμός είχε λιγότερα προσόντα. Έτεινε επίσης να είναι μεγαλύτερη στις περιοχές όπου υπήρχε μεγάλη ροή μεταναστών από την ανατολική Ευρώπη (κυρίως χαμηλής ειδίκευσης) αλλά και σε περιοχές με μεγάλο ποσοστό γηγενών εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης.[74] Τα άτομα των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων (κυρίως της εργατικής τάξης) ήταν πιθανότερο να ψηφίσουν την έξοδο ενώ όσοι ανήκουν σε υψηλότερες κοινωνικές βαθμίδες (κυρίως η μεσαία και η ανώτερη τάξη) ήταν πιθανότερο να ψηφίσουν την παραμονή.[74][75][76] Μελέτες διαπίστωσαν ότι οι ψήφοι υπέρ της εξόδου έτειναν να είναι υψηλότερες σε περιοχές που επλήγησαν από την οικονομική παρακμή[77], τα υψηλά ποσοστά αυτοκτονιών και θανάτων από ναρκωτικά[78] και τις μεταρρυθμίσεις λιτότητας που εισήχθησαν το 2010.[79]
Μελέτες δείχνουν ότι οι ηλικιωμένοι ήταν πιο πιθανό να ψηφίσουν την έξοδο και οι νεότεροι να ψηφίσουν την παραμονή.[80] Σύμφωνα με τον Thomas Sampson, οικονομολόγο στο London School of Economics, «Οι ηλικιωμένοι και οι λιγότερο μορφωμένοι ψηφοφόροι ήταν πιο πιθανό να ψηφίσουν την έξοδο [...] Η πλειοψηφία των λευκών ψηφοφόρων ήθελαν να αποχωρήσουν αλλά μόνο το 33% των Ασιατών ψηφοφόρων και το 27% των έγχρωμων ψηφοφόρων επέλεξαν την έξοδο. [...] Οι ψήφοι υπέρ της εξόδου από την ΕΕ συσχετίστηκαν έντονα με την υιοθέτηση κοινωνικά συντηρητικών πολιτικών πεποιθήσεων, την αντίθεση στον κοσμοπολιτισμό και την άποψη ότι η ζωή στη Βρετανία γίνεται χειρότερη».[81]
Η δημοσκόπηση που διεξήχθη από τη YouGov υποστήριξε αυτά τα συμπεράσματα, δείχνοντας ότι παράγοντες όπως η ηλικία, η εκπαίδευση, το εισόδημα του νοικοκυριού και η κομματική υποστήριξη ήταν οι πρωταρχικοί παράγοντες που έδειχναν πώς θα ψήφιζαν οι πολίτες. Για παράδειγμα, οι ψηφοφόροι του Συντηρητικού Κόμματος είχαν 61% πιθανότητες να ψηφίσουν την έξοδο, συγκριτικά με τους ψηφοφόρους του Εργατικού Κόμματος, που ήταν κατά 35% πιθανό να ψηφίσουν την έξοδο. Η ηλικία ήταν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρέαζαν το εάν κάποιος θα ψήφιζε την έξοδο, με το 64% των πολιτών άνω των 65 ετών να είναι πιθανό να ψηφίσουν την έξοδο ενώ οι νέοι ηλικίας 18-24 ετών ήταν μόνο κατά 29% πιθανό να ψηφίσουν την έξοδο. Η εκπαίδευση ήταν άλλος ένας παράγοντας που έδειχνε την πιθανότητα ψήφου : τα άτομα με απολυτήριο λυκείου ή χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης ήταν 70% πιθανό να ψηφίσουν την έξοδο ενώ οι απόφοιτοι πανεπιστημίου ήταν μόνο κατά 32% πιθανό να ψηφίσουν την έξοδο. Το εισόδημα του νοικοκυριού ήταν άλλος ένας σημαντικός παράγοντας, με τα νοικοκυριά που είχαν ετήσιο εισόδημα λιγότερο από 20.000 λίρες να έχουν 62% πιθανότητες να ψηφίσουν την έξοδο, σε σύγκριση με τα νοικοκυριά που είχαν ετήσιο εισόδημα ένω των 60.000 λιρών, τα οποία είχαν μόνο 35% πιθανότητα να ψηφίσουν την έξοδο.[82]
Υπήρξαν μεγάλες διαφορές στη γεωγραφική υποστήριξη της κάθε πλευράς. Τόσο η Σκωτία όσο και η Βόρεια Ιρλανδία επέλεξαν την παραμονή, αν και είχαν σχετικά μικρό αντίκτυπο στο συνολικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι η Αγγλία έχει τον μεγαλύτερο πληθυσμό. Υπήρξαν σημαντικές περιφερειακές διαφορές εντός της Αγγλίας, με το μεγαλύτερο μέρος του Λονδίνου να υποστηρίζει κατά πλειοψηφία την παραμονή, παράλληλα με τα αστικά κέντρα της βόρειας Αγγλίας, όπως το Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ, που υποστήριξαν την παραμονή κατά 60% και 58% αντίστοιχα. Αντίθετες τάσεις εμφανίστηκαν στις βιομηχανικές και μετα-βιομηχανικές περιοχές της βόρειας Αγγλίας, με περιοχές όπως το North Lincolnshire και South Tyneside να υποστηρίζουν σε μεγάλο βαθμό την έξοδο.[83]
Οι δημοσκοπήσεις διαπίστωσαν ότι οι ψηφοφόροι υπέρ της εξόδου πίστευαν ότι η αποχώρηση από την ΕΕ ήταν «πιο πιθανό να επιφέρει ένα καλύτερο μεταναστευτικό σύστημα, βελτιωμένους συνοριακούς ελέγχους, ένα πιο δίκαιο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, καλύτερη ποιότητα ζωής και τη δυνατότητα ελέγχου των δικών μας νόμων». Από την άλλη, οι ψηφοφόροι υπέρ της παραμονής πίστευαν ότι η συμμετοχή στην ΕΕ «θα ήταν καλύτερη για την οικονομία, τις διεθνείς επενδύσεις και την επιρροή του Ηνωμένου Βασιλείου στον κόσμο». Οι δημοσκοπήσεις διαπίστωσαν ότι οι κύριοι λόγοι για τους οποίους οι πολίτες ψήφισαν υπέρ της εξόδου ήταν «η αρχή ότι οι αποφάσεις για το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να λαμβάνονται στο ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο» και ότι η έξοδος «προσφέρε την καλύτερη ευκαιρία στο Ηνωμένο Βασίλειο να ανακτήσει τον έλεγχο της μετανάστευσης και των συνόρων του». Ο κύριος λόγος για τον οποίο οι πολίτες ψήφισαν υπέρ της παραμονής ήταν ότι «οι κίνδυνοι από την αποχώρηση από την ΕΕ φαίνονταν πολύ μεγαλύτεροι όσον αφορά ζητήματα όπως η οικονομία, οι θέσεις εργασίας και οι τιμές».[84]
Μετά το δημοψήφισμα, η Επιτροπή για τις Εκλογές διερεύνησε μια σειρά παρατυπιών σχετικά με τις δαπάνες της προεκλογικής εκστρατείας, επιβάλλοντας αργότερα έναν μεγάλο αριθμό προστίμων. Τον Φεβρουάριο 2017, η κύρια ομάδα εκστρατείας υπέρ της αποχώρησης, Leave.EU, τιμωρήθηκε με πρόστιμο 50.000 λιρών επειδή απέστειλε μηνύματα μάρκετινγκ χωρίς κάποια σχετική άδεια.[85] Τον Δεκέμβριο 2017, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο σε δυο ομάδες υπέρ της παραμονής, τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες (£18.000) και την Ανοιχτή Βρετανία (£1.250), για παραβίαση των κανόνων χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για το δημοψήφισμα.[86] Τον Μάιο 2018, επέβαλε πρόστιμο £70.000 στην ομάδα Leave.EU για παράνομη υπέρβαση των δαπανών και ανακριβή αναφορά δανείων από την Arron Banks συνολικού ποσού £6 εκατ.[87] Μικρότερα πρόστιμα επιβλήθηκαν στη φιλοευρωπαϊκή ομάδα Best for Our Future και σε δυο δωρητές συνδικαλιστικών οργανώσεων για ανακριβείς αναφορές.[88] Τον Ιούλιο 2018 η ομάδα Vote Leave έλαβε πρόστιμο £61,000 για υπέρβαση δαπανών, για μη δήλωση των οικονομικών που μοιράστηκε με την BeLeave και μη συμμόρφωσης με τις αρχές.
Τον Νοέμβριο 2017, η Επιτροπή για τις Εκλογές ξεκίνησε έρευνα σχετικά με τους ισχυρισμούς ότι η Ρωσία προσπάθησε να επηρεάσει την κοινή γνώμη για το δημοψήφισμα, χρησιμοποιώντας πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όπως το Twitter και το Facebook.[89]
Τον Φεβρουάριο 2019, η κοινοβουλευτική Επιτροπή Ψηφιακής Πολιτικής, Πολιτισμού, ΜΜΕ και Αθλητισμού ζήτησε να διεξαχθεί έρευνα σχετικά με την «ξένη επιρροή, την παραπληροφόρηση, τη χρηματοδότηση, τη χειραγώγηση των ψηφοφόρων και την ανταλλαγή των δεδομένων» στην ψηφοφορία για το Brexit.[90]
Τον Ιούλιο 2020, η Επιτροπή Πληροφοριών και Ασφαλείας του Κοινοβουλίο δημοσίευσε έκθεση στην οποία κατηγορεί τη βρετανική κυβέρνηση ότι αποφεύγει ενεργά να διερευνήσει αν η Ρωσία παρενέβη στην κοινή γνώμη. Η έκθεση δεν άσκηση κριτική στο εάν οι ρωσικές υπηρεσίες πληροφόρησης είχαν αντίκτυπο στο τελικό αποτέλεσμα.[91]
Οι δημοσκοπήσεις έδειξαν συνολικά μια αρχική πτώση της υποστήριξης για το Brexit από το δημοψήφισμα μέχρι τα τέλη του 2016, όταν οι απαντήσεις ήταν ισομερώς μοιρασμένες μεταξύ της παραμονής και της εξόδου. Η υποστήριξη αυξήθηκε πάλι και διατηρήθηκε μέχρι τις γενικές εκλογές του 2017. Έκτοτε οι δημοσκοπήσεις τείνουν να δείχνουν μια υποστήριξη υπέρ της παραμονής στην ΕΕ ή υπέρ της άποψης ότι το Brexit ήταν λάθος, με το εκτιμώμενο περιθώριο να αυξάνεται και το 2019 να σημειώνεται μια μικρή μείωση (53% υπέρ της παραμονής και 47% υπέρ της εξόδου τον Οκτώβριο 2019).[92] Αυτό φαίνεται πως οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην προτίμηση για την παραμονή στην ΕΕ μεταξύ αυτώμν που δεν ψήφισαν στο δημοψήφισμα του 2016 (εκτιμάται ότι 2.5 εκατομμύρια από αυτούς, τον Οκτώβριο 2019, ήταν πολύ νέοι για να ψηφίσουν εκείνη την περίοδο).[93][94] Άλλοι λόγοι περιλαμβάνουν τον ελαφρά μεγαλύτερο αριθμό των ψηφοφόρων υπέρ της εξόδου από τους ψηφοφόρους της παραμονής (14% και 12% αντίστοιχα τον Οκτώβριο 2019)[95] οι οποίοι άλλαξαν τον τρόπο που θα ψήφιζαν (ιδιαίτερα μεταξύ των εργατικών) και τους θανάτους των ηλικιωμένων ψηφοφόρων[95], οι περισσότεροι από τους οποίους ψήφισαν υπέρ της εξόδου. Μια εκτίμηση των δημογραφικών αλλαγών υποδηλώνει ότι εάν το δημοψήφισμα για παραμονή ή όχι στην ΕΕ πραγματοποιούνταν τον Οκτώβριο 2019, θα υπήρχαν περίπου 800.000 με 900.000 λιγότεροι ψηφοφόροι υπέρ της εξόδου και περίπου 600.000 με 700.000 περισσότεροι ψηφοφόροι υπέρ της παραμονής, καταλήγοντας σε μια πλειοψηφία υπέρ της παραμονής στην ΕΕ.[93]
Τον Μάρτιο 2019, η αίτηση που ανέβηκε στον ιστότοπο του βρετανικού κοινοβουλίου, με την οποία ζητούνταν από την κυβέρνηση να ανακαλέσει το Άρθρο 50, και να παραμείνει στην ΕΕ, έφτασε σε ένα επίπεδο ρεκόρ με περισσότερες από 6.1 εκατομμύρια υπογραφές.[96][97]
Οι δημοσκοπήσεις της YouGov έδειξαν μια σταδιακή αλλά προοδευτική μείωση της αντίληψης των πολιτών για τα οφέλη του Brexit, με το συνολικό αίσθημα για την ορθότητα της απόφασης του Brexit να μειώνεται από το ελαφρώς θετικό το 2016 στο -11% το 2022.[98] Μια δημοσκόπηση του Μαΐου 2022 έδειξε ότι η πλειοψηφία των ερωτηθέντων, οι οποίοι εξέφρασαν άποψη, θεωρούσε ότι το Brexit πήγε είτε «άσχημα» είτε «πολύ άσχημα».[99] Μια νέα μελέτη έδειξε ότι από το Brexit και μετά, οι πολίτες άλλων ευρωπαϊκών κρατών ήταν περισσότερο υπέρ της αποχώρησης του ΗΒ από όσο ήταν το 2016.[100] Πρόσφατες δημοσκοπήσεις στη Μεγάλη Βρετανία αντικατοπτρίζουν αυτούς τους αριθμούς, με το 54% των ερωτηθέντων να πιστεύει ότι η χώρα έκανε λάθος που έφυγε από την ΕΕ ενώ το 35% των ερωτηθέντων πίστευε ότι ήταν η σωστή απόφαση.[101]
Στις 19 Δεκεμβρίου 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποκάλυψε το σχέδιο δράσης της για έκτακτες ανάγκες, «χωρίς συμφωνία», σε συγκεκριμένους τομείς αναφορικά με την αποχώρηση του ΗΒ από την ΕΕ «μέσα σε 100 ημέρες».[15]
Στον απόηχο της ψηφοφορίας του Ηνωμένου Βασιλείου προκειμένου να αποχωρήσει από την ΕΕ, δημιουργήθηκε το Υπουργείο Διεθνούς Εμπορίου από την πρωθυπουργό Τερέζα Μέι, λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της στις 13 Ιουλίου 2016, για την επίτευξη και επέκταση των εμπορικών συμφωνιών μεταξύ του ΗΒ και των κρατών εκτός ΕΕ.[102] Μέχρι το 2017, απασχολούσε περίπου 200 διαπραγματευτές εμπορίου και εποπτευόταν από τον τότε Υπουργό Διεθνούς Εμπορίου Liam Fox. Τον Μάρτιο 2019, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα μηδένιζε τους δασμούς στις εισαγωγές, σε περίπτωση ενός Brexit χωρίς συμφωνία.[103] Η Συνομοσπονδία της Βρετανικής Βιομηχανίας δήλωσε ότι αυτή η κίνηση θα ήταν μια «βαριοπούλα για την οικονομία μας»[104][105][106], και η Εθνική Ένωση Αγροτών ήταν επίσης αρκετά επικριτική.[107] Επιπλέον, αυτό το σχέδιο φαίνεται πως παραβίαζε αρκετούς κανόνες του ΠΟΕ.[108][109][110][111][112]
Στις 2 Ιουνίου 2020, η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε ότι η ΕΕ πρέπει να προετοιμαστεί για πιθανή αποτυχία των εμπορικών συνομιλιών για το Brexit με το ΗΒ. Πρόσθεσε ότι οι διαπραγματεύσεις επιταχύνονται ώστε να προσπαθήσουν οι δυο πλευρές να καταλήξουν σε μια συμφωνία που θα μπορούσε να επικυρωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου. Η προειδοποίησή της ήρθε καθώς παρήλθε η προθεσμία για τις εκτενείς συνομιλίες, με τις διαπραγματεύσεις να αναμενόταν να ολοκληρωθούν στις 31 Δεκεμβρίου με ή χωρίς συμφωνία.[113]
Το Brexit ενέπνευσε πολλά δημιουργικά έργα, όπως τοιχογραφίες, γλυπτά, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, ταινίες και βιντεοπαιχνίδια. Η αντίδραση των Βρετανών καλλιτεχνών και συγγραφέων απέναντι στο Brexit ήταν αρνητική, αντανακλώντας το συντριπτικό ποσοστό των ανθρώπων που ασχολούνται με τη βιομηχανία του θεάματος στη Βρετανία, οι οποίοι ψήφισαν κατά της αποχώρησης από την ΕΕ.[114] Παρά το γεγονός ότι τα προβλήματα γύρω από τη μετανάστευση κυριάρχησαν στις συζητήσεις για το Brexit, οι Βρετανοί καλλιτέχνες άφησαν σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητη την οπτική των μεταναστών απέναντι στο Brexit. Ωστόσο, το Brexit ενέπνευσε επίσης του μετανάστες καλλιτέχνες που εδρεύουν στο ΗΒ ώστε να δημιουργήσουν νέα έργα και «να διεκδικήσουν την εκπροσώπησή τους στους δημόσιους χώρους και να δημιουργήσουν μια πλατφόρμα που μπορεί να διευκολύνει τις συναντήσεις σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, τους πολυπολιτισμικούς δημοκρατικούς χώρους, την αίσθηση της κοινότητας και της αλληλεγγύης».[115]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.