Στην Αρχαία ελληνική μυθολογία ο Άβας ή Άβαντας ήταν ο 12ος βασιλιάς στο Άργος. Το όνομα του προέρχεται από το αρχικό "΄Α" που εκφράζει άρνηση και το "βαίνω" που σημαίνει "περπατώ σιγά", δηλαδή "δεν προχωρώ ποτέ σιγά", χάρη στον ορμητικό χαρακτήρα που είχε δείξει σε όλες τις μάχες. Ο Άβας ήταν γιος του Λυγκέως και της Υπερμνήστρας της μοναδικής από τις 50 Δαναΐδες που δεν θανάτωσαν τον σύζυγο τους.[5] Με τη σύζυγο του Ωκάλεια ή Αγλαία γιοι του ήταν ο παππούς του διάσημου Περσέα Ακρίσιος και ο Προίτος και κόρη η Ιδομένη.[6] Ο Άβας είχε επίσης άλλον έναν νόθο γιο τον Λύρκο, ιδρυτή της Λύρκειας.[7] Το όνομα "Αβαντιάδες" προσδιορίζει τους απογόνους του Άβαντα ιδιαίτερα τον Ακρίσιο και τον Περσέα που ίδρυσε τις Μυκήνες.[8] Οι πιο διάσημοι θυληκοί του απόγονοι ήταν η Δανάη και η Αταλάντη που καταγραφόταν και ως "Αβαντιάς".[9]
Γρήγορες Πληροφορίες Άβας ο Αργείος, Γενικές πληροφορίες ...
Κλείσιμο
Ο Άβαντας ήταν ένας σκληρός κατακτητής, ίδρυσε την πόλη Άβαι στη βορειοανατολική Φωκίδας, εκεί βρισκόταν μαντείο που λατρευόταν ο Απόλλων Αβαίος και το Θεσσαλικό Πελασγικό Άργος.[10][11] Όταν έμαθε ότι πέθανε ο παππούς του Δαναός κληρονόμησε τον θρόνο του Άργους και την ασπίδα του, δώρο της Ήρας.[12][13] Ο Άβας ακούγεται ότι ήταν τρομερός πολεμιστής, ακόμα και μετά τον θάνατο του οι εχθροί του που βρίσκονταν στα ανάκτορα τρέπονταν σε φυγή μόνο με τη θέα της ασπίδας.[14] Στη διαθήκη του όρισε οι δύο δίδυμοι γιοι του να κυβερνούν διαδοχικά, αυτοί ωστόσο βρίσκονταν μόνιμα σε εμφύλια σύγκρουση, από την εποχή που βρίσκονταν στην κοιλιά της μητέρας τους.
Bell, Robert E. (1991). Women of Classical Mythology: A Biographical Dictionary. ABC-CLIO. σ. 1
Schmitz, Leonhard (1867), "Abas (2)", in Smith, William (ed.), Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology, Τομ. 1, σσ. 1–2
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica τομ.1ος, σελ.57
- Bell, Robert E., Women of Classical Mythology: A Biographical Dictionary. ABC-Clio. 1991.
- Edith Hamilton. Mythology. New York: Mentor, 1942.
- Gaius Julius Hyginus, Astronomica from The Myths of Hyginus translated and edited by Mary Grant. University of Kansas Publications in Humanistic Studies.
- Gaius Julius Hyginus, Fabulae from The Myths of Hyginus translated and edited by Mary Grant. University of Kansas Publications in Humanistic Studies.
- Maurus Servius Honoratus, In Vergilii carmina comentarii. Servii Grammatici qui feruntur in Vergilii carmina commentarii; recensuerunt Georgius Thilo et Hermannus Hagen. Georgius Thilo. Leipzig. B. G. Teubner. 1881.
- Pausanias, Description of Greece with an English Translation by W.H.S. Jones, Litt.D., and H.A. Ormerod, M.A., in 4 Volumes. Cambridge, MA, Harvard University Press; London, William Heinemann Ltd. 1918.
- Pausanias, Graeciae Descriptio. 3 vols. Leipzig, Teubner. 1903.
- Pseudo-Apollodorus, The Library with an English Translation by Sir James George Frazer, F.B.A., F.R.S. in 2 Volumes, Cambridge, MA, Harvard University Press; London, William Heinemann Ltd. 1921. Online version at the Perseus Digital Library.
- Publius Ovidius Naso, Metamorphoses translated by Brookes More (1859–1942). Boston, Cornhill Publishing Co. 1922.
- Publius Ovidius Naso, Metamorphoses. Hugo Magnus. Gotha (Germany). Friedr. Andr. Perthes. 1892.
- Publius Papinius Statius, The Thebaid translated by John Henry Mozley. Loeb Classical Library Volumes. Cambridge, MA, Harvard University Press; London, William Heinemann Ltd. 1928.
- Publius Papinius Statius, The Thebaid. Vol I-II. John Henry Mozley. London: William Heinemann; New York: G.P. Putnam's Sons. 1928. Latin text available at the Perseus Digital Library.
- Publius Vergilius Maro, Aeneid. Theodore C. Williams. trans. Boston. Houghton Mifflin Co. 1910.
- Publius Vergilius Maro, Bucolics, Aeneid, and Georgics. J. B. Greenough. Boston. Ginn & Co. 1900.
- Robert Graves. The Greek Myths. London: Penguin, 1955; Baltimore: Penguin, 1955.
- Strabo, The Geography of Strabo. Edition by H.L. Jones. Cambridge, Mass.: Harvard University Press; London: William Heinemann, Ltd. 1924.
- Strabo, Geographica edited by A. Meineke. Leipzig: Teubner. 1877.