θαλάσσιο πελαγικό πτηνό From Wikipedia, the free encyclopedia
Η φρεγάτα είναι θαλάσσιο πελαγικό πτηνό της οικογενείας των φρεγατιδών. Η επιστημονική ονομασία του γένους είναι Fregata και περιλαμβάνει 5 είδη,[1] τα οποία απαντούν στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές των τριών μεγάλων ωκεανών της υφηλίου.
Φρεγάτα (πτηνό) | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Αρσενική μεγαλόπρεπη φρεγάτα (Fregata magnifiscens) | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Οι φρεγάτες είναι περισσότερο γνωστές για τις αξιοθαύμαστες πτητικές τους ικανότητες (βλ. Ηθολογία), καθώς και την παρουσία ενός ιδιόμορφου μορφολογικού στοιχείου στο εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού των αρσενικών, του λαρυγγικού σάκου ο οποίος, κατά την διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, γεμίζει με αέρα και παίρνει την μορφή ενός εντυπωσιακού κόκκινου μπαλονιού (sic), χαρακτηριστικού του γένους (βλ. Μορφολογία, Αναπαραγωγή).
Ο Χριστόφορος Κολόμβος πρωτοείδε φρεγάτες όταν περνούσε από τα Νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου στο πρώτο ταξίδι του στον Ατλαντικό Ωκεανό, το 1492. Σε ημερολογιακή καταχώρηση καταστρώματος (29 Σεπτεμβρίου) χρησιμοποίησε την λέξη rabiforçado , που σημαίνει forktail «[πουλί] με ψαλιδωτή ουρά».[2][3] Ωστόσο, ο επιστημονικός όρος fregata που παρέμεινε και ως λαϊκή ονομασία σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, οφείλεται σε Γάλλους ναυτικούς οι οποίοι αποκάλεσαν έτσι το πουλί έχοντας κατά νου το ομώνυμο πολεμικό πλοίο.[4] Μάλιστα, η συγκεκριμένη προέλευση αναφέρεται από τον Γάλλο φυσιοδίφη Ζ. Μ. ντυ Τερτρ (Jean-Baptiste du Tertre, 1610-1687) όταν περιγράφει το πτηνό, το 1667.[5] Πάντως, η ονομασία καθιερώθηκε το 1738, από τον Άγγλο φυσιοδίφη και εικονογράφο Ε. Άλμπιν (Eleazar Albin, 1690-1742) στο έργο του Φυσική Ιστορία των Πτηνών (Natural History of Birds), όπου περιλαμβάνεται και εικόνα του αρσενικού με τον κόκκινο λαρυγγικό σάκο του.[6]
Η ετυμολογία της ίδιας της λέξης φρεγάτα είναι άγνωστη, αν και μπορεί να ξεκίνησε ως παραφθορά του aphractus, λατινικής απόδοσης ελληνική λέξη (άφρακτος [ναυς]), που σημαίνει «ανοικτό σκάφος χωρίς κατώτερο κατάστρωμα».[7] Επίσης, ο Κικέρων στις Επιστολές του στον Αττικό 5,13.1 αναφέρει: Navigavimus tardius propter aphractorum Rhodiorum imbecillitatem («απέπλευσε χωρίς φόβο και χωρίς ναυτία, αλλά πιο αργά λόγω της αδυναμίας της Ροδιακής αφράκτου) και, παρακάτω: detraxit viginti ipsos dies aphractus Rhodiorum και aphracta Rhodiorum habebam.
Οι Άγγλοι ναυτικοί συνηθίζουν να αποκαλούν την φρεγάτα με την ευρύτατα διαδεδομένη ονομασία Man-of-War «άνθρωπος-του-πολέμου/πολεμιστής», ιδιαίτερα στα νερά της Καραϊβικής. Μάλιστα, ο Άγγλος εξερευνητής Ο. Ντάμπιερ (William Dampier, 1651-1715), στο βιβλίο του Απολογισμός ενός νέου ταξιδιού σε όλο τον κόσμο (An Account of a New Voyage Around the World, 1697) αναφέρει: Ο «άνθρωπος-του-πολέμου» διαθέτει περίπου το μέγεθος ενός ικτίνου, με παρόμοιο σχήμα, αλλά είναι μαύρος με κόκκινο λαιμό. Ζει με ψάρια αλλά ουδέποτε πλέει στο νερό, αλλά πετάει ψηλά σαν ικτίνος και, όταν βλέπει το θήραμά του, βουτάει με το κεφάλι μέχρι την επιφάνεια, το συλλαμβάνει πολύ γρήγορα με το ράμφος και, αμέσως, ανυψώνεται το ταχύτερο. Ποτέ δεν αγγίζει το νερό με το ράμφος του. Τα φτερά του είναι πολύ μεγάλα, τα πόδια του είναι σαν τα άλλα χερσαία πουλιά, και χτίζει (ενν. φωλιά) στα δέντρα, όταν βρίσκει κάποια, αλλά και στο έδαφος.[8]
Οι φρεγάτες είχαν ταξινομηθεί μαζί με τους κορμοράνους, τις σούλες και τους πελεκάνους στο γένος Pelecanus, από τον Λινναίο το 1758, στην 10η έκδοση του Systema Naturae. Περιέγραψε τα κύρια διακριτικά χαρακτηριστικά τους, όπως το ευθύ, αγκιστρωτό στην άκρη, ράμφος, τα γραμμοειδή ρουθούνια, το γυμνό πρόσωπο και τα πλήρως ενωμένα με νηκτική μεμβράνη, πόδια.[9] Το 1874, ο Άγγλος ζωολόγος Α. Γκάροντ (Alfred Henry Garrod, 1846-1879) δημοσίευσε μια μελέτη όπου εξετάστηκαν διάφορες κατηγορίες πτηνών και χωρίστηκαν σε ομάδες, ανάλογα με το εάν διέθεταν ένα επιλεγμένο σύνολο από 5 μυς. Παρατήρησε ότι η μορφή των μυών ήταν διαφορετική εντός των στεγανοπόδων (τυπικά Πελεκανόμορφα) και συμπέρανε ότι υπήρχαν αποκλίνουσες καταγωγές στην συγκεκριμένη ομάδα, που θα πρέπει να οδηγούν σε ξεχωριστές οικογένειες, με τις φρεγάτες να συγκροτούν την δική τους (Fregatidae).[10]
Ο Ο. Λάναμ (Urless Ν. Lanham) παρατήρησε το 1947 ότι, οι φρεγάτες είχαν κάποια σκελετικά χαρακτηριστικά περισσότερο κοινά με τα Ρινοτρυπόμορφα, σε σχέση με τα Πελεκανόμορφα, αν και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ανήκουν στην δεύτερη ομάδα (ως υποτάξη Fregatae), έστω και ως πρώιμο παρακλάδι της.[11] Η ταξινόμηση αυτής της ομάδας, όπως τα παραδοσιακά Πελεκανόμορφα, με τα πόδια πλήρως ενωμένα με νηκτική μεμβράνη και την παρουσία λαρυγγικού σάκου, συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990.[12] Ωστόσο, μοριακές μελέτες έδειξαν ότι, οι πελεκάνοι είναι στην πραγματικότητα πιο στενά συνδεδεμένοι με τους ερωδιούς, τις νερόκοτες και τις χουλιαρομύτες, αλλά και με τον σφυροκέφαλο και τον φαλαινοκέφαλο. Γι’ αυτό και η τάξη μετονομάστηκε σε Σουλόμορφα (Suliformes) το 2010,[13] ωστόσο υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών.
Το 1994 υιοθετήθηκε το όνομα της οικογένειας φρεγατίδες (Fregatidae), όπως είχε πρωτοαναφερθεί το 1867 από τους Γάλλους φυσιοδίφες Come-Damien Degland και Zéphirin Gerbe και αντικατέστησε, σύμφωνα με το άρθρο 40 (b) του Διεθνούς Κώδικα Ζωολογικής Ονοματολογίας, την ονομασία Ταχυπετίδες (Tachypetidae), όπως είχε προταθεί το 1840, από τον Johann Friedrich von Brandt.[14] Κλαδιστική μελέτη του σκελετού και των επί μέρους οστών στα τυπικά Πελεκανόμορφα και στα συγγενικά taxa διαπίστωσε ότι, οι φρεγάτες σχημάτιζαν ιδιαίτερο κλάδο με το γένος Limnofregata, της Ηώκαινου Εποχής. Τα άτομα από αυτά τα δύο γένη έχουν 15 αυχενικούς σπονδύλους, σε αντίθεση με, σχεδόν, όλα τα άλλα Πελαργόμορφα, Σουλόμορφα και Πελεκανόμορφα, τα οποία έχουν 17. Η ομάδα αυτή είναι αδελφική (sister group) με τα Suloidea, που περιλαμβάνει τις σούλες, τους κορμοράνους και τα μέλη των Anhingidae (darters). Η ηλικία του γένους Limnofregata υποδεικνύει ότι αυτοί οι κλάδοι είχαν διαχωριστεί ήδη από το Ηώκαινο.[15]
Το προαναφερθέν γένος Limnofregata της Ηώκαινου Εποχής περιλαμβάνει πτηνά, των οποίων απολιθωμένα υπολείμματα ανακτήθηκαν από προϊστορικά περιβάλλοντα γλυκού νερού, σε αντίθεση με τα θαλάσσια που προτιμούν τα συγγενικά είδη της σύγχρονης εποχής. Φαίνεται ότι διέθεταν μικρότερα και λιγότερο αγκιστρωτά ράμφη, μακρύτερα πόδια και μεγαλύτερα, σχισμοειδή ρινικά ανοίγματα.[16] Τρία απολιθωμένα είδη έχουν περιγραφεί: δύο από τον Γεωλογικό Σχηματισμό του ποταμού Γκριν στις ΗΠΑ (Green River Formation (48-52 εκατ. ετών) και ένα (1) από τον Γεωλογικό Σχηματισμό Ουόσατς (Wasatch Formation (μεταξύ 53 και 55 εκατομμυρίων ετών).[17]
Πιο πρόσφατα απολιθώματα, χρονολογούμενα από το Πλειστόκαινο και το Ολόκαινο -και που δεν μπορούν να διακριθούν από τα σημερινά είδη- έχουν ανακτηθεί από την Νήσο της Αναλήψεως (φρεγάτα της Νήσου της Αναλήψεως),[18] την Αγία Ελένη,[19] και από διάφορα άλλα νησιά στον Ειρηνικό Ωκεανό (φρεγάτα της Νήσου της Αναλήψεως και μεγάλη φρεγάτα).[20][21]
Το γένος Fregata περιγράφηκε από τον Γάλλο φυσιοδίφη Μ. Λασεπέντ (Bernard Germain de Lacépède, 1756-1825), το 1799.[22] Ο τύπος (type species) είναι η φρεγάτα της Νήσου της Αναλήψεως (Fregata aquila).[23] Για πολλά χρόνια, αναγνωρίζονταν μόνο 2 είδη, τα Fregata aquila και F. ariel. Όμως, ο Αυστραλός ορνιθολόγος Γ. Μάθιους (Gregory Macalister Mathews 1876-1949) αναγνώρισε 5 είδη, τα οποία εξακολουθούν να αναγνωρίζονται έως σήμερα.[24][25]
Ανάλυση ριβοσωματικού και μιτοχονδριακού DNA έδειξε ότι τα πέντε είδη απέκλιναν από έναν κοινό πρόγονο μόνον πρόσφατα, μόλις 1,5 εκατομμύρια χρόνια πριν. Υπάρχουν δύο ζεύγη ειδών, η μεγάλη φρεγάτα με την φρεγάτα της Νήσου των Χριστουγέννων και η μεγαλόπρεπη φρεγάτα με την φρεγάτα της Νήσου της Αναλήψεως, ενώ το πέμπτο είδος, η μικρή φρεγάτα, θεωρείται πρώιμο παρακλάδι του κοινού προγόνου των προαναφερθέντων τεσσάρων ειδών.[25]
Οι φρεγάτες είναι πτηνά που υπερίπτανται των ανοικτών υδάτων στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές των τριών μεγάλων ωκεανών της υφηλίου, του Ειρηνικού, του Ατλαντικού και του Ινδικού.[26] Πετούν, εκμεταλλευόμενοι τα θερμά ανοδικά ρεύματα που δημιουργούνται κάτω από τα νέφη των σωρειτών (cumulus).
Οι φρεγάτες είναι μεγάλα, λεπτά και, ως επί το πλείστον, μαύρα στο πτέρωμα θαλασσοπούλια, με τα πέντε είδη να μην διαφέρουν σημαντικά σε εμφάνιση. Τα θηλυκά είναι μεγαλύτερα από τα αρσενικά και, γενικά, έχουν άσπρα σημάδια στην κάτω επιφάνεια του σώματός τους.[26] Ο λαιμός είναι κοντός, ενώ οι πτέρυγες είναι στενόμακρες και πολύ μεγάλου μήκους, σταδιακά λεπταινόμενες (tapering) με μυτερά άκρα. Έχουν 11 πρωτεύοντα και 23 δευτερεύοντα ερετικά φτερά, ενώ η ουρά διαθέτει 12 πηδαλιώδη φτερά, με τα εξωτερικά να είναι μακρύτερα από τα υπόλοιπα. Το ράμφος είναι μακρύ με έντονα αγκιστρωτό άκρο, χωρίς οδοντώσεις στα χείλη.
Η ουρά είναι βαθιά διχαλωτή, αν και αυτό το χαρακτηριστικό είναι εμφανές, μόνον εάν η ουρά «ανοίξει» σε σχήμα βεντάλιας. Οι ταρσοί είναι εξαιρετικά κοντοί και, όπως το πρόσωπο, πλήρως καλυμμένοι από φτερά. Τα πόδια είναι μικρά και αδύνατα και, παρόλο που οι δάκτυλοι είναι όλοι ενωμένοι με νηκτική μεμβράνη (totipalmate), η ένωση δεν καλύπτει ολόκληρη την επιφάνειά τους, αλλά μεγάλο τμήμα εκάστου δακτύλου παραμένει ελεύθερο.[27]
Οπωσδήποτε, το κύριο διαγνωστικό στοιχείο τους είναι οι χαρακτηριστικοί, μοναδικοί σε εμφάνιση κόκκινοι λαρυγγικοί σάκοι των αρσενικών, που έχουν την δυνατότητα να γεμίζουν με αέρα, αποκτώντας δυσανάλογα μεγάλες διαστάσεις. Η παρουσία και λειτουργία τους αποτελεί μέρος των τελετουργικών επίδειξης των αρσενικών κατά την περίοδο του ζευγαρώματος, με σκοπό την προσέλκυση των θηλυκών.
(βλ. λεπτομέρειες στα επί μέρους είδη).
Ως θαλάσσια, πελαγικά πτηνά μεγάλων αποστάσεων, οι φρεγάτες μπορούν να αναζητούν τροφή έως και 500 χιλιόμετρα (310 μίλια) μακριά από την στεριά. Συνήθως δεν προσθαλασσώνονται, αλλά αρπάζουν την λεία τους από την επιφάνεια του νερού, καθώς πετούν, χρησιμοποιώντας το μακρύ και κυρτό τους ράμφος.[27] Συλλαμβάνουν κυρίως μικρά ψάρια, που προσπαθούν να αποφύγουν θαλάσσιους θηρευτές (κυρίως τόνους), όπως χελιδονόψαρα,[28] αλλά τρώνε και καλαμάρια, νεοσσούς άλλων πουλιών και νεογέννητες χελώνες. Συχνά, οι φρεγάτες «ληστεύουν» άλλα θαλασσοπούλια, όπως σούλες, φαέθοντες και μύχους, ακόμη και όταν ήδη έχουν καταπιεί την λεία τους εκμεταλλευόμενες την ταχύτητα και την ευελιξία τους για να παρενοχλούν τα «θύματά» τους, μέχρις ότου εκείνα αναγκαστούν να αδειάσουν το περιεχόμενο του στομάχου τους.
Θεωρούνται, ως εκ τούτου, κλεπτοπαρασιτικά πτηνά, αν και ο κλεπτοπαρασιτισμός (kleptoparasitism) δεν φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην διατροφή τους, αλλά την συμπληρώνει.[29] Μάλιστα, σε μελέτη πάνω στην διατροφή των μεγάλων φρεγατών, που «έκλεβαν» μασκοφόρες σούλες (Sula dactylatra) δείχθηκε ότι, οι φρεγάτες θα μπορούσαν να συμπληρώνουν μέχρι και το 40% της τροφής τους από τις σούλες, αλλά το ποσοστό αυτό έφθανε μόνον στο 5%, κατά μέσον όρο.[30]
Οι φρεγάτες, γενικά, δεν κολυμπούν ενώ τα κοντά πόδια τους δεν τούς επιτρέπουν να περπατούν καλά.[27] Επειδή, ταυτόχρονα, διαθέτουν τις μεγαλύτερες πτέρυγες σχετικά με το σωματικό τους βάρος, είναι -πρακτικά- εναέρια πτηνά, που μπορούν να παραμένουν ψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα, καταφεύγοντας στην προσγείωση μόνον όταν πρόκειται να κουρνιάσουν ή να αναπαραχθούν. Αυτό συμβαίνει επειδή, σπάνια, φτεροκοπούν και εκμεταλλεύονται τα θερμά ανοδικά ρεύματα για να πραγματοποιούν εναέριους κύκλους πάνω από την επιφάνεια του νερού, με ελάχιστη ενεργειακή δαπάνη.[28]
(βλ. επί μέρους είδη)
Οι φρεγάτες είναι πτηνά που, στην συντριπτική τους πλειονότητα, αναπαράγονται σε απομακρυσμένα ωκεάνια νησιά. Τα αρσενικά πτηνά εμφανίζουν εντυπωσιακά τελετουργικά επίδειξης, με σκοπό να προσελκύσουν τα θηλυκά. Πετούν πάνω από αυτά, με το ράμφος στραμμένο ψηλά και «δονούν» τις απλωμένες πτέρυγές τους. Όμως, το κυριότερο στοιχείο των επιδείξεών τους είναι η διόγκωση των χαρακτηριστικών λαρυγγικών σάκων τους, οι οποίοι αποτελούν εντυπωσιακότατο «θέαμα», με το άλικο κόκκινο χρώμα τους. Συνήθως, κάθονται ομαδικά σε θάμνους και δέντρα διατηρώντας τον σάκο διογκωμένο για περίοδο 20 λεπτών. Επίσης, παράγουν χαρακτηριστικό «κροταλιστό» ήχο με τα ράμφη τους, μερικές φορές μαζί με λεπτό σφύριγμα.
Ο σχηματισμός του ζευγαριού και η κατασκευή της φωλιάς μπορεί να ολοκληρωθούν σε λίγες μέρες για ορισμένα άτομα, ενώ μπορεί να πάρει 1-2 εβδομάδες (μέχρι και 4) για κάποια άλλα. Μετά το ζευγάρωμα, γενικά, το αρσενικό συγκεντρώνει κλαδιά και το θηλυκό κατασκευάζει μια χαλαρά υφασμένη φωλιά.
Οι φρεγάτες προτιμούν να φωλιάζουν σε δένδρα ή θάμνους αλλά, όταν αυτά δεν είναι διαθέσιμα, καταφεύγουν στο έδαφος. Εναποθέτουν ένα (1) μόνον αβγό, το οποίο επωάζεται και από τους δύο συντρόφους, εναλλάξ, για 41-55 ημέρες.
Ο νεοσσός είναι φωλεόφιλος, εκκολάπτεται γυμνός και διαθέτει λίγο λευκό χνούδι. Επιτηρείται συνεχώς από τους γονείς για τις πρώτες 4-6 εβδομάδες και τρέφεται μέσα στην φωλιά για 5-6 μήνες.[27]
Οι γονείς αναλαμβάνουν εκ περιτροπής την σίτισή του για τους 3 πρώτους μήνες, κατόπιν δε μόνον η μητέρα τροφοδοτεί το νεαρό πουλί για άλλους 8 μήνες. Επομένως, η περίοδος ανατροφής του νεοσσού είναι πολύ μεγάλη, κάτι που σημαίνει ότι, οι φρεγάτες δεν μπορούν να ζευγαρώνουν κάθε χρόνο. Πολλές φορές το νεαρό άτομο είναι τόσο ανεπτυγμένο ώστε, ενώ έχει το μέγεθος των γονέων, εξακολουθεί να σιτίζεται από αυτούς. Για την ακρίβεια, η διάρκεια της γονικής μέριμνας στις φρεγάτες είναι από τις μακροβιότερες στα πτηνά, συγκρινόμενη μόνον με εκείνην του βούκερου Bucorvus leadbeateri και κάποιων μεγάλων μελών της οικογενείας Αετίδες (Accipitridae).[31] Το πρόβλημα αυτής της «αργής» αναπαραγωγής επιτείνεται από το γεγονός ότι, οι φρεγάτες χρειάζονται πολλά χρόνια για να φθάσουν στην σεξουαλική ωριμότητα. Μελέτη σε μεγάλες φρεγάτες στα νησιά Γκαλαπάγκος έδειξε ότι, τα θηλυκά ωρίμαζαν στα 8-9 έτη της ηλικίας τους και τα αρσενικά, μόλις στα 10-11 έτη.[32]
Η μέση διάρκεια ζωής των φρεγατών είναι άγνωστη, αλλά όπως και άλλα θαλασσοπούλια, κυρίως περιπλανώμενα άλμπατρος (Diomedea exulans) και ωκεανοδρόμους του Λιτς (Oceanodroma leucorhoa), είναι μακρόβιες. Το 2002 δακτυλιώθηκαν 35 μεγάλες φρεγάτες, οι οποίες ανακτήθηκαν στο νησί Τερν της Χαβάης. Από αυτές, οι δέκα ήταν περίπου 37 ετών, ενώ ένα (1) άτομο ήταν 44 ετών, τουλάχιστον.[33]
(βλ. επί μέρους είδη)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.