σύστημα κατηγοριοποίησης φωνών, κυρίως στο πλαίσιο της όπερας, με βάση την έκταση, το βάρος, το χρώμα και άλλες ιδιότητες της φωνής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο γερμανικός όρος φαχ (γερμ. Stimmfach, Fach, πληθ. Fächer) αναφέρεται στο σύστημα κατηγοριοποίησης φωνών, κυρίως στα πλαίσια της όπερας, με βάση την έκταση, το βάρος, το χρώμα και άλλες ιδιότητες της φωνής. Χρησιμοποιείται διεθνώς, αλλά ως επί τω πλείστω στις γερμανόφωνες χώρες και τις σχολές μονωδίας.
Αυτό το λήμμα χρειάζεται μορφοποίηση ώστε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μορφοποίησης της Βικιπαίδειας.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.
Αυτό το λήμμα χρειάζεται μετάφραση.
Αν θέλετε να συμμετάσχετε, μπορείτε να επεξεργαστείτε το λήμμα μεταφράζοντάς το ή προσθέτοντας δικό σας υλικό και να αφαιρέσετε το {{μετάφραση}} μόλις το ολοκληρώσετε. Είναι πιθανό (και επιθυμητό) το ξενόγλωσσο κείμενο να έχει κρυφτεί σαν σχόλιο με τα <!-- και -->. Πατήστε "επεξεργασία" για να δείτε ολόκληρο το κείμενο.
Το σύστημα αποτελεί σύμβαση τόσο για τους τραγουδιστές όσο και για τους παραγωγούς οπερατικών παραστάσεων. Ο τραγουδιστής που «ανήκει» ή εντάσσεται σε κάποιο συγκεκριμένο φαχ έχει τη δυνατότητα να κινηθεί στα πλαίσια συγκεκριμένων ρόλων, που έχουν ταυτοποιηθεί στον συγκεκριμένο τύπο φωνής. Πολλοί παραγωγοί όπερας διαθέτουν καταλόγους με διαθέσιμους τραγουδιστές, κατηγοριοποιημένοι κατά φαχ· αυτό διευκολύνει τόσο τον τραγουδιστή, που έτσι αποφεύγει να λάβει ακατάλληλο για τη φωνή του ρόλο, όσο και τον παραγωγό, που δεν θα χάσει χρόνο ψάχνοντας τραγουδιστές διαφορετικού φαχ.
Ακολουθεί ένας κατάλογος με τους κυριότερους υπότυπους φωνών (Fächer), με αντιστοιχία σε δεδομένους οπερατικούς ρόλους. Καθώς η οπερατική ορολογία σε διεθνή χρήση είναι κατά βάση γερμανική και ιταλική, η ελληνική μετάφραση (κατά προσσέγγιση) δίδεται σε παρένθεση. Πολλοί ρόλοι αντιστοιχούν σε περισσότερα από ένα φαχ, καθώς και ότι σε πολλές περιπτώσεις ο τραγουδιστής δεν εμπίπτει πάντα σε ένα συγκεκριμένο φαχ: π.χ. κάποιες υψίφωνοι έχουν τη δυνατότητα να τραγουδούν ρόλους κολορατούρας, αλλά και δραματικής κολορατούρας. Επιπλέον, κάποιοι ρόλοι είναι δύσκολο να αποδοθούν σε κάποιο συγκεκριμένο φαχ: π.χ. η "Βασσίλισα της Νύχτας" από τον "Μαγικό Αυλό" του Μότσαρτ θεωρείται ρόλος για δραματική κολορατούρα, αλλά δεδομένης της σπανιότητας της συγκεκριμένης φωνής και της ακραίας απαιτούμενης έκτασης, ο ρόλος αποδίδεται συχνά από μια λυρική κολορατούρα.
Lyrischer Koloratursopran / Koloratursoubrette
Αντιστοιχία στα ελληνικά: Σοπράνο κολορατούρα ή Λυρική κολορατούρα.
Έκταση: Μεσαίο Ντο - Κόντρα Φα (Φα 6).
Περιγραφή: Αναφέρεται συνήθως (αλλά όχι πάντα) σε ελαφριά σοπράνο φωνή με ψηλή έκταση. Περιλαμβάνει «μικρές» φωνές που δεν έχουν το βάθος και τη δύναμη μιας δραματικής σοπράνο. Επιβάλλεται η άνεση σε δεξιοτεχνικά περάσματα, κυρίως στην ψηλή περιοχή. Ενίοτε, φθάνει και σε ψηλότερες περιοχές, ενώ οι εκπρόσωποι αυτού του φαχ έχουν τη δυνατότητα να παίζουν λυρικούς ρόλους και το αντίστροφο.
Αντιστοιχία στα ελληνικά: Δραματική σοπράνο κολορατούρα.
Έκταση: Μεσαίο Ντο - Κόντρα Φα.
Περιγραφή: Ισχύουν τα ως άνω, με τη διαφορά ότι διαθέτει πιο δραματικό, πλούσιο χρώμα. Συχνά η φωνή της έχει περισσότερο βάρος από μια απλή κολορατούρα και είναι πιο λυρική. Επιβάλλεται εξίσου η άνεση στην ψηλή περιοχή και στα δεξιοτεχνικά περάσματα. Τυπικότατο παράδειγμα αποτελεί η Μαρία Κάλλας, η Τζόαν Σάδερλαντ και η Τζουν Άντερσον. Πρόκειται για σπανιότατο φαχ, καθώς απαιτούνται πιο σωματώδεις φωνητικές χορδές ώστε να αποδοθεί το δραματικό χρώμα, κάτι που συνήθως περιορίζει τη δεξιοτεχνική άνεση.
Η δραματική κολορατούρα στα έργα του Μότσαρτ δεν ταυτίζεται με την Ιταλική δραματική κολορατούρα. Οι τραγουδίστριες που ερμηνεύουν Ντόννα Άννα, Φιορντιλίτζι κλπ δεν είναι απαραίτητο ότι μπορούν να ερμηνεύσουν αντίστοιχους ιταλικούς ρόλους, οι οποίοι απαιτούν άλλες φωνητικές δεξιότητες. Οι ρόλοι της Λεονώρας, της Βιολέττας κλπ απαιτούν μια δραματική σοπράνο φωνή, που να έχει ωστόσο άνεση στην ψηλή περιοχή. Από την άλλη, η Νόρμα, η Λαίδη Μακβέθ κλπ αποτελούν δείγματα ιταλικών ρόλων, που δεν είναι απαραίτητο να αποδωθούν από κολορατούρα (αν και η παρτιτούρα αυτό απαιτεί), αλλά από μια φωνή σωματώδη, με δυνατότητα να χειριστεί ακραίο δραματικό ύφος και με άνεση στη δεξιοτεχνία. Ο Βέρντι έγραψε πολλάκις τέτοιους ρόλους στα νιάτα του. Η δραματική σοπράνο Γκένα Ντιμιτρόβα αποτελεί ιδανικό παράδειγμα τέτοιας φωνής, καθώς ερμήνευσε όλους αυτούς τους ρόλους, αλλά και το βαρύτερο από το ιταλικό ρεπερτόριο. Η δε Μαρία Κάλλας είναι άλλο ένα τέτοιο παράδειγμα, ωστόσο δεν είναι εύκολο να ενταχθεί σε συγκεκριμένο φαχ, καθώς η φωνή της υπήρξε εξαιρετικά εύπλαστη, κάτι που της επέτρεπε να τραγουδά σχεδόν κάθε ρόλο.
Περιγραφή: Πρόκειται για μια γλυκιά, ελαφριά και λυρική φωνή, με σχετική άνεση σε δεξιοτεχνικά περάσματα, όπως αυτά μιας κολορατούρας. Οι περισσότερες υψίφωνοι αρχίζουν την καριέρα τους ως σουμπρέτες και αλλάζουν το φαχ τους όσο ωριμάζουν φωνητικά.
Laetitia, The Old Maid and the Thief (Τζιαν Κάρλο Μενόττι)
Τραγουδίστριες:
Barbara Bonney
Elisabeth Schumann
Dawn Upshaw
Lyrischer Sopran
Αντιστοιχία στα ελληνικά: Λυρική σοπράνο.
Έκταση: Σι3 - Ντο6
Περιγραφή: Η λυρική σοπράνο διαθέτει μια πιο εύπλαστη φωνή, ικανή να αποδώσει πιο έντεχνα την τεχνική του λεγκάτο και του πορταμέντο, απαραίτητα στη θεατρική ενσάρκωση του ρόλου. Σε σχέση με τη σουμπρέτα τείνει να έχει μια κάπως αισθησιακή χροιά, ενώ απουσιάζει το ναζιάρικο και τσαχπίνικο ύφος. Ως φωνή είναι μάλλον κοινότατη, ωστόσο θεωρείται βασική λόγω της καθαρότητας και του χαρακτήρα της. Είναι -θα έλεγε κανείς- η βασική σοπράνο φωνή, η οποία δεν διαθέτει ούτε ακραία χαρακτηριστικά, ούτε μεγάλη δύναμη και λοιπές ιδιότητες. Αυτό δεν σημαίνει ότι πολλές εκπρόσωποί της στερούνται άλλων φωνητικών χαρακτηριστικών, που τους επιτρέπει να διευρύνουν τον κατάλογο ρόλων τους. Οι χαρακτήρες που συνήθως ενσαρκώνει συνδέονται με την αθωότητα, είναι παθιασμένες και εύθραυστες, κάτι που συνάδει με το απλοϊκό της τίμπρο. Στο φαχ αυτό είναι επίσης σύνηθες η φωνή να μην αλλοιώνεται ακόμη και σε προσωρημένη ηλικία.
Αντιστοιχία στα ελληνικά: Λυρικο-δραματική σοπράνο.
Έκταση: Λα3 - Ντο6.
Περιγραφή: Η ιταλική εκδοχή αυτού του φαχ απαντά στον όρο σπίντο, που σημαίνει κατά λέξη «πιεσμένο». Αυτό δεν αναφέρεται τόσο στον τρόπο ηχοπαραγωγής του τραγουδιστή, αλλά στην ποιότητα του ήχου αυτού καθεαυτού. Η λυρικο-δραματική σοπράνο διαθέτει μια μάλλον μεγάλη φωνή, ικανή να διαπεράσει τον ηχητικό όγκο μιας ορχήστρας ή χορωδίας. Συνήθως της αποδίδονται νεανικοί ρόλοι, ασχέτως αν η ερμηνεύτρια είναι όντως νεαρή. Καθώς απουσιάζουν από το φαχ αυτό οι ακραίες νότες, η φωνή αυτή είναι ιδανική για μεγάλη γκάμα ρόλων, ενώ δεν είναι σπάνιο οι εκπρόσωποί της να ερμηνεύουν και ρόλους γραμμένους για μέτζο-σοπράνο.
Περιγραφή: η φωνή αυτή χαρακτηρίζεται από το πλούσιο και σκούρο χρώμα της, καθώς και τον μεγάλο όγκο της, που διαπερνά ολόκληρη την ορχήστρα. Η δραματική σοπράνο δεν διαθέτει την πλαστικότητα των ελαφρύτερων Fächer και γι'αυτό αναλαμβάνει συνήθως ρόλους που απαιτούν δύναμη και αντοχή. Ορισμένες δραματικές υψίφωνοι τείνουν να έχουν έναν ελαφρύτερο, λυρικό τόνο, ενώ οι πλέον σκουρόχρωμες μπορούν άνετα να επεκτείνουν το ρεπερτόριό τους και στην περιοχή της δραματικής μέτζο-σοπράνο.
Die Kaiserin, Die Frau ohne Schatten (Ρίχαρντ Στράους) (για ψηλή δραματική σοπράνο)
Οι άνω δύο τελευταίοι ρόλοι αφορούν δραματικές υψιφώνους με άνεση στην ψηλή τους περιοχή, καθώς τα έργα απαιτούν εκτεταμένες φράσεις (τενούτες) σε ψηλές νότες. Ο ίδιος ο Στράους είχε δηλώσει ότι η Σαλώμη θα πρέπει να ερμηνευτεί από κάποια με την πλαστικότητα μιας δραματικής κολορατούρας, λόγω της ψηλής τεσσιτούρας του έργου.
Τραγουδίστριες:
Hildegard Behrens
Helga Dernesch
Jane Eaglen
Andrea Gruber
Lotte Lehmann
Zinka Milanov
Leonie Rysanek
Elisabeth Rethberg
Rosa Ponselle
Deborah Voigt
Τζέσυ Νόρμαν
Regine Crespin
Sylvia Sass
Eva Marton
Florence Austral
Germaine Lubin
Giannina Arangi-Lombardi
Gina Cigna
Hochdramatischer Sopran
Αντιστοιχία στα ελληνικά: Βαγκνέρια σοπράνο.
Έκταση: Σολ3 - Ντο6.
Περιγραφή: όπως προκύπτει από τη νομενκλατούρα της, η φωνή αυτή θεωρείται το ιδανικό μέσο ερμηνείας για τις ύστερες όπερες του Βάγκνερ. Κατά βάση, πρόκειται για δραματική σοπράνο, που όμως διαθέτει ακόμη μεγαλύτερη φωνή, ικανή να κινείται με αντοχή σε όλη της την έκταση. Είναι συχνά δύσκολο να διακρίνει κανείς τις διαφορές της με την «κανονική» δραματική σοπράνο, αλλά κατά μέσο όρο η Βαγκνέρια σοπράνο είναι φωνητικά δυνατότερη, μεγαλύτερης αντοχής και στιβαρού όγκου.
Αντιστοιχία στα ελληνικά: Μέτζο-σοπράνο κολορατούρα
Έκταση: Σολ3 - Σι5.
Περιγραφή: Το συγκεκριμένο φαχ απαντάται συχνά σε όπερες του Ροσσίνι, αν και αρχικά αναφερόντουσαν σε ερμηνεύτριες της άλτο φωνής, με μεγάλη πλαστικότητα και άνεση στην ψηλή περιοχή. Στις μέρες μας ερμηνεύονται από μέτζο-σοπράνες, ή ακόμη και από σοπράνες· μια λυρική σοπράνο έχει την ευλυγισία να τραγουδήσει τα έργα αυτά στον αυθεντικό τόνο, ενώ για μια κολορατούρα η μεταφορά του τόνου ψηλότερα θα αναδείξει τις τεχνικές της δυνατότητες.
Περιγραφή: κατ' αντιστοιχία της λυρικής υψιφώνου, η φωνή αυτή τοποθετείται χαμηλότερα, έχει όμως παρόμοια χαρακτηριστικά. Δεν είναι τόσο διαπεραστική, ενώ διακρίνεται για το κάπως εύθραυστο και θλιμένο του χαρακτήρα της. Ο ευφημισμός «κοντή σοπράνο» της έχει αποδοθεί, καθώς πρόκειται πραγματικά για μια λυρική σοπράνο που δεν διαθέτει άνεση στην ψηλή περιοχή. Γεγονός είναι ότι πολλές λυρικές μέτζο-σοπράνες αναπτύσσονται σε «πραγματικές» σοπράνες κάποια στιγμή στην καριέρα τους.
Sesto, La clemenza di Tito (Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ)
Τραγουδίστριες:
Janet Baker
Susan Graham
Risë Stevens
Anne Sofie von Otter
Frederica von Stade
Tatiana Troyanos
Dramatischer Mezzosopran
Αντιστοιχία στα ελληνικά: Δραματική μέτζο-σοπράνο.
Έκταση: Σολ3 - Σι5.
Περιγραφή: η φωνή αυτή μοιράζεται πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το φαχ της δραματικής σοπράνο. Η ειδοποιός διαφορά τους είναι η τονική περιοχή στην οποία κινούνται (τεσσιτούρα) ως επί τω πλείστω: η δραματική μέτζο θα εστιάσει στη μεσαία και χαμηλή περιοχή, επιφυλάσσοντας τις ψηλές της νότες μόνο για την κλιμάκωση του έργου. Είναι φυσικό κι επόμενο οι εκπρόσωποί της συχνά να αναλαμβάνουν ρόλους για δραματική σοπράνο, που όμως είναι γραμμένοι σε μάλλον χαμηλή τεσσίτούρα.
Περιγραφή: στυλιστικά είναι ίδια με τη δραματική μέτζο, αλλά σε χαμηλότερη περιοχή. Από τεχνικής πλευράς τραγουδά στην περιοχή του «περάσματος», κάπου ανάμεσα στη στηθική και την κεφαλική φωνή. Θεωρείται σπάνιος τύπος φωνής, με βαθύ, πλούσιο ήχο, σε σχέση με μια τυπική κοντράλτο.
Αντιστοιχία στα ελληνικά: κωμικός τενόρος. Πολλοί τενόροι αυτού του φαχ εξελίσσονται σε Λυρικούς τενόρους· βασικός παράγοντας αυτής της εξέλιξης είναι το χρώμα και η ομορφιά της φωνής.
Περιγραφή: ο ηρωικός τενόρος διαθέτει μια πλήρως δραματική φωνή, που ενέχει όμως το φωνητικό βάρος ενός βαρυτόνου στη μεσαία και χαμηλή περιοχή. Το λαμπερό τίμπρο είναι εξίσου σημαντικό, ώστε να μην καλύπτεται από την ορχήστρα.
Περιγραφή: ο βαρύτονος του συγκεκριμένου φαχ χαρακτηρίζεται από ένα γλυκύ και ήπιο χρώμα, από το οποίο απουσιάζει το σκληρό «μέταλλο». Σε πολλούς αντίστοιχους ρόλους απαιτείται μια μετρίου βαθμού κολορατούρα, ενώ η φυσική παρουσία του τραγουδιστή θα πρέπει να εμπνέει έναν κάποιο θαυμασμό.
Αντιστοιχία στα ελληνικά: Μελωδικός Βαρύτονος (από το ιταλικό Baritono Cantabile).
Έκταση: Λα2 - Σολ#4.
Περιγραφή: σε σχέση με τον λυρικό βαρύτονο, αυτό το φαχ προδίδει μια πιο άγρια φωνητική όψη, με περισσότερο μεταλλικό στοιχείο. Ο μελωδικός βαρύτονος έχει την ευχέρεια να ερμηνεύσει εξίσου λυρικούς και ελαφρά δραματικούς ρόλους, αρκεί η παρουσία του να είναι αρρενωπή και ευγενούς φύσεως. Φωνητικά το εν λόγω φαχ δεν είναι τόσο διαπεραστικό όσο αυτό του «Βερντιανού» βαρυτόνου (βλ. παρακάτω), ο οποίος συν τοις άλλοις προϋποθέτει και τη δυναμική του παρουσία επί σκηνής, έχοντας μυώδες ή μεγαλόσωμο σωματότυπο.
Περιγραφή: ως συμπλήρωμα της ως άνω περιγραφής, η φωνή αυτή είναι πολύ αποτελεσματική στη ψηλή της περιοχή, ενώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αποτελεί το λεγόμενο σκουίλλο (φωνητική τεχνική με την οποία η φωνή γίνεται τρόπον τινά διαπεραστική). Ονομάζεται δε «Βερντιανός» για τον προφανή λόγο που τον τοποθετεί στις περισσότερες όπερες του Βέρντι.
Περιγραφή: όπως προκύπτει και από την ονοματοδοσία του, αυτό το φαχ αρμόζει σε ηρωικό ρόλο, συνήθως ημίθεου, επαναστάτη κλπ. Φωνητικά, απαιτεί μεγάλη ένταση και όγκο από τον τραγουδιστή· στα λυρικά θέατρα της Γερμανίας δε, θεωρείται μεγάλη τιμή να κατέχει κάποιος τον ρόλο του ηρωικού βαρυτόνου.
Αντιστοιχία στα ελληνικά: Λυρικός Μπασο-βαρύτονος.
Έκταση: Φα2 - Φα4.
Περιγραφή: όσον αφορά στη φωνητική του έκταση, το φαχ του μπασο-βαρύτονου είναι εν γένει αρκετά ρευστό, με κάποιους ρόλους να είναι αρκετά λιγότερο απαιτητικοί από κάποιους άλλους. Δεν είναι σπάνια η διάθεση τέτοιων ρόλων σε βαρύτονους, ή και βαθύφωνους. Αρκετά συχνά, η φωνή αυτή προτιμάται και για έργα της μπαρόκ περιόδου, όπως ορατόρια και καντάτες του Μπαχ.