Ττσεφ
From Wikipedia, the free encyclopedia
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Ττσεφ (πολωνικά: Tczew, κασουβικά: Dërszewò) είναι πόλη και η έδρα του Πόβιατ Ττσεφ, στο Βοεβοδάτο Πομερανίας της βόρειας Πολωνίας. Βρίσκεται στον ποταμό Βιστούλα και ο πληθυσμός του είναι 57.394 κάτοικοι (2021).[3] Η πόλη είναι γνωστή για την Παλιά Πόλη της και τη Γέφυρα του Βιστούλα, ή Γέφυρα του Ττσεφ, που έπαιξε βασικό ρόλο στην εισβολή στην Πολωνία κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ττσεφ | |||
---|---|---|---|
| |||
Χώρα | Πολωνία[1] | ||
Διοικητική υπαγωγή | Πόβιατ Ττσεφ | ||
Ίδρυση | 1198 | ||
Έκταση | 22,26 km² | ||
Υψόμετρο | 25 μέτρα | ||
Πληθυσμός | 57.990 (31 Μαρτίου 2021)[2] | ||
Ταχ. κωδ. | 83-100 à 83-110 | ||
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Η πόλη είναι η τοποθεσία της ετήσιας κατασκήνωσης αγγλικής γλώσσας που διοργανώνεται από την Αμερικανο-Πολωνική Συνεργασία για το Ττσεφ.
Το Ττσεφ βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Βιστούλα, περίπου 30 χλμ. νότια του Κόλπου του Γκντανσκ στη Βαλτική Θάλασσα και 35 χλμ. νοτιοανατολικά του Γκντανσκ.
Το Ττσεφ (Trsow, Dersowe, «πόλη των υφαντών»[4]) αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως Trsow (Τρσοφ) σε ένα έγγραφο από τον Πομεράνιο Δούκα Γκζιμίσουαφ, που παραχωρούσε τη γη στους Οσπιτάλιους Ιππότες το 1198.[5] Γύρω στο 1200, ο Σάμπορ Α΄ της Πομερελίας έχτισε εδώ ένα φρούριο.[4] Σε ορισμένα έγγραφα, εμφανίζεται το όνομα Ντερσέβο (Derszewo), το οποίο προέρχεται από το όνομα ενός φεουδάρχη, του Ντέρσουαφ (Dersław). Είναι άγνωστο αν οι Τρσοφ και Ντερσέβο αναφέρονταν στον ίδιο ή σε δύο γειτονικούς οικισμούς. Προκειμένου να αποκτήσει καλύτερο έλεγχο της κυκλοφορίας στο Βιστούλα, ο Δούκας Σάμπορ Β΄ της Πομερανίας μετέφερε την κατοικία του από το Λουμπισέβο Ττσέφσκιε στο Ττσεφ.[6] Μέχρι το 1252 ο οικισμός ήταν γνωστός με τα ονόματα Tczew και Dirschau (Ντίρσαου).
Το 1258 δημιουργήθηκε ένα δημοτικό συμβούλιο και το 1260 παραχωρήθηκαν στο Ττσεφ προνόμια πόλης.[5] Είναι η μόνη περίπτωση στην Πολωνία που συστάθηκε δημοτικό συμβούλιο πριν από την παραχώρηση προνομίων πόλης.[5] Αναπτύχθηκε η βιοτεχνία και το εμπόριο, υπήρχε λιμάνι στον Βιστούλα και νομισματοκοπείο.[5] Ο Δούκας Μέστβιν Β΄ της Πομερανίας το 1289 έφερε το Τάγμα των Δομινικανών στην πόλη.[5] Ήταν μέρος της Πολωνίας μέχρι το 1308. Μετά τη Συνθήκη του Σόλντιν το 1309, το Ττσεφ αγοράστηκε από το Μαργραβιάτο του Βραδεμβούργου από τον Χάινριχ φον Πλύτσκε των Τεύτονων Ιπποτών, παρά το γεγονός ότι οι αρχικές αξιώσεις για την περιοχή από το Βραδεμβούργο ήταν αμφίβολης νομιμότητας.[7] Οι κάτοικοι της πόλης εκδιώχθηκαν από τους Τεύτονες Ιππότες[8] και η οργάνωση της πόλης έπαψε να υπάρχει για περισσότερο από μισό αιώνα. Ανοικοδομήθηκε από το 1364 έως το 1384 και του χορηγήθηκε νόμος του Κουλμ από τον Βίνριχ φον Κνίπροντε. Μετά τη νίκη της Πολωνίας στη Μάχη του Γκρούνβαλντ το 1410, η πόλη ανακαταλήφθηκε για λίγο από την Πολωνία.[6] Το 1434 η πόλη κάηκε από τους Χουσίτες. Το 1440 η πόλη προσχώρησε στην Πρωσική Συνομοσπονδία, αντιτιθέμενη στην κυριαρχία του Τευτονικού Τάγματος.[6][9] Το 1457, κατά τη διάρκεια του Δεκατριετούς Πολέμου, οι Βοήμιοι μισθοφόροι στην υπηρεσία του Τάγματος πούλησαν το Ττσεφ στην Πολωνία αντί για αποζημιώσεις.[10] Η Δεύτερη Ειρήνη του Θορν (1466) επιβεβαίωσε την επανενσωμάτωση του Ττσεφ στην Πολωνία. Έγινε έδρα κομητείας εντός του Βοεβοδάτου Πομερανίας (1466-1772) στη νεοσύστατη πολωνική επαρχία της Βασιλικής Πρωσίας, σύντομα επίσης μέρος της Επαρχίας Μείζονος Πολωνίας του Πολωνικού Στέμματος.
Κατά τη διάρκεια της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης οι περισσότεροι από τους κατοίκους της πόλης ασπάστηκαν τον Λουθηρανισμό. Το 1626, καταλήφθηκε από τον Βασιλιά Γουσταύο Β΄ Αδόλφο της Σουηδίας, ο οποίος έχτισε μια πλωτή γέφυρα στον ποταμό Βιστούλα και ο οποίος είχε το στρατόπεδό του στη νότια πλευρά της πόλης.[4] Μετά τον πόλεμο, το Ττσεφ επισκέφτηκε δύο φορές ο Πολωνός Βασιλιάς Βλαδίσλαος Δ΄ της Πολωνίας, το 1634/1635 και το 1636.[11] Αν και ξαναχτίστηκε, στη συνέχεια υπέφερε κατά τη διάρκεια των Πολωνο-Σουηδικών Πολέμων. Σε μια κοντινή μάχη στις 2 Σεπτεμβρίου 1657, οι Πολωνοί ηττήθηκαν από τα συνδυασμένα στρατεύματα του Βραδεμβούργου και της Σουηδίας υπό τον Στρατηγό Ιωσία Β΄ του Βάλντεκ-Βίλντουνγκεν.[4]
Η περιοχή προσαρτήθηκε από την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία από το Βασίλειο της Πρωσίας κατά τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας το 1772. Το Ττσεφ, ως Ντίρσαου, έγινε μέρος της νεοϊδρυθείσας επαρχίας της Δυτικής Πρωσίας. Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων και των πολωνικών εθνικοαπελευθερωτικών μαχών, η πόλη κατελήφθη από τα πολωνικά στρατεύματα του Στρατηγού Γιαν Χένρικ Ντομπρόφσκι το 1807, αλλά έγινε ξανά πρωσική το 1815. Το 1818 οι Πρώσοι έκλεισαν το μοναστήρι των Δομινικανών.[6] Τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο του 1831, μερικές πολωνικές μονάδες πεζικού, ιππικού και πυροβολικού της Νοεμβριανής Εξέγερσης σταμάτησαν στην πόλη στο δρόμο προς τους χώρους εγκλεισμού τους[12] και αργότερα, μια από τις κύριες οδούς διαφυγής των ανταρτών από τη διαμελισμένη Πολωνία στη Μεγάλη Μετανάστευση οδηγούσε μέσα από την πόλη.
Με την ενοποίηση της Γερμανίας, η πόλη έγινε μέρος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας το 1871 και από το 1887 ήταν η πρωτεύουσα του Κράις Ντίρσαου στην επαρχία της Δυτικής Πρωσίας. Η πόλη αναπτύχθηκε γρήγορα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα μετά το άνοιγμα της Πρωσικής Ανατολικής Σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε το Βερολίνο με το Κούνιχσμπεργκ, με τη γέφυρα του Βιστούλα κοντά στο Ντίρσαου να είναι ένα σημαντικό μέρος.
Υπό την πρωσική και γερμανική κυριαρχία, ο πολωνικός πληθυσμός υπέφερε από αναγκαστική γερμανοποίηση. Για παράδειγμα, στους Πολωνούς απαγορεύτηκαν τα πολωνικά σχολεία και αρνήθηκαν να διδάξουν στα παιδιά τους γερμανικά. Ο Γερμανός αξιωματούχος Χάινριχ Μέτενμαγιερ έγραψε ότι οι καθηγητές που διορίστηκαν από τους Γερμανούς αντιμετωπίζονταν με τη μεγαλύτερη περιφρόνηση από τα παιδιά της Πολωνίας και τους γονείς τους.[13] Η πόλη παρέμεινε κέντρο της πολωνικής αντίστασης και οι Πολωνοί ίδρυσαν διάφορες οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένης της Bank Ludowy («Λαϊκή Τράπεζα»).[6] Σύμφωνα με την απογραφή του 1910, το Ντίρσαου είχε πληθυσμό 16.894 κατοίκους, εκ των οποίων οι 15.492 (91,7%) ήταν Γερμανοί και οι 1.397 (8,3%) ήταν Πολωνοί.[14][15]
Μετά την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της Πολωνίας το 1918, οι ντόπιοι Πολωνοί σχημάτισαν το Λαϊκό Συμβούλιο προετοιμάζοντας την επανένταξη με την Πολωνία.[6] Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως συνέπεια της Συνθήκης των Βερσαλλιών, το Ττσεφ έγινε μέρος του λεγόμενου Πολωνικού Διαδρόμου και ενσωματώθηκε στο ανασυσταθέν πολωνικό κράτος. Η επίσημη παράδοση έγινε στις 10 Ιανουαρίου 1920 και στις 30 Ιανουαρίου, ο Πολωνός Στρατηγός Γιούζεφ Χάλερ έφτασε στην πόλη με τα στρατεύματά του. Η πόλη έγινε κέντρο πολιτιστικών δραστηριοτήτων της γερμανικής μειονότητας στην Πολωνία, ιδρύθηκε ένα γερμανόφωνο σχολείο και ένα θέατρο. Ο περιφερειακός βουλευτής του Πολωνικού Κοινοβουλίου εκπροσωπούσε τη γερμανική μειονότητα. Σε αυτήν την περίοδο, το ποσοστό των Γερμανών στην πόλη μειώθηκε δραστικά από πάνω από 90% το 1910 σε περίπου 9% το 1939. Το 1921, το Ττσεφ είχε πληθυσμό 16.250 κατοίκους, εκ των οποίων 4.600 (28,3%) ήταν Γερμανοί.
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, το Ττσεφ ήταν διάσημο για τη ναυτική του ακαδημία (Szkoła Morska), που αργότερα μετακόμισε στη Γκντίνια.[5]
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της πόλης, το Ττσεφ ήταν η τοποθεσία έναρξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όταν τα γερμανικά βομβαρδιστικά επιτέθηκαν σε εγκαταστάσεις πολωνικών σκαπανέων για να αποτρέψουν την ανατίναξη των γεφυρών στις 04:34 της 1ης Σεπτεμβρίου 1939 (ο βομβαρδισμός της χερσονήσου Βεστερπλάτε ξεκίνησε στις 04:45). Οι Γερμανοί έστειλαν δύο τρένα με στρατιώτες για να καταλάβουν τις γέφυρες, μεταμφιεσμένα σε εμπορευματικά τρένα, αλλά χάρη στους πολωνούς σιδηροδρομικους υπαλλήλους στο Σιμανκόβο, έφτασαν αργά, χάνοντας τον παράγοντα έκπληξη και οι γέφυρες ανατινάχτηκαν μετά τις 6 το πρωί εκείνης της ημέρας.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Πολωνίας (1939–45) το Ττσεφ, ως Dirschau, προσαρτήθηκε στη νεοσύστατη επαρχία Ράιχσγκαου Ντάντσιχ-Δυτικής Πρωσίας της Ναζιστικής Γερμανίας. Ο πολωνικός πληθυσμός υποβλήθηκε σε μαζικές συλλήψεις, καταστολές, απελάσεις και δολοφονίες. Τα SS-Heimwehr-Sturmbann Götze εισήλθαν στην πόλη το Σεπτέμβριο του 1939 για να πραγματοποιήσουν ενέργειες κατά των Πολωνών, συμπεριλαμβανομένων μαζικών συλλήψεων με τη βοήθεια ντόπιων Γερμανών που οργανώθηκαν σε μονάδες Selbstschutz, οι οποίοι κατήγγειλαν ντόπιους Πολωνούς ακτιβιστές.[16] Οι Γερμανοί φυλάκισαν εκατοντάδες Πολωνούς σε στρατόπεδα που δημιουργήθηκαν σε ένα πρώην εργοστάσιο (σημερινό μουσείο), σε μια σχολή χειροτεχνίας και σε στρατώνες.[17] Το Νοέμβριο του 1939, οι Γερμανοί πραγματοποίησαν εκτελέσεις πολλών Πολωνών από το Ττσεφ, συμπεριλαμβανομένων ντόπιων δασκάλων, αξιωματούχων (συμπεριλαμβανομένου του προπολεμικού δημάρχου Κάρολ Χέμπελ), τεχνιτών, ενός αστυνομικού και ακόμη και ενός δεκαεπτάχρονου μαθητή.[18] Καθολικοί ιερείς από το Πέλπλιν, οι οποίοι δεν δολοφονήθηκαν στο Πέλπλιν, φυλακίστηκαν στους στρατώνες του Ττσεφ και στη συνέχεια δολοφονήθηκαν στο δάσος του Σπένγκαφσκ.[19] Τον Ιανουάριο του 1940, η Σούτσσταφφελ και η Selbstschutz πραγματοποίησαν δύο δημόσιες εκτελέσεις 33 Πολωνών κατοίκων, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων σιδηροδρόμων, αξιωματούχων, τεχνιτών και εμπόρων, στην πλατεία της αγοράς.[20] Επίσης Πολωνοί από τις κομητείες Σταρόγκαρντ και Τουχόλα, οι οποίοι αρνήθηκαν να υπογράψουν τη Volksliste, φυλακίστηκαν στο Ττσεφ και στη συνέχεια δολοφονήθηκαν σε ένα κοντινό δάσος.[21] Από το 1939 έως το 1941, η Einsatzgruppe λειτούργησε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στην πόλη.[22]
Το 1941, οι Γερμανοί δημιούργησαν ένα στρατόπεδο μετάβασης για Πολωνούς που εκδιώχθηκαν από την περιοχή σε ένα τοπικό εργοστάσιο (σημερινό μουσείο).[23][24] Οι άνθρωποι κρατήθηκαν εκεί για αρκετές εβδομάδες και στη συνέχεια εκδιώχθηκαν στο Γενικό Κυβερνείο.[23] Εκατοντάδες Πολωνοί κάτοικοι του Ττσεφ εκδιώχθηκαν το 1940 και το 1941.[25] Ορισμένοι κάτοικοι απελάθηκαν επίσης σε καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία.[6] Το 1943, ντόπιοι Πολωνοί κατάφεραν να σώσουν μερικά απαχθέντα Πολωνόπουλα από την περιοχή Ζάμοστς, αγοράζοντας τα από τους Γερμανούς στον τοπικό σιδηροδρομικό σταθμό.[26]
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη ήταν μια από τις πιο κατεστραμμένες πόλεις του Γκντανσκ της Πομερανίας. Ουσιαστικά κανένα από τα εναπομείναντα εργοστάσιά της δεν ήταν ικανό να λειτουργήσει. Υπήρξε σημαντική απώλεια πληθυσμού, με τα άτομα να φτάνουν τις 18-20 χιλιάδες άτομα. Λίγο πριν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καταλήφθηκε από τον Σοβιετικό Στρατό. Μετά το τέλος του πολέμου η πόλη έγινε μέρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας και μετονομάστηκε ξανά σε Ττσεφ. Οι Γερμανοί κάτοικοι απομακρύνθηκαν και εκδιώχθηκαν. Οι Πολωνοί κάτοικοι έκαναν την πρώτη προσπάθεια ανοικοδόμησης και αναζωογόνησης.[27]
Από το 1975 έως το 1998, βρισκόταν διοικητικά στο Βοεβοδάτο Γκντανσκ (1975-1998). Το 1984 το Μουσείο του ποταμού Βιστούλα, ένα παράρτημα του Εθνικού Ναυτικού Μουσείου του Γκντανσκ, άνοιξε στο κτίριο του προπολεμικού εργοστασίου μεταλλικών προϊόντων, στο οποίο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί λειτουργούσαν στρατόπεδο διέλευσης για Πολωνούς που εκδιώχθηκαν από την περιοχή.[24]
Επί του παρόντος, υπάρχουν αρκετές εταιρείες στον κλάδο της ηλεκτρικής βιομηχανίας και της μηχανουργικής.
Η 30η Ιανουαρίου, δηλαδή η ημερομηνία επιστροφής του Ττσεφ στην Πολωνία μετά την περίοδο διαμελισμού, εορτάζεται ως Ημέρα του Ττσεφ.[5]
Το οικόσημο του Ττσεφ απεικονίζει έναν κόκκινο γρύπα προς τιμή του Δούκα Σάμπορ Β΄, ο οποίος παραχώρησε στην πόλη δημοτικά δικαιώματα το 1260.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.