From Wikipedia, the free encyclopedia
Στην Ελλάδα το φαινόμενο της τρομοκρατίας διακρίνεται - σε σχέση με αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες - για τη μακροβιότητά του[1]. Η δράση ελληνικών τρομοκρατικών οργανώσεων τοποθετείται χρονικά κατά την περίοδο μετά την πτώση της ελληνικής χούντας των συνταγματαρχών το 1974.
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Σημαντικότερες υπήρξαν η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη (1974 - 2002), ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (1975 - 1995), ο Επαναστατικός Αγώνας (2003 - 2017), η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς (2008 - σήμερα) και η Σέχτα Επαναστατών (2009 - σήμερα) οι οποίες ευθύνονται και για τις περισσότερες τρομοκρατικές ενέργειες. Κοινά χαρακτηριστικά αυτών των οργανώσεων ως το 2000 σε θεωρητικό επίπεδο ήταν η αριστερή ιδεολογία, ο αντιδυτικισμός, ο αντι-ιμπεριαλισμός και ο αντιαμερικανισμός. Από το 2000 και ειδικά μετά το 2008, οι οργανώσεις ένοπλης βίας ήταν πλέον μόνο αναρχικές με διαφορετικές ιδεολογικές και θεωρητικές θέσεις από το παρελθόν.
Με τον όρο Ερυθρά τρομοκρατία χαρακτηρίζεται η δράση του ΕΑΜ και των ενόπλων οργανώσεών του (ΕΛΑΣ, ΟΠΛΑ) εναντίον άλλων αντιστασιακών οργανώσεων στα χρόνια της κατοχής απο τις δυνάμεις του Άξονα και μετέπειτα, καθώς επίσης και οι δολοφονίες, διώξεις και τρομοκρατήσεις πολιτικά αντιφρονούντων προς αυτό πολιτών (μη δοσιλόγων) στις περιοχές ελέγχου του.
Με τον όρο Λευκή τρομοκρατία χαρακτηρίζεται η χρονική περίοδος που ακολούθησε μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ ως αποτέλεσμα της ήττας των δυνάμεων της Αριστεράς στο κίνημα του Δεκεμβρίου 1944. Για τουλάχιστον ένα χρόνο και συγκεκριμένα από την επομένη της συμφωνίας (Φεβρουάριος 1945) έως τις 31 Μαρτίου του 1946 οι ανώνυμοι κατά κύριο λόγο αριστεροί πολίτες της επαρχίας υπέστησαν διώξεις από ένοπλες παρακρατικές ομάδες που προέβαιναν, συχνά με την ανοχή των Αρχών και της χωροφυλακής, σε πράξεις βίας εναντίον τους.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του '50 και του '60, μετά τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου (1946-1949), η παράταξη που ασκούσε την κυβερνητική εξουσία (δεξιά) χρεώνεται με ανοχή στη δράση ορισμένων παρακρατικών συμμοριών, που είχαν σαν αποκορύφωμά τους τα έκτροπα σε βάρος του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη και τη δολοφονία του στη Θεσσαλονίκη το 1963. Η έρευνα που ακολούθησε, αποκάλυψε ευθύνες της Χωροφυλακής στο συμβάν. Μάλιστα, ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής αγανακτισμένος για το όργιο τρομοκρατίας που επικρατούσε, έκανε τη γνωστή σε όλους δήλωση «τελικά, ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο;».
Μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974 και τη μεταπολίτευση έδρασαν στην Ελλάδα τρομοκρατικές οργανώσεις της άκρας δεξιάς με στόχο την αποσταθεροποίηση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Οι οργανώσεις αυτές απαρτίζονταν από χουντικούς, νεοναζιστές και αξιωματικούς που πρόσκεινταν στον πρώην δικτάτορα Ιωαννίδη. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι αστυνομικές έρευνες προσανατολιζόταν στην αριστερά, και γι' αυτό η αντιμετώπισή των ανωτέρω οργανώσεων δεν έφερνε αποτέλεσμα.[2][3] Από το 1974 ως το 1978 πραγματοποιήθηκαν βομβιστικές επιθέσεις σε γραφεία αριστερών κομμάτων και οργανώσεων, βιβλιοπωλεία και σε κινηματογράφους που προέβαλαν σοβιετικές ταινίες. Σε μία από αυτές τις βομβιστικές ενέργειες είχε εμπλακεί ο Νίκος Μιχαλολιάκος, μετέπειτα αρχηγός της Χρυσής Αυγής, που το 1979 καταδικάστηκε σε φυλάκιση 13 μηνών για κατοχή εκρηκτικών.[4][3] Ωστόσο οι αρχές επέδειξαν έντονα αντανακλαστικά στις έρευνες έναντι των ακροδεξιών τρομοκρατικών οργανώσεων και απο το 1975 μέχρι το 1979 τα μέλη των οργανώσεων αυτών είχανε συλληφθεί.
Τρομοκρατία στην Ελλάδα ασκήθηκε, κυρίως μετά τη μεταπολίτευση, από διάφορες οργανώσεις στα πρότυπα των αντίστοιχων γερμανικών ομάδων (Φράξια Κόκκινος Στρατός κ.α.) ή των ιταλικών Ερυθρών Ταξιαρχιών της δεκαετίας του '70. Η κυριότερη από τις εγχώριες αυτές οργανώσεις ήταν η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη, της οποίας η δράση εκτάθηκε από το 1975 έως την εξάρθρωση της το 2002. Η οργάνωση βαρύνεται με σειρά δολοφονικών ενεργειών, τοποθετήσεων εκρηκτικών μηχανισμών σε δημόσια κτίρια, ληστειών σε υποκαταστήματα τραπεζών, κλοπών στρατιωτικού υλικού, δολιοφθορών και επιθέσεων σε αστυνομικά τμήματα. Άλλες σημαντικές, ως προς τη δράση τους, τρομοκρατικές οργανώσεις ήταν ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (που έδρασε την περίοδο 1975-1995 και έθεσε τέλος στη δράση του έπειτα από τη λήψη σαφούς πολιτικής απόφασης των μελών της- και όχι εξαιτίας εξάρθρωσης της οργάνωσης), η Αντικρατική Πάλη, καθώς και οι πρόσφατα εμφανισθείσες Επαναστατικός Αγώνας, Σέχτα Επαναστατών, Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς κ.α. Οι οργανώσεις της 17 Νοέμβρη και του ΕΛΑ για δεκαετίες δεν μπορούσαν να εντοπιστούν και να εξαρθρωθούν απο τις αρχές, παρότι στο ξεκίνημά τους, το 1975, οι έρευνες των αρχών, οδηγούσαν προς τη σωστή κατεύθυνση.[5]
Την 1 Νοεμβρίου του 2010 συλλαμβάνονται στο Παγκράτι ο Γεράσιμος Τσάκαλος και ο Παναγιώτης Αργυρίου μετά από αποστολή παγιδευμένων δεμάτων-βόμβα. Αναλαμβάνουν την ευθύνη για την συμμετοχή τους στην Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς και προφυλακίζονται. Στις 14 Μαρτίου 2011 πραγματοποιείται έφοδος των Ε.Κ.Α.Μ και της αντιτρομοκράτικης υπηρεσίας σε διαμέρισμα στην οδό Ελλησπόντου στην Νέα Ιωνία του Βόλου. Συλλαμβάνονται οι Χρήστος Τσάκαλος, Οικονομίδου Όλγα, Πολύδωρος Γιώργος, Νικολόπουλος Γιώργος και Μπολάνο Δαμιανός οι οποίοι κατηγορούνται για συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς. Στο διαμέρισμα βρέθηκε μεγάλος αριθμών όπλων και εκρηκτικών. Στη συνέχεια οδηγούνται σε ειδικό εφέτη ανακριτή για θέματα τρομοκρατίας και προφυλακίζονται όλοι.
Την Παρασκευή 9 Απριλίου του 2010 συνελήφθησαν από την αστυνομία οι Νίκος Μαζιώτης, Παναγιώτα Ρούπα, Βαγγέλης Σταθόπουλος, Χριστόφορος Κορτέσης, Σαράντης Νικητόπουλος και Κωνσταντίνος Γουρνάς, ως ύποπτοι για συμμετοχή στην οργάνωση Επαναστατικός Αγώνας. Κατά την προσαγωγή τους στον Εισαγγελέα άπαντες αρνήθηκαν την κατηγορία, ενώ ο Μαζιώτης και η σύζυγός του Ρούπα, οι οποίοι φέρονται ως επικεφαλής, δεν συναίνεσαν καν στη διαδικασία, δηλώνοντας ότι δεν την αναγνωρίζουν. Λίγες μέρες μετά οι Μαζιώτης, Ρούπα και Γουρνάς αποδέχονται την πολιτική ευθύνη ως μέλη της οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας. Και οι έξι προφυλακίστηκαν.
Από τις αναρχικές οργανώσεις αντάρτικου πόλης οι δύο πιο σημαντικές είναι η Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς και η Σέχτα Επαναστατών. Η πρώτη εμφανίστηκε στις 28 Ιανουαρίου 2008, πραγματοποιώντας έκτοτε εκατοντάδες επιθέσεις με εμπρηστικούς και εκρηκτικούς μηχανισμούς σε τράπεζες, εφορίες, αστυνομικά τμήματα, πολυτελή αυτοκίνητα, εταιρίες σεκιούριτι, πολιτικά γραφεία και άλλα. Το Σεπτέμβριο του 2009 έγινε έφοδος της αντιτρομοκρατικής σε κατοικία στο Χαλάνδρι, η οποία θεωρήθηκε κρησφύγετο της οργάνωσης. Ακολούθησαν συλλήψεις, ενώ άλλα μέλη της οργάνωσης παρέμειναν στην παρανομία και συνέχισαν τη δράση τους με επιθέσεις εναντίον κρατικών στόχων (αυτοσχέδιοι μηχανισμοί στο προαύλιο της Βουλής[6], στα Δικαστήρια Θεσσαλονίκης, στις φυλακές Κορυδαλλού) και άλλων όπως τα γραφεία της Χρυσής Αυγής. Η οργάνωση συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Η τελευταία της επίθεση ήταν το 2016, με βόμβα στο σπίτι της εισαγγελέως Γεωργίας Τσατάνη που είχε αναλάβει την υπόθεσή τους[7]
Τον Ιούλιο του 2022 τοποθετήθηκε τριπλός εκρηκτικός μηχανισμός στα γραφεία που στεγάζεται ο όμιλος Real επί της Λεωφόρου Κηφισίας. [8] Τον Απρίλιο του 2023 συνελήφθη ομάδα πακιστανών που σχεδίαζε την τοποθέτηση βόμβας σε Εβραϊκή συναγωγή στου Ψυρρή και σε άλλους Εβραϊκούς στόχους στην Ελλάδα.[9]
Στις 3 Φεβρουαρίου 2024 εξεράγη βόμβα επί της Οδού Σταδίου, έξω από το Υπουργείο Εργασίας. Αυτό, σε συνδυασμό με εύρεση εκρηκτικού μηχανισμού στην έδρα των ΜΑΤ ενάμιση μήνα νωρίτερα και σε υποκατάστημα τραπέζης, οδήγησαν αρκετούς να κάνουν λόγο για επαναφορά της τρομοκρατίας στην Ελλάδα.[10]
Στις 12 Φεβρουαρίου 2024 σημειώθηκε αποτυχημένη βομβιστική επίθεση εναντίον της προέδρου Εφετών Θεσσαλονίκης. Πιο συγκεκριμένα, στο δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης στάλθηκε ύποπτος φάκελος περιέχοντας ποσότητα και εκρηκτικής ύλης η οποία θα εκρήγνονταν με το άνοιγμά του. Η Αστυνομία προχώρησε στην επιτυχή εξουδετέρωσή του.[11][12]
Το ζήτημα της υιοθέτησης συγκεκριμένης αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας απασχόλησε τις τελευταίες δεκαετίες το ελληνικό κοινοβούλιο, προκαλώντας έντονες αντιπαραθέσεις σε πολιτικό επίπεδο. Η ανάγκη για ύπαρξη ειδικής νομοθεσίας υποστηρίχθηκε αρχικά κυρίως από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, με επιχείρημα την ασφάλεια των πολιτών, ενώ το ΠΑΣΟΚ και κόμματα της αριστεράς εναντιώνονταν, θεωρώντας πως θα συνιστούσε απειλή κατά των δημοκρατικών δικαιωμάτων[1]. Η πρώτη απόπειρα του ελληνικού κράτους να αντιμετωπίσει την πολιτική τρομοκρατία χρονολογείται το 1978, με τον αντιτρομοκρατικό νόμο 774/1978 «περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του Δημοκρατικού Πολιτεύματος» που εισηγήθηκε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, και ήταν προσαρμοσμένος στα πρότυπα της ιταλικής και γερμανικής νομοθεσίας[13]. Θεσπίστηκε τότε το κακούργημα της κατάρτισης τρομοκρατικής ομάδας ή συμμετοχής σε αυτή, προβλέποντας θανατική ποινή ή ισόβια φυλάκιση για σοβαρά αδικήματα όπως η ανθρωποκτονία και η απαγωγή. Ο νόμος αυτός καταψηφίστηκε από τα πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης, ως αντιδημοκρατικός και κατά των ατομικών ελευθεριών, και καταργήθηκε το 1983 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ[13]. Ακολούθησε ο νόμος 1916/1990 «Για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα», της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Είχε προηγηθεί η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από τη 17 Νοέμβρη στις 26 Σεπτεμβρίου 1989. Παρά το γεγονός ότι ο νόμος του 1990 αναφερόταν στο οργανωμένο έγκλημα, οι περισσότερες διατάξεις του προέβλεπαν την αντιμετώπιση μορφών πολιτικής τρομοκρατίας και ουσιαστικά επανέφερε τις προβλέψεις του νόμου του 1978, εξαιρώντας τη θανατική ποινή.[13] Με το νόμο του 1990 ενισχύονταν οι δικαιοδοσίες της αστυνομίας, ενώ μία από τις πιο αμφιλεγόμενες διατάξεις του απαγόρευε τη δημοσιοποίηση των προκηρύξεων τρομοκρατικών οργανώσεων. Το ΠΑΣΟΚ καταψήφισε το νομοσχέδιο υποστηρίζοντας πως θα οδηγούσε στην εγκαθίδρυση ενός αστυνομικού κράτους, ενώ την ίδια στάση είχε και ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου που επέκρινε το νόμο ως ασύμβατο με τη Συνθήκη της Ρώμης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[13]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.