Ιταλική τρομοκρατική οργάνωση From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (ιταλικά: Brigate Rosse, εν συντομία BR) ήταν τρομοκρατική οργάνωση που έδρασε στην Ιταλία. Η δράση της περιλάμβανε μεταξύ άλλων δολοφονίες, απαγωγές και ληστείες κατά τη διάρκεια των μολυβένιων ετών και είχε ως στόχο να αποσταθεροποιήσει την Ιταλία. Σχηματίστηκε το 1970 και είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός «επαναστατικού» κράτους μέσα από τον ένοπλο αγώνα και την έξοδο της Ιταλίας από το ΝΑΤΟ.[1] Πρότυπα για την οργάνωσή της ήταν οι λατινοαμερικάνικες ομάδες αντάρτικου πόλεως, όπως οι Τουπαμάρος, και το ιταλικό κίνημα αντίστασης το 1943-45.[2]
Η πιο διάσημη επίθεση των Ερυθρών Ταξιαρχιών ήταν η απαγωγή του πρώην πρωθυπουργού Άλντο Μόρο το 1978, ο οποίος επιχειρούσε τον ιστορικό συμβιβασμό (compromesso storico) με τους κομμουνιστές.[1] Οι απαγωγείς δολοφόνησαν πέντε μέλη της συνοδείας του Μόρο και δολοφόνησαν τον Μόρο 54 μέρες αργότερα. Η οργάνωση στη συνέχεια μετά βίας επέζησε στα τελευταία χρόνια του ψυχρού πολέμου, ενώ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 έγιναν μαζικές συλλήψεις μελών της οργάνωσης και έτσι η οργάνωση έχασε τη δύναμή της.
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ιδρύθηκαν τον Αύγουστο 1970[3] από τον Ρενάτο Κούρτσιο και τη Μαρτζερίτα (Μάρα) Καγκόλ, οι οποίοι συναντήθηκαν ως φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Τρέντο και αργότερα παντρεύτηκαν, και τον Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι. Η γιαγιά του Φραντσεσίνι ήταν μία από τους αρχηγούς των αγροτικών συνασπισμών και ο πατέρας του ήταν εργάτης και αντιφασίστας ο οποίος είχε εκτοπιστεί στο Άουσβιτς.[4] Ενώ η ομάδα Τρέντο γύρω από τον Κούρτσιο είχε τις ρίζες της στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Καθολικού Πανεπιστημίου, η ομάδα Ρέτζο-Εμίλια (γύρω από τον Φραντσεσίνι) αποτελούνταν κυρίως από πρώην μέλη του FGCI (κομμουνιστικό κίνημα νεολαίας) τα οποία είχαν αποπεμφθεί από το μητρικό κόμμα εξαιτίας των εξτρεμιστικών απόψεών τους.[5] Η ίδρυση των Ερυθρών Ταξιαρχιών έγινε στον απόηχο του φοιτητικού κινήματος του 1968 και την αντίσταση στο κατεστημένο που αυτό συνόδευε και του «θερμού φθινόπωρου» του 1968, μια περίοδο με αυξημένη βία στην Ιταλία. Θεωρείται ότι η απόφαση να ξεκινήσουν ένοπλο αγώνα λήφθηκε σε συνάντηση της Μητροπολιτικής Πολιτικής Κολλεκτίβας, ενός αριστερού φοιτητικού και εργατικού κινήματος, στις 28 Νοεμβρίου 1969.[6]
Αρχικά, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ήταν ενεργές στο Ρέτζο νελλ'Εμίλια και σε μεγάλα εργοστάσια του Μιλάνου (όπως των Sit-Siemens, Pirelli και Magneti Marelli) και του Τορίνο (Fiat). Η πρώτη επίθεσή τους έλαβε χώρα στις 17 Σεπτεμβρίου 1970, όταν έκαψαν το αυτοκίνητο ενός εργοστασιάρχη.[6] Τα μέλη της προκαλούσαν δολιοφθορές στον εργοστασιακό εξοπλισμό και εισέβαλαν σε γραφεία. Το 1972, πραγματοποίησαν την πρώτη απαγωγή τους, κρατώντας ένα προϊστάμενο της Sit Siemens για 20 λεπτά, ενώ τον φωτογράφιζαν να φοράει ένα πλακάτ που τον ανακήρυσσε φασίστα.[7] Στη συνέχεια απελευθερώθηκε σώος και αβλαβής.[8] Την περίοδο 1972-1974 η δράση τους επεκτάθηκε στις πόλεις Τορίνο και Γένοβα.[9] Τον Ιούνιο του 1974, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες πραγματοποίησαν την πρώτη τους δολοφονία, σκοτώνοντας δύο μέλη του ιταλικού νεοφασιστικού κόμματος Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (Movimento Sociale Italiano - MSI) στη Πάντοβα κατά τη διάρκεια επίθεσης στα γραφεία του κόμματος.
Τον Σεπτέμβριο του 1974, οι ιδρυτές των Ερυθρών Ταξιαρχιών Ρενάτο Κούρτσιο και Αλμπέρτο Φραντσεσίνι συνελήφθησαν από τον Στρατηγό των Καραμπινιέρων Κάρλο Αλμπέρτο Ντέλα Κιέζα και καταδικάστηκαν σε 18 έτη φυλάκιση. Η σύλληψη έγινε εφικτή χάρις στον «Φράτε Μίτρα», γνωστό και ως Σιλβάνο Τζιρότο, ένα πρώην μοναχό ο οποίος διείσδυσε στις Ερυθρές Ταξιαρχίες για λογαριασμό των ιταλικών υπηρεσιών ασφαλείας[10]. Ο Κούρτσιο απελευθερώθηκε από ένα ένοπλο των Ερυθρών Ταξιαρχιών, αλλά ξανασυνελήφθη λίγο αργότερα.
Εκείνη τη χρονική περίοδο η δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών περιλάμβανε απαγωγές πολιτικών (όπως του δικαστή Μάριο Σόσι στις 18 Απριλίου 1974[6]) και βιομηχάνων (π.χ. του Βαλλαρίνο Γκάντσια) και ληστείες τραπεζών. Η απαγωγή του δικαστή Μάριο Σόσι στη Γένοβα αποτελεί σημείο καμπής στη δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, καθώς είναι η πρώτη επίθεση σε κρατικό λειτουργό, και έδειξε ότι ήταν αποφασισμένη να επιτεθεί σε στόχους πέρα από το καπιταλιστικό σύστημα και πολιτικούς αντιπάλους.[9] Στο μανιφέστο τους το 1975 αναφέρουν ότι στόχος είναι ένα «συγκεντρωτικό χτύπημα ενάντια στην καρδιά του Κράτους, επειδή το κράτος είναι μια ιμπεριαλιστική συλλογή πολυεθνικών εταιρειών». Το 1975, η ιταλική αστυνομία ανακάλυψε την αγροικία στην οποία ήταν φυλακισμένος ο βιομήχανος Βαλλαρίνο Γκαντσία από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Στην ανταλλαγή πυροβολισμών που ακολούθησε, δύο αστυνομικοί σκοτώθηκαν, όπως και η Μάρα Καγκόλ, σύζυγος του Κούρτσιο.
To 1977 αρχίζει η λεγόμενη στρατηγική της υγροποίησης, με σχεδόν καθημερινές επιθέσεις, με τους βιομήχανους και τους τραπεζίτες να γίνονται συχνά στόχοι, όπως ο Φελίτσε Σιαβέτι, πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχάνων της Γένοβας, ο οποίος τραυματίστηκε από πυροβολισμούς τον Απρίλιο του 1978.[9] Τις 16 Νοεμβρίου 1977, μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών πυροβόλησαν τον Κάρλο Καζαλένιο, αναπληρωτή αρχισυντάκτη της εφημερίδας Λα Στάμπα, στο Τορίνο. Ο Καζαλένιο υπέκυψε στα τραύματά του στις 29 Νοεμβρίου.[11] Πολλοί νέοι προσχωρούν στις Ερυθρές Ταξιαρχίες, απογοητευμένοι από τον «ιστορικό συμβιβασμό» ανάμεσα στο Χριστιανοδημοκρατικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα.[12]
Τον Μάρτιο του 1978 έλαβε χώρα η πιο φιλόδοξη επίθεση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η απαγωγή του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας Άλντο Μόρο, προέδρου του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, το οποίο οι Ερυθρές Ταξιαρχίες θεωρούσαν πρωτεύοντα εχθρό, ο οποίος είχε επιτύχει τον «ιστορικό συμβιβασμό» με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Μια δωδεκαμελής ομάδα από μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών, χρησιμοποιώντας κλεμμένες στολές της Alitalia, έστησαν ενέδρα στον Άλντο Μόρο τις 16 Μαρτίου, σκοτώνοντας πέντε από τους σωματοφύλακές του και αιχμαλωτίζοντάς τον .[9] Οι απαγωγείς, με επικεφαλής το Μάριο Μορέτι, επιζητούσαν την απελευθέρωση συγκεκριμένων κρατούμενων με αντάλλαγμα την ασφαλή απελευθέρωση του Μόρο. Η κυβέρνηση αρνήθηκε να διαπραγματευθεί. Μετά από 54 μέρες απαγωγής, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες συνειδητοποίησαν ότι η κυβέρνηση δεν θα διαπραγματευόταν και φοβούμενοι ότι θα τους ανακάλυπταν, αποφάσισαν να σκοτώσουν τον κρατούμενο. Τον έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο και του είπαν να καλυφθεί με μια κουβέρτα. Ο Μάριο Μορέτι στη συνέχεια τον πυροβόλησε έντεκα φορές. Το σώμα του Μόρο βρέθηκε στις 9 Μαΐου στο πορτ μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου στη Βία Καετάνι, στο μέσο της απόστασης ανάμεσα στα κεντρικά γραφεία του Χριστιανοδημοκρατικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Αν και η απαγωγή και δολοφονία του Άλντο Μόρο κατέστησε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες διεθνώς γνωστές, το σοκ που προκάλεσε στην κοινή γνώμη είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τη στήριξη που είχε και η κοινή γνώμη να στραφεί εναντίον της.[9] Άλλο ένα σημαντικό σημείο καμπής ήταν η δολοφονία του Γκίντο Ρόσα, ενός κομμουνιστή εργάτη που υποστήριζε ενεργά τη δράση του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ ενάντια στις Ερυθρές Ταξιαρχίες και ο οποίος κατήγγειλε έναν άλλο εργάτη ότι διανέμει προπαγάνδα των Ερυθρών Ταξιαρχιών, τις 24 Ιανουαρίου 1979[13]. Η δολοφονία προκάλεσε κύμα διαδηλώσεων και απεργιών στα εργοστάσια της Γένοβας,[14] και η δημόσια κατακραυγή ήταν μεγαλύτερη και από αυτή που ακολούθησε την δολοφονία του Άλντο Μόρο.[15] Τις 31 Μαΐου 1979, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες επιτέθηκαν στον νομικό Φάουστο Κουοτσόλο στο πανεπιστήμιο που δίδασκε εν ώρα εξετάσεων. Αυτή ήταν η πρώτη επίθεση των Ερυθρών Ταξιαρχιών σε πανεπιστήμιο.[16]
To 1979 και 1980, οι ιταλικές αρχές προέβηκαν σε μεγάλο αριθμό συλλήψεων ηγετικών στελεχών και μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών. To 1980 κρατήθηκαν 12.000 ακροαριστεροί μαχητές, ενώ 300 κατέφυγαν στη Γαλλία και 200 στη Νότια Αμερική σε σύνολο 600 που έφυγαν από την Ιταλία.[17] To 1980, ψηφίστηκε ένας νόμος ο οποίος προέβλεπε μειωμένες ποινές για όσους τρομοκράτες συνεργάζονται με την αστυνομία. Ο πιο γνωστός από αυτούς που συνεργάστηκαν ήταν ο Παρίτζο Πέτσι, αρχηγός των Ερυθρών Ταξιαρχιών στο Τορίνο. Ο Πέτσι έδωσε πληροφορίες στην αστυνομία σχετικά με κρυψώνες και γιάφκες και οδήγησε στη σύλληψη αρκετών τρομοκρατών, παρά τις τρεις δολοφονίες νομικών.[15] Ως αντίποινα, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δολοφόνησαν τον αδελφό του, Ρομπέρτο, το 1981, το οποίο ήταν άλλο ένα πλήγμα στη δημόσια εικόνα της οργάνωσης.[18] Παράλληλα, μετά τη δολοφονία του Άλντο Μόρο, άρχισαν να παρατηρούνται διαφωνίες εντός της οργάνωσης, με αποτέλεσμα αυτή να διασπαστεί στα τρία περίπου το 1981, με κύρια διάδοχη ομάδα την "Ερυθρές Ταξιαρχίες - Μαχόμενο Κομμουνιστικό Κόμμα" (BR-PCC).[15]
Παρά τις συλλήψεις, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες συνέχισαν τα τρομοκρατικά χτυπήματα. Στις 17 Δεκεμβρίου 1981, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απήγαγαν τον στρατηγό Τζέιμς Λι Ντόζιερ στη Βερόνα. Εκεί τη χρονική περίοδο, ο Ντόζιερ ήταν αναπληρωτής επικεφαλής του προσωπικού για την επιμελητεία και διοίκηση του ΝΑΤΟ στη νότια Ευρώπη. Όμως, η σύλληψη του Τζοβάνι Σεντσάνι στις 9 Ιανουαρίου 1982 στη Ρώμη αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα στην οργάνωση και πολλές φιλόδοξες επιθέσεις διακόπηκαν. Οι ιταλικές αρχές, με τη βοήθεια των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, κατάφεραν να εντοπίσουν το κρησφύγετο όπου κρατούνταν ο Ντόζιερ και μετά από έφοδο στις 11:36 το πρωί της 28ης Ιανουαρίου 1982 απελευθέρωσαν το Ντόζιερ και συνέλαβαν τους ανθρώπους που τον φρουρούσαν.[15][19] Τους μήνες που ακολούθησαν την απαγωγή του Ντόζιερ οι ιταλικές αρχές, με τη βοήθεια πληροφοριοδοτών, προχώρησαν σε περισσότερες από 200 συλλήψεις τρομοκρατών. Ένας από αυτούς, ο Αντόνιο Σαβάστα, έδωσε στις αρχές τα ονόματα και κρησφύγετα τουλάχιστον 100 μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών.[9]
Ο μεγάλος αριθμός συλλήψεων και οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών οδήγησαν σε μια σταθερή πτωτική πορεία της οργάνωσης, η οποία, αν και πραγματοποίησε αρκετά βίαια χτυπήματα, αυτά ήταν πολύ λιγότερα από πριν.[9] Ένα από αυτά ήταν η δολοφονία του Αμερικανού διπλωμάτη Λίμον Χαντ τις 15 Φεβρουαρίου 1984, του πρώην δημάρχου Φλωρεντίας Λάντο Κόντι το Φεβρουάριο του 1986, του στρατηγού Λίτσιο Τζορτζέρι τον Μάρτιο του 1986 και του γερουσιαστή και συμβούλου των Χριστιανοδημοκρατών Ρομπέρτο Ρουφίλι στο Φορλί στις 16 Απριλίου 1988, η οποία ήταν η τελευταία δολοφονία που πραγματοποίησαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες[15].
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες διαλύθηκαν το 1988, όταν οι BR-PCC ανακοίνωσαν ότι σταματούν τον ένοπλο αγώνα.[6]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.