Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού[1] (Trans-Pacific Partnership, TPP) ήταν μια τοπική ρυθμιστική και επενδυτική συνθήκη. Μέχρι το 2016, δώδεκα χώρες της περιοχής του Ασιατικού Ειρηνικού είχαν συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις επικεντρωμένες στο TPP: Αυστραλία, Μπρουνέι, Καναδάς, Χιλή, Ιαπωνία, Μαλαισία, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία, Περού, Σιγκαπούρη, Ηνωμένες Πολιτείες και Βιετνάμ.
Ηγέτες των 10 από τις 12 υποψήφιες χώρες-μέλη σε μία σύνοδο για την TPP το 2010 | |
Προσχέδιο | 5 Οκτωβρίου 2015, πριν 8 έτη (2015-10-05)[2][3][4] |
---|---|
Υπογραφή | 4 Φεβρουαρίου 2016, πριν 7 έτη (2016-02-04) |
Τοποθεσία | Ώκλαντ, Νέα Ζηλανδία |
Σε ισχύ | Εκτός ισχύος |
Αρχικοί υπογράφοντες | |
Επικύρωσαν |
|
Θεματοφύλακας | Νέα Ζηλανδία |
Γλώσσες | Αγγλικά (κυρίαρχη σε περίπτωση σύγκρουσης ή αποκλίσεων), Ισπανικά, Βιετναμικά, Ιαπωνικά, Γαλλικά |
Trans-Pacific Partnership στη Βικιθήκη |
Το σύμφωνο ξεκίνησε το 2005 ως η τετραμερής Συμφωνία Στρατηγικής Οικονομικής Δι-Eιρηνικής Συνεργασίας (Trans-Pacific Strategic Partnership Agreement, TPSEP ή P4). Οι συμμετέχουσες χώρες έθεσαν τον στόχο της λήξης των διαπραγματεύσεων το 2012, αλλά επίμαχα θέματα όπως η γεωργία, η πνευματική ιδιοκτησία, και οι υπηρεσίες και επενδύσεις προκάλεσαν την συνέχιση των διαπραγματεύσεων[5] με τον τελευταίο κύκλο συναντήσεων να πραγματοποιείται στην Οτάβα από τις 3 μέχρι τις 12 Ιουλίου του 2014.[6][7] Η εφαρμογή του TPP υπήρξε ένας από τους πρωτεύοντες στόχους της εμπορικής πολιτικής της κυβέρνησης Ομπάμα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Στις 12 Νοεμβρίου 2011, οι-τότε-εννέα χώρες του συμφώνου ανακοίνωσαν ότι το TPP έχει ως σκοπό την «βελτίωση του εμπορίου και των επενδύσεων μεταξύ των συνεργαζομένων χωρών του TPP, την προώθηση της καινοτομίας, της οικονομικής βελτίωσης και ανάπτυξης, και την υποστήριξη της δημιουργίας και διατήρησης θέσεων εργασίας».[8] Μερικοί επαγγελματίες της παγκόσμιας υγείας, ακτιβιστές της ελευθερίας του Διαδικτύου, περιβαλλοντολόγοι, συνδικαλιστές, ομάδες υπεράσπισης και εκλεγμένοι επίσημοι ανώτεροι υπάλληλοι έχουν ασκήσει κριτική και διαμαρτυρία ως προς τις διαπραγματεύσεις, κυρίως λόγω της μυστικότητας των διαδικασιών, του εκτεταμένου πεδίου εφαρμογής του συμφώνου και των αμφιλεγόμενων ρητρών σε πρόχειρα τα οποία έχουν διαρρεύσει στο κοινό.[9][10][11][12] Το Wikileaks έχει δημοσιεύσει πολλά σχετικά έγγραφα από το 2013.