From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Σταχτοτσικνιάς είναι παρυδάτιο πτηνό της οικογενείας των Ερωδιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Ardea cinerea και περιλαμβάνει 4 υποείδη.[2][3]
Σταχτοτσικνιάς | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος σταχτοτσικνιάς | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Ardea cinerea (Ερωδιός ο τεφρόχρους) Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Ardea cinerea cinerea | ||||||||||||||||
Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος Ardea cinerea cinerea (Linnaeus, 1758).[2]
Η επιστημονική ονομασία του γένους Ardea είναι λατινική,[4] έχει αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα ως ερωδιός και, πιθανότατα, προέρχεται από μετατροπή του α σε ε από τη λέξη αρωδιός, δηλαδή [ardea > αρωδιός > ερωδιός]. Η κατάληξη -ιός, συναντάται ως επίθημα και σε άλλες ονομασίες πτηνών π.χ. αιγωλιός, χαραδριός, κ.α. Η γραφή ερῳδιός, με υπογεγραμμένη στον Ηρωδιανό πρέπει να είναι υστερογενής και να οφείλεται σε αναλογία με τα επίθετα σε -ίδιος.[5]
Η λατινική επιστημονική ονομασία του είδους cinerea «ο έχων το χρώμα της στάχτης»,[6] προέρχεται από το cĭnis «στάχτη» [7] και παραπέμπει στο χρώμα του πτερώματος του πτηνού. Τα ίδια ισχύουν για την αγγλική και την ελληνική λαϊκή ονομασία του πτηνού, μόνο που οι Βρετανοί το αποκαλούν ως «γκρίζο ερωδιό» (Grey heron).
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1757, από τον Λινναίο με την τωρινή του επιστημονική ονομασία.[8]
Ο σταχτοτσικνιάς είναι ηπειρωτικό είδος του Παλαιού Κόσμου, δηλαδή ζει, αναπαράγεται και μετακινείται σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική.
Στην Ευρώπη αποτελεί κοινό είδος, ευρισκόμενο σε όλη την ήπειρο εκτός από τις βόρειες περιοχές της Φιννοσκανδιναβίας, σε διάφορες μορφές μετακίνησης (βλ. Πίνακα υποειδών).
Στην Ασία η εξάπλωσή του περιλαμβάνει όλο το κεντρικό τμήμα της ηπείρου, σε μια συμπαγή ζώνη αναπαραγωγής, από την Τουρκία και τη Δ. Ρωσία στα δυτικά, μέχρι την Ιαπωνία, την Α. Κίνα και τις Φιλιππίνες στα ανατολικά και, από τα όρια της Σιβηρίας στα βόρεια, μέχρι την Ινδία και την Ινδονησία στα νότια.
Η Αφρική είναι, επίσης, επικράτεια όπου ζει, αναπαράγεται και διαχειμάζει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με εξαίρεση τη Σαχάρα και τις γύρω χώρες.
Τέλος, έχει εισαχθεί στα νησιά Κομόρες, στα βορειοδυτικά της Μαδαγασκάρης.[9]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Ardea cinerea cinerea | Ευρώπη νότια του Αρκτικού Κύκλου, ανατολικά προς κεντρικά ευρωπαϊκά τμήματα, νότια μέχρι Β. Βαλκάνια, Ασία, ανατολικά προς Σαχαλίνη, ΝΑ και Ν Αφρική | Ν Ευρώπη, ΒΔ Αφρική, Αίγυπτος (Νείλος), υποσαχάρια Δ και Κ Αφρική, Περσικός Κόλπος | Είναι το ευρωπαϊκό και κύριο αφρικανικό υποείδος |
2 | Ardea cinerea firasa | Μαδαγασκάρη, Αλντάμπρα | Ενδημικό στα νησιά | |
3 | Ardea cinerea jouyi | Ιαπωνία, Κορέα, Α Κίνα, νότια προς Β Μιανμάρ, Σουμάτρα και Ιάβα | Ταϊβάν, Β Φιλιππίνες, Ταϊλάνδη, Μαλαισία | |
4 | Ardea cinerea monicae | Νησιά έξω από την ακτή Μπανκ ντ’ Αργκέν (Banc d’ Arguin) της Μαυριτανίας, σπανιότερα προς Aftout es Saheli | Ενδημικό στην περιοχή, σπανίως περιπλανιέται στη Σενεγάλη |
[2][8] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντάται στον ελλαδικό χώρο)
Όπως φαίνεται στον πίνακα κατανομής υποειδών, ο σταχτοτσικνιάς είναι μεταναστευτικό είδος, στα περισσότερα τμήματα της επικρατείας του. Στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι μόνιμος κάτοικος στα βορειοδυτικά της ηπείρου και σε περιορισμένους θύλακες στα κεντρικά και νότια (Ισπανία, Ιταλία κ.α.). Έρχεται το καλοκαίρι για να φωλιάσει στις εκτεταμένες υγρές πεδιάδες της ΑΚ. και Α. Ευρώπης και Ρωσίας, ενώ διαχειμάζει στις μεσογειακές χώρες από την Ιβηρική και τη ΒΔ Αφρική μέχρι τη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή.
Στην Ασία, οι εκεί πληθυσμοί μεταναστεύουν νότια και, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος, προς Ταϊβάν, Φιλιππίνες και Ινδοκίνα, ενώ στην Κ. και Δ. Αφρική μεταναστεύουν οι βόρειοι και νότιοι πληθυσμοί της ηπείρου, αλλά και πολλοί ευρωπαϊκοί.
Η φθινοπωρινή μετανάστευση πραγματοποιείται, γενικά, σε Ν.-ΝΔ. κατεύθυνση. Η μεγαλύτερη αποδημία καταγράφηκε σε δακτυλιωμένο πουλί, από τη Σουηδία στη Σιέρα Λεόνε και αντιστρόφως, μια γραμμή συνολικού μήκους 5.865 χιλιομέτρων.[10] Το φθινόπωρο, τα πουλιά φεύγουν τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο και αρχίζουν να επιστρέφουν ήδη από τον Φεβρουάριο και τις αρχές Μαρτίου στα εδάφη αναπαραγωγής.[11]. Τα περισσότερα ταξίδια πραγματοποιούνται κατά τις νυκτερινές ώρες, με τα πουλιά να πετούν σε μικρές ομάδες ή μεγαλύτερα σμήνη των 200-250 ατόμων.[12]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Γροιλανδία, την Αγία Ελένη και τα Σβάλμπαρντ, ενώ δεν είναι εξακριβωμένη η παρουσία του είδους στην Αυστραλία.[13]
Στην Ελλάδα, ο σταχτοτσικνιάς είναι επιδημητικό και μερικώς μεταναστευτικό είδος. Έρχεται από τα μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη της Ευρώπης για να ξεχειμωνιάσει σε σημαντικούς αριθμούς, ιδιαίτερα στη βόρεια χώρα (Κερκίνη, Καστοριά, κ.α.). Στις ίδιες περιοχές φωλιάζει ως επιδημητικό πτηνό, αλλά σε μικρότερους αριθμούς. Ωστόσο, «χρησιμοποιεί» ολόκληρη την Ελλάδα ως περιοχή ανάπαυλας και ανεφοδιασμού κατά τις μεταναστεύσεις, από και προς τα εδάφη αναπαραγωγής.[9][14][15][16][17]
Αναφέρεται και από την Κρήτη ως διαχειμάζον πτηνό,[18] ενώ από την Κύπρο ως σπάνιο διαχειμάζον και με ελάχιστα αναπαραγωγικά ζευγάρια, αλλά πολύ κοινό κατά τις μεταναστεύσεις.[16][19]
Το είδος ζει σε όλες τις κατηγορίες εσωτερικών και παράκτιων υγροτόπων, αν και τα ρηχά νερά, τα σχετικά μεγάλα θηράματα και, τέσσερις ή πέντε μήνες χωρίς πάγο κατά την εποχή αναπαραγωγής είναι μεταξύ των βασικών χαρακτηριστικών των ενδιαιτημάτων του. Απαντά σε κάθε είδους ρηχά νερά (γλυκά, υφάλμυρα ή αλμυρά), τόσο στάσιμα όσο και ρέοντα και, δείχνει προτίμηση για περιοχές με δέντρα, μιας και κουρνιάζει ή φωλιάζει πάνω σε αυτά. Ο μερικός βαθμός απομόνωσης και η κάλυψη είναι επίσης στοιχεία χαρακτηριστικά των θέσεων που επιλέγονται για κούρνιασμα και φώλιασμα.[11]
Στην ενδοχώρα προτιμάει τα μεγάλα ποτάμια, αλλά μπορεί να βρεθεί μέχρι και σε στενά ρέματα, όχθες λιμνών (φυσικές ή διακοσμητικές), έλη, πλημμυρισμένες εκτάσεις, καλαμιώνες, ορυζώνες και άλλες αρδευόμενες περιοχές,[11][12][20] ταμιευτήρες, αρδευτικά ή αποχετευτικά κανάλια, εσωτερικά δέλτα, νησίδες ή βράχια που προεξέχουν από το νερό.[20]
Τον χειμώνα βρίσκεται περισσότερο στην ακτή,[21] συχνάζει όμως και σε δέλτα και εκβολές ποταμών, αλμυρόβαλτους, μανγκρόβια δάση,[11][12] λασπώδεις ή αμμώδεις ακτές, και γλώσσες άμμου.[20]
Οι περιοχές αναπαραγωγής μπορεί να βρίσκονται από το επίπεδο της θάλασσας έως τα 500 ή ακόμη και τα 1.000 μ. αλλά, περιστασιακά, σε μεγαλύτερα υψόμετρα (2.000 μ. στην Αρμενία, 3.500-4.000 μ. στο Λαντάκ της ΒΔ. Ινδίας).[20]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Ποτάμια, Λίμνες, Καλαμιώνες, Έλη και Ταμιευτήρες.[22]
Στην Ελλάδα ο σταχτοτσικνιάς φωλιάζει σε δένδρα, καλαμιώνες και απότομες πλαγιές,[15] κοντά σε λίμνες και υφάλμυρα νερά.[16] Τον χειμώνα και κατά τις μεταναστεύσεις, παρατηρείται σε όχθες λιμνών, αβαθή γλυκά ή παράκτια νερά, έλη και τενάγη.[15]
Ο σταχτοτσικνιάς είναι ο μεγαλύτερος και κοινότερος ευρωπαϊκός ερωδιός, που χαρακτηρίζεται από το γκρίζο χρώμα του πτερώματός του –γκριζόλευκο το κάτω μέρος. Το μέτωπο και το στέμμα είναι λευκά, ενώ τα πλαϊνά του κεφαλιού πάνω από τους οφθαλμούς (υπερκόγχια ράχη και οφρυικό τόξο) έχουν μαύρο χρώμα. Στο πίσω μέρος του στέμματος προεξέχουν δύο χαρακτηριστικά, μακριά μαύρα φτερά που σχηματίζουν λοφίο, το οποίο δεν είναι πάντοτε διακριτό, ιδιαίτερα από κάποια απόσταση. ΟΙ παρειές και τα πλαϊνά τμήματα του μακρύ λαιμού έχουν λευκό χρώμα, ενώ ο λάρυγγας και όλη η περιοχή μέχρι το στήθος διακοσμούνται από γκριζόμαυρες ρίγες.
Το ράμφος του σταχτοτσικνιά είναι ιδιαίτερα ισχυρό, μακρόστενο και ίσιο σε σχήμα «στιλέτου». Έχει γκριζοκίτρινο χρώμα που γίνεται πιο ροδαλό-πορτοκαλί κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Το πάνω μέρος των πτερύγων είναι γκρίζο, αλλά με μαύρα ερετικά και μεγάλα πρωτεύοντα στέγαστρα. Η περιοχή του ωλέκρανου και το πατάγιο (εμπρόσθια επιφάνεια διατομής της πτέρυγας) είναι λευκά. Η κάτω επιφάνεια των πτερύγων είναι γκρί με κάποια κυανή απόχρωση, ενώ το στήθος είναι γκριζόλευκο με χαρακτηριστικά μακριά φτερά που κρέμονται, στο κάτω μέρος του. Οι πλευρές του σώματος και η περιοχή της κοιλιάς έχουν λευκό χρώμα, με μαύρα «μπαλώματα» στο σημείο που αρχίζουν οι μηροί. Οι ταρσοί και τα πόδια είναι σαρκόχρωμα γκρι, αλλά παίρνουν πιο ροδαλό χρώμα κατά την εποχή φωλιάσματος. Η ίριδα είναι κίτρινη.
Τα φύλα είναι παρόμοια σε εμφάνιση, αλλά τα τα νεαρά άτομα έχουν μέτωπο, στέμμα, πλαϊνά του κεφαλιού και λαιμού γκρίζα, ενώ το κεντρικό τμήμα του λαιμού είναι ωχρόλευκο. Στην κοιλιά λείπουν τα χαρακτηριστικά μαύρα «μπαλώματα», όπως και το λοφίο του κεφαλιού, ενώ το ράμφος είναι σκούρο καφέ.
(Πηγές:[21][23][25][26][27][16][28][29][30][31][32][33][34])
Η διατροφή του σταχτοτσικνιά αποτελείται από ψάρια (κυρίως χέλια) μήκους 10-25 εκ., καθώς και από αμφίβια, καβούρια και άλλα καρκινοειδή, μαλάκια, υδρόβια έντομα, φίδια, μικρά τρωκτικά και μικρά πουλιά.[11][12][20]. Σπανιότερα συμπεριλαμβάνεται και φυτική ύλη (αν και αυτό μπορεί να είναι τυχαίο, ή μόνο να βοηθά στο σχηματισμό άπεπτων σφαιριδίων) (pellets).[11][12][20]
Ο τρόπος σύλληψης του θηράματος είναι εκείνος των ερωδιών, δηλαδή το πουλί περιμένει εντελώς ακίνητο (frozen still) πάνω από ένα πιθανό πέρασμα στο νερό και, την κατάλληλη στιγμή, καμακώνει (sic) το θύμα με το οξύτατο ράμφος του. Πολλές φορές, ο σταχτοτσικνιάς περιμένει το θήραμά του, στηριζόμενος μόνο στο ένα (1) πόδι.[16] Τα μεγαλύτερα θηράματα μεταφέρονται και καταναλώνονται έξω από το νερό, στην όχθη.[21]
Ο σταχτοτσικνιάς πετάει με αργά, ακανόνιστα φτεροκοπήματα και εντελώς ανοιγμένες πτέρυγες, που φαίνονται στρογγυλεμένες και, συνήθως τις διατηρεί υψηλότερα από το οριζόντιο επίπεδο, σε σχήμα τόξου, ενώ τα πόδια εξέχουν πολύ από το πίσω μέρος του σώματος.[35] Επίσης, κρατάει τον μακρύ του λαιμό κυρτωμένο ανάμεσα στους ώμους σε χαρακτηριστικό S. Αυτό το στοιχείο είναι χαρακτηριστικό των ερωδιών και τους διακρίνει από τους πελαργούς, τους γερανούς, και άλλα συγγενικά γένη, κατά την πτήση.
Ο σταχτοτσικνιάς, στην Ευρώπη αποτελεί σχετικά κοινό είδος που, στις περιοχές όπου αναπαράγεται, μπορεί να φωλιάζει κατά αποικίες δεκάδων ατόμων, οι οποίες αποκαλούνται με την χαρακτηριστική ονομασία ερωδιώνες (heronries).[36] Πολύ σπάνια παρατηρείται να φωλιάζει μοναχικά.[37]
Η φωλιά είναι μια πλατφόρμα από χοντρά κλαδιά, που συχνά επαναχρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια διαδοχικών ετών.[11] Συνήθως είναι τοποθετημένη σε ένα δέντρο έως 50 μ. ψηλά, αλλά μπορεί να βρίσκεται και στο έδαφος, στην άκρη μιας ορθοπλαγιάς, σε θάμνους, γλώσσες άμμου ή καλαμιώνες. Ειδικά στους τελευταίους, η φωλιά κατασκευάζεται από καλάμια, ενώ στο έδαφος φωλιές μπορεί να είναι μια απλή κοιλότητα που περιστοιχίζεται από μικρές πέτρες και φερτά υλικά.[20] Το υλικό επίστρωσης είναι λεπτά κλαδιά, βλαστοί ή ρίζες ανάλογα με την περίσταση. Δομείται από το θηλυκό, ενώ το αρσενικό προμηθεύει τα υλικά.[38]
Oι φωλιές συνήθως βρίσκoνται σε «βολική απόσταση», 2-38 χλμ. από τις προνομιούχες περιοχές σίτισης.[11] Όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, βρίσκονται κοντά η μία στην άλλη, κάποιες φορές πολλές μαζί σε ένα (1) δένδρο.[37] Η περίοδος φωλιάσματος αρχίζει τον Φεβρουάριο και διαρκεί μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ, αλλά σε περίπτωση απώλειας μπορεί να επαναληφθεί.[37]
Η γέννα αποτελείται από 3-5 (μερικές φορές 6, σπανίως 7) αβγά, διαστάσεων 59,9 Χ 43,2 χιλιοστών και βάρους 61 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 8% είναι κέλυφος,[22] που εναποτίθενται ανά διαστήματα δύο ημερών. Η έναρξη της επώασης εξαρτάται από τον αριθμό των αβγών, πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και διαρκεί (23-) 25 έως 26 (-28) ημέρες.[28][39]
Οι νεοσσοί είναι ημι-φωλεόφιλοι, χρήζουν δηλαδή μερικής προστασίας από τους γονείς, οι οποίοι μεταφέρουν την τροφή στον πρόλοβό τους και την εξεμούν στο ράμφος των νεοσσών. Πτερώνονται στις 50-55 ημέρες, περίπου.[39]
Στην Ευρώπη, το είδος ήταν υπό δίωξη κατά τον 19ο αιώνα, λόγω της κατανάλωσης ψαριών που το οδήγησε σε ανταγωνισμό με τους αλιείς και τους υδατοκαλλιεργητές.[11] Αν και οι θανατώσεις δεν είχαν αντίκτυπο στον παγκόσμιο πληθυσμό (ίσως επειδή μικρά πουλιά σκοτώνονταν ως επί το πλείστον),[11] ck 2005) περίπου 800 ερωδιοί εκτιμάται ότι έχαναν τη ζωή τους κάθε χρόνο στα ιχθυοτροφεία της Σκωτίας, μεταξύ 1984 και 1987.[40][41]
Το κυνήγι αποτελεί απειλή για τους πληθυσμούς της Βαυαρίας, με μείωση των αριθμών σε επίπεδα που δεν επιτρέπουν την ανάκαμψή τους, ιδιαίτερα μετά από δριμείς χειμώνες, οπότε υπάρχει αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας των γόνων ψαριού.[11] Το είδος είναι ευάλωτο στη Μαδαγασκάρη, λόγω του περιορισμένου εύρους του, τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα αλλοίωσης των ενδιαιτημάτων του (από μόλυνση με φερτά υλικά, την ανάγκη γεωργικής γης για την καλλιέργεια ρυζιού και τη βόσκηση),[11][42] το κυνήγι και τη θήρευση σε αποικίες με φωλιές.[11][42]
Η υλοτομία αποτελεί απειλή σε μεγάλο μέρος της κατανομής του πτηνού, διότι κόβονται δένδρα που χρησιμοποιούνται από τις αποικίες φωλιάσματος.[11] Το είδος είναι επίσης ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών [43] και την αλλαντίαση,[44] οπότε μπορεί να απειλούνται από μελλοντικά κρούσματα των ασθενειών αυτών. Τέλος, πολλά πτηνά που θηρεύονται, αποτελούν αντικείμενο εμπορίου σε αγορές παραδοσιακής «ιατρικής» στη Νιγηρία.[45]
Παρά τις προαναφερθείσες απειλές, τo είδος δεν διατρέχει κάποιο σοβαρό κίνδυνο, και αξιολογείται σε παγκόσμιο επίπεδο, ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[9]
Ο Σταχτοτσικνιάς απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες: Σταχτοερωδιός, Τρυγονοκράχτης, Τρυγονοσούρτης, Ψαροφάγος και Ψαροφάς.[15][16][46]
ΟΙ ονομασίες Τρυγονοκράχτης και Τρυγονοσούρτης για τον σταχτοτσικνιά, προέρχονται από τη δοξασία, ότι ηγείται των σμηνών των τρυγονιών κατά τις μεταναστεύσεις τους και τα καλεί να τον ακολουθήσουν.[46]
i. ^ Υπάρχει έντονη διαφωνία μεταξύ των ερευνητών για το, εάν η οικογένεια Ερωδιίδες ανήκει στα Πελαργόμορφα ή στα Πελεκανόμορφα, ενώ αμφισβητείται ακόμη και η ύπαρξη της τάξης Πελεκανόμορφα! [47] Ωστόσο, προς το παρόν, και κατόπιν εισήγησης του Διεθνούς Ορνιθολογικού Συνεδρίου (IOC), οι οικογένειες Ερωδιίδες (Ardeidae) και Θρησκειορνιθίδες (Thresciornithidae) ταξινομούνται στην τάξη Πελεκανόμορφα αντί για την «παραδοσιακή» Πελαργόμορφα.[48] Αυτή η απόφαση πάρθηκε κατόπιν έρευνας μοριακών δεδομένων που πραγματοποιήθηκε το 2008.[49]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.