From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα (ιταλικά: Sebastiano Visconti Prasca, Ρώμη, 28 Φεβρουαρίου 1883 - Μόντε Πόρτσιο Κατόνε, 25 Φεβρουαρίου 1961) ήταν Ιταλός στρατηγός, βετεράνος του Ιταλοτουρκικού Πολέμου, καθώς και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έφτασε ως τον βαθμό του στρατηγού στρατιωτικού σώματος του Βασιλικού Στρατού, ενώ είναι γνωστός για την αποτυχημένη στρατιωτική ηγεσία του κατά τις απαρχές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, στο πλαίσιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Sebastiano Visconti Prasca (Ιταλικά) |
Γέννηση | 27 Φεβρουαρίου 1883[1] Ρώμη |
Θάνατος | 25 Φεβρουαρίου 1961[1] Monte Porzio Catone |
Χώρα πολιτογράφησης | Ιταλία (1946–1961) Βασίλειο της Ιταλίας (1883–1946) |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιταλικά[2][3][4] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | στρατιωτικός |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | στρατηγός/βασιλικός ιταλικός στρατός και πεζικό |
Πόλεμοι/μάχες | Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ιταλοτουρκικός πόλεμος, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Ελληνοϊταλικός Πόλεμος |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Χάλκινο Μετάλλιο Στρατιωτικής Ανδρείας Grand Officer of the Order of Saints Maurice and Lazarus ταξιάρχης του Τάγματος του Στέμματος της Ιταλίας |
Σχετικά πολυμέσα | |
Γεννήθηκε στη Ρώμη, στις 23 Ιανουαρίου 1883, όντας μέλος της οικογένειας ευγενών των Βισκόντι Πράσκα, πατρικίων της Αλεσσάντρια.
Έχοντας καταταγεί στον Βασιλικό Στρατό, ξεκίνησε σπουδές στη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία Πεζικού και Ιππικού της Μόντενα, από την οποία και αποφοίτησε με τον βαθμό του λοχαγού πεζικού[5] το 1904. Συμμετείχε στον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο, μετά το πέρας του οποίου έλαβε την τιμητική διάκριση του Χάλκινο Μετάλλιο της Στρατιωτικής Αξίας, και, στη συνέχεια, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά το πέρας του οποίου έλαβε, για δεύτερη φορά, την τιμητική διάκριση του Χάλκινου Μεταλλίου της Στρατιωτικής Αξίας, καθώς και εκείνη του Πολεμικού Σταυρού της Αξίας.
Έχοντας προαχθεί ως αντισυνταγματάρχης το 1917, έγινε δεκτός στη Σχολή Πολέμου του Στρατού του Τορίνο, όπου μετά το πέρας των σπουδών του υπηρέτησε εντός του γενικού επιτελείου. Τον Ιανουάριο του 1920, μετέβη στη Γερμανία ως μέλος της Διασυμμαχικής Επιτροπής για την Άνω Σιλεσία, ωστόσο, το 1921, επέστρεψε στην Ιταλία, όπου διορίστηκε στο Υπουργείο Πολέμου, ενώ, το 1922, έγινε δεκτός στο Συμβούλιο του Στρατού.
Με σημείο εκκίνησης τον Μάρτιο του 1924, διετέλεσε στρατιωτικός ακόλουθος της Πρεσβείας του Βασιλείου της Ιταλίας στο Βελιγράδι, όπου και παρέμεινε για χρονικό διάστημα διάρκειας, συνολικά, έξι ετών,[6] προτού ανακληθεί το 1930, έχοντας προηγουμένως κατηγορηθεί, με αρκετά ευθύ τρόπο, από την Κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας για κατασκοπευτική δράση εντός των εθνικών εδαφών της.[6] Επιστρέφοντας για σύντομο χρονικό διάστημα στο γενικό επιτελείο, ανέλαβε τη διοίκηση του 36ου Συντάγματος Πεζικού και, στη συνέχεια, τη στρατιωτική διοίκηση της πόλης της Μπολόνια.
Τον Οκτώβριο του 1933, διορίστηκε στο γραφείο του αρχηγού του γενικού επιτελείου του στρατού, στρατηγού Πιέτρο Μπαντόλιο. Στη συνέχεια, απομακρύνθηκε των καθηκόντων του κατόπιν σχετικής αποφάσεως του ίδιου του αρχηγού του γενικού επιτελείου, καθώς θεωρείτο ύποπτος για την αποκάλυψη μυστικής συμφωνίας η οποία είχε συναφθεί μεταξύ του ίδιου του Μπαντόλιο και του Γάλλου στρατηγού Μωρίς Γκαμελέν. Πάντοτε θεωρούμενος ως γαλλόφιλος, είχε δηλώσει, λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πως η ήττα του Γ΄ Ράιχ απέναντι στους Συμμάχους θα έπρεπε να θεωρείται ως αναπόφευκτη.[7]
Κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου του ίδιου έτους, εξέδωσε βιβλίο στρατιωτικής στρατηγικής υπό τον τίτλο Guerra decisiva, εντός του οποίου ανέπτυσσε τη θεωρία ενός κεραυνοβόλου πολέμου, γρήγορου και ταραχώδους[8], τον οποίο διαβάστηκε προς της έκδοσής του από τον ίδιο τον Μπενίτο Μουσσολίνι. Ο Ντούτσε εκτίμησε δεόντως το συγκεκριμένο βιβλίο, ενώ δεν αποκλείεται πως το τελευταίο επηρέασε καθοριστικά αρκετά από τα γεγονότα που οδήγησαν στο ξέσπασμα του Πολέμου της Αιθιοπίας.
Ο Μουσσολίνι είχε ιδιαίτερη εκτίμηση προς το πρόσωπό του, από την εποχή που ήταν στρατιωτικός ακόλουθος στο Βελιγράδι. Ήδη, από το 1931, ο θαυμασμός του προς το πρόσωπό του ήταν τέτοιος που σχετική αναφορά γίνεται εντός των σημειώσεων των αρχείων του στρατηγού Πιέτρο Γκατσέρα[Σ 1]. Τον Απρίλιο του 1934, ως απεσταλμένος του Μπαντόλιο, πραγματοποίησε αναγνωριστική επίσκεψη στην Ερυθραία[9], όπου, μετά την επιστροφή του, συνέταξε σχετική έκθεση η οποία βοήθησε στην οργάνωση των επιχειρησιακών σχεδίων εισβολής στην Αιθιοπία, τα οποία και υλοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του αμέσως επόμενου έτους.[9]
Κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ορίστηκε διοικητής του ιταλικού εκστρατευτικού σώματος το οποίο ήταν υπεύθυνο για τον έλεγχο του Σάαρ, στο πλαίσιο σχετικής απόφασης η οποία είχε ληφθεί από την Κοινωνία των Εθνών για την εποπτεία των τοπικών εκλογών οι οποίες θα λάμβαναν χώρα στη συγκεκριμένη περιοχή. Τον Ιανουάριο του 1935, προβιβάστηκε στον βαθμό του στρατηγού μεραρχίας, καθιστάμενος, παράλληλα, επίτιμος υπασπιστής της Αυτού Εξοχότητας Βασιλέα Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ανέλαβε τη διοίκηση της 5ης Ταξιαρχίας Πεζικού «Κοσσερία», ενώ τον Σεπτέμβριο του 1937 προήχθη στον βαθμό του στρατηγού μεραρχίας και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ανέλαβε τη διοίκηση της 2ης Μεραρχίας Ιππικού «Εμανουέλε Φιλιμπέρτο Τέστα ντι Φέρρο».
Για σύντομο χρονικό διάστημα, διετέλεσε στρατιωτικός ακόλουθος της ιταλικής πρεσβείας στο Παρίσι,[10] όπου και ακολούθησε η ταχεία επιδείνωση των γαλλοϊταλικών διμερών σχέσεων, η οποία έλαβε χώρα αμέσως μετά την εισβολή των γερμανικών δυνάμεων στην Τσεχοσλοβακία.[10] Έπειτα από την κατάληψη της Αλβανίας, η οποία έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 1939, παρέμεινε στη θέση του στο Παρίσι, προτού, ωστόσο, ανακληθεί στην Ιταλία στα τέλη του έτους,[7] όπου και διορίστηκε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Για σύντομο χρονικό διάστημα, διετέλεσε διοικητής της Γ΄ Σώματος Στρατού[7], το οποίο βρισκόταν σταθμευμένο κατά μήκος των γαλλοϊταλικών συνόρων[11], ενόψει της εισόδου στον πόλεμο του Βασιλείου της Ιταλίας, στο πλευρό της Γερμανίας.
Στις 26 Μαΐου,[12] κατόπιν σχετικής υποδείξεως του Υπουργού Εξωτερικών, Γκαλεάτσο Τσιάνο και του στρατηγού Ουμπάλντο Σόντου, υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ορίστηκε αρχιδιοικητής των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων οι οποίες ήσαν παρούσες στην Αλβανία (ιταλικά: Comando Superiore Truppe Albania),[Σ 2] στη θέση του στρατηγού Κάρλο Τζελόζο.[11] Κατά τη διάρκεια της συνάντησης γνωριμίας του με τον Μουσσολίνι, η οποία έλαβε χώρα στο Παλάτσο Βενέτσια, δεν υπήρξε η οποιαδήποτε συζήτηση περί πολέμου με την Ελλάδα ή τη Γιουγκοσλαβία.[13] Κατά την άφιξή του στην Αλβανία, ανέλαβε τη διοίκηση ενισχυμένου σώματος στρατού, το οποίο αποτελείτο από, περίπου, 100.000 άνδρες, ενώ αποτελείτο από πέντε μεραρχίες[Σ 3], καθώς και βοηθητικές μονάδες και αλβανικές μεραρχίες[12], οι οποίες, αριθμητικά, αντιστοιχούσαν σε, περίπου, δύο μεραρχίες.[13]
Από την ανάληψη, κιόλας, των καθηκόντων του ως διοικητής δραστηριοποιήθηκε άμεσα για τον σχηματισμό ορισμένων αλβανικών ομάδων ατάκτων, υπό τη διοίκηση των Τζαφέρ Μπέη Ίπι και Καζίμ Μπέη Κοκούλι.[12] Την 1η Ιουνίου, λίγες ημέρες προ της εισόδου της Ιταλίας στον πόλεμο, προήχθη στον βαθμό του στρατηγού στρατιωτικού σώματος. Κατά τον μήνα Ιούλιο, ο Μουσσολίνι, ωθούμενος από τον Υπουργό Εξωτερικών, Γκαλεάτσο Τσιάνο, προκειμένου να αντισταθμίσει την ήττα του Γκρατσιάνι στη Βόρεια Αφρική, καθώς και τις στρατιωτικές επιτυχίες της Βέρμαχτ, έλαβε τη απόφαση να επιτεθεί σε ουδέτερη χώρα, δίχως προηγουμένως να έχει συμβουλευτεί τη σύμμαχό του, Γερμανία. Το Βασίλειο της Ελλάδας[14] αποτέλεσε τον επιλεγμένο στόχο, καθώς η κατάληψή του θεωρείτο εύκολη, λαμβάνοντας υπόψη σχετική εκτίμησή του για την έλλειψη επιθυμίας για πόλεμο εκ μέρους των Ελλήνων.[Σ 4][15]
Το Γενικό Επιτελείο Στρατού προχώρησε στην οργάνωση σχεδίου εισβολής, το οποίο ήταν γνωστό ως «Esigenza G» ή «Emergenza G»[16]. Το αρχικό επιχειρησιακό σχέδιο εκπονήθηκε από τον στρατηγό Τζελόζο, κατόπιν σχετικής εντολής του Μουσσολίνι, έπειτα από την επιστροφή του από την Αλβανία. Προέβλεπε τη χρησιμοποίηση, συνολικά, 11 μεραρχιών, δύο συνταγμάτων ιππικού, καθώς και εντός συντάγματος γρεναδιέρων, ωστόσο, προκειμένου αυτό να είναι επιτυχημένο, θα έπρεπε, παράλληλα, ο βουλγαρικός στρατός να πραγματοποιήσει επίθεση στη Θράκη, υποχρεώνοντας μέρος των ελληνικών δυνάμεων να αποχωρήσουν από το μέτωπο της Ηπείρου.[17] Το αμέσως επόμενο σχέδιο προέβλεπε τη χρησιμοποίηση, συνολικά, είκοσι μεραρχιών,[17] οι οποίες θα έχριζαν σχετικής υλικοτεχνικής υποστήριξης, οι οποίες θα έπρεπε να βρίσκονται, ήδη, στην Αλβανία προ της έναρξης των εχθροπραξιών.[17] Στις 11 Αυγούστου[18], κλήθηκε από τον Τσιάνο στη Ρώμη, όπου και ο υπουργός τον ενημέρωσε για την απόφαση εισβολής στην περιοχή της Τσαμουριάς[11], καθώς και στα Ιόνια Νησιά,[18] δίνοντάς του εντολή να προετοιμαστεί για την εκκίνηση των επιχειρήσεων προ του τέλους του μήνα.
Στα Τίρανα, εργάστηκε για καιρό για τη σύνταξη σχεδίου εισβολής στην Ελλάδα, το οποίο προϋπέθετε τη χρήση, συνολικά, τεσσάρων «διπλών» μεραρχιών (divisione binaria), δηλαδή μεραρχιών που είχαν στη σύνθεσή μόνο δυο συντάγματα πεζικού, οι οποίες θα πραγματοποιούσαν επίθεση σε μέτωπο συνολικού μήκους, περίπου, 60 μιλίων. Στις 14 Οκτωβρίου[19], ο Μπαντόλιο, έχοντας ενημερωθεί σχετικά με την προηγούμενη συνάντηση η οποία, ήδη, είχε πραγματοποιηθεί, τον διέταξε να υπακούει παρά μόνον στις εντολές οι οποίες προέρχονταν από το Γενικό Επιτελείο Στρατού.[19] Στις 13 Οκτωβρίου, ελήφθη η επίσημη απόφαση[14] επίθεσης στην Ελλάδα, την οποία και μετέφερε ο Μουσσολίνι στον Μπαντόλιο κατά τη διάρκεια συνάντησης κορυφής στην οποία συμμετείχαν, πέραν του ιδίου, οι Μουσσολίνι, Μπαντόλιο, Τσιάνο και Φραντσέσκο Γιακομόνι ντι Σαν Σαβίνο, με την ημερομηνία έναρξης των στρατιωτικών επιχειρήσεων να ορίζεται στις 26 Οκτωβρίου,[14] προτού, στη συνέχεια, αναβληθεί για τις 28 Οκτωβρίου.
Στις 28 Οκτωβρίου,[14] καθώς η χειμερινή περίοδος πλησίαζε, τα ιταλικά στρατεύματα ξεκίνησαν επίθεση[14] κατά μήκος του απόκρημνου και επικίνδυνου ορεινού εδάφους το οποίο αποτελούσε το μέτωπο της Ηπείρου, συναντώντας κατά την προέλασή τους μικρή αντίσταση, με αποτέλεσμα να σταλεί σχετικό τηλεγράφημα στη Ρώμη, σύμφωνα με το οποίο η προέλαση πραγματοποιούνταν με «ταχύ ρυθμό». Ωστόσο, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, καθώς και της απαρχής αντεπιθέσεων οι οποίες πραγματοποιούνταν από τον αρχηγό του γενικού επιτελείου του ελληνικού στρατού, Αλέξανδρου Παπάγου, η προέλαση ανεκόπη στις 8 Νοεμβρίου.[20]
Ο Μουσσολίνι, όντας αγανακτισμένος με τους χειρισμούς του, τον απομάκρυνε από την ηγεσία των στρατευμάτων την ίδια μέρα, αντικαθιστώντας τον με τον στρατηγό Ουμπάλντο Σόντου, ο οποίος, επίσης δεχόμενος ασταμάτητες πιέσεις από τον δικτάτορα, απέτυχε να ανατρέψει την έκβαση των συγκρούσεων, με αποτέλεσμα, με τη σειρά του, να αντικατασταθεί, λίγο καιρό αργότερα, άμεσα από τον νέο αρχηγό του γενικού επιτελείου στρατού, τον στρατηγό Ούγκο Καβαλλέρο, ο οποίος και μετέβη από τη Ρώμη στα Τίρανα, προκειμένου να διευθύνει από εκεί τις πολεμικές επιχειρήσεις στο ελληνικό μέτωπο.[14] Ο Καβαλλέρο του ανέθεσε τη διοίκηση της νεοσχηματισθείσας 11ης Στρατιάς, η οποία σχηματίστηκε στις 9 Νοεμβρίου, ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης μεταξύ των προϋπαρχόντων Comando Superiore Truppe Albania και Η΄ και ΚΕ΄ Σώματος Στρατού (πρώην Σώματος Στρατού «Τσαμουριά»), προτού αναπτυχθεί εντός του νότιου τομέα του μετώπου. Στη συνέχεια, οι δυνάμεις της αναπτύχθηκαν περαιτέρω κατά μήκος ζώνης εκτεινόμενης από την οροσειρά της Πίνδου έως το Ιόνιο Πέλαγος.
Κατά την άφιξη του Σόντου στην Αλβανία, ο τελευταίος διέταξε την άμεση μεταβολή των στρατευμάτων σε στάση άμυνας, καθώς η αρχική επίθεση θα έπρεπε να θεωρείται ως αποτυχημένη.[20] Ο ιταλικός στρατός, καθώς και, γενικότερα, η φασιστική εξωτερική πολιτική υπέστησαν, λόγω της σημαντικής διπλωματικής και στρατιωτικής αποτυχίας, σημαντικό αντίκτυπο: στις 4 Δεκεμβρίου η παραίτηση του αρχηγού του γενικού στρατιωτικού επιτελείου, του Στρατάρχη της Ιταλίας Μπαντόλιο, έγινε δεκτή από τον Μουσσολίνι, ο οποίος και τον αντικατέστησε με τον στρατηγό Καβαλλέρο. Είχε προηγηθεί, στις 11 Νοεμβρίου, η απομάκρυνση του Βισκόντι Πράσκα από τη διοίκηση της 11ης Στρατιάς, με τον Κάρλο Τζελόζο να τον αντικαθιστά, ενώ, τον Δεκέμβριο, αποστρατεύτηκε πλήρως. Σε αρκετές περιπτώσεις, ανεπιτυχώς, προσπάθησε να ανατρέψει τη συγκεκριμένη απόφαση, ωστόσο ουδέποτε ανεκλήθη εκ νέου σε υπηρεσία.
Έπειτα από την ανακωχή της 8ης Σεπτεμβρίου 1943, εντάχθηκε στα αντιστασιακά κινήματα εναντίον των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων, ωστόσο, στις 24 Οκτωβρίου, συνελήφθη και, στη συνέχεια, καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε φυλάκιση εντός γερμανικού εδάφους, όπου και φυλακίστηκε εντός του Offizierslager 64Z του Σόκεν[21] (Πόζναν), από το οποίο και απελευθερώθηκε τον Απρίλιο του 1945[22], μαζί με αριθμό άλλων ανώτατων αξιωματικών του Κόκκινου Στρατού. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, υπήρξε ο ίδιος μάρτυρας της εισόδου των σοβιετικών στρατευμάτων στο Βερολίνο.
Κατά την επιστροφή του στην Ιταλία, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, εξέδωσε αυτοβιογραφία του υπό τον τίτλο Ho aggredito la Grecia (Rizzoli, 1946), μία επινοητική εκ μέρους του προσπάθεια για την προσωπική του επανόρθωση, καθώς και μία απόπειρα μείωσης της προσωπικής του ευθύνης στην καταστροφή του ιταλικού στρατού στο ελληνικό μέτωπο. Πάντοτε μετά το πέρας του πολέμου, είχε ζητήσει, ανεπιτυχώς, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Λουίτζι Εϊνάουντι, την επανεξέταση της ένστασής του κατά της απόφασης καθαίρεσής του το 1940. Υπήρξε Μέγας Μάγιστρος του Συνοδικού Στρατιωτικού Τάγματος των Ιπποτών της Ομόνοιας. Από το 1951 και έως τον θάνατό του, υπήρξε Μέγας Μάγιστρος του Κυρίαρχου Στρατιωτικού Τάγματος του Αγίου Γεωργίου Καρινθίας. Παντρεμένος με την Αντζέλικα Τσόππι, κόρης του γερουσιαστή Βιττόριο, απεβίωσε στο Μόντε Πόρτσιο Κατόνε, πλησίον της Ρώμης, στις 25 Φεβρουαρίου 1961.
Χάλκινο Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας
«Υπεύθυνος για τη μεταφορά των διαταγών και των ενημερώσεων στις διάφορες στρατιωτικές μονάδες, παρά το γεγονός πως τραυματίστηκε ελαφρά κατά την απαρχή των συγκρούσεων, συνέχισε το έργο του με θάρρος και ανδρεία καθ'όλη τη διάρκεια της ημέρας. Μεργκέμπ, 27 Ιανουαρίου 1912».
Χάλκινο Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας
«Κατά τη διάρκεια περισσότερων από δύο ετών πολέμων, υπό αριθμό διαφορετικών καταστάσεων, πραγματοποίησε παράτολμες αποστολές αναγνώρισης κατά μήκος του μετώπου, ενώ ως αξιωματικός διαβίβασε εντολές μεταξύ των διαφορετικών στρατιωτικών μονάδων, επιδεικνύοντας αποφασιστικότητα και άγνοια κινδύνου. Μέντιο Ιζόντσο, Μάιος 1915 - Σεπτέμβριος 1917».
Αναμνηστικό Μετάλλιο της Εκστρατείας της Αλβανίας
Πολεμικός Σταυρός της Αξίας
Αναμνηστικό Μετάλλιο του Ιταλοαυστριακού Πολέμου του 1915-18 (4 έτη εκστρατείας)
Αναμνηστικό Μετάλλιο της Ενοποίησης της Ιταλίας
Ιταλικό Αναμνηστικό Μετάλλιο της Νίκης
Ιππότης του Τάγματος των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου
Αξιωματούχοι του Τάγματος των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου
Ταξίαρχος του Τάγματος των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου
Μέγας Αξιωματούχος του Τάγματος των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου
— 15 Απριλίου 1940[23]
Ιππότης του Τάγματος του Στέμματος της Ιταλίας
Αξιωματούχος του Τάγματος του Στέμματος της Ιταλίας
Ταξίαρχος του Τάγματος του Στέμματος της Ιταλίας
— Βασιλικό διάταγμα της 13ης Ιανουαρίου 1924[24]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.