πόλη και δήμος της Πορτογαλίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Σανταρέμ (πορτογ. Santarém) είναι πόλη και δήμος της κεντρικής Πορτογαλίας, αλλά και έδρα ομώνυμου νομού. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή (2021) η πόλη έχει πληθυσμό 29.929 κατοίκους[4], ενώ ο δήμος είχε 58.671 κατοίκους και έκταση[5] 552,54.
Σανταρέμ | |||
---|---|---|---|
| |||
Χώρα | Πορτογαλία[1] | ||
Διοικητική υπαγωγή | Σανταρέμ | ||
Έκταση | 562 km² και 552,54 km²[2] | ||
Πληθυσμός | 62.200 (2011)[3] | ||
Ταχ. κωδ. | 2000 | ||
Ζώνη ώρας | UTC±00:00 | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Ο Δήμος εορτάζει και έχει αργία τη 19η Μαρτίου, ημέρα εορτής του Αγίου Ιωσήφ (São José).
Η τοποθεσία του Σανταρέμ κατοικείται από τους προϊστορικούς χρόνους, πρώτα από τους Λουσιτανούς και ύστερα από τους αρχαίους Έλληνες, τους Ρωμαίους, τους Βησιγότθους, τους Μαυριτανούς και αργότερα από τους Χριστιανούς Πορτογάλους. Υπάρχουν διάφοροι θρύλοι σχετικώς με την ονομασία της πόλεως. Ο γνωστότερος υποστηρίζει ότι η ονομασία του Σανταρέμ προήλθε από μία Χριστιανή αγία βησιγοτθικής καταγωγής, την Αγία Ιρία ή Ειρήνη, που μαρτύρησε στο κοντινό Τουμάρ (Ναβαντία) και το σκήνωμά της έμεινε άφθορο και μεταφέρθηκε στο Σανταρέμ. Προς τιμή της η ονομασία της πόλεως, που τότε ήταν γνωστή με τη λατινική ονομασία Σκάλαβις άλλαξε αργότερα σε «Σάνκτα Ιρένε». που τελικώς παραφθάρηκε σε «Σανταρέμ».
Η θεμελίωση της πόλεως αποδίδεται στους Ρωμαίους, που κατέλαβαν την περιοχή τον 2ο αιώνα π.Χ.. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή η Σκάλαβις ήταν σημαντικός εμπορικός σταθμός στον μέσο ρου του ποταμού Τάγου και πρωτεύουσα της Conventus Scalabitanus, μιας από τις διοικητικές περιφέρειες της Λουζιτανίας. Ο Ιούλιος Καίσαρας διέταξε τη δημιουργία ενός στρατοπέδου στην πόλη το 61 π.Χ.. Από τότε η πόλη έφερε τον τίτλο Scallabis Praesidium Iulium.
Η κρίση του 3ου αιώνα μ.Χ. και η παρακμή της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επηρέασαν την πόλη, η οποία τον 5ο αιώνα κατακτήθηκε διαδοχικά από τρία φύλα, αρχικώς από τους Βανδάλους και τους Αλανούς. Το 460 οι Βησιγότθοι με αρχηγό τον Συνέριχο, άλωσαν την πόλη και εξεδίωξαν τους Αλανούς.[6]
Τον 8ο αιώνα η πόλη κατακτήθηκε από τους Μαυριτανούς, που την αποκαλούσαν «Σανταρίν», γεγονός που αποδεικνύει ότι η χρήση της παλαιάς ρωμαϊκής ονομασίας είχε ήδη ατονήσει. Υπό τους Μαυριτανούς η πόλη εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο πολιτισμού. Σημαντικές προσωπικότητες που γεννήθηκαν στο Σανταρέμ ήταν ο ποιητής και ιστορικός Ιμπν Μπασάμ (θάν. 1147) και ο ποιητής Ιμπν Σαρά (1043-1123).
Η περίοδος της μαυριτανικής κυριαρχίας τελείωσε το 1147, όταν ο πρώτος στην ιστορία Βασιλιάς της Πορτογαλίας, ο Αλφόνσο Ενρίκες, που άλωσε την πόλη στις 15 Μαρτίου. Σύμφωνα με χρονικογράφους της εποχής ο βασιλιάς και ένα μικρό στρατιωτικό σώμα το κατόρθωσαν επειδή μερικοί άνδρες αναρριχήθηκαν στα τείχη την προηγούμενη νύκτα και άνοιξαν τις πύλες. Η διήγηση της αλώσεως σε ηρωικό τόνο υπάρχει στο μεσαιωνικό χρονικό De expugnatione Scalabis, που εξυμνεί τον πρώτο Πορτογάλο βασιλέα. Από στρατιωτικής απόψεως, η κατάκτηση του Σανταρέμ και η Πολιορκία της Λισαβόνας το ίδιο έτος απετέλεσαν κρίσιμα βήματα στη «Ρεκονκίστα» για την Πορτογαλία.
Ο πλέον αξιοσημείωτος Μαυριτανός κυβερνήτης του Σανταρέμ, ο Αμπού Γιακούμπ Γιουσούφ (πάτρωνας του Αβερρόη και του Ιμπν Τουφάιλ), πέθανε μετά τον τραυματισμό του από βέλος ενώ επιχειρούσε να επανακαταλάβει την πόλη το καλοκαίρι του 1184.
Μετά την εκδίωξη των Μαυριτανών, η πόλη δεχόταν συχνές επισκέψεις από τους μονάρχες και πολλές συνελεύσεις φεουδαρχών (Cortes) έλαβαν χώρα σε αυτή. Ιδίως ο βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄, αγαπούσε πολύ την πόλη και επέλεξε να ταφεί στο εκεί Κοινόβιο του Αγίου Φραγκίσκου. Ωστόσο έγινε μετακομιδή της σορού του και ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στη Λισαβόνα. Το Σανταρέμ ήταν ένα από τα σημαντικά κέντρα της μεσαιωνικής Πορτογαλίας, όπως φανερώνει ο μεγάλος αριθμός των μοναστηριών στην περιοχή του και το βασιλικό ανάκτορο (δεν υπάρχει πλέον, αλλά βρισκόταν στη θέση του σημερινού καθεδρικού ναού). Σώζονται ακόμα αρκετά δείγματα κτηρίων γοτθικού ρυθμού στην πόλη, τόσα ώστε να αποκαλείται και «πρωτεύουσα της πορτογαλικής γοτθικής αρχιτεκτονικής».
Τον 15ο αιώνα εκστρατείες όπως αυτή της κατακτήσεως της Θέουτα (1415) σχεδιάσθηκαν και οργανώθηκαν στο βασιλικό ανάκτορο του Σανταρέμ. Πολλά σημαντικά πρόσωπα της εποχής εκείνης έχουν τους τάφους τους στους ναούς της πόλεως. Ο Πέδρου ντε Μενέσες, ο πρώτος κυβερνήτης της Θέουτα (1415-1437) μετά την πορτογαλική κατάκτηση, είναι θαμμένος σε μεγαλόπρεπο γοτθικού ρυθμού τάφο στον Ναό της Θείας Χάριτος (Igreja da Graça), στον οποίο είναι θαμμένος και ο Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ, ο εξερευνητής που ανεκάλυψε τη Βραζιλία in 1500.
Η πόλη ωστόσο δέχθηκε ισχυρά πλήγματα από σεισμούς: τον Ιανουάριο του 1531 και ιδίως από τον μεγάλο Σεισμό της Λισαβόνας το 1755 (1 Νοεμβρίου), που κατεδάφισε πολλά ιστορικά κτήρια και μνημεία στο Σανταρέμ. Λίγες δεκαετίες αργότερα, κατά τον Πόλεμο της Ιβηρικής Χερσονήσου (μέρος των Ναπολεόντειων Πολέμων) η πόλη δέχθηκε εισβολή και λεηλατήθηκε.
Κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα πολλά νέα αγαθά του τεχνικού πολιτισμού έφθασαν στο Σανταρέμ, όπως η οικιακή υδροδότηση, το φωταέριο και ο σιδηρόδρομος (1861), ενώ μια γέφυρα έζευξε τον ποταμό Τάγο. Τον 20ό αιώνα οι υποδομές στην πόλη (σχολεία, στέγαση, μεταφορές) συνέχισαν να βελτιώνονται. Η οικονομία του Σανταρέμ πάντως εξακολούθησε να βασίζεται στην αγροτική παραγωγή. Είναι γνωστή και σήμερα για το κρασί της.
Η παλαιά πόλη είναι κτισμένη πάνω σε ένα χαμηλό υψίπεδο, στην υπερυψωμένη δεξιά όχθη του ποταμού Τάγου, σε απόσταση 65 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πρωτεύουσας της χώρας Λισαβόνας. Το υψόμετρο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (από την οποία απέχει σε ευθεία γραμμή 49 χιλιόμετρα) κυμαίνεται από 115 μέτρα μέχρι 35 (οι νέες συνοικίες). Οι γεωγραφικές συντεταγμένες της κεντρικής πλατείας της παλαιάς πόλεως είναι 39°14΄02΄΄ Βόρειο πλάτος και 8°41΄10΄΄ Δυτικό μήκος.
Διοικητικώς ο Δήμος του Σανταρέμ υποδιαιρείται σε 18 freguesias (δημοτικά διαμερίσματα ή «πολιτικές ενορίες»), τις εξής:
Το Σανταρέμ είναι «αδελφοποιημένο» με τις εξής ένδεκα πόλεις ή κωμοπόλεις[7]:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.