From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Σέζαρ Αντόνοβιτς Κιουί (λανθασμένη[i] ονομασία Σεζάρ Κούι ή Κίουι, César Antonovich Cui, ρωσικά: Це́зарь Анто́нович Кюи́, Βίλνιους 18 Ιανουαρίου 1835[ii] – Αγία Πετρούπολη 13 Μαρτίου 1918) ήταν Ρώσος συνθέτης και μουσικοκριτικός. Υπήρξε μέλος της περίφημης Ομάδας των Πέντε, ενός συνόλου Ρώσων συνθετών που, υπό την ηγεσία του Μίλι Μπαλάκιρεφ, αφιέρωσαν τη ζωή τους στην δημιουργία καθαρά ρωσικής μουσικής.
Ο Κιουί γεννήθηκε στο Βίλνιους της -σημερινής- Λιθουανίας που, εκείνη την εποχή ανήκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία και ονομαζόταν Βίλνα. Η οικογένειά του ασπαζόταν το Ρωμαιοκαθολικό δόγμα και είχε πέντε παιδιά, με τον Σέζαρ να είναι το μικρότερο από αυτά. Ο γαλλικής καταγωγής πατέρας του, είχε εισβάλει στη Ρωσία ως μέλος του στρατού τού Ναπολέοντα, το 1812, αλλά εγκαταστάθηκε στο Βίλνιους μετά την ήττα των Γάλλων και παντρεύτηκε μια ντόπια, την Γ. Γκούτσεβιτς (Julia Gucewicz).[8] Ο νεαρός Σέζαρ μεγάλωσε μαθαίνοντας γαλλικά, ρωσικά, πολωνικά και λιθουανικά. Πριν από την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών, το 1850, στάλθηκε στην Αγία Πετρούπολη για να προετοιμαστεί για την εισαγωγή στην Πρότυπη Σχολή Μηχανικών, την οποία ξεκίνησε στο επόμενο έτος, σε ηλικία 16 ετών.
Το 1855 αποφοίτησε από την Σχολή και, μετά από προχωρημένες σπουδές στη Στρατιωτική Ακαδημία Μηχανικών Nikolaevsky, ξεκίνησε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία, το 1857, ως εκπαιδευτής οχυρωματικών έργων.[9] Στους μαθητές του περιλαμβάνονταν αρκετά μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, όπως ο Νικόλαος Β΄.[10] Ο Κιουί, τελικά, άρχισε να διδάσκει σε τρεις στρατιωτικές ακαδημίες στην Αγία Πετρούπολη.[11] Οι μελέτες του πάνω σις οχυρώσεις, από εμπειρία που αποκτήθηκε στην πρώτη γραμμή, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, αποδείχτηκαν πολύ σημαντικές για τη σταδιοδρομία του. Ως εμπειρογνώμονας στις στρατιωτικές οχυρώσεις ο Κιουί, τελικά, έφθασε μέχρι τον ακαδημαϊκό βαθμό του καθηγητή, το 1880, και του στρατηγού, το 1906.[12] Τα γραπτά του για τις οχυρώσεις, περιλαμβάνονταν σε βιβλία της εποχής που ήσαν σε ευρεία χρήση.
Παρά τα επιτεύγματά του, ως επαγγελματία στρατιωτικού ακαδημαϊκού, ο Κιουί είναι γνωστός στη Δύση για την «άλλη» ζωή του στη μουσική. Νεαρός, στο Βίλνιους, πήρε μαθήματα πιάνου, μελέτησε τα έργα του Σοπέν και άρχισε να συνθέτει μικρά κομμάτια σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Στους λίγους μήνες πριν αποσταλεί στην Αγία Πετρούπολη, κατόρθωσε να κάνει κάποια θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Πολωνό συνθέτη Σ. Μονιούσκα (Stanisław Moniuszko),[13] ο οποίος κατοικούσε στο Βίλνιους, την εποχή εκείνη. Η κατεύθυνση του Κιουί άλλαξε, το 1856, όταν γνώρισε τον Μπαλάκιρεφ και άρχισε να ασχολείται σοβαρά με τη μουσική.[14]
Παρά το γεγονός ότι συνέθετε και έγραφε κριτικές στον ελεύθερο χρόνο του, ο Κιουί αποδείχθηκε εξαιρετικά παραγωγικός. Το δημόσιο ντεμπούτο του ήταν το 1859, με την παρουσίαση του ορχηστρικού, Σκέρτσο, Op. 1, υπό τη διεύθυνση του Αντόν Ρουμπινστάιν και την αιγίδα της Ρωσικής Μουσικής Εταιρείας.[15] Το 1869, πραγματοποιήθηκε η πρώτη δημόσια παράσταση της όπερας William Ratcliff (βασισμένη στην τραγωδία του Heinrich Heine). αλλά δεν είχε τελικά επιτυχία, εν μέρει, λόγω της σκληρότητας των δικών του γραπτών στον μουσικό τύπο.[16] Όλες, εκτός από μία, οι όπερες του Κιουί γράφηκαν πάνω ρωσικά κείμενα (μόνη εξαίρεση, η Le flibustier, βασισμένη σε ένα έργο του Ρισπέν, που έκανε πρεμιέρα στην Opéra-Comique στο Παρίσι, το 1894, -είκοσι πέντε χρόνια μετά την όπερα William Ratcliff-, αλλά δεν κατάφερε ούτε αυτή να πετύχει). Τα πιο επιτυχημένα σκηνικά έργα του Κιουί κατά τη διάρκεια της ζωής του ήσαν, η μονόπρακτη κωμική όπερα Ο Γιος του Μανδαρίνου (που είχε εκδοθεί το 1878), η τρίπρακτη όπερα Αιχμάλωτος του Καυκάσου (1883), βασισμένη στον Πούσκιν και η μονόπρακτη όπερα Δεσποινίς Φιφί (1903 ), βασισμένη στον Μοπασάν.[17] Εκτός από την όπερα Le flibustier, οι μόνες άλλες όπερες του Κιουί που παρουσιάστηκαν, όσο ζούσε, έξω από τη Ρωσική Αυτοκρατορία ήσαν οι, Αιχμάλωτος στον Καύκασο (Λιέγη, 1886) και η παιδική όπερα Παπουτσωμένος Γάτος (Ρώμη, 1915).[18]
Ο Κιουί ήταν μέλος στην επιτροπή επιλογής όπερας του Θεάτρου Μαριίνσκι μέχρι το 1883, όταν ο ίδιος και ο Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ εγκατέλειψαν την επιτροπή για να διαμαρτυρηθούν για την απόρριψη της Khovanshchina του Μοντέστ Μουσόργκσκι.[19] Μεταξύ 1896-1904, ήταν διευθυντής της Ρωσικής Μουσικής Εταιρείας, στο παράρτημα της Αγίας Πετρούπολης.[20] Μεταξύ των πολλών μουσικών που συνάντησε ο Κιουί στη ζωή του, ήταν και ο διάσημος Φραντς Λιστ. Ο Λιστ εκτιμούσε πολύ τη μουσική των ρώσων συνθετών· ιδιαίτερα για την όπερα του Κιουί, William Ratcliff είχε εκφραστεί με τα καλύτερα λόγια.[21] Το βιβλίο του Κιουί Η Μουσική στη Ρωσία και η Σουίτα για Πιάνο Οp. 21, είναι αφιερωμένα στον Λίστ. Δύο γυναίκες υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές στη ζωή του. Στο Βέλγιο, η κόμισσα Mercy-Argenteau (1837-1890) έπαιξε μεγάλο ρόλο ώστε να καταστεί δυνατή η εκεί παρουσίαση της όπερας Αιχμάλωτος στον Καύκασο, το 1885.[22] Στη Μόσχα, η Mariya Kerzina, μαζί με τον σύζυγό της Arkadiy Kerzin, σχημάτισε το 1896 τον «Κύκλο των Εραστών της Ρωσικής Μουσικής», μιας λέσχης που ξεκίνησε το 1898 για να δώσει ιδιαίτερη θέση στα έργα του Κιουί, κυρίως στα κοντσέρτα του.[23] Σε μια τόσο μακρά και δραστήρια μουσική ζωή, όπως του Κιουί, υπήρχαν πολλά βραβεία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 και στις αρχές του 1890, αρκετές ξένες μουσικές εταιρείες τίμησαν τον συνθέτη με την ιδιότητα του μέλους τους. Λίγο μετά την παρουσίαση της όπερας Le flibustier, στο Παρίσι, ο Κιουί εξελέγη αντιπρόσωπος της Γαλλικής Ακαδημίας και τού απονεμήθηκε ο σταυρός του Τάγματος Λεγεώνας της Τιμής. Το 1896 η Βελγική Βασιλική Ακαδημία Λογοτεχνίας και Τέχνης τον έκανε μέλος της.[24]
Ο Κιουί νυμφεύτηκε τη Μαλβίνα Μπάμπεργκ (Mal'vina Rafailovna Bamberg), το 1858. Την είχε συναντήσει στο σπίτι του Α. Νταργκομίτσκι, με τον οποίο έκανε μαθήματα τραγουδιού.[25] Μεταξύ των μουσικών έργων που, ο Κιουί, αφιέρωσε στη σύζυγό του, ήταν το Σκέρτσο, Op. 1 (1857), όπου χρησιμοποιεί θέματα βασισμένα στο πατρικό της όνομα (B-Am-B-E-[r]-G), στα δικά τou αρχικά (C-C-), καθώς και στην κωμική όπερα Ο Γιος του Μανδαρίνου. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, την Λυδία και τον Αλέξανδρο.[26]
Το 1916, ο Κιουί άρχισε να τυφλώνεται, αν και ήταν σε θέση να συνθέσει μικρά κομμάτια με υπαγόρευση.[27] Πέθανε το 1918, στην Αγία Πετρούπολη, από εγκεφαλικό επεισόδιο και ενταφιάστηκε δίπλα στη σύζυγό του (που είχε πεθάνει το 1899), στο Λουθηρανικό νεκροταφείο Σμολένσκ της πόλης. Το 1939, το σώμα του επανενταφιάστηκε στο Νεκροταφείο Τίχβιν, δίπλα στα υπόλοιπα μέλη της Ομάδας των Πέντε.[28]
Ως συγγραφέας και κριτικός μουσικής, ο Κιουί, συνέβαλε με 800 άρθρα, περίπου, μεταξύ 1864 και 1918 σε διάφορες εφημερίδες και άλλα έντυπα, σε Ρωσία και Ευρώπη (αποσύρθηκε το 1900). Με την πένα του κάλυπτε συναυλίες, ρεσιτάλ, μουσικά δρώμενα, νέες εκδόσεις μουσικής και προσωπικότητες του χώρου. Ένας σημαντικός αριθμός άρθρων του (περίπου 300) σχετίζονταν με την όπερα.[29] Αρκετά από τα θεματικά σύνολα των άρθρων του επανεκδόθηκαν ως μονογραφίες. Αυτές κάλυπταν διαφορετικούς τομείς, από την αρχική παραγωγή του Βάγκνερ Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν (1876), μέχρι την εξέλιξη του ρωσικού ρομαντισμού (τραγούδι τέχνης), τη μουσική στη Ρωσία, και τις σημαντικές διαλέξεις του Α. Ρουμπινστάιν για την ιστορία του πιάνου (1888-1889). Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε, ο Κιουί δημοσίευσε, επίσης, πολλά βιβλία και άρθρα σχετικά με τις στρατιωτικές οχυρώσεις.
Λόγω των κανόνων που σχετίζονταν με τη θέση του στον ρωσικό στρατό, τα πρώτα μουσικοκριτικά του άρθρα έπρεπε να δημοσιευθούν με ψευδώνυμο, το οποίο αποτελείτο από τρεις αστερίσκους (***). Ωστόσο, στους μουσικούς κύκλους της Αγίας Πετρούπολης, ήταν σαφές ποιος έγραφε τα άρθρα.[30] Ο σαρκασμός ήταν ένα τυπικό χαρακτηριστικό των κριτικών του. Πρωταρχικός στόχος του Κιουί ήταν να προωθήσει τη μουσική των σύγχρονων Ρώσων συνθετών, ιδιαίτερα των έργων της «Ομάδας των Πέντε». Ακόμα και αυτοί, όμως, δεν απέφευγαν κάποιες σποραδικές αρνητικές κριτικές από τον ίδιο, όπως λ.χ. η πρώτη παραγωγή της όπερας Μπορίς Γκοντουνόφ του Μουσόργκσκι, το 1874.[31] Αργότερα, βέβαια, ο Κιουί υπερασπίστηκε τη μουσική του συναδέλφου του, στο σημείο να ολοκληρώσει την ημιτελή όπερα Sorochinskaya yarmarka.
Ωστόσο, οι Ρώσοι συνθέτες εκτός των «Πέντε» είχαν, συχνά, περισσότερες πιθανότητες να υποστούν αρνητική κριτική. Αυτό προερχόταν, τουλάχιστον εν μέρει, από τη δυσπιστία στο «ωδειακό» δυτικό ύφος, σε σχέση με την «αυτοδιδακτική» προσέγγιση που είχαν εφαρμόσει οι «Πέντε» στα έργα τους. Για παράδειγμα, ο Κιουί στηλίτευσε τη δεύτερη όπερα του Τσαϊκόφσκι, Oprichnik,[32] ενώ οι δηκτικές του παρατηρήσεις για τη Συμφωνία αριθ. 1 του Σεργκέι Ραχμάνινοφ αναφέρονται, επίσης, συχνά.[33] Πάντως, αργότερα, η υποτιθέμενη «προοδευτικότητα» του Κιουί, όπως υιοθετήθηκε στη δεκαετία του 1860 και του '70, έφθινε διαρκώς, στο σημείο να δείξει έντονη εχθρότητα απέναντι σe νεότερους «μοντερνιστές», όπως ήσαν οι Ρίχαρντ Στράους και Β. ντ’ Εντί (Vincent d'Indy). Τα τελευταία δημοσιευμένα άρθρα του Κιουί (μετά το 1917) αποτελούσαν ανηλεείς παρωδίες, με χαρακτηριστικούς υπότιτλους, όπως, «Συνοπτικές Οδηγίες για το πώς να γίνεις Σύγχρονος Μεγαλοφυής Συνθέτης χωρίς να είσαι Μουσικός».[34]
Ο Κιουί συνέθεσε πάνω σε όλες, σχεδόν, τις φόρμες της εποχής του, με εξαίρεση τη συμφωνία, το συμφωνικό ποίημα και τα κοντσέρτα (σε αντίθεση με τους υπολοίπους της «Ομάδας των Πέντε». Πάντως, τα έντεχνα τραγούδια αποτελούν, μακράν, τη μεγάλη πλειονότητα των έργων του, περιλαμβάνοντας μερικά φωνητικά ντουέτα και πολλά τραγούδια για παιδιά. Πολλά από αυτά είναι διαθέσιμα και σε εκδόσεις με ορχηστρική συνοδεία, συμπεριλαμβανομένου του Bolero, Op. 17. Μερικά από τα διασημότερα τραγούδια του είναι, το Το άγαλμα στο Tsarskoye Selo και το Το Καμμένο Γράμμα, αμφότερα βασισμένα σε ποιήματα του πιο αγαπημένου ποιητή του συνθέτη, Αλεξάντρ Πούσκιν.
Επιπλέον, ο Κιουί έγραψε πολλά έργα για πιάνο και για σύνολα δωματίου (συμπεριλαμβανομένων τριών κουαρτέτων για έγχορδα), πολυάριθμα χορωδιακά και διάφορα ορχηστρικά έργα, αλλά οι σημαντικότερες προσπάθειές του αντικατοπτρίζονται στις δεκαπέντε, ποικίλης θεματολογίας, όπερές του. Εκτός από παιδική μουσική (η οποία περιλαμβάνει τέσσερις όπερες-παραμύθια, καθώς και τα προαναφερθέντα τραγούδια), μεταξύ των έργων του ξεχωρίζουν και άλλες τρεις ειδικές κατηγορίες έργων: i) κομμάτια εμπνευσμένα από και αφιερωμένα στην κόμισσα Mercy-Argenteau (την οποία γνώριζε ο συνθέτης από το 1885 μέχρι τον θάνατό της, το 1890, ii) έργα που σχετίζονται με τον «Κύκλο των Εραστών της Ρωσικής Μουσικής» και iii) κομμάτια εμπνευσμένα από τον Ρωσο-Ιαπωνικό Πόλεμο και τον Α 'Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σχετικά με το σημερινό στάτους του συνθέτη, στις τελευταίες δεκαετίες, μία από τις παιδικές του όπερες, ο Παπουτσωμένος Γάτος (βασισμένη στον Περό) είχε μεγάλη απήχηση στη Γερμανία. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα τραγούδια του Κιουί είναι διαθέσιμα τα τελευταία χρόνια σε ηχογραφήσεις και σε νέες εκδόσεις, το στάτους του Κιουί στο σημερινό εκτελεσόμενο ρεπερτόριο παραμένει πολύ μικρό, και στηρίζεται (στη Δύση), κυρίως, σε μερικά από τα πιανιστικά του έργα και μερικές συνθέσεις δωματίου (όπως το Orientale (Οp. 50, No. 9), καθώς και μια σειρά από σόλο τραγούδια.
Παρόλο που οι ικανότητές του ως ενορχηστρωτή έχουν υποβαθμιστεί (συγκεκριμένα, από τον συμπατριώτη του Ρίμσκι-Κόρσακοφ,[36] κάποιες πρόσφατες ηχογραφήσεις (π.χ., της όπερας Γιορτή στα Χρόνια της Πανώλης,[37] πάνω στον Πούσκιν) υποδεικνύουν ότι η δραματική μουσική του Κιουί μπορεί να είναι πιο ενδιαφέρουσα σχετικά με την ενορχήστρωση.
Πάντως, τα έργα του Κιουί δεν είναι τόσο «εθνικιστικά»[38] όσο των άλλων μελών της «Ομάδας των Πέντε»· με εξαίρεση τον Πούσκιν, οι όπερες του δεν εμφανίζουν ισχυρή προσκόλληση σε ρωσικές πηγές. Στον τομέα του έντεχνου τραγουδιού, ωστόσο, η συντριπτική πλειονότητα της φωνητικής μουσικής του Κιουί βασίζεται σε ρωσικά κείμενα. Οι ξεκάθαρες απόπειρες στο ρωσικό μουσικό στυλ μπορούν να ανιχνευθούν σε αποσπάσματα από την πρώτη πράξη της όπερας Mlada (1872), και της όπερας Η Κόρη του Καπετάνιου, για παιδιά, και σε μερικά τραγούδια. Πολλά, άλλα αποσπάσματα της μουσικής του αντικατοπτρίζουν τις στιλιστικές «παραδοξότητες» που σχετίζονται με τη ρωσική έντεχνη μουσική του 19ου αιώνα, όπως οι κλίμακες με ολόκληρους τόνους και ορισμένες αρμονικές επινοήσεις. Παρόλ’ αυτά, το στυλ του συγκρίνεται περισσότερο με εκείνο του Σούμαν, αγαπημένου του συνθέτη.[13][39] και Γάλλων συνθετών, όπως του Γκουνό,[40] παρά με εκείνο του Γκλίνκα ή με των Ρώσων συγχρόνων του.
i. ^ Η συχνή αναφορά στο επώνυμο του συνθέτη ως Κούι,[13][38] δεν σημαίνει ότι είναι και ορθή, όπως σαφώς προκύπτει από την ρωσική προφορά της λέξης Кюи́, και ιδιαίτερα του φθόγγου ю.
ii. ^ Ή 6 Ιανουαρίου 1836, σύμφωνα με το Παλαιό Ημερολόγιο
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.