From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ριχάρδος Α΄ της Αγγλίας (γαλλ. Richard Ierd’Angleterre, 8 Σεπτεμβρίου 1157 - 6 Απριλίου 1199), γνωστός ως Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος (Richard Cœur de Lion), από τον Οίκο των Πλανταγενετών-Ανζού ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1189 - 1199).[1] Διετέλεσε επιπλέον Δούκας της Νορμανδίας, Δούκας της Ακουιτανίας, Δούκας της Γασκώνης, Λόρδος της Κύπρου, Κόμης του Πουατιέ, Δούκας του Ανζού, Κόμης της Νάντης και κυρίαρχος της Βρετάνης σε διάφορες χρονικές περιόδους.
Ριχάρδος Α΄ | |
---|---|
Πορτρέτο του Ριχάρδου Α΄ του Λεοντόκαρδου, Μερρύ-Ζοζέφ Μπλοντέλ, 19ος αιώνας | |
Στέψη | 3 Σεπτεμβρίου 1189 |
Προκάτοχος | Ερρίκος Β΄ |
Διάδοχος | Ιωάννης |
Γέννηση | 8 Σεπτεμβρίου 1157 Οξφόρδη |
Θάνατος | 6 Απριλίου 1199 Ακουϊτανία |
Σύζυγος | Βερεγγάρια των Χιμένεθ |
Οίκος | Οίκος του Ανζού |
Πατέρας | Ερρίκος Β΄ της Αγγλίας |
Μητέρα | Ελεονώρα της Ακουιτανίας |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ονομάστηκε Λεοντόκαρδος λόγω του θάρρους του στο πεδίο της μάχης.[2] Ήταν τρίτος γιος και διάδοχος του Ερρίκου Β΄ της Αγγλίας και της Ελεωνόρας της Ακουιτανίας, από τους ηγέτες της Γ΄ Σταυροφορίας και ένας από τους διασημότερους μονάρχες της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ο τροβαδούρος Μπέρτραντ του Μπορν τον αποκαλεί "Ριχάρδος ο Οξενόν" που μεταφράζεται ως "Οξιτανός και Ναι και Όχι" χάρη στην τάση που είχε για λιτότητα.[3] Σε ηλικία μόλις 16 ετών ανέλαβε την διοίκηση του στρατού και υπέταξε επαναστάσεις στο Πουατού εναντίον του πατέρα του.[2] Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος ήταν εξαιρετικός στρατιωτικός διοικητής στην Γ΄ Σταυροφορία, ο κορυφαίος μετά την αναχώρηση του Φιλίππου Β΄ της Γαλλίας. Οι νίκες του επί του Σαλαντίν ήταν σημαντικές αν και η εκστρατεία έληξε με συνθήκη ειρήνης με την οποία αναγνώρισε ότι δεν ανακατέλαβε την Ιερουσαλήμ.[4] Ο Ριχάρδος μιλούσε εξίσου καλά τα γαλλικά και τα οξιτανικά.[5] Στην παιδική του ηλικία έζησε στην αυλή του πατέρα του στην Αγγλία, στην εφηβεία του έζησε στο Δουκάτο της Ακουιτανίας όπου πέρασε την εφηβεία του. Με την άνοδο του στον θρόνο έζησε στην Αγγλία μόλις 6 μήνες, τον περισσότερο χρόνο έζησε στις Σταυροφορίες και στην αιχμαλωσία στις προσπάθειες του να υπερασπιστεί τα εδάφη του στην Γαλλία. Το βασίλειο του στην Αγγλία το χρησιμοποίησε περισσότερο σαν πηγή οικονομικών εσόδων για να χρηματοδοτήσει τον στρατό του.[6] Οι υπήκοοι του ωστόσο τον τιμούσαν σαν ευσεβή ήρωα.[7] Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος ήταν ένας από τους ελάχιστους βασιλείς που έμειναν γνωστοί περισσότερο με το προσωνύμιο "Λεοντόκαρδος" παρά με την απαρίθμηση.[8]
Γεννήθηκε στην Οξφόρδη (8 Σεπτεμβρίου 1157) στα Ανάκτορα του Μπώμοντ, ήταν ο τρίτος γιος του Ερρίκου Β΄ της Αγγλίας και της Ελεονώρας της Ακουιτανίας.[9][10] Τα μεγαλύτερα αδέλφια του ήταν ο Γουλιέλμος Θ΄ του Πουατιέ που πέθανε πριν την γέννηση του και ο Ερρίκος ο Νεότερος.[11] Σαν τρίτος γιος δεν εκπαιδεύτηκε στην παιδική του ηλικία για μελλοντικός βασιλιάς.[12] Ήταν ο ευνοούμενος γιος της μητέρας του Ελεονώρας, από την οποία χρίστηκε δούκας της Ακουιτανίας (1168) και κόμης του Πουατιέ (1172).[13] Ήταν Γάλλος, όπως όλη η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας, εκπαιδεύτηκε σαν Γάλλος και έγραψε στη γαλλική γλώσσα πολλά ποιήματα, ενώ αδιαφόρησε ακόμα και να μάθει την αγγλική γλώσσα. Χαρακτηρίζεται και ως ο Απών Βασιλιάς, επειδή από τα 10 χρόνια που βασίλεψε στην Αγγλία, έζησε μονάχα έξι μήνες σε αγγλικό έδαφος, κάτι το οποίο χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι συγγραφείς για να ασκήσουν έντονη κριτική για την πλήρη αδιαφορία του Ριχάρδου για την Αγγλία. Απεχθανόταν την Αγγλία λόγω του άσχημου καιρού της και απέφευγε με κάθε μέσο να βρεθεί σε αυτή, προτιμώντας να ζει σε γαλλικά εδάφη. Αισθανόταν Γάλλος βασιλιάς της Αγγλίας, όπως όλοι οι πρώτοι βασιλείς της δυναστείας των Πλανταγενετών. Σύμφωνα με την ανδεγαυική παράδοση η απώτερη καταγωγή του ήταν από μία θρυλική νεράιδα, την Μελουζίνη.[10][14]
Παρόλα αυτά παρέμεινε στην ιστορία σαν ένας από τους πιο θρυλικούς Άγγλους βασιλείς και η φήμη του φτάνει μέχρι και τις μέρες μας, κυρίως μέσω των ιστοριών του Ρομπέν των Δασών. Ήταν ελκυστικός από την παιδική του ηλικία, κοκκινομάλλης με λαμπερά μάτια και με ωραίες συμμετρικές σωματικές αναλογίες. Από την παιδική του ηλικία έδειξε τα ηγετικά και τα στρατιωτικά του προσόντα. Πολέμησε πετυχημένα τους ευγενείς στο δουκάτο της Ακουιτανίας που είχε υπό την εξουσία του.
Ο μεγαλύτερος αδελφός του, Ερρίκος, στέφθηκε το 1170 βασιλιάς της Αγγλίας ως Ερρίκος Γ΄, τίτλο που τελικά δεν πήρε ποτέ. Γι' αυτό και οι ιστορικοί τον ονόμασαν Νεότερο, προκειμένου να τον ξεχωρίσουν από τον αληθινό Ερρίκο Γ΄, τον ανιψιό του. Το 1173 ο Ριχάρδος συμμάχησε για πρώτη φορά με τη μητέρα του και τους αδελφούς του, Ερρίκο και Γοδεφρείδο, προκειμένου να ανατρέψουν τον πατέρα του από τον θρόνο. Η επανάσταση καταστάλθηκε εύκολα, η μητέρα του αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε, ενώ ο μόλις 17χρονος Ριχάρδος αρνήθηκε λόγω αδυναμίας να δώσει συνέχεια στη διαμάχη και δήλωσε υποταγή στον πατέρα του.
Ο πατέρας του ήθελε να τον παντρέψει με την Αλίκη της Γαλλίας (1150 - 1197), αλλά ο Ριχάρδος αρνήθηκε λόγω του ότι η Αλίκη ήταν αδελφή του πιο κοντινού του συμμάχου, Φιλίππου Β΄ της Γαλλίας. Μετά την αποτυχία του στην επανάσταση κατά του πατέρα του άρχισε, το 1179, να αντιμετωπίζει προβλήματα επαναστάσεων από τους υπηκόους του στην Ακουιτανία. Οι επαναστάτες οχυρώθηκαν στο απόρθητο φρούριο του Ταϊγμπούρ, ενώ ο Ριχάρδος άρχισε να καταστρέφει τις περιοχές γύρω από το κάστρο, προκειμένου να τους αποκλείσει. Τελικά μόλις τελείωσαν τα τρόφιμα επιχείρησαν έξοδο, όπου ο Ριχάρδος τους συνέτριψε εύκολα. Ιστορικοί αναφέρουν ακρότητες του Ριχάρδου εναντίον των αιχμαλώτων και εξαναγκασμό των γυναικών στην πορνεία.
Μετά την καταστολή των βαρόνων της Ακουιτανίας, άρχισε να προκαλεί τον πατέρα του, προκειμένου να τον χρίσει διάδοχο στον θρόνο (1180 - 1183). Τότε ο πατέρας του τον προσκάλεσε να δώσει υποτέλεια στον διάδοχο του, Ερρίκο τον Νεότερο, μεγαλύτερο αδελφό του, κάτι που έκανε τον Ριχάρδο να εξοργιστεί. Τότε (1183) ο Ερρίκος ο Νεότερος και ο μικρότερος αδελφός του Γοδεφρείδος επιτέθηκαν στην Ακουιτανία, προκειμένου να καθυποτάξουν τον Ριχάρδο. Όμως, το καλοκαίρι του ίδιου έτους ο Ερρίκος πέθανε και τότε ο Ερρίκος Β΄ έδωσε την άδεια στον μικρότερο από τους γιους του, Ιωάννη, να επιτεθεί στην Ακουιτανία, οπότε ο Ριχάρδος συμμάχησε με τον Φίλιππο Β΄ της Γαλλίας. Οι σχέσεις του με τον Φίλιππο Β΄ ήταν τόσο στενές που έτρωγαν και κοιμόντουσαν μαζί, κάτι που οι περισσότεροι το ερμήνευσαν σαν ομοφυλοφιλική σχέση μεταξύ τους. Ο Ριχάρδος υποσχέθηκε να του δώσει τη Νορμανδία και το Ανζού, προκειμένου να τον βοηθήσει να καταλάβει τον αγγλικό θρόνο από τον πατέρα του.
Τον Ιούλιο του 1189, οι ενωμένες δυνάμεις Ριχάρδου και Φιλίππου συνέτριψαν τον στρατό του Ερρίκου στο Μπαλάνς. Ο ηττημένος Ερρίκος ταπεινωτικά δέχθηκε να υπογράψει τη διαδοχή του από τον Ριχάρδο στον αγγλικό θρόνο και πέθανε από τη λύπη του. Ο Ριχάρδος στις 3 Σεπτεμβρίου 1189 στέφθηκε βασιλιάς της Αγγλίας.
Όταν ο Ριχάρδος στέφθηκε βασιλιάς διέταξε να βγουν έξω από την αίθουσα στέψης όλοι οι Εβραίοι, αλλά μερικοί επανήλθαν με δώρα στον βασιλιά προκειμένου να τους δεχτεί. Τότε οι αυλικοί άρχισαν να μαστιγώνουν τους Ιουδαίους και αμέσως διέρρευσε ψευδώς η φήμη στο Λονδίνο ότι ο Ριχάρδος Α΄ διέταξε τη σφαγή όλων των Ιουδαίων που υπάρχουν στη χώρα. Αμέσως έγινε μακελειό: οι περισσότεροι Ιουδαίοι βρήκαν βίαιο θάνατο ή κάηκαν ζωντανοί από τον όχλο και όσοι γλύτωσαν βαπτίστηκαν με τη βία Χριστιανοί ή δραπέτευσαν. Ο αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερυ ονόμασε τον Ριχάρδο όργανο του Σατανά.
Πλήρωσε 3.000 λίρες, προκειμένου να διατηρήσει τη θέση του ως καγκελάριος.
Αναγνώρισε τον Ουίλλιαμ Ραλφ, που είχε διορίσει ο πατέρας του ταξίαρχο της Νορμανδίας, και τακτοποίησε τις ταξιαρχίες σε όλες τις υπόλοιπες γαλλικές περιοχές. Τελικά διόρισε σαν αντιβασιλέα τον Ουίλλιαμ Λόνγκσαμπ, Επίσκοπο του Ήλυ, κάτι που δυσαρέστησε τον μικρότερο αδελφό του, Ιωάννη, (τον επονομαζόμενο Ακτήμονα), ο οποίος άρχισε να συνωμοτεί εναντίον του.
Τελικά μετά από όλες τις προετοιμασίες συγκέντρωσε 4.000 άρματα, 4.000 στρατιώτες και 100 πλοία. Τον Σεπτέμβριο του 1190, ο Ριχάρδος και ο Φίλιππος έφτασαν στη Σικελία, όπου μετά τον θάνατο του Γουλιέλμου Β΄, ο εξάδελφός του σφετερίστηκε τον θρόνο και φυλάκισε τη χήρα του Γουλιέλμου, Ιωάννα, που ήταν αδελφή του Ριχάρδου Α΄, σφετεριζόμενος την περιουσία της. Ο Ριχάρδος επιτέθηκε, κυρίευσε τη Μεσσήνη (4 Οκτωβρίου 1190) και, αφού τη λεηλάτησε, εγκατέστησε εκεί μια από τις κυριότερες βάσεις του. Έκλεισε συμφωνία με τον Ταγκρέδο της Σικελίας (4 Μαρτίου 1191) με τους ακόλουθους όρους:
Στη συνέχεια ο Ριχάρδος αναχώρησε από τη Σικελία.
Τον Απρίλιο του 1191, λόγω θαλασσοταραχής, ναυάγησε στο νησί της Ρόδου, όπου φαίνεται συνάντησε την αρραβωνιαστικιά του, Βερεγγάρια της Ναβάρρας, κόρη του Σάντσο ΣΤ΄ της Ναβάρρας. Παρακάλεσε τη μητέρα του, Ελεονώρα, να μεσολαβήσει στον πατέρα της, προκειμένου να επιτρέψει να πραγματοποιηθεί ο γάμος τους. Μόλις άφησε το νησί της Ρόδου λόγω νέας θαλασσοταραχής, έπεσε στο νησί της Κύπρου, στο λιμάνι της Λεμεσού, και κατέλαβε την πόλη. Αποφάσισε να καταλάβει όλο το νησί, καθώς μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως η καλύτερη βάση απέναντι στους Τούρκους. Την Κύπρο υπερασπίστηκε γενναία με ολιγάριθμους άνδρες ο ηγεμόνας Ισαάκιος (Κομνηνός) Καματηρός, που υπέκυψε γρήγορα στον καλά οργανωμένο στόλο του Ριχάρδου. Μετά την κατάκτηση αναχώρησε και πάλι αφήνοντας διοικητή τον Ριχάρδο Κάμβιλ.
Πριν αναχωρήσει από την Κύπρο, ο Ριχάρδος Α΄ νυμφεύτηκε επίσημα πλέον τη Βερεγγάρια, ενώ δεν είχε σπάσει ακόμη ο αρραβώνας που του είχε κάνει ο πατέρας του με την Αλίκη της Γαλλίας. Ο γάμος του με τη Βερεγγάρια του εξασφάλιζε τη Ναβάρρα, που γειτόνευε με την Ακουιτανία, που είχε πάρει σαν προίκα από την Αλίκη, ελπίζοντας σε ένωση των εδαφών τους. Αλλά επέστρεψαν χωριστά και η Βερεγγάρια δεν πάτησε στην Αγγλία όσο ζούσε ο Ριχάρδος Α΄· μετά την αιχμαλωσία του ο Ριχάρδος Α΄ επέστρεψε χωρίς την σύζυγό του.
Ο Ριχάρδος Α΄ στρατοπέδευσε στην Άκκρα (1191) και έδωσε την υποστήριξη του στον Γκυ των Λουζινιάν, που είχε φέρει στρατεύματα να τον υπερασπίσει στην Κύπρο. Ήταν χήρος μιας εξαδέλφης του πατέρα του, της Σιβύλλας της Ιερουσαλήμ, και προσπάθησε να πάρει την ηγεμονία των Ιεροσολύμων. Τα δικαιώματα του Γκυ είχαν προέλθει από τον Κορράδο του Μομφερράτου, δεύτερο σύζυγο της ετεροθαλούς αδελφής της Σιβύλλας, Ισαβέλλας. Ο Κορράδος είχε υποστηρίξει με σθένος την Τύρο (1187).
Ο Ριχάρδος Α΄ και οι άνδρες του συμμετείχαν στην πολιορκία της Άκκρας, παρά την ασθένεια του βασιλιά τους από σκορβούτο. Τότε, ο Ριχάρδος Α΄ ήρθε σε έντονη ρήξη με τον Λεοπόλδο Ε΄ της Αυστρίας για το θέμα της εκθρόνισης του Ισαάκιου Κομνηνού, με την οποία ο Λεοπόλδος διαφωνούσε. Σε λίγο και ο Φίλιππος Β΄ της Γαλλίας αρρώστησε από δυσεντερία και αναχώρησε για τη Γαλλία αφήνοντας τον Ριχάρδο μόνον του, χωρίς συμμάχους.
Ο Ριχάρδος Α΄ συνέλαβε 2.700 μουσουλμάνους αιχμαλώτους, τους οποίους φοβόταν να κρατήσει ζωντανούς όσο ήταν αυτός απασχολημένος σε μάχες και διέταξε τη θανάτωσή τους. Νίκησε τις δυνάμεις του Σαλαντίν στη μάχη του Αρσούφ (1191). Προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τον Σαλαντίν, προσφέροντάς του το χέρι της χήρας αδελφής του, Ιωάννας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ένας εκλέκτορας πίεσε τον Ριχάρδο να δεχτεί τον Κορράδο του Μομφερράτου, βασιλιά των Ιεροσολύμων, με αντάλλαγμα να τοποθετηθεί βασιλιάς της Κύπρου ο Γκυ των Λουζινιάν, αλλά ο Κορράδος έπεσε θύμα δολοφονίας. Τότε ένας ευγενής, ο Ερρίκος Β΄ της Καμπανίας, στέφθηκε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, αφού παντρεύτηκε την χήρα του, Ισαβέλλα.
Ο Ριχάρδος είδε ότι η παραμονή του στους Αγίους Τόπους δεν μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο, αφού έμαθε ότι ο Φίλιππος Β΄ της Γαλλίας και ο μικρότερος αδελφός του, Ιωάννης, συνωμοτούσαν εναντίον του. Έκανε μια τελευταία απόπειρα να κατανικήσει τον Σαλαντίν, ηττήθηκε όμως και αποφάσισε να έρθει σε συμφωνία μαζί του. Συμφώνησαν να καταστρέψουν τα τείχη της Ασκελόν και να επιτρέπεται ελεύθερα η είσοδος των προσκυνητών στην Ιερουσαλήμ.
Ο κακός καιρός τον έκανε να ναυαγήσει στην Κέρκυρα, που ήταν υπό την κατοχή του Ισαάκιου Β΄ Άγγελου, από όπου, μεταμφιεσμένος σε Ναΐτη ιππότη, βάδισε για την Κεντρική Ευρώπη. Στο δρόμο, ο γαμπρός του, Ριχάρδος, αιχμαλωτίστηκε (1192) κοντά στη Βιέννη από τον Λεοπόλδο Ε΄, που κατηγόρησε τον Ριχάρδο ότι είχε συμμετοχή στη δολοφονία του ξαδέλφου του, Κορράδου του Μομφερράτου. Ο πραγματικός λόγος ήταν ότι ο Αυτοκράτορας ήταν έντονα προσβεβλημένος από τον Ριχάρδο, γιατί κατά τη διάρκεια της Γ΄ Σταυροφορίας είχε σκίσει μια σημαία του. Ο Ριχάρδος, αν και μεταμφιεσμένος, αναγνωρίστηκε από κάποιο δακτυλίδι ή για το ότι έτρωγε ψητό κοτόπουλο, που θεωρείτο βασιλικό γεύμα. Ο Βασιλιάς ήταν αιχμάλωτος του αυτοκράτορα Ερρίκου ΣΤ΄, αλλά οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα καλές.
Αρχικά κρατήθηκε στο Κάστρο Κουενρίγκερ, που διασώζεται ερειπωμένο και σήμερα ακόμα στη μικρή αυστριακή πόλη Ντύρνσταϊν, πάνω στα βράχια. Ο θρύλος λέει ότι ο πιστός τροβαδούρος του, Μπλοντέλ, ψάχνοντας το αφεντικό του, περιφερόταν σε όλη την Ευρώπη τραγουδώντας έναν σκοπό που μόνο ο ίδιος και ο Βασιλιάς ήξεραν. Περνώντας τυχαία από τα βράχια του Ντύρνσταϊν, ο Ριχάρδος ανταπέδωσε τον σκοπό, ο Μπλοντέλ τον αναγνώρισε και απελευθέρωσε τον αγαπημένο του βασιλιά. Τα ιστορικά δεδομένα όμως δεν συμφωνούν με αυτό, γιατί ο Ριχάρδος μετά από το κάστρο Κουενρίγκερ μεταφέρθηκε σε πολλές άλλες πόλεις της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως την απελευθέρωσή του. Η μητέρα του, Ελεονώρα, προσπάθησε να συγκεντρώσει τα 150.000 μάρκα που ζητούσε ο Ερρίκος με τη βοήθεια κλήρου και λαού. Αργότερα ο Ερρίκος έριξε το ποσό στις 100.000, όσο είχε ζητήσει και για τον Σαλαντίν. Ο αδελφός του, Ιωάννης ο Ακτήμων, του έστειλε μυστικά 80.000 με την προϋπόθεση να εξακολουθήσει να κρατά όμηρο τον Ριχάρδο, αλλά ο Αυτοκράτορας αρνήθηκε και του τα επέστρεψε. Τελικά, ο Ριχάρδος στις 4 Φεβρουαρίου 1194 ελευθερώθηκε.
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του, ο Ιωάννης ο Ακτήμων είχε καταλάβει το θρόνο. Ο Ριχάρδος όχι μόνο τον συγχώρησε, αλλά και τον όρισε διάδοχό του στον θρόνο αντί για τον ανιψιό του, Αρθούρο. Ετοιμάστηκε πυρετωδώς για εκστρατεία κατά του Φιλίππου Β΄ συγκεντρώνοντας συμμάχους, μεταξύ των οποίων τον Βαλδουίνο Θ΄ της Φλάνδρας και τον πεθερό του, Σάντσο ΣΤ΄ της Ναβάρρας. Έκανε επίθεση στον Φίλιππο από το νότο έχοντας σημαντικές επιτυχίες. Κατέλαβε και έκαψε την πόλη Λιμουζέν (1191). Στο Φρετεβάλ ο Γάλλος βασιλιάς τράπηκε σε φυγή αφήνοντας σημαντικά οικονομικά έγγραφα του κράτους του στα χέρια του Ριχάρδου (1194). Τέλος μετά τη νίκη του στη μάχη του Ζισόρ (1198), προσέθεσε στους τίτλους του τη φράση «Ο Θεός και το δικαίωμά μου» (Dieu et mon droit), εννοώντας ότι δεν είναι κανένας άλλος ανώτερός του παρά μόνον ο Θεός, φράση που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα ως το εθνικό σύνθημα της Αγγλίας.
Η ιστορία που κατέληξε τελικά στη δολοφονία του ξεκίνησε από την Ακουιτανία, όπου κάποιος αγρότης βρήκε σε ένα χωράφι έναν μεγάλο θησαυρό από χρυσά νομίσματα και αγάλματα. Ο φεουδάρχης της περιοχής αρνήθηκε όπως όφειλε να παραδώσει τον θησαυρό στον Ριχάρδο, που αποφάσισε με στρατιωτικά μέσα να καταλάβει το χωριό. Τελικά, σε μια επιθεώρησή του στο κάστρο του χωριού, κυκλοφορώντας χωρίς πανοπλία, δέχτηκε βέλη που τον τραυμάτισαν θανάσιμα. Λίγο πριν ξεψυχήσει, διέταξε να του φέρουν μπροστά του το δολοφόνο του: ήταν ένα παιδί που ισχυριζόταν ότι ο Ριχάρδος σκότωσε τον πατέρα του και τους αδελφούς του. Ο Ριχάρδος το συγχώρησε και διέταξε να το αφήσουν να φύγει χωρίς να το πειράξουν. Ο εγκέφαλος του Ριχάρδου τάφηκε στο Αββαείο του Σαλύ στο Πουατού, η καρδιά του τοποθετήθηκε στον Καθεδρικό Ναό της Ρουέν και το υπόλοιπο σώμα του στο Αββαείο του Φοντεβρώ.
Νυμφεύτηκε το 1191 τη Βερεγγάρια των Χιμένεθ, κόρη του Σάντσο ΣΤ΄ της Ναβάρρας. Δεν απέκτησαν απογόνους.
Από μία μη νόμιμη σχέση είχε ένα φυσικό τέκνο:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.