From Wikipedia, the free encyclopedia
Με την ονομασία Ουγκαριτικά κείμενα, χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους οι γραπτές μαρτυρίες που ήρθαν στο φως από Γάλλους αρχαιολόγους, με ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1929 επάνω στον λόφο Ρας Σάμρα (=κεφαλή μαράθου) (Ra’s Shamrah ή Ras Shamra) στη βόρεια Συρία. Όπως αποδείχτηκε, ο λόφος αυτός περιέκλειε τα ερείπια της αρχαίας πόλης Ουγκαρίτ (Ugarit), που βρισκόταν σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βόρεια της αλ Λαντικίγια (Λατάκιας ή Λαοδίκειας).
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Στα ερείπια της πόλης αυτής, που ήταν ένα σημαντικό εμπορικό και κοσμοπολίτικο κέντρο, κρύβονταν εκτός άλλων, ένας σημαντικός αριθμός κειμένων θρησκευτικών και μη, που χρονολογούνται από τον 14ο έως τον 12ο αι. π.Χ. και η μελέτη τους μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τη θρησκευτικότητα της Χαναάν καθώς και για το μυθολογικό και ιστορικό πλαίσιο της περιοχής. Είναι βέβαιο ότι ειδικά τα ουγκαριτικά θρησκευτικά κείμενα, μαζί με εκείνα του Ναγκ Χαμαντί και τα Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, άνοιξαν νέους ορίζοντες στην επιστήμη της Βιβλικής Αρχαιολογίας.
Ασφαλώς, τα ουγκαριτικά κείμενα, δεν ήταν τα μόνα ευρήματα στην περιοχή, καθώς οι επιστήμονες διέκριναν εκεί πέντε διαφορετικά αρχαιολογικά στρώματα, το τελευταίο από τα οποία βρισκόταν σε βάθος 18 περίπου μέτρων και μαρτυρεί την ύπαρξη νεολιθικού πολιτισμού στην περιοχή με βάση τα πέτρινα και οστέινα εργαλεία που βρέθηκαν.
Μία απλή σύμπτωση ήταν αυτή που προκάλεσε το ξεκίνημα των επίσημων ανασκαφών. Τον Μάρτιο του 1928, κάποιος Σύρος χωρικός, όργωνε το χωράφι του που βρισκόταν κοντά στον όρμο Minet el-Beida. Κατά σύμπτωση, το άροτρό του έπεσε σε κάποιο εμπόδιο και όταν ο χωρικός κοίταξε να δει τι ήταν αυτό, ανακαλύπτει ότι το εμπόδιο δεν ήταν άλλο από μια πέτρινη πλάκα. Καθώς προσπαθεί να την ξεθάψει για να την ανασύρει, βλέπει ότι η πλάκα αυτή ήταν το σκέπασμα ενός τάφου που είχε αποκαλυφθεί και περιείχε άθικτα μικρά αγγεία. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι ο τάφος ανήκε στο νεκροταφείο της αρχαίας Ουγκαρίτ που βρισκόταν νοτιοανατολικά και σε απόσταση περίπου 1200 μέτρων από το νεκροταφείο.
Η είδηση για την ανακάλυψη του αρχαίου τάφου έφθασε στις γαλλικές αρχές της Βηρυτού και ο διευθυντής της υπηρεσίας αρχαιοτήτων Συρίας και Λιβάνου C.Virolleaud έσπευσε να βεβαιωθεί για τη σπουδαιότητα του γεγονότος και να γνωστοποιήσει το συμβάν στην Academie des Inscriptions et Belles-Lettres του Παρισιού. Εκεί, κατόπιν προτάσεως του γνωστού ανατολιστή R.Dussaud, η ακαδημία οργάνωσε ανασκαφές, η πρώτη περίοδος των οποίων κράτησε από το 1929 έως το 1939, με έντεκα συνολικά αποστολές κατά τη διάρκεια της Άνοιξης.
Μέχρι το 1939, οπότε και οι ανασκαφές διακόπηκαν εξαιτίας του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ανεσκάφησαν τα ανώτερα μόνο στρώματα του λόφου της Ρας Σάμρα και σε επιφάνεια που κάλυπτε περίπου το 1/8 της συνολικής που ήταν πάνω από 60 στρέμματα. Εκτός από τον λόφο, ανασκαφή έγινε και στην παραλία που βρισκόταν 800 περίπου μέτρα προς τα δυτικά, στον όρμο Minet el-Beida ή αλλιώς "Λευκό λιμένα", όπως ήταν γνωστός από τον 6ο π.Χ. αιώνα στους αρχαίους Έλληνες.
Αν και η ανασκαφική δραστηριότητα συνεχίστηκε κατά περιόδους μέχρι και το 1988, τα περισσότερα κείμενα είχαν βρεθεί από την πρώτη περίοδο των ανασκαφών ενώ κάποια επιπλεόν ενεπίγραφα ευρήματα βρέθηκαν κατά την περίοδο 1953-1974.
Ανάμεσα στα ευρήματα της περιοχής Ρας Σάμρα, τα πλίνθινα ενεπίγραφα που βρέθηκαν στα ερείπια βιβλιοθήκης της Ουγκαρίτ, κατέχουν τη σημαντικότερη θέση αν και βρίσκονται μάλλον σε κακή κατάσταση με αποτέλεσμα να διασώζουν αποσπασματικά πολλά από τα κείμενα.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, μέσα στον χώρο της βιβλιοθήκης λειτουργούσε σχολή γραφέων όπου παράλληλα με τη συλλογή και αντιγραφή των κειμένων γινόταν και διδασκαλία των σπουδαιοτέρων, σύμφωνα με τις πολιτιστικές επαφές της Ουγκαρίτ, γλωσσών. Αυτό μαρτυρείται από τα διασωθέντα δίγλωσσα (σουμερικά - ακκαδικά) ή τρίγλωσσα (σουμερικά - ακκαδικά - χουρριτικά) λεξιλόγια. Τρεις ακόμη γλώσσες μαρτυρούνται στα ευρήματα αυτά: η κυπριακή, η χεττιτική και η αιγυπτιακή ιερογλυφική.
Η πολυγλωσσία αυτή εξηγείται από την εξακριβωμένη θέση της Ουγκαρίτ ως ένα σημαντικό πολιτιστικό και εμπορικό κέντρο του αρχαίου κόσμου, το οποίο γινόταν τόπος συνάντησης στρατιωτικών, εμπόρων, ιερέων, σοφών και αρχόντων.
Η γλώσσα πάντως που κυριαρχεί στα κείμενα που βρέθηκαν στην περιοχή είναι η λεγόμενη ουγκαριτική, μια γλώσσα που μας δίνει πληροφορίες και για την ανάπτυξη της εβραϊκής γλώσσας. Η ουγκαριτική, βασιζόταν σε ένα σύστημα σφηνοειδούς γραφής που χρησιμοποιήθηκε στην περιοχή των ακτών της Συρίας από τον 15ο ως τον 13ο π.Χ. αιώνα και πολλοί πιστεύουν ότι επινοήθηκε ανεξάρτητα από άλλα συστήματα σφηνοειδούς γραφής. Το ουγκαριτικό αλφάβητο, ένα από τα αρχαιότερα στον κόσμο, αποτελούσαν 30 σύμβολα με 3 συλλαβικά φωνηεντικά σημεία έναντι των 22 συμφωνικών γραμμάτων του βορειοσημιτικού αλφαβήτου και γραφόταν κυρίως από τα αριστερά προς τα δεξιά. Ένα πλακίδιο που βρέθηκε τον Νοέμβριο του 1949 αποτυπώνει το ουγκαριτικό αλφάβητο με την τότε συνήθη σειρά των χαρακτήρων του.
Η ανάγνωση της ουγκαριτικής γραφής οφείλεται στην προσπάθεια των ερευνητών Hans Bauer, Edouard Dhorme και Charles Virolleaud, που με βάση τις ορθές προϋποθέσεις ότι οι κάτοικοι της Ουγκαρίτ θα πρέπει να ήταν σημιτικής καταγωγής και ότι λόγω του περιορισμένου αριθμού σημείων η ουγκαριτική θα πρέπει να στηριζόταν σε αλφαβητικές αρχές, κατάφεραν σε μικρό σχετικά διάστημα να δώσουν στον επιστημονικό κόσμο σημαντικές ανακοινώσεις. Η πρώτη μετάφραση των ουγκαριτικών κειμένων δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Syria το 1931 και έκτοτε υπήρξε σπουδαία η κριτική, μεταφραστική και ερμηνευτική εργασία επάνω στα κείμενα και άλλων ερευνητών, όπως των αμερικανών Albright, Ginsberg, Gordon και Gaster, του γάλλου Dussaud, των άγγλων Driver και Gray, του βέλγου De Langhe, των γερμανών Eissfeldt και Jirku και του ούγγρου Aistleitner.
Η διαπίστωση του σημιτικού χαρακτήρα της ουγκαριτικής βοήθησε την περαιτέρω μελέτη της και οδήγησε στην ανεύρεση κοινών στοιχείων με τις σημιτικές γλώσσες καθώς και στη βεβαιότητα πως η ουγκαριτική είναι μία από τις χαναανιτικές διαλέκτους και ίσως η πρωτοχαναανιτική (πρωτοφοινικική ή αρχαϊκή εβραϊκή). Αυτό δεν σημαίνει ότι η ουγκαριτική γραμματική είναι απόλυτα κατανοητή καθώς η απουσία φωνηεντικών σημείων δημιουργεί μορφολογικά προβλήματα που λύνονται μόνο με εικασίες. Επιπλέον ζητήματα δημιουργούν, κάποιες δύσκολες συντακτικές περιπτώσεις που προστίθενται στις μεταφραστικές δυσχέρειες λόγω της κακής κατάστασης των κειμένων, στα οποία για να ερμηνευτούν, εφαρμόζονται γλωσσολογικοί κανόνες και ανάλυση των συμφραζομένων.
Επιγραμματικά, τα κείμενα που βρέθηκαν περιλαμβάνουν:
Όλες οι ερμηνευτικές προσπάθειες που καταβλήθηκαν και καταβάλονται για την απόδοση των ουγκαριτικών κειμένων και ιδιαίτερα των θρησκευτικών που αποτελούν και τον μεγαλύτερο όγκο των ενεπίγραφων ευρημάτων, έχουν μεγάλή αξία όχι μόνο για τη μελέτη της ζωής και της ιστορίας της Ουγκαρίτ αλλά και για τη συγκριτική μελέτη του ουγκαριτικού πολιστισμού με τον κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς υπάρχει σχετική έλλειψη παρόμοιων κειμένων από τη νότια περιοχή της Παλαιστίνης στην οποία οι Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στις αρχές της βιβλικής περιόδου.
Η μελέτη αυτή πρόσφερε πολλά καθώς αναίρεσε την άποψη που υπήρχε προ των ουγκαριτικών κειμένων ότι η Χαναάν δεν γνώριζε τη γραφή πριν το 2.000 π.Χ. Έτσι, για πολλούς ερευνητές, δημιουργήθηκαν κάποια νέα επιχειρήματα υπέρ της ιστορικής αξιοπιστίας των πατριαρχικών διηγήσεων και σε αντίθεση με τη θεωρία περί αυθαίρετης προφορικής παραδόσεως και κατά συνέπεια, αναξιοπιστίας των διηγήσεων αυτών. Η εύρεση των ουγκαριτικών κειμένων έδειξε κοινά φιλολογικά στοιχεία στις δύο γραμματείες και μαρτυρεί παγιωμένες μορφές κειμένων στη βάση της Παλαιάς Διαθήκης.
Είναι γεγονός ότι, η επίδραση του ιουδαϊκού μονοθεϊσμού στον δυτικό πολιτισμό, ειδικά με τη μορφή του χριστιανισμού, οδηγεί όλες τις πλευρές, και αυτές που αποδέχονται και αυτές που δεν αποδέχονται το θρησκευτικό του πλαίσιο, να αντιμετωπίζουν με μεγάλο ενδιαφέρον κάθε ανακάλυψη που σχετίζεται με την απαρχή αυτού του μονοθεϊσμού.
Αυτό που πάντα προκαλούσε στον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό και στον Χριστιανισμό ήταν η ιστορική βάση της πίστης. Ο Ισραήλ καλείται να λατρέψει τον Θεό όχι για ενέργειες του σε κάποιο αρχέγονο μυθικό παρελθόν (δημιουργία, κατακλυσμός, συντριβή των δυνάμεων του χάους, κ.λπ.) αλλά για τη συγκεκριμένη επέμβαση του στην έξοδο από την Αίγυπτο, μια επέμβασή μέσα στην ιστορία.
Έτσι, ενώ για τους πιστούς, ο μονοθεϊσμός θεμελιώνεται στην ιστορική αποκάλυψη που έγινε από τον Θεό σε ορισμένους ανθρώπους, σε ορισμένους τόπους και κάτω από ορισμένες συνθήκες, για επιστήμονες όπως π.χ. ο Σίγκμουντ Φρόυντ, δεν ήταν παρά η ανάγκη του ατόμου για υποταγή στην πατρική κυριαρχία και στον αρχηγό της ομάδας, ενώ για τον Εμίλ Ντυρκέμ, κάθε θρησκεία αποτελούσε πηγή κοινωνικής ολοκλήρωσης, μια ανάγκη εξισορρόπησης απέναντι στην κοινωνική αστάθεια και παθογένεια.
Σε αυτό το πλαίσιο αποδοχής και αμφισβήτησης, αμφιταλάντευσης των απόψεων ανάμεσα στο λογικό, το υπέρ-λογο ή το παρά-λογο, κάθε νέο εύρημα που σχετίζεται με το θέμα αυτό μετατρέπεται αμέσως σε επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Κάθε φορά, οι θεολόγοι αναμένουν μάλλον με δυσπιστία τα πορίσματα της επιστήμης, την ίδια στιγμή που άλλοι περιμένουν με ανυπομονησία να δουν να επιβεβαιώνονται οι θεωρίες ή οι εικασίες τους.
Δεν είναι όμως λίγες οι φορές, που όλες οι πλευρές κατά γενική ομολογία έσφαλαν. Έτσι, στην εποχή του Διαφωτισμού πολλοί θεολόγοι της δύσης για να αντιμετωπίσουν το κύμα αμφισβήτησης, έσπευσαν να χαρακτηρίσουν την Αγία Γραφή ως βάση κάθε επιστήμης, μετατρέποντάς τη σε κάτι που λίγοι σήμερα αποδέχονται. Από την άλλη, ο ενθουσιασμός για τα επιτεύγματα της επιστήμης, οδήγησε τον ορθολογισμό σε παραγνώριση της ουσίας του θρησκευτικού αισθήματος, όμως, κάτω από την πίεση της ατομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, τελικά οδηγήθηκε σε αναδίπλωση από τις αρχικές του θέσεις.
Παρόλο που η εποχή αυτή πέρασε, κατά διαστήματα παρατηρήθηκε μία μικρότερης έκτασης επανάληψη, παρόμοιων γεγονότων. Αφορμή στάθηκαν τρεις πολύ σημαντικές ανακαλύψεις, οι δύο από τις οποίες έγιναν ευρύτερα γνωστές την ίδια περίπου περίοδο, από τη δεκαετία του '50 και μετά: η εύρεση των ουγκαριτικών κειμένων που έφερε στο φως έναν κόσμο που ήταν γνωστός μόνο από την οπτική γωνία της Παλαιάς Διαθήκης και η ανακάλυψη των Χειρογράφων της Νεκράς θάλασσας αλλά και των κειμένων του Ναγκ Χαμαντί.
Τα ουγκαριτικά κείμενα το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ήρθαν στο φως την περίοδο 1937-1955, φανέρωναν το γεωγραφικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο γεννήθηκε ο ιουδαϊκός μονοθεϊσμός δηλ. τη Χαναάν και τον θρησκευτικό-μυθολογικό της κόσμο. Τα Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, αποκάλυψαν μία ιδιόμορφη ιουδαϊκή κοινότητα που σε κάποιους έδειξε τις απαρχές του Χριστιανισμού, ενώ τα κείμενα του Ναγκ Χαμαντί φανέρωσαν έναν μεγάλο αριθμό χριστιανικών "απόκρυφων" όπως ονομάστηκαν, κειμένων, που θύμιζαν τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές, όμως οι χριστιανοί για δικούς τους λόγους δεν τα αποδέχτηκαν αφήνοντάς τα σχεδόν στην αφάνεια.
Οι σημαντικές αυτές ανακαλύψεις έφεραν ξανά στο προσκήνιο την παλιά διαμάχη. Έτσι, για παράδειγμα, ο αρχικός ενθουσιασμός κάποιων, έφερε τον Ιησού να προέρχεται από την ιουδαϊκή κοινότητα των Εσσαίων στην οποία αναφέρονται τα Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, παρόλο που χωρίζονταν από αγεφύρωτα χάσματα στη ζωή και τη διδασκαλία τους. Έτσι και στην περίπτωση των ουγκαριτικών κειμένων, όπου η ανακάλυψη και ανάγνωση των κειμένων σφηνοειδούς γραφής και οι παρατηρούμενες ομοιότητες μεταξύ των μυθολογικών κειμένων της Μεσοποταμίας και της Βίβλου, οδήγησαν ορισμένους στις αρχές του αιώνα στην άποψη ότι η Παλαιά Διαθήκη δεν αποτελεί παρά την ισραηλιτική έκδοση των μύθων των γύρω λαών, θέση που φυσικά προκάλεσε και σφοδρότατες αντιδράσεις από την πλευρά των θεολόγων.
Πριν από τις ανασκαφές της Ρας Σάμρα, η προσπάθεια των ειδικών να περιγράψουν τη θρησκεία των αρχαίων Φοινίκων, έβρισκε πάντοτε εμπόδιο την έλλειψη πηγών. Κάποιες έμμεσες μαρτυρίες και η Φοινικική ιστορία του Φίλωνα της Βίβλου, ήταν ανεπαρκείς για να ολοκληρωθεί η εικόνα. Τελικά όμως, οι σημαντικές ανακαλύψεις στα ερείπια της αρχαίας Ουγκαρίτ, οδήγησαν τους ερευνητές σε μία πιο ξεκάθαρη εικόνα για την ουγκαριτική θρησκεία η οποία όπως δείχνουν τα ευρήματα είναι πολυθεϊστική και φυσιοκρατική. Οι σημαντικότερες θεότητες είναι:
Από τις υπόλοιπες θεότητες, άξιοι αναφοράς είναι ο Μωτ, θεός της ξηρασίας, ο Δαγών, αρχικά, πατέρας του Βάαλκαι η Αστάρτη που είναι δύσκολο να τη διακρίνει κάποιος από την Ασερά.
Είναι αλήθεια ότι τα κενά και η κακή κατάσταση που συχνά παρουσιάζεται στα ουγκαριτικά κείμενα, αρχικά, οδήγησε τους ερευνητές στο να πιθανολογούν και να εικάζουν. Όσο όμως η μελέτη των κειμένων αυτών προχωρά, όλο και περισσότεροι αποφεύγουν τα βιαστικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τους συσχετισμούς προσώπων και πραγμάτων ανάμεσα στη Βίβλο και τα κείμενα αυτά. Σε κάθε περίπτωση όμως, η αντικειμενική μελέτη της θρησκευτικότητας των χαναναίων συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην κατανόηση κάποιων δυσερμήνευτων, μέχρι πρότινος, χωρίων της Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαίτερα με την προβολή του ισραηλιτικού βίου προ της εγκαταστάσεως του στη Χαναάν.
Παρά τις αντιρρήσεις μερίδας θεολόγων στις μέρες μας, οι περισσότεροι ερευνητές αποδέχονται μικρότερη ή μεγαλύτερη σχέση ανάμεσα στα ουγκαριτικά κείμενα και την Παλαιά Διαθήκη. Οι σημαντικότεροι συσχετισμοί που παρατηρούνται είναι οι εξής:
Σημεία όπως τα παραπάνω, φανερώνουν τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα ουγκαριτικά θρησκευτικά κείμενα και στην Παλαιά Διαθήκη. Υπάρχουν και άλλα τα οποία όμως θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη όπως η ανάγνωση στα κείμενα αυτά των ονομάτων Αδάμ και Εύα η οποία δεν διακιολογείται επαρκώς και έτσι δεν είναι ευρύτερα αποδεκτή.
Σήμερα, εκτός από τα χριστιανικά δόγματα που αποδέχονται την κατά λέξη ιστορική πραγματικότητα των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης (δημιουργία του κόσμου, του ανθρώπου κ.λπ.), η πλειοψηφία των χριστιανών θεολόγων αποδέχεται ότι οι ιεροί συγγραφείς δεν αγνόησαν τις ευρύτατα διαδεδομένες στην περιοχή τους μυθολογικές αφηγήσεις. Ισχυρίζονται όμως ότι η διαφοροποίηση έγκειται, στο ότι η χρήση κοινών εικόνων που σαφώς προκύπτει, δεν σημαίνει και πρόσληψη της μυθολογικής σκέψης αλλά εξυπηρετεί μόνο τη διατύπωση των βιβλικών νοημάτων. Κατά την άποψη των θεολόγων, πρόβλημα θα προέκυπτε στην περίπτωση που κάποια μυθολογικά στοιχεία προσλαμβάνονταν αυτούσια. Όμως, κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται στα βιβλικά κείμενα, εφόσον σε καμία περίπτωση ο μύθος δε διατηρεί την αυτοτέλεια του και δε γίνεται σκοπός της αφήγησης.
Για παράδειγμα, η αναφορά στον απογευματινό περίπατο του Θεού στον κήπο της Εδέμ (Γεν. 3:8), είναι μια εικόνα που θυμίζει μυθικές παραστάσεις. Στόχος της αφήγησης όμως δεν είναι να κάνει λόγο για τον περίπατο του Θεού, αλλά για τη διάσπαση των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό. Η εικόνα εδώ, εξυπηρετεί μόνον το σκηνικό και δεν αποτελεί την ουσία της αφήγησης.
Ακόμη κι όταν ο Θεός διατάζει: "Ας βλαστήσει η γη... Και έγινε όπως είπε" (Γεν. 1:11-13), το κείμενο ίσως φέρνει στον νου τη θεά Μητέρα Γη που στη Χαναάν ταυτίζονταν με τη θεά της γονιμότητας καθώς αυτή μεσολαβεί για την παραγωγή της χλωρίδας. Όμως εδώ, ο Θεός της βιβλικής διήγησης είναι αυτός που προστάζει τη "Μητέρα Γη" τι να κάνει και "εκείνη" είναι τελείως υποταγμένη στο έναν Θεό, αποκλείοντας την πολυθεΐα ή τη δυαρχία και εμμένοντας στη μονοθεϊστική παράδοση.
Με τον ίδιο τρόπο, η βιβλική διήγηση παρουσιάζει τη δημιουργία του ήλιου την 4η ημέρα της δημιουργίας, ώστε να μην υπάρξει θέση για τον θεό ήλιο των αιγυπτίων, συσχέτιση που γίνεται και με τον θεό των χαναναίων Ελ που στα ευρήματα της ουγκαρίτ προυσιάζεται με τον φτερωτό ήλιο να στέκει επάνω του.
Αλλά και η διήγηση στο βαβυλωνιακό "Έπος του Γκιλγκαμές" όπου γίνεται λόγος για μια κιβωτό, αποτελεί μόνον το πλαίσιο στο οποίο κινείται η ιστορία του Νώε που έχει ως θέμα της την ύπαρξη του κακού και τη δικαιοσύνη του Θεού. Το αποκορύφωμα της αφήγησης βρίσκεται στον τονισμό της αγάπης του Θεού, ενώ αντίθετα, το θέμα του έπους του Γκιλγκαμές είναι απλώς η διαμάχη των θεών όπου και απουσιάζει οποιαδήποτε ηθική εκτίμηση του κατακλυσμού.
Ο Χριστιανισμός εξ αρχής συνδέθηκε με τις σωτηριώδεις ενέργειες του Θεού στις αφηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης, ενέργειες ιστορικές που έχουν ως συνέπεια το να υπόκειται πάντοτε στην ιδιαίτερη ιστορία του Θεού με τον λαό του, η παγκόσμια προοπτική. Δεν αποδέχεται τη στενή τοπική ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης, ακόμη κι αν παρουσιάζεται ανεκτικός στην παρουσία της μυθικής γλώσσας ως κατάλληλης για να μεταδώσει τέτοιου είδους νοήματα.
Στην αρχή της πατριαρχικής ιστορίας η προοπτική αυτή καθίσταται εμφανής με την υπόσχεση "και ενευλογηθήσονται εν σοι πάσαι αι φυλαί της γης" (Γέν. 12:3) που δίνεται από τον Θεό στον Αβραάμ. Στην ιστορία των προφητών τα όσα συμβαίνουν στον Ισραήλ τίθενται στο υπόβαθρο της ιστορίας των λαών και της παγκόσμιας ιστορίας. Ο "δούλος του Κυρίου", αποστέλλεται "εις φως εθνών...εις σωτηρίαν έως εσχάτου της γης" (Ησαΐας 49:6) και αργότερα στις εσχατολογικές προφητείες η σωτηρία ανοίγεται σε όλους τους λαούς. Για τους χριστιανούς, η αποδοχή του ενός θεού δεν έρχεται κατευθείαν από την Παλαιά Διαθήκη, αλλά επιβεβαιώνεται για άλλη μία φορά από τον Ιησού και την πρωτοχριστιανική κοινότητα δημιουργώντας ένα επιπλέον έρεισμα για την πίστη τους.
Στην πραγματικότητα, όσο αβάσιμη είναι η πλήρης απόρριψη από τους θεολόγους κάθε συσχετισμού της Παλαιάς Διαθήκης με το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο διαμορφώθηκε, άλλο τόσο υπερβολικά απλουστευτική είναι η άποψη ότι άπαξ και εδραιωθεί κάποιος ιστορικός σύνδεσμος (π.χ. το κοινό γεωγραφικό πλαίσιο) και παρατηρηθούν ομοιότητες μεμονωμένων μοτίβων, είναι αρκετό για να βγει το γενικό συμπέρασμα της έλλειψης αυτοτέλειας.
Η φιλολογική εξέταση δύο αφηγήσεων πρέπει να είναι αρκετά λεπτομερής και πολύπλοκη πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μόνη λύση για τυχόν ομοιότητες είναι ο αυτούσιος δανεισμός. Σε αυτή την εξέταση ούτε το ιστορικό πλαίσιο, ούτε οι επιφανειακές ομοιότητες μπορούν να οδηγήσουν σε ουσιαστικότερα συμπεράσματα πέρα από μία αρχική έκπληξη.[1] Θα πρέπει έτσι οι ερευνητές, αντί των μεμονωμένων μοτίβων, να εστιάσουν στις πιο σύνθετες δομές, όπου η καθαρή σύμπτωση είναι λιγότερο πιθανή: π.χ. ένα σύστημα θεοτήτων, μια βασική κοσμολογική ιδέα, η αφηγηματική δομή μιας ολόκληρης σκηνής κ.λπ. και σε όλα αυτά μελετώντας σε βάθος όχι μόνο την εξωτερική εκφορά αλλά το βαθύτερο ιδεολογικό υπόβαθρό τους.[2]
Είναι αναγκαίο όχι μόνο να υπάρξουν παράλληλα, αλλά να μπορούν να βρεθούν όμοια κεντρικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ανάμεσά τους, να υπάρχουν ταυτόσημες ιδέες πίσω από τα παράλληλα, να απεικονίζουν την ίδια εννοιολογική χρήση και να μην επιδέχονται άλλη εξήγηση παρά τον αυτούσιο δανεισμό.[3]
Οι αρχές που διέπουν τη θεώρηση συγκεκριμένων θρησκευτικών συστημάτων θα πρέπει να είναι τέτοιες που να μην οδηγούν είτε σε εύκολο ενθουσιασμό, είτε σε περιφρονητική κριτική. Συχνά, η αποσπασματική ενημέρωση επάνω στα ιστορικά δεδομένα των θρησκειών οδηγεί σε γενικεύσεις και αδιαφορία για τα κενά που αναζητούν λύσεις. Η προσπάθεια αποκρυπτογραφήσεως των ιερών συμβόλων των θρησκειών και η καλοπροαίρετη μελέτη του βασικού τους μηνύματος, είναι ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα. Κάθε θρησκεία αποτελεί ένα οργανικό σύνολο και όχι αθροίσματα παραδόσεων και λατρευτικών εθίμων. Ο κίνδυνος της επιπόλαιης αναγνώσεως της φαινομενολογίας της θρησκείας έγκειται στην ταύτιση στοιχείων, που παρουσιάζονται και λειτουργούν σε διαφορετικά πλαίσια και συναρτήσεις γεγονός που συμβαίνει κυρίως με την απομόνωση σημείων από τη διδασκαλία και τη λατρεία τους και την ταύτισή τους με παρόμοιες εκδηλώσεις άλλων θρησκειών, με αποτέλεσμα να διατυπώνονται γρήγορες και εύκολες θεωρίες.
Ξεχωριστά παραδείγματα αποτελούν δύο περιπτώσεις:
Το όνομα του υιού μου [ας είναι Yw(=Γιαβ)-Ελ][4] (ή σε άλλη εκδοχή) [δεν πρέπει να είναι Yw(=Γιαβ), ω! θεά(=Ελ)].[5]
Στη φράση αυτή, ο Dussand, αναγνώρισε το Yw ως τύπο του ονόματος Γιαχβέ, αλλά μεταγενέστερες τοποθετήσεις έδειξαν μέσα από συνεχείς μελέτες και παραδείγματα επάνω στην ουγκαριτική-φοινικική γλώσσα, πως το Yw στην περίπτωση αυτή δεν προσδίδει κάποιο θεϊκό χαρακτηριστικό ή έστω δεν αποτελεί κάποια μορφή του ονόματος Γιαχβέ[6]
Σε αυτό λοιπόν το εύρημα, ο άγνωστος συγγραφέας του γράφει τα εξής (από το The Anchor Bible Dictionary, Doubleday, έκδ. 1992):
Uriyahu the rich wrote it. |
Ο Ουριαχού ο πλούσιος το έγραψε. |
Τα προβλήματα αυτής της επιγραφής είναι αρκετά και αποτελούν αντικείμενο διαμάχης επί σειρά ετών. Σε μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε κάποιος να διαπιστώσει τη διαφορά ανάμεσα στην υπαρκτή διατύπωση διά του (ή της) Ασερά και στην εικαζόμενη διατύπωση που υπονοεί διά της [συζύγου του Γιαχβέ] Ασερά. Ακόμη όμως και αν η λέξη Ασερά πράγματι θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε σύζυγο του Γιαχβέ, και δεν σημαίνει το προσωποποιημένο λατρευτικό, ξύλινο αντικείμενο όπως πολλοί θεωρούν (π.χ. η ανέγερση στηλών ως λατρευτικά αντικείμενα της θεάς Ασερά αναφέρεται στο βιβλίο Βασιλειών Δ' και αλλού), υπάρχουν ανεξήγητες διατυπώσεις στο κείμενο (για παράδειγμα, οι δύο τελευταίες προτάσεις) που θα μπορούσαν να δείχνουν ότι η (ή το) Ασερά, σχετίζεται με τον άνθρωπο Ουριαχού και όχι με τον Γιαχβέ.
Δεν μπορούμε εύκολα να αναφερθούμε σε "αφαίρεση" θηλυκών θεοτήτων αφού ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης δεν έχει φύλο. Επίσης, δεν υπάρχουν αναφορές για θεές και δεν ανιχνεύονται φυσιοκρατικές αντιλήψεις, σε αντίθεση με τη Χαναανιτική μυθολογία από την οποία απουσιάζουν οι ιστορικής φύσης τοποθετήσεις και συσχετισμοί θεού και ανθρώπου, που γίνονται στην Παλαιά Διαθήκη.
Είναι βέβαιο ότι τα αγαλματίδια της θεάς της γονιμότητας βρέθηκαν συχνά στα χέρια των ισραηλιτών στα πλαίσια της διαρκούς πάλης ανάμεσα στη λατρεία του Γιαχβέ και των "ειδώλων". Σε μια παρόμοια περίπτωση, ο συγγραφέας του πλακιδίου που ανήκε προφανώς σε κάποια από τις ομάδες ή τις περιοχές που διατηρούσαν ένα παγανιστικό Γιαχβισμό, με την αναφορά στον Γιαχβέ και την Ασερά του, ίσως να θεωρούσε αναγκαίο ο Γιαχβέ να έχει μία σύζυγο όπως ο θεός Ελ των χαναναίων.
Στα σημαντικά συμπεράσματα που θα μπορούσε κάποιος να εξάγει από τη μελέτη των ουγκαριτικών κειμένων για την Παλαιά Διαθήκη, θα πρέπει να προστεθούν και τα εξής:
Είναι βέβαιο ότι ο ουγκαριτικός πολιτισμός φέρει τη σφραγίδα της εγχώριας, χαναανιτικής του προέλευσης. Ότι ανάμεσα στην Παλαιά Διαθήκη και τα ουγκαριτικά κείμενα βρίσκονται αρκετές εκφραστικές-εξωτερικές ομοιότητες, είναι γεγονός, που οφείλεται κυρίως στη στενή γειτνίαση των δύο λαών, στη σημιτική τους καταγωγή και στη γλωσσική συγγένεια Φοινίκων και Εβραίων. Η ίδια η Παλαιά Διαθήκη δεν αποσιωπά ότι από την εγκατάσταση των ισραηλιτών στη γη Χαναάν και κατόπιν, υπήρξαν επιδράσεις στη θρησκευτική τους ζωή, είναι όμως δύσκολο να υποδειχθεί ως πηγή των ισραηλιτικών παραδόσεων ο χαναανιτικός πολιτισμός. Ο ιστορικός και ηθικός θρησκευτικός πολιτισμός των ισραηλιτών θεμελιώνεται επάνω στο "Εγώ ειμί Κύριος (ο Γιαχβέ) ο θεός σου, ο εξαγαγών σε εκ της Αιγύπτου" κάτι που δεν μπορεί ακόμη να συσχετισθεί με την αποσπασματική γνώση που μέχρι τώρα υπάρχει για τον ουγκαριτικό πολιτισμό μέσα από τα ομώνυμα κείμενα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.