From Wikipedia, the free encyclopedia
Η βάση της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, οι αγροτικές κολλεκτίβες, και ο κεντρικός προγραμματισμός. Χαρακτηριστικά της οικονομίας ήταν ο κρατικός έλεγχος των επενδύσεων, η δημόσια ιδιοκτησία του βιομηχανικού δυναμικού, μακροοικονομική σταθερότητα, αμελητέα ανεργία και υψηλή εξασφάλιση της εργασίας.
Αρχίζοντας το 1928, η όλη πορεία της οικονομίας καθοδηγούνταν από μια σειρά πενταετών οικονομικών προγραμμάτων. Μέχρι τη δεκαετία του 1950, η Σοβιετική Ένωση είχε εξελιχθεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων λίγων δεκαετιών, από μια κυρίως αγροτική κοινωνία σε μια μεγάλη βιομηχανική δύναμη. Η μεγάλη ικανότητα μετασχηματισμού της Σοβιετικής οικονομίας συνεπάγονταν ότι ο κομμουνισμός είχε ιδιαίτερη απήχηση στους διανοούμενους των αναπτυσσόμενων χωρών της Ασίας. Οι εντυπωσιακοί ρυθμοί μεγέθυνσης υπό τα πρώτα τρία πενταετή προγράμματα (1928-1940) είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτοι γιατί συνέπεσαν με τη Μεγάλη Ύφεση στη Δύση. Παρόλα αυτά, η βάση από την οποία άρχισε αυτή η ανάπτυξη ήταν τόσο πενιχρή που η Γερμανική εισβολή με το Σχέδιο Μπαρμπαρόσσα βρήκε τη χώρα ακόμα πτωχή. Η ανάπτυξη είχε λάβει χώρα υπό τον Ιωσήφ Στάλιν, που για να την επιτύχει, προκάλεσε τον θάνατο 10 περίπου εκατομμυρίων ανθρώπων μέσω κυρίως λιμών όπως αυτόν του Γολοντομόρ (Голодомо́р) στην Ουκρανία το 1932-33 με 3 εκατομμύρια θύματα.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της Σοβιετικής οικονομίας ήταν τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, που έγιναν ακόμα πιο πολύτιμα ως εξαγωγές, μετά την εκτίναξη της παγκόσμιας τιμή του πετρελαίου στα ύψη στη δεκαετία του 1970. Όπως ο Daniel Yergin σημειώνει, η Σοβιετική οικονομία ήταν στις τελευταίες δεκαετίες της "εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από τεράστιους φυσικούς πόρους–πετρέλαιο και αέριο, ειδικότερα." Ωστόσο, ο Yergin συνεχίζει, οι παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου κατέρρευσαν το 1986, ασκώντας πολύ μεγάλες πιέσεις στην οικονομία.[1] Όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ανέβηκε στην εξουσία το 1985, ξεκίνησε μια διαδικασία απελευθέρωσης της οικονομίας προς μια μικτή οικονομία. Κατά τη διάλυσή της στο τέλος του 1991, η Σοβιετική Ένωση παρέδωσε μια Ρωσική Ομοσπονδία με αυξανόμενο εξωτερικό χρέος $66 δισεκατομμύρια δολάρια, και μερικά δισεκατομμύρια δολάρια σε καθαρό χρυσό και συναλλαγματικά αποθέματα.[2]
Οι περίπλοκες απαιτήσεις της σύγχρονης οικονομίας και η άκαμπτη διοίκηση επικράτησαν και περιόρισαν την αποτελεσματικότητα του κεντρικού σχεδιασμού. Η διαφθορά και η παραποίηση στοιχείων έγιναν κοινή πρακτική ανάμεσα στη γραφειοκρατία, αναφέροντας ψευδώς την εκπλήρωση στόχων και ποσοστώσεων, με αποτέλεσμα την εδραίωση και εμβάθυνση της κρίσης. Από την εποχή του Στάλιν μέχρι τα πρώτα χρόνια της προεδρίας του Μπρέζνιεφ, η Σοβιετική οικονομία αυξήθηκε πολύ πιο αργά από την την Ιαπωνία και ελαφρώς πιο γρήγορα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ΑΕΠ το 1950 (σε δισ. δολάρια του 1990) ήταν 510 (100%) στην ΕΣΣΔ, 161 (100%) στην Ιαπωνία και 1456 (100%) στις ΗΠΑ. Το 1965, οι τιμές ήταν 1011 (198%) στην ΕΣΣΔ, 587 (365%) στην Ιαπωνία, και 2607 (179%) στις ΗΠΑ.[3] Η Σοβιετική Ένωση διατήρησε τη θέση της στη παγκόσμια οικονομία ως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία τόσο σε ονομαστικούς όρους όσο και σε όρους ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης για το μεγαλύτερο μέρος του Ψυχρού Πολέμου μέχρι το 1988, όταν η οικονομία της Ιαπωνίας ξεπέρασε τα $3 τρις, σε ονομαστική αξία.[4]
Ο σχετικά μικρός καταναλωτικός τομέας της ΕΣΣΔ αντιπροσώπευε το 60% του ΑΕΠ της χώρας το 1990, ενώ ο βιομηχανικός και ο αγροτικός τομέας συνέβαλαν 22% και 20% αντίστοιχα για το 1991. Πριν από τη μαζική εκβιομηχάνιση υπό του Ιωσήφ Στάλιν, η κύρια ασχολία στην ΕΣΣΔ ήταν η γεωργία. Ο τομέας των υπηρεσιών είχε μικρή μόνο σημασία στην ΕΣΣΔ, με την πλειονότητα του εργατικού δυναμικού να απασχολείται στον βιομηχανικό τομέα. Το εργατικό δυναμικό ανέρχονταν σε 152,3 εκατ. ανθρώπους. Τα κύρια βιομηχανικά προϊόντα ήταν το πετρέλαιο, ο χάλυβας, τα μηχανοκίνητα οχήματα, η αεροδιαστημική, οι τηλεπικοινωνίες, τα χημικά, τα ηλεκτρονικά, η επεξεργασία τροφίμων, η ξυλεία, η εξόρυξη, και η αμυντική βιομηχανία.
Βασιζόμενη σε ένα σύστημα κρατικής ιδιοκτησίας, η Σοβιετική οικονομία διαχειρίζονταν μέσω της Gosplan (Κρατικής Επιτροπής Σχεδιασμού), της Gosbank (Κρατικής Τράπεζας) και της Gossnab (Κρατικής Επιτροπής για τα Υλικά και την Προμήθεια Εξοπλισμού). Αρχίζοντας το 1928, η οικονομία ήταν κατευθυνόμενη από μια σειρά από πενταετή σχέδια, με μια σύντομη προσπάθεια ενός επταετούς σχεδιασμού. Για κάθε επιχείρηση, τα υπουργεία σχεδιασμού (γνωστά και ως "κεφαλαιοκάτοχοι" ή fondoderzhateli) καθόριζαν τον συνδυασμό των παραγωγικών συντελεστών (π.χ. εργασία και πρώτες ύλες), το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης, όλες τις τιμές χονδρικής πώλησης και σχεδόν όλες τις τιμές λιανικής πώλησης. Η διαδικασία σχεδιασμού βασίζονταν στην εξισορρόπηση των παραγωγικών συντελεστών με τη προγραμματιζόμενη παραγωγή κατά την περίοδο του προγραμματισμού. Από το 1930 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, το φάσμα των μαθηματικών που χρησιμοποιούνταν για να συνδράμει τη λήψη αποφάσεων οικονομικής πολιτικής, ήταν για ιδεολογικούς λόγους μυστικό.[5]
Η βιομηχανία επικεντρώθηκε μετά το 1928, στην παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών μέσω της μεταλλουργίας, κατασκευής μηχανών, και της χημικής βιομηχανίας. Στη Σοβιετική ορολογία, τα κεφαλαιουχικά αγαθά ήταν γνωστά ως αγαθά ομάδας Α, ή μέσα παραγωγής. Αυτή η έμφαση στη βιομηχανία προέρχονταν από την αντίληψη ότι η ΕΣΣΔ έπρεπε να εκβιομηχανιστεί και εκσυγχρονισθεί το ταχύτερο δυνατό. Μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953, τα καταναλωτικά αγαθά (αγαθά ομάδας Β) έλαβαν κάπως μεγαλύτερη προσοχή, λόγω των προσπαθειών του Γκεόργκι Μαλενκόφ. Όμως, όταν ο Νικίτα Χρουστσόφ σταθεροποιήθηκε στην εξουσία εξουδετερώνοντας τον Μαλενκόφ, μια από τις κατηγορίες που του προσήψε, ήταν, ότι είχε επιτρέψει τη "θεωρητικά λανθασμένη και πολιτικά επιβλαβή αντίθεση στο ρυθμό ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας για χάρη του ρυθμού ανάπτυξης της ελαφράς βιομηχανίας και της βιομηχανίας τροφίμων".[6] Ως εκ τούτου, από το 1955 δόθηκε και πάλι προτεραιότητα στα κεφαλαιουχικά αγαθά, η οποία εκφράστηκε στις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ (1956).[7]
Η περισσότερη πληροφόρηση για τη λειτουργία της Σοβιετικής οικονομίας διαχέονταν από την κορυφή προς τα κάτω. Υπήρχαν διάφοροι μηχανισμοί από τους οποίους θα μπορούσαν να συλλεχθούν πληροφορίες και γνώμες από παραγωγούς και καταναλωτές για τη σύνταξη των οικονομικών προγραμμάτων (όπως περιγράφεται παρακάτω), αλλά το πολιτικό κλίμα ήταν τέτοιο που λίγοι θα διατύπωναν κάτι αρνητικό. Έτσι, οι Σοβιετικοί σχεδιαστές είχαν μικρής μόνο αξιοπιστίας πληροφόρηση από τη "βάση", που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατά τη σύνταξη των νέων σχεδίων. Αυτό σήμαινε ότι ο οικονομικός προγραμματισμός βασίζονταν συχνά σε λανθασμένη ή ξεπερασμένη πληροφόρηση, ιδίως σε τομείς με μεγάλο αριθμό καταναλωτών. Ως αποτέλεσμα, ορισμένα αγαθά δεν παράγονταν επαρκώς, οδηγώντας σε ελλείψεις, ενώ σε άλλα αγαθά υπήρχε υπερπαραγωγή και συσσώρευση αποθεμάτων. Τα χαμηλόβαθμα στελέχη δεν ανέφεραν συχνά τα προβλήματα στους ανωτέρους τους, στηρίζοντας ο ένας τον άλλο. Μερικά εργοστάσια είχαν αναπτύξει ένα σύστημα αντιπραγματισμού ανταλλαγής ή κοινής χρήσης πρώτων υλών και υλικών, χωρίς τη γνώση των αρχών και έξω από τις παραμέτρους του οικονομικού προγράμματος.
Η βαριά βιομηχανία ήταν πάντα το επίκεντρο της Σοβιετικής οικονομίας, ακόμη και στα τελευταία της χρόνια. Το γεγονός ότι έτυχε ιδιαίτερης προσοχής από τους σχεδιαστές, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η βιομηχανική παραγωγή ήταν σχετικά εύκολο να προγραμματισθεί, ακόμη και χωρίς λεπτομερειακή πληροφόρηση από τα "κάτω", οδήγησαν σε σημαντική ανάπτυξη στον τομέα αυτό. Η Σοβιετική Ένωση έγινε ένα από τα κορυφαία βιομηχανικά έθνη του κόσμου. Η βιομηχανική παραγωγή ήταν δυσανάλογα υψηλή στη Σοβιετική Ένωση, σε σύγκριση με Δυτικές οικονομίες. Ωστόσο, η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών ήταν δυσανάλογα χαμηλή. Μικτή μόνο προσπάθεια κατέβαλλαν οι οικονομικοί σχεδιαστές για τη καταγραφή των καταναλωτικών προτιμήσεων, με αποτέλεσμα σοβαρές ελλείψεις σε πολλά καταναλωτικά αγαθά. Όποτε αυτά τα καταναλωτικά αγαθά γίνονταν διαθέσιμα στην αγορά, οι καταναλωτές έπρεπε συνήθως να σταθούν σε μεγάλες ουρές για να τα αγοράσουν. Μεγάλη μαύρη αγορά αναπτύσσονταν για προϊόντα, όπως τσιγάρα, που ήταν ιδιαίτερα περιζήτητα αλλά συνεχώς υποπαραγώμενα.
Κατά τη θητεία του Ιωσήφ Στάλιν, αναπτύχθηκε υπό την εποπτεία του, ένα πολύπλοκο σύστημα σχεδιασμού κατόπιν του αρχικού πενταετούς σχεδίου το 1928. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ο Σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, εισήγαγε σημαντικές αλλαγές στο παραδοσιακό σύστημα με τη Περεστρόικα, η κατανομή των πόρων κατευθύνονταν από τις αρχές σχεδιασμού, και όχι μέσα από την αλληλεπίδραση των δυνάμεων της αγοράς.
Τα πενταετή σχέδια συνέπιπταν με τα συνέδρια του ΚΚΣΕ, όπου η ηγεσία του κόμματος παρουσίαζε τους στόχους για το επόμενο πενταετές σχέδιο. Έτσι, κάθε σχέδιο είχε την έγκριση του κορυφαίου πολιτικού οργάνου της χώρας.
Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ και, πιο συγκεκριμένα, το πολιτικό γραφείο, καθόριζε τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές του σχεδιασμού. Το πολιτικό γραφείο καθόριζε τη γενική κατεύθυνση της οικονομίας μέσω των προς διαχείριση δεικτών (προκαταρκτικό σχέδιο στόχων), μεγάλων επενδυτικών σχεδίων (δημιουργία παραγωγικής βάσης), και της γενικότερης οικονομικής πολιτικής. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές υποβάλλονταν ως έκθεση στη Κεντρική Επιτροπή του Συνέδριο του ΚΚΣΕ προς εγκριθεί.
Μετά την έγκριση του κογκρέσου, τον κατάλογο των προτεραιοτήτων για το πενταετές πρόγραμμα τον επεξεργάζονταν το Συμβούλιο των Υπουργών, το οποίο αποτελούσε την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ. Το Συμβούλιο των Υπουργών αποτελούνταν από τα βιομηχανικά υπουργεία, τους προέδρους των διαφόρων κρατικών επιτροπών και τους προέδρους των οργανισμών με υπουργική ιδιότητα. Η επιτροπή αυτή στέκονταν στην κορυφή της τεράστιας οικονομικής διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου και του δικτύου κρατικού σχεδιασμού, τα βιομηχανικά υπουργεία, τα trusts (ενδιάμεσο επίπεδο μεταξύ υπουργείων και επιχειρήσεων), και, τέλος, τις κρατικές επιχειρήσεις. Το Συμβούλιο των Υπουργών επεξεργάζονταν τους στόχους του σχεδίου του Πολιτικού Γραφείου και τους έστειλε στη Gosplan, η οποία συγκέντρωσε τα στοιχεία για την υλοποίηση του σχεδίου.
Συνδυάζοντας τους γενικούς στόχους που ορίζονταν από το Συμβούλιο των Υπουργών με τα δεδομένα που παρέχονταν από τα χαμηλότερα επίπεδα της διοίκησης σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας, η Gosplan επεξεργάζονταν, μέσω δοκιμής και σφάλματος, μια σειρά από προκαταρκτικούς στόχους. Ανάμεσα σε περισσότερες από είκοσι κρατικές επιτροπές, η Gosplan ήταν ο επικεφαλής του δικτύου του κυβερνητικού σχεδιασμού και η σημαντικότερη υπηρεσία στην οικονομική διοίκηση. Το καθήκον των σχεδιαστών ήταν η εξισορρόπηση πόρων και αναγκών, για την εξασφάλιση της διαθεσιμότητας των παραγωγικών συντελεστών που απαιτούνταν για την ικανοποίηση της προγραμματισμένης παραγωγής. Το δίκτυο σχεδιασμού ήταν από μόνο του μια τεράστια οργανωτική διάταξη, αποτελούμενη από συμβούλια, επιτροπές, κυβερνητικούς αξιωματούχους, ειδικούς, κ.λπ. με υποχρέωση την εκτέλεση και την παρακολούθηση της οικονομικής πολιτικής.
Η κρατική υπηρεσία προγραμματισμού υποδιαιρούνταν σε δικούς της βιομηχανικούς τομείς, όπως γαιανθράκων, σιδήρου, και κατασκευής μηχανών. Επίσης είχε και επιτελικά τμήματα, όπως το χρηματοοικονομικών, που ασχολούνταν με ζητήματα που ξεπερνούσαν τα λειτουργικά όρια των βιομηχανικών τομέων. Με εξαίρεση ένα σύντομο πείραμα για περιφερειακό σχεδιασμό κατά τη διάρκεια της θητείας του Χρουστσόφ στη δεκαετία του 1950, ο Σοβιετικός σχεδιασμός γίνονταν σε τομεακή βάση, αντί σε περιφερειακή βάση. Τα τμήματα της κρατικής υπηρεσίας προγραμματισμού συνέδραμαν στην ανάπτυξη εκ μέρους της υπηρεσίας του πλήρους συνόλου στόχων μαζί με τους απαιτούμενους παραγωγικούς συντελεστές, διαδικασία που περιελάμβανε διαπραγματεύσεις μεταξύ των υπουργείων και τους ανωτέρους τους.
Τα οικονομικά υπουργεία διαδραμάτιζαν κομβικό ρόλο στη Σοβιετική οργανωτική δομή. Μετά τη διαμόρφωση των στόχων του προγραμματισμού από τη Gosplan, τα υπουργεία οικονομικών συνέτασσαν τα σχέδια που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους και παρέδιδαν τις λεπτομέρειες των δεδομένων στις επιχειρήσεις της δικαιοδοσίας τους. Τα δεδομένα μεταβιβάζονταν προς τα κάτω ιεραρχικά για ακόμη περισσότερη επεξεργασία. Κάθε υπουργείο ελάμβανε τους προς διαχείριση στόχους, τους εξειδίκευε ανά τομέα του υπουργείου, μετά ανά υποτομείς, μέχρι τελικά να λάβει η κάθε επιχείρηση τους δικούς της στόχους (παραγωγής) προς διαχείριση.
Οι επιχειρήσεις καλούνταν να αναπτύξουν τις δικές τους προτάσεις που στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, διαμορφώνονταν μετά από ογκώδεις συνελεύσεις των ενδιαφερόμενων πλευρών. Οι προτάσεις αποστέλλονταν μετά στα υπουργεία σχεδιασμού προς ανασκόπηση. Η όλη διαδικασία περιελάμβανε εκτεταμένες διαπραγματεύσεις, με το κάθε ενδιαφερόμενο μέρος να επιδιώκει τους στόχους παραγωγής και δείκτες εισροών που εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντά του.
Μετά από αυτή την διαπραγματευτική διαδικασία, η Gosplan ελάμβανε τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις και τις επανεσυνέθετε ως άρμοζε. Στη συνέχεια, το επανασχεδιασμένο πρόγραμμα στέλνονταν στο Συμβούλιο των Υπουργών, στο Πολιτικό Γραφείο και στη Γραμματεία της Κεντρικής Επιτροπής για έγκριση. Το Συμβούλιο των Υπουργών υπέβαλε το σχέδιο στο Ανωτάτο Σοβιέτ της Σοβιετικής Ένωσης ενώ η Κεντρική Επιτροπή υπέβαλε το σχέδιο στο Συνέδριο του Κόμματος, για επίσημη και από τα δύο σώματα έγκριση. Η διαδικασία ολοκληρώνονταν κατ αυτό το τρόπο και το σχέδιο γινόταν νόμος του κράτους.
Την ανασκόπηση, αναθεώρηση και έγκριση του πενταετούς σχεδίου ακολουθούσε μια άλλη προς τα κάτω ροή πληροφοριών, αυτή τη φορά με το τροποποιημένο και τελικό σχέδιο που περιείχε τους συγκεκριμένους στόχους για κάθε τομέα της οικονομίας. Η υλοποίηση ξεκινούσε από το σημείο αυτό, και ήταν σε μεγάλο βαθμό ευθύνη των στελεχών των επιχειρήσεων.
Τον εθνικό κρατικό προϋπολογισμό τον κατάρτιζε το Υπουργείο Οικονομικών της ΕΣΣΔ μετά από διαπραγμάτευση με τις Σοβιετικές Δημοκρατίες και τοπικές οργανώσεις. Αν ο κρατικός προϋπολογισμός γινόταν αποδεκτός από την Σοβιετική Ένωση, τότε εγκρίνονταν.[8]
Η γεωργία ήταν οργανωμένη σε ένα σύστημα συλλογικών αγροκτημάτων, κολχόζ, (kolkhozes) και κρατικών αγροκτημάτων, σοβχόζ, (sovkhozes). Ήταν οργανωμένη σε μεγάλη κλίμακα και πολύ εκμηχανισμένη, καθιστώντας τη Σοβιετική Ένωση έναν από τους κορυφαίους παραγωγούς δημητριακών, αν και χρονιές κακής σοδειάς (όπως το 1972 και το 1975), οδηγούσαν σε εισαγωγές και επιβράδυναν την οικονομία. Το πενταετές σχέδιο 1976-1980 μετακίνησε πόρους προς την γεωργία, με αποτέλεσμα ένα ρεκόρ συγκομιδής το 1978 ακολουθούμενο από πτώση το 1979 και το 1980 που επανέφερε το σύνολο της παραγωγής πίσω στα επίπεδα του 1975. Μεγάλες καλλιέργειες ήταν επίσης το βαμβάκι, τα ζαχαρότευτλα, οι πατάτες, και το λινάρι.
Ωστόσο, παρά τις τεράστιες εκτάσεις γης, την εκτεταμένη εκμηχάνιση και χημική βιομηχανία, και το μεγάλο αγροτικό εργατικό δυναμικό, η Σοβιετική γεωργία ήταν σχετικά αντιπαραγωγική, παρεμποδιζόμενη σε πολλές περιοχές από το κλίμα (μόνο το 10 τοις εκατό των Σοβιετικών εδαφών ήταν καλλιεργήσιμο), και από τη πτωχή παραγωγικότητα των εργαζομένων μετά την κολεκτιβοποίηση στη δεκαετία του 1930. Μεγάλα προβλήματα επίσης προκαλούσε η έλλειψη υποδομών μεταφορών.
Μια εικόνα για την κακή απόδοση των Σοβιετικών κολχόζ παρέχεται από τους δύο ιστορικούς, M. Heller και Α. Nekrich ("η Ουτοπία στην Εξουσία, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης από το 1917 έως το Παρόν," Simon & Schuster, Inc., 1986). Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι το 1979, το 28% της Σοβιετικής γεωργικής παραγωγής προέρχονταν από μικρά χωράφια ιδιωτών, που αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 1% της καλλιεργούμενης γης. Έτσι, σύμφωνα με αυτούς τους συγγραφείς, τα συλλογικά αγροκτήματα λειτουργούσαν πολύ αναποτελεσματικά.
Αυτάρκης σε μεγάλο βαθμό η Σοβιετική Ένωση, το διεθνές της εμπόριο ήταν μικρό σε σχέση με την οικονομική της ισχύ. Ωστόσο, το εμπόριο με μη κομμουνιστικές χώρες αυξήθηκε κατά τη δεκαετία του 1970, καθώς η κυβέρνηση προσπαθούσε να αντισταθμίσει τα κενά στην εγχώρια παραγωγή με εισαγωγές.
Σε γενικές γραμμές, οι εξαγωγές της περιελάμβαναν τα καύσιμα, τα μέταλλα και τη ξυλεία. Οι εισαγωγές περιελάμβαναν μηχανήματα, καταναλωτικά αγαθά, και μερικές φορές σιτάρι. Στη δεκαετία του 1980, το εμπόριο με τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας (COMECON) αντιπροσώπευε περίπου το ήμισυ του όγκου των εμπορικών συναλλαγών της χώρας.
Το Σοβιετικό νόμισμα (ρούβλι) έγινε μη-μετατρέψιμο μετά το 1932 (όταν διακόπηκε το εμπόριο του μετατρέψιμου σε χρυσό νομίσματος "chervonets", που είχε εισάγει ο Λένιν με τη NEP ως παράλληλο νόμισμα), μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ήταν αδύνατο (τόσο για τους πολίτες όσο και για τις κρατικές επιχειρήσεις) να αγοράζουν ή να πωλούν ελεύθερα ξένο νόμισμα, αν και η "συναλλαγματική ισοτιμία" καθορίζονταν και δημοσιεύονταν τακτικά. Η αγορά ή πώληση ξένου νομίσματος στη μαύρη αγορά ήταν σοβαρό έγκλημα, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Τα άτομα που αμοίβονταν από το εξωτερικό (για παράδειγμα, οι συγγραφείς των οποίων τα βιβλία είχαν δημοσιευθεί στο εξωτερικό), έπρεπε κανονικά να δαπανήσουν το ξένο νόμισμα, στην αλυσίδα των κρατικών καταστημάτων "Beryozka" ("Σημύδα-δέντρο") όπου οι πληρωμές γίνονταν μόνο με συνάλλαγμα. Μόλις απελευθερώθηκε η μετατροπή συναλλάγματος, η συναλλαγματική ισοτιμία έπεσε από την επίσημη κατά 10 σχεδόν φορές.
Συνολικά, το τραπεζικό σύστημα ήταν εξαιρετικά συγκεντρωμένο και ελεγχόμενο πλήρως από τη κρατική Gosbank, που καθήκον της ήταν η εξυπηρέτηση του κρατικού οικονομικού προγραμματισμού. Οι Σοβιετικές τράπεζες παρείχαν βραχυπρόθεσμα δάνεια στις κρατικές επιχειρήσεις.
Υπήρχαν δύο βασικές μορφές της ιδιοκτησίας στη Σοβιετική Ένωση: η ατομική ιδιοκτησία και η συλλογική ιδιοκτησία. Αυτές διέφεραν σημαντικά ως προς το περιεχόμενό τους και το νομικό καθεστώς. Σύμφωνα με την κομμουνιστική θεωρία, το κεφάλαιο (μέσον παραγωγής) δεν πρέπει να είναι ατομική ιδιοκτησία, με ορισμένες αμελητέες εξαιρέσεις. Ειδικότερα, μετά το τέλος της σύντομης περιόδου της Νέας Οικονομικής Πολιτικής και την ολοκλήρωση της κολεκτιβοποίησης, όλη η βιομηχανική ιδιοκτησία και σχεδόν όλη η γη ήταν συλλογική ιδιοκτησία.
Στις αγροτικές περιοχές παραχωρούνταν γη για στέγαση και κάποια μικρή παραγωγή τροφίμων, και οι κάτοχοί της είχαν ορισμένα δικαιώματα πάνω σ αυτή, αλλά δεν ήταν πλήρης η ιδιοκτησία τους. Ειδικότερα, στα κολχόζ και σοβχόζ, υπήρχε μια πρακτική μετακίνησης από ιδιόκτητους αγροτικούς κλήρους σε συλλογικούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη προσεκτική βελτίωση και καλλιέργεια των μικρών κλήρων και την ανταλλαγή σε 5-7 χρόνια με κλήρο στα κολχόζ, των οποίων τα εδάφη είχαν ήδη εξαντληθεί από την εντατική καλλιέργεια. Στο τέλος παρέμεινε ένας εξαιρετικά μικρός αριθμός ιδιόκτητων αγροκτημάτων (khutors хутор), που βρίσκονταν σε απομονωμένες αγροτικές περιοχές της Βαλτικής, Ουκρανίας, Σιβηρίας και σε εδάφη Κοζάκων.
Οι "καπιταλιστικοί" και "σοσιαλιστικοί" τύποι ιδιοκτησίας, διακρίνονταν περαιτέρω σε δύο διαφορετικές μορφές ατομικής ιδιοκτησίας: στην ιδιωτική περιουσία (частная собственность, chastnaya sobstvennost) και στην προσωπική ιδιοκτησία (личная собственность, lichnaya sobstvennost). Η πρώτη περιλάμβανε κεφαλαίο (μέσο παραγωγής), ενώ η δεύτερη οτιδήποτε άλλο υπό ατομική κατοχή. Η διάκριση αυτή ήταν πηγή σύγχυσης κατά την ερμηνεία φράσεων όπως "σοσιαλιστική (κομμουνιστική) κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας", πράγμα που δε ίσχυε στη πραγματικότητα.
Υπήρχαν αρκετές μορφές συλλογικής ιδιοκτησίας, με πιο σημαντικές τη κρατική ιδιοκτησία, την ιδιοκτησία των κολχόζ, και τη συνεταιριστική ιδιοκτησία. Οι πιο κοινές μορφές συνεταιριστικής ιδιοκτησίας ήταν οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί (жилищные кооперативы) σε αστικές περιοχές, οι συνεταιρισμοί καταναλωτών (потребительская кооперация, потребкооперация), και οι αγροτικές καταναλωτικές κοινωνίες (сельские потребительские общества, сельпо).
Τόσο η Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία όσο αργότερα και η Σοβιετική Ένωση, ήταν χώρες στη διαδικασία εκβιομηχάνισης. Και για τις δύο, αυτή η διαδικασία ανάπτυξης σημειώθηκε αργά και από χαμηλό αρχικό σημείο εκκίνησης. Εξαιτίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), η Ρωσική Επανάσταση του 1917 και ο μετέπειτα Ρωσικός Εμφύλιος Πόλεμος (1917-1922), η βιομηχανική παραγωγή του 1913 ανακτήθηκε και πάλι το 1926.[9] Περίπου το 18% του πληθυσμού ζούσε τότε σε μη αγροτικές περιοχές, αν και μόνο περίπου το 7,5% απασχολούνταν στον μη γεωργικό τομέα. Το υπόλοιπο παρέμενε προσκολλημένο στον αγροτικό τομέα που ήταν εξαιρετικά χαμηλής παραγωγικότητας.
Ο David A. Dyker βλέπει τη Σοβιετική Ένωση γύρω στο 1930 ως κατά κάποιο τρόπο τυπική αναπτυσσόμενη χώρα, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλό κεφάλαιο επένδυσης και με την πλειονότητα του πληθυσμού να κατοικεί στην ύπαιθρο. Μέρος του λόγου[εκκρεμεί παραπομπή] για τους χαμηλούς ρυθμούς επένδυσης ήταν η αδυναμία απόκτησης κεφαλαίων από το εξωτερικό. Αυτή η αδυναμία προέκυψε με τη σειρά της από την αποκήρυξη των χρεών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από τους Μπολσεβίκους το 1918,[10] καθώς και από τα παγκόσμια οικονομικά προβλήματα. Κατά συνέπεια, κάθε είδους οικονομική ανάπτυξη έπρεπε να χρηματοδοτηθεί από εγχώριες αποταμιεύσεις.[11]
Τα οικονομικά προβλήματα στη γεωργία επιδεινώνονται περαιτέρω από φυσικές συνθήκες, όπως πολύ κρύους χειμώνες σε όλη τη χώρα, ξηρασία στα νότια και όξινα εδάφη στον βορρά. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Dyker, η Σοβιετική οικονομία είχε "εξαιρετικά καλό" δυναμικό στον τομέα των πρώτων υλών και την εξόρυξη ορυκτών, όπως για παράδειγμα στους τομείς του πετρελαίου στην Υπερκαυκασία, και αυτό, μαζί με μια μικρή αλλά αυξανόμενη εκβιομηχάνιση, βοήθησε την ΕΣΣΔ να αποφύγει προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών.
Μέχρι το 1921, είχε γίνει σαφές στους Μπολσεβίκους ότι η εξαναγκαστική παραγωγή σιτηρών είχε προκαλέσει χαμηλή γεωργική παραγωγή και αντιδράσεις. Έτσι, αποφασίστηκε από τον Λένιν και το Πολιτικό Γραφείο να δοκιμάσουν μια εναλλακτική προσέγγιση στο θέμα.[12] Ήταν η αποκαλούμενη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) που εγκρίθηκε στο 10ο Συνέδριο του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι).
Όλα εκτός από την "υψηλή διοίκηση" της οικονομίας, όπως το έθετε ο Λένιν, θα ιδιωτικοποιούνταν. Η "υψηλή διοίκηση" περιελάμβανε το εξωτερικό εμπόριο, τη βαριά βιομηχανία, τις επικοινωνίες και τις μεταφορές, μεταξύ άλλων. Αυτό περιόριζε στη πράξη τον ιδιωτικό τομέα στην βιοτεχνική και γεωργική παραγωγή/εμπόριο.[12] Η ΝΕΠ αντιμετώπισε ισχυρές αντιδράσεις στους κόλπους του Μπολσεβίκικου κόμματος. Ο Λένιν έπρεπε να πείσει τους κομμουνιστές σκεπτικιστές ότι ο κρατικός καπιταλισμός είναι ένα απαραίτητο βήμα για την επίτευξη του κομμουνισμού ενώ ο ίδιος υποπτεύονταν ότι ίσως η πολιτική υπονομεύονταν από τους ιδιώτες επιχειρηματίες.[13]
Ο λογοτέχνης Αντρέι Πλατόνοφ, μεταξύ άλλων, σημείωνε, ότι οι βελτιώσεις ήταν άμεσες. Δελτίο κάρτας και ουρές, που είχαν γίνει σήμα κατατεθέν του πολέμου του κομμουνισμού, είχαν εξαφανιστεί. Ωστόσο, λόγω του παρατεταμένου πολέμου, των χαμηλών σοδειών, και πολλών φυσικών καταστροφών, η Σοβιετική οικονομία είχε ακόμα πρόβλημα, ιδιαίτερα στον γεωργικό τομέα. Το 1921, ξέσπασε εκτεταμένος λιμός στη περιοχή Βόλγα-Ουράλια. Η Σοβιετική κυβέρνηση αλλάξε την προηγούμενη πορεία της και επέτρεψε την είσοδο διεθνούς βοήθειας από το εξωτερικό, και τη σύσταση ειδικής επιτροπής προεδρευόμενης από επιφανείς κομμουνιστές και μη κομμουνιστές το ίδιο. Παρά το γεγονός αυτό, υπολογίζεται ότι πέντε εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν από το λιμό.[14]
Ξεκινώντας το 1928, τα πενταετή σχέδια άρχισαν να χτίζουν μια βαριά βιομηχανική βάση σε μια υπανάπτυκτη οικονομία, χωρίς να περιμένει η ΕΣΣΔ να περάσουν χρόνια για τη συσσώρευση κεφάλαιου μέσω της επέκτασης της ελαφράς βιομηχανίας, και χωρίς εξάρτηση από εξωτερική χρηματοδότηση. Η χώρα τώρα γινόταν βιομηχανική με πρωτοφανή μέχρι τότε ρυθμό, ξεπερνώντας το ρυθμό εκβιομηχάνισης της Γερμανίας τον 19ο αιώνα και της Ιαπωνίας νωρίτερα στον 20ο αιώνα.
Μετά την ολοκλήρωση της ανασυγκρότησης της οικονομίας (στον απόηχο της καταστροφής που προκλήθηκε από τον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο), και μετά την εκπλήρωση των αρχικών σχεδίων για τη περαιτέρω εκβιομηχάνιση, η εκρηκτική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε μέχρι την περίοδο της στασιμότητας του Μπρέζνιεφ στις δεκαετίες του 1970 και του 1980.
Η εκβιομηχάνιση προχώρησε καθοδηγούμενη από τη δημιουργία της ΝΑΜΙ και της αντιγραφής του Ford Model A από τη GAZ καθώς και με την επέκταση της παροχής ιατρικών υπηρεσιών, που βελτίωσαν τη παραγωγικότητα της εργασίας. Γίνονταν εκστρατείες κατά του τύφου, της χολέρας και της ελονοσίας, ο αριθμός των γιατρών αυξανόταν με τον ρυθμό που επέτρεπαν οι εγκαταστάσεις και η εκπαίδευση και οι ρυθμοί θνησιμότητας και παιδικής θνησιμότητας άρχισαν να υποχωρούν σταθερά.
Σύμφωνα με τους ρυθμούς μεγέθυνσης, η επίδοση του κεντρικού προγραμματισμού ήταν πάρα πολύ καλή στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1930, στην κινητοποίηση του Β΄ Παγκoσμίου Πολέμου και στις πρώτες δύο δεκαετίες μετά τον πόλεμο. Η Σοβιετική Ένωση έγινε ο κυριότερος παγκόσμιος παραγωγός πετρελαίου, άνθρακα, σιδηρομεταλλεύματος και τσιμέντου. Κύριας σημασίας ήταν επίσης το μαγγάνιο, ο χρυσός, το φυσικό αέριο και άλλα ορυκτά. Όμως, οι Σοβιετικές αρχές απέκρυψαν την πληροφόρηση για τον Σοβιετικό λιμό του 1932-1933, μέρος του οποίου ήταν ο Γολοντομόρ στην Ουκρανία, μέχρι την Περεστρόικα. Τη μεγάλη έξαρση του λιμού που κύριο θύμα του ήταν η Ουκρανία, την απέκρυψε και ο δημοσιογράφος Walter Duranty των New York Times, με αποτέλεσμα την ανάκληση της αναγνώρισής της από τον Πρόεδρο Φραγκλίνος Ρούζβελτ και την αναγνώριση αντ' αυτής της ΕΣΣΔ. Το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων το 1933 ήταν το ένα-δέκατο εκείνου του 1926.[15] Κοινοί και πολιτικοί κρατούμενοι στα στρατόπεδα εργασίας εξαναγκάζονταν στην εκτέλεση άμισθης εργασίας. Μέλη του κομμουνιστικού κόμματος και της Κομσομόλ "επιστρατεύονταν" συχνά για να συμμετάχουν σε διάφορα κατασκευαστικά έργα.
Η Γερμανική εισβολή του Β' ΠΠ επέφερε εξόχως καταστροφικά κτυπήματα στη Σοβιετική οικονομία, με το Σοβιετικό ΑΕΠ να πέφτει μεταξύ 1940 και 1942 κατά 34%.[16] Η βιομηχανική παραγωγή χρειάστηκε μια δεκαετία για να ανακάμψει στα επίπεδα του 1940.
Το 1961, εκδόθηκε ένα νέο Σοβιετικό ρούβλι νέας μετατρεψιμότητας. Διατήρησε την συναλλαγματική του ισοτιμία με τη Λίρα Αγγλίας μέχρι τη Διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Μετά την ανάδειξη της νέας ηγεσίας του Μπρέζνιεφ στην εξουσία, έγιναν προσπάθειες αναζωογόνησης της οικονομίας με οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Από το 1965 και μετά, επιχειρήσεις και οργανισμοί έπρεπε να βασίζονται σε οικονομικές μεθόδους επικερδούς παραγωγής παρά στην εκπλήρωση υποδείξεων της κρατικής διοίκησης. Μέχρι το 1970, η Σοβιετική οικονομία είχε φθάσει στο ζενίθ της, με εκτιμώμενο μέγεθος 60 περίπου τοις εκατό εκείνου των ΗΠΑ σε όρους εκτιμώμενων εμπορευμάτων (όπως χαλκός και άνθρακας). Το 1989, το επίσημο ΑΕΠ της Σοβιετικής Ένωσης ήταν 2.500 δισεκατομμύρια δολλάρια ΗΠΑ[17] ενώ το ΑΕΠ των ΗΠΑ ήταν 4.862 δολλάρια, με αντίστοιχο κατά κεφαλή είσόδημα τα 8.700 και 19.800 δολλάρια.
Η αξία όλων των καταναλωτικών αγαθών που παράγονταν το 1972, ήταν σε λιανικές τιμές περίπου 118 δισεκατομμύρια ρούβλια ($530 δισ. δολάρια ΗΠΑ).[18] Η Εποχή της Στασιμότητας στα μέσα της δεκαετίας του 1970 προκλήθηκε από την παύση της μετατρεψιμότητας του αμερικανικού δολλαρίου σε χρυσό επί Νίξον και επιδεινώθηκε από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν το 1979, οδηγώντας σε μια περίοδο οικονομικού αδιεξόδου μεταξύ 1979 και 1985. Η Σοβιετική συσσώρευση εξοπλισμών σε βάρος της εγχώριας ανάπτυξης διατήρησε το ΑΕΠ της ΕΣΣΔ στα ίδια επίπεδο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980.[εκκρεμεί παραπομπή] Η Σοβιετική κεντρικά προγραμματιζόμενη οικονομία δεν ήταν δομημένη έτσι, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις της σύγχρονης οικονομίας της οποίας τον σχηματισμό είχε συνδράμει. [19]Οι τεράστιες ποσότητες των αγαθών που παράγονταν, συχνά δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες ή προτιμήσεις των καταναλωτών. Ο όγκος των αποφάσεων που αντιμετώπιζαν οι σχεδιαστές στη Μόσχα ήταν συντριπτικός. Οι δύσκολες και χρονοβόρες διαδικασίες της γραφειοκρατικής διοίκησης παρεμπόδιζαν την ελεύθερη επικοινωνία και ευέλικτη ανταπόκριση που απαιτούνται στο επίπεδο της επιχείρησης για την αντιμετώπιση της αποξένωσης της εργασίας, της καινοτομίας, των πελατών και των προμηθευτών. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1975-85, η διαφθορά και παραποίηση δεδομένων έγιναν κοινή πρακτική ανάμεσα στη γραφειοκρατία για να δηλώνεται επίσημα η ικανοποίηση στόχων και ποσοστώσεων, εδραιώνοντας έτσι την κρίση.
Την ίδια στιγμή, οι επιπτώσεις του κεντρικού σχεδιασμού άρχισαν σταδιακά να παραμορφώνονται, λόγω της ταχείας ανάπτυξης της παραοικονομίας.[20] Ενώ όλες οι εκσυγχρονισμένες οικονομίες κινούνταν ταχέως προς τη μηχανογράφηση μετά το 1965, η ΕΣΣΔ παρέμενε αυξανόμενα οπισθοδρομική. Η απόφαση της Μόσχας να αντιγράψει το IBM 360 του 1965 αποδείχθηκε αποφασιστικής σημασίας λάθος, διότι κλείδωσε τους επιστήμονες σε ένα απαρχαιωμένο σύστημα που ήταν ανεπίδεκτο βελτίωσης. Είχαν τεράστιες δυσκολίες στην κατασκευή των απαραίτητων μικροεπεξεργαστών (chips) αξιόπιστα και σε ποσότητα, στον προγραμματισμό λειτουργικών και αποτελεσματικών προγραμμάτων, στον συντονισμό εντελώς χωριστών λειτουργιών, και στην παροχή υποστήριξης προς τους χρήστες υπολογιστών.[21]
Μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της Σοβιετικής οικονομίας ήταν τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου τετραπλασιάσθηκαν το 1973-74, και αυξήθηκαν και πάλι μεταξύ 1979-1981, καθιστώντας τον τομέα της ενέργειας πρωταρχικό οδηγό της Σοβιετικής οικονομίας, και χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει πολλαπλές αδυναμίες της. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η ΕΣΣΔ είχε το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ των άλλων σοσιαλιστικών χωρών. Σε ένα σημείο, ο Σοβιετικός Πρωθυπουργός Αλεξέι Κοσίγκιν είπε στους επικεφαλής της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, "τα πράγματα είναι άσχημα με το ψωμί. Δώσε μου 3 εκατ. τόνους πετρελαίου πάνω από το σχέδιο."[1]
H ευαισθητοποίηση για την αυξανόμενη κρίση προέκυψε αρχικά εντός της KGB, που με το εκτεταμένο δίκτυο πληροφοριοδοτών σε κάθε περιοχή και ίδρυμα μπορούσε να αφουγκρασθεί τον παλμό του έθνους. Ο Γιούρι Αντρόπωφ, διευθυντής της KGB, δημιούργησε εντός της KGB μια μυστική υπηρεσία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, αφιερωμένη στην οικονομική ανάλυση, και όταν διαδέχτηκε τον Μπρέζνιεφ το 1982 έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου δυναμικά στην Σοβιετική ηγεσία. Όμως, η θεραπεία της αυξημένης πειθαρχίας, που πρότεινε ο Αντρόποφ αποδείχθηκε αναποτελεσματική. Μόνον όταν ανέλαβε την εξουσία ο προστατευόμενος του Αντρόποφ, Γκορμπατσόφ, έγινε μια αποφασιστική αλλά ανεπιτυχής προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης.
Η αξία όλων των καταναλωτικών αγαθών που κατασκευάσθηκαν κατά το 1990 ήταν σε λιανικές τιμές περίπου 459 δισεκατομμύρια ρούβλια (2,1 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ). Αλλά, σύμφωνα με εκτιμήσεις της CIA, το μέγεθος της Σοβιετικής οικονομίας είχε γίνει μέχρι το 1989 το μισό περίπου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Σύγκρισης, που επιβλέπεται από τον ΟΗΕ, το μέγεθος της Σοβιετικής Οικονομίας το 1990 ήταν το 36% εκείνου των ΗΠΑ.[22]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.