Το Ντούμπροβνικ (Κροατικά: Dubrovnik, ιστορικά: Ragusium), ιστορικά γνωστό ως Ραγούζα (ιταλικά: Ragusa), είναι μια πόλη 43.770 κατοίκων στη Δαλματία της Κροατίας. Για αιώνες ήταν, μετά τη Βενετία, το σημαντικότερο λιμάνι των Βενετών στην Αδριατική και σήμερα ένα δημοφιλές τουριστικό κέντρο. Η πόλη διαθέτει δικό της αεροδρόμιο. Η παλαιά πόλη του Ντούμπροβνικ έχει ανακηρυχθεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO από το 1979.
Ντούμπροβνικ | |||
---|---|---|---|
| |||
Ρητό: La liberté ne se vend pas même pour tout l'or du monde | |||
Χώρα | Κροατία[1] | ||
Διοικητική υπαγωγή | Ζουπανία του Ντούμπροβνικ-Νερέτβα | ||
Ίδρυση | 7ος αιώνας | ||
Προστάτης | Άγιος Βλάσιος | ||
Διοίκηση | |||
• Δήμαρχος | Άντρο Βλάχουσιτς | ||
• Μέλος του/της | Οργανισμός Πόλεων Παγκόσμιας Κληρονομιάς[2] | ||
Έκταση | 142,6 km²[3] και 12,1 km²[3] | ||
Υψόμετρο | 10 μέτρα[4] | ||
Πληθυσμός | 41.562 (31 Αυγούστου 2021)[5] | ||
Ταχ. κωδ. | 20000[6] | ||
Τηλ. κωδ. | 020 | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Παλαιά Πόλη του Ντούμπροβνικ | |
---|---|
Ιθαγενές όνομα {{lang-Πρότυπο:ConvertAbbrev/404|Stari grad Dubrovnik}} | |
Ο Παλαιός Λιμένας στο Ντούμπροβνικ | |
Τοποθεσία | Κομιτάτο του Ντούμπροβνικ-Νερέτβα, Κροατία |
Είδος | Πολιτισμικό |
Κριτήρια | i, iii, iv |
Ορισμός | 1979 (3η συνεδρίαση) |
Διακριτικός κώδικας | 95 |
Ευρώπη και Βόρεια Αμερική | |
Επέκταση | 1994 |
Απειλούμενο | 1991–1998 |
Πολιτισμικό Αγαθό της Κροατίας | |
Επίσημη ονομασία: Stari grad Dubrovnik | |
Το Ντούμπροβνικ ιδρύθηκε στην αρχαιότητα από την Ιλλυρική φυλή των Δαλματών. Ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος στην επιστολή του Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν γράφει ότι ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. με δραπέτες από την Δαλματική πόλη-κράτος Επίδαυρο που βρισκόταν 15 χιλιόμετρα νότια όταν την κατέστρεψαν οι Σλάβοι.[7] Το όνομα του το Ντούμπροβνικ το πήρε από ένα "βραχώδες νησί" ονόματι "Λάους" που βρισκόταν στην περιοχή της Επίδαυρου. Οι ανασκαφές (2007) αποκάλυψαν μια Βυζαντινή βασιλική που χρονολογείται τον 8ο αιώνα μ.Χ. και τμήματα από το τείχος της πόλης, το μέγεθος της Βασιλικής δείχνει ότι υπήρχε μεγάλη εγκατάσταση εκείνη την εποχή. Υπάρχουν επιπλέον ενδείξεις ότι το Ντούμπροβνικ είχε κατοικηθεί από την προ-Χριστιανική περίοδο.[8] Υπάρχει επίσης στην επιστημονική κοινότητα αυξανόμενη υποστήριξη της θεωρίας ότι η κατασκευή της Ραγούζας έγινε κυρίως τα χρόνια προ Χριστού. Αυτή η ΄΄Ελληνική θεωρία΄΄ ενισχύεται από πρόσφατα ευρήματα πολυάριθμων Ελληνικών τεχνουργημάτων σε ανασκαφές στο Λιμάνι του Ντούμπροβνικ. Επίσης γεωτρήσεις κάτω από τον κύριο δρόμο της πόλης έχουν αποκαλύψει φυσική άμμο, που έρχεται σε αντίθεση με τη θεωρία του νησιού Λάους (Λάουζα). Ο Δόκτωρ Αντουν Νίκετιτς, στο βιβλίο του «Ιστορία του Λιμανιού του Ντούμπροβνικ», αναπτύσσει τη θεωρία ότι η πόλη ιδρύθηκε από Έλληνες ναυτικούς. Ένα στοιχείο-κλειδί σε αυτή τη θεωρία είναι ότι τα πλοία την αρχαία εποχή ταξίδευαν περί τα 90 χιλιόμετρα την ημέρα και χρειάζονταν μια αμμώδη ακτή για να τα ανασύρουν από το νερό για το υπόλοιπο διάστημα της νύχτας. Το ιδεώδες σημείο στάσης θα είχε πηγή γλυκού νερού κάπου κοντά. Το Ντούμπροβνικ τα έχει και τα δύο και βρίσκεται σχεδόν στο μέσο μεταξύ των δύο γνωστών Ελληνικών αποικιών Μπούντβα και Κόρτσουλα στη μεταξύ τους απόσταση των 176 χλμ.
Όταν έπεσε το Βασίλειο των Οστρογότθων η πόλη έγινε Προτεκτοράτο στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, σύμφωνα με τους Μεσαιωνικούς συγγραφείς ο πληθυσμός της ήταν Ρωμαικός.[9] Τον 12ο και τον 13ο αιώνα το Ντούμπροβνικ έγινε ολιγαρχική δημοκρατία, είχε πολλά κέρδη σαν εμπορικό φυλάκιο των Σέρβων μετά την Συνθήκη που υπέγραψε ο Στέφανος ο Πρωτόστεπτος.[10] Μετά τις Σταυροφορίες το Ντούμπροβνικ κατακτήθηκε από την Δημοκρατία της Βενετίας (1250-1358), καθιέρωσε τα καθεστώτα της στην Δαλματική πόλη. Η Ραγούζα αγόρασε το νησί του Λάστοβο από τον βασιλιά της Σερβίας Στέφανο Ούρο Α΄ που είχε δικαιώματα στο νησί σαν κυβερνήτης της Ζαχλουμίας.[11] Μετά την καταστροφή της από φωτιά (16 Αυγούστου 1296) οικοδομήθηκε ξανά με νέο αστικό σχέδιο.[12][13][14] Με την Συνθήκη της Ζάνταρ (1358) το Ντούμπροβνικ απέκτησε την ανεξαρτησία του ξανά σαν υποτελές στο Βασίλειο της Ουγγαρίας. Από τον 14ο αιώνα το Ντούμπροβνικ ήταν ανεξάρτητο κράτος αν και ήταν υποτελές στην Οθωμανική αυτοκρατορία και πλήρωνε ετήσιο φόρο στον Σουλτάνο.[15] Η Δημοκρατία του Ντούμπροβνικ έφτασε στο μέγιστο της ακμή της τον 15ο αιώνα και τον 16ο αιώνα όταν η θαλασσοκρατία της ανταγωνιζόταν την Δημοκρατία της Βενετίας και τις υπόλοιπες μεγάλες Ιταλικές ναυτικές δυνάμεις.
Για αιώνες η Δημοκρατία της Ραγούζας ήταν σύμμαχος της Αγκόνας, της άλλης Αδριατικής ναυτικής Δημοκρατίας, αντιπάλου της Βενετίας, που ήταν ο δεύτερος ανταγωνιστής της Βενετίας για τον έλεγχο στην Αδριατική Θάλασσα μετά τους Οθωμανούς. Αυτή η συμμαχία επέτρεψε στις δύο πόλεις που βρίσκονται στις απέναντι πλευρές της Αδριατικής να αντισταθούν στις προσπάθειες των Βενετών να κάνουν την Αδριατική ΄΄Βενετική Θάλασσα΄΄, δηλαδή να ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, όλα τα λιμάνια της Αδριατικής. Η Αγκόνα και η Ραγούζα δημιούργησαν ένα δρόμο εναλλακτικό εκείνου της Βενετίας (Βενετία – Γερμανία – Αυστρία). Αυτός ο δρόμος ξεκινούσε από την Ανατολή, περνούσε από τη Ραγούζα και την Αγκόνα και μέσω της Φλωρεντίας κατέληγε στη Φλάνδρα. Η Δημοκρατία της Ραγούζας έφτιαξε τους δικούς της Νόμους ήδη από το 1272,νόμους που, μεταξύ άλλων, κωδικοποιούσαν τα Ρωμαϊκά και τα τοπικά έθιμα. Οι Νόμοι περιελάμβαναν προδιαγραφές για τον πολεοδομικό σχεδιασμό και κανονισμούς καραντίνας (για υγειονομικούς λόγους ). Η Δημοκρατία υιοθέτησε πρώιμα ό,τι σήμερα θεωρούνται σύγχρονοι νόμοι και θεσμοί. Μια ιατρική υπηρεσία ιδρύθηκε το 1301, με το πρώτο φαρμακείο, που ακόμη λειτουργεί, να ανοίγει το 1317. Ένα πτωχοκομείο άνοιξε το 1347 και το πρώτο λοιμοκαθαρτήριο (Λαζαρέτο) ιδρύθηκε το 1377.[16] Το δουλεμπόριο καταργήθηκε το 1418 και το 1432 άνοιξε ένα ορφανοτροφείο. Η πόλη διοικείτο από την τοπική αριστοκρατία που ήταν Λατινοδαλματικής καταγωγής και σχημάτιζε δύο δημοτικά συμβούλια. Πράγμα σύνηθες για την εποχή, διατηρούσε ένα αυστηρό σύστημα κοινωνικών τάξεων. Η δημοκρατία κατάργησε το δουλεμπόριο στις αρχές του 15ου αιώνα και αξιολογούσε υψηλά την ελευθερία. Η πόλη ισορρόπησε με επιτυχία την κυριαρχία της για αιώνες ανάμεσα στα συμφέροντα της Βενετίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ένας περίφημος Ναπολιτσιάνος αρχιτέκτονας κατασκεύασε ένα μεγάλο αρδευτικό κανάλι μήκους 20 χιλιομέτρων, συμπληρώθηκε με ένα μεγάλο υδραγωγείο και πολλούς ανεμόμυλους. Την πόλη πολεμούσε η τοπική Λατινο-Δαλματική αριστοκρατία, χώρισαν αυστηρά τον λαό σε κοινωνικές τάξεις και ισορροπούσε με επιτυχία τα συμφέροντα ανάμεσα στους Οθωμανούς και τους Βενετούς. Τα Λατινικά ήταν η επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας, αργότερα ο πληθυσμός μιλούσε μια τοπική Δαλματική διάλεκτο με επίδραση από τα Κροατικά και τα Ιταλικά. Η παρουσία της Κροατικής γλώσσας αυξήθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα και στα γραπτά από τα μέσα του 15ου αιώνα.[17] Τις επόμενες δεκαετίες το Ντουμπρόβνικ έγινε το επίκεντρο της Κροατικής λογοτεχνίας.[18] Ο οικονομικός πλούτος της Δημοκρατίας αναπτύχθηκε χάρη στους εμπόρους, ήταν ικανοί διπλωμάτες που ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο, ίδρυσαν αποικίες από την Ινδία μέχρι την Αμερική. Οι έμποροι έφεραν σε όλες τις αποικίες τον πολιτισμό και την χλωρίδα της πατρίδας τους, πάντοτε με την διπλωματία και το εμπόριο χωρίς να χρησιμοποιήσουν βία και πόλεμο. Τα πλοία τους έφεραν από την εποχή που καταργήθηκε το δουλεμπόριο (1418) την λευκή σημαία με την λέξη "Ελευθερία" στην Λατινική γλώσσα.
Η οικονομική ευημερία της Ραγούζας ήταν εν μέρει το αποτέλεσμα της γης που καλλιεργούσε, αλλά κυρίως του υπερπόντιου εμπορίου. Με τη βοήθεια επιδέξιας διπλωματίας οι έμποροι της Ραγούζας ταξίδευαν ελεύθερα και στη θάλασσα η πόλη είχε ένα τεράστιο στόλο εμπορικών πλοίων που ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο. Με αυτά τα ταξίδια ίδρυσαν αποικίες, από την Ινδία μέχρι την Αμερική και έφεραν στην πατρίδα τους κομμάτια του πολιτισμού και της χλωρίδας τους. Ένα από τα κλειδιά της επιτυχίας δεν ήταν η κατάκτηση, αλλά το εμπόριο και ο πλους υπό μία λευκή σημαία με τη λατινική λέξη «Libertas» (ελευθερία) σε περίοπτη θέση. Η σημαία καθιερώθηκε όταν καταργήθηκε το δουλεμπόριο το 1418. Πολλοί Προσήλυτοι, Εβραίοι από την Ισπανία και την Πορτογαλία, προσελκύθηκαν στην πόλη. Το Μάιο του 1544 προσάραξε εκεί ένα πλοίο γεμάτο αποκλειστικά με Πορτογάλους πρόσφυγες. Εκείνη την εποχή στην πόλη εργαζόταν ένας από τους γνωστότερους κατασκευαστές κανονιών και καμπανών του καιρού του, ο Ιβάν Ραμπιάνιν. Ήδη το 1571 το Ντούμπροβνικ πούλησε τα προτεκτοράτα του σε μερικές Χριστιανικές αποικίες σε άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Γαλλία και στη Βενετία. Την εποχή εκείνη υπήρχε μια αποικία του Ντούμπροβνικ στο Φεζ στο Μαρόκο. Ο επίσκοπος του Ντούμπροβνικ ήταν «Επίσκοπος προστάτης» το 1571. Τότε Επίσκοποι προστάτες ήταν μόνο 16 σε άλλες χώρες και συγκεκριμένα σε Γαλλία, Ισπανία, Αυστρία, Πορτογαλία, Πολωνία, Αγγλία, Σκωτία, Ιρλανδία, Νάπολη, Σικελία, Σαρδηνία, Σαβοΐα, Λούκα, Ελλάδα, Ιλλυρία, Αρμενία και Λίβανο.
Η Δημοκρατία βαθμιαία παρήκμασε μετά από μια κρίση στη Μεσογειακή ναυτιλία και τον καταστροφικό σεισμό του 1667 που σκότωσε πάνω από 5.000 κατοίκους και ισοπέδωσε τα περισσότερα δημόσια κτίρια, αφανίζοντας την ευημερία της Δημοκρατίας. Το 1699 η Δημοκρατία πούλησε δύο ηπειρωτικά κομμάτια των εδαφών της στους Οθωμανούς για να αποφύγει τη σύγκρουση με τις προελαύνουσες δυνάμεις της Βενετίας. Σήμερα αυτή η λωρίδα γης ανήκει στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη και είναι η μοναδική άμεση πρόσβαση της χώρας αυτής στην Αδριατική. Αποκορύφωμα της διπλωματίας του Ντούμπροβνικ ήταν η εμπλοκή του στην Αμερικανική Επανάσταση. Το 1806 η πόλη παραδόθηκε στο στρατό του Ναπολέοντα, καθώς αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να τερματιστεί μια πολιορκία από τους στόλους Ρώσων και Μαυροβουνίων, κατά την οποία έπεσαν στην πόλη 3.000 μπάλες από κανόνια. Αρχικά ο Ναπολέων ζήτησε μόνο ελεύθερη διέλευση για τα στρατεύματά του, υποσχόμενος να μην καταλάβει τη χώρα και τονίζοντας ότι η Γάλλοι ήταν φίλοι των Ραγουζάνων. Αργότερα όμως Γαλλικές δυνάμεις απέκλεισαν τα λιμάνια, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να υποκύψει και να επιτρέψει στα Γαλλικά στρατεύματα να μπουν στην πόλη. Τη μέρα αυτή όλες οι σημαίες και οι θυρεοί πάνω από τα τείχη της πόλης βάφτηκαν μαύρα ως ένδειξη πένθους. Το 1808 ο Στρατηγός Μαρμόν κατάργησε τη δημοκρατία και ενσωμάτωσε τα εδάφη της αρχικά στο Ναπολεόντειο Βασίλειο της Ιταλίας και αργότερα στις Ιλλυρικές επαρχίες υπό Γαλλική διοίκηση. Αυτό επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι τις 28 Ιανουαρίου 1814, όταν η πόλη παραδόθηκε στον Πλοίαρχο Σερ Γουίλιαμ Χοστ, που ηγείτο σώματος Βρετανικών και Αυστριακών στρατευμάτων, που πολιορκούσαν το φρούριο.
Επίσημη γλώσσα μέχρι το 1472 ήταν τα Λατινικά. Αργότερα η Γερουσία της Δημοκρατίας αποφάσισε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας να είναι η Ραγουζιανή διάλεκτος της Ρωμανικής Δαλματικής γλώσσας και απαγόρευσε τη χρήση της Σλαβικής γλώσσας στις συνεδριάσεις της. Οι Γκόσπαρι (η Αριστοκρατία) επέμεναν στη γλώσσα τους για πολλούς αιώνες, ενώ αυτή σιγά σιγά εξαφανιζόταν. Αν και η Λατινική ήταν επισήμως σε χρήση, οι κάτοικοι της δημοκρατίας ήταν κυρίως ιθαγενείς και μιλούσαν Σλαβονικές γλώσσες. Στην πόλη μιλιόταν επίσης η Δαλματική γλώσσα. Η Ιταλική γλώσσα, όπως μιλιόταν στη δημοκρατία, ήταν πολύ επηρεασμένη από τη Βενετική γλώσσα και την Τοσκανική διάλεκτο. Η Ιταλική ρίζωσε μεταξύ των ανώτερων εμπορικών τάξεων, που μιλούσαν τη Ρωμανική Δαλματική, ως αποτέλεσμα της Βενετικής επιρροής.
Όταν η Αυτοκρατορία των Αψβούργων προσάρτησε αυτές τις επαρχίες μετά το Συνέδριο της Βιέννης το 1815, οι νέες αρχές εφάρμοσαν μια γραφειοκρατική διοίκηση και ίδρυσαν το Βασίλειο της Δαλματίας, που είχε τη δική του Βουλή, με έδρα την πόλη του Ζάνταρ, και πολιτικά κόμματα, όπως το Αυτονομιστικό και το Λαϊκό. Εισήγαγαν μια σειρά μεταρρυθμίσεων που στόχευαν σταδιακά να συγκεντροποιήσουν τις γραφειοκρατικές, φορολογικές, θρησκευτικές, εκπαιδευτικές και εμπορικές δομές. Δυστυχώς για τους ντόπιους αυτά τα βήματα κατά μέγα μέρος απέτυχαν παρά την πρόθεση τόνωσης της οικονομίας. Και από τη στιγμή που ξεπεράστηκαν οι προσωπικές, πολιτικές και οικονομικές συνέπειες των Ναπολεόντειων Πολέμων, άρχισαν να σχηματίζονται στην περιοχή νέα κινήματα, που απαιτούσαν την πολιτική αναδιοργάνωση της Αδριατικής με εθνικά κριτήρια. Ο συνδυασμός αυτών των δύο δυνάμεων - ενός ραγισμένου Αψβουργικού διοικητικού συστήματος και ενός νέου εθνικού κινήματος που διεκδικούσε την εθνικότητα ως θεμέλιο λίθο της κοινωνίας - έθετε ένα ιδιαίτερα περίπλοκο πρόβλημα, εφόσον η Δαλματία ήταν μια επαρχία διοικούμενη από τη Γερμανόφωνη μοναρχία των Αψβούργων, με δίγλωσσες (σλαβόφωνες και ιταλόφωνες) ελίτ που κυριαρχούσαν επί του γενικού πληθυσμού αποτελούμενου από μία Σλαβική Καθολική πλειοψηφία (και μια Σλαβική Ορθόδοξη μειοψηφία όχι μεγαλύτερη από 300 ανθρώπους). Το 1815 η παλιά κυβέρνηση της Ραγούζας (η συνέλευση των ευγενών της) συνήλθε για τελευταία φορά στο Λιετνίκοβατς της Μοκόσιτσα. Για μια ακόμη φορά πάρθηκαν ακραία μέτρα για επανίδρυση της Δημοκρατίας, αλλά ήταν όλα μάταια. Μετά την πτώση της Δημοκρατίας το μεγαλύτερο τμήμα της αριστοκρατίας αναγνωρίσθηκε από την Αυστριακή Αυτοκρατορία. Το 1832 ο Βαρώνος Σιγκισμόντο Γκετάλντι – Γκόντολα (1795–1860) εκλέχτηκε ποντεστά της Ραγούζας για 13 χρόνια. Η Αυστριακή κυβέρνηση του έδωσε τον τίτλο του Βαρώνου. Ο Κόμης Ραφαέλε Πότσα (1828–90) εξελέγη για πρώτη φορά ποντεστά της Ραγούζας το 1869 και επανεξελέγη το 1872, 1875, 1882, 1884 και δύο φορές στο Δαλματικό Συμβούλιο, 1870 και 1876. Η νίκη των Εθνικιστών στο Σπαλάτο επηρέασε έντονα τις περιοχές Κούρτσολα και Ραγούζα. Χαιρετίστηκε από το δήμαρχο (ποντεστά) της Ραγούζας Ραφαέλε Πότσα, τον Εθνικό Αναγνωστικό Σύλλογο του Ντούμπροβνικ, την Εργατική Ένωση του Ντούμπροβνικ, το περιοδικό Σλόβινατς και τις κοινότητες Κούνα και Ορεμπιτς, με τη δεύτερη να αποκτά εθνικιστική κυβέρνηση πριν ακόμη και από το Σπλιτ. Η Αυστριακή και Αυστρο – Ουγγρική διοίκηση ακολούθησε την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Η Αυστριακή πολιτική της αποεθνικοποίησης των Δαλματικών ακτών άφησε τα σημάδια της στην πολιτική διαίρεση του πληθυσμού που εκφραζόταν άριστα στα πολιτικά κόμματα: το Κροατικό Λαϊκό Κόμμα και το κυρίως Ιταλικό Αυτονομιστικό Κόμμα. Το 1889 οι Σερβικοί – Καθολικοί κύκλοι υποστήριξαν το Βαρώνο Φραντσέσκο Γκετάλντι-Γκόντολα, υποψήφιο του Αυτονομιστικού Κόμματος, έναντι του υποψήφιου του Λαϊκού Κόμματος Βλάχο ντε Τζιούλι, στην εκλογή του 1890 στη Δαλματική Βουλή. Ο Πέρο Τσινγκρίγια (1837–1921), ένας από τους ηγέτες του Λαϊκού Κόμματος στη Δαλματία, έπαιξε τον κύριο ρόλο στη συγχώνευση του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος της Δεξιάς στο ένα Κροατικό Κόμμα το 1905.
Με την πτώση της Αυστροουγγαρίας το 1918 η πόλη ενσωματώθηκε στο νέο Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (αργότερα Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας). Το όνομα της πόλης άλλαξε επίσημα από Ραγούζα σε Ντούμπροβνικ. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε τμήμα του σύμμαχου των Ναζί Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας, κατεχόμενο αρχικά από τον Ιταλικό και από το Γερμανικό στρατό μετά τις 8 Σεπτεμβρίου 1943. Τον Οκτώβριο του 1944 μπήκαν στο Ντούμπροβνικ οι Παρτιζάνοι του Τίτο και στη συνέχεια αποτέλεσε τμήμα της Κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας. Λίγο μετά την είσοδό τους στην πόλη οι Παρτιζάνοι εκτέλεσαν περίπου 78 σημαίνοντες πολίτες χωρίς δίκη, ανάμεσά τους Καθολικούς ιερείς, στο γειτονικό νησί Ντάκσα. Η Κομμουνιστική ηγεσία τα επόμενα χρόνια συνέχισε τη δίωξη Κροατών, που κορυφώθηκε στις 12 Απριλίου 1947 με τη σύλληψη και φυλάκιση πάνω από 90 πολιτών του Ντούμπροβνικ.
Το 1991 η Κροατία και η Σλοβενία, που τότε ήταν δημοκρατίες εντός της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Συγχρόνως η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κροατίας μετονομάστηκε σε Δημοκρατία της Κροατίας. Παρά την αποστρατικοποίηση της παλιάς πόλης στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σε μια προσπάθεια να μη γίνει ποτέ θύμα πολέμου, τα απομεινάρια Σέρβων – Μαυροβουνίων του Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού πρόσβαλαν την πόλη. Το καθεστώς στο Μαυροβούνιο υπό τους Μόρμιρ Μπουλάτοβιτς και Μίλο Τζουκάνοβιτς, εγκατεστημένο από τη Σερβική κυβέρνηση και πιστό στο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, δήλωσε ότι το Ντούμπροβνικ δεν θα επιτρεπόταν να παραμείνει στην Κροατία, γιατί ισχυρίζονταν ότι ήταν ιστορικά τμήμα του Μαυροβουνίου. Κι αυτό παρά τη μεγάλη Κροατική πλειοψηφία στην πόλη και το ότι ελάχιστοι Μαυροβούνιοι κατοικούσαν εκεί, ενώ οι Σέρβοι αντιπροσώπευαν το έξι τοις εκατό του πληθυσμού. Πολλοί θεωρούν τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης Μπουλάτοβιτς–Τζουκάνοβιτς, ως τμήμα του σχεδίου του Σέρβου Πρόεδρου Μιλόσεβιτς να δώσει στους εθνικιστές υποστηρικτές του τη Μεγάλη Σερβία που επιθυμούσαν καθώς η Γιουγκοσλαβία κατέρρεε. Την 1η Οκτωβρίου 1991 το Ντούμπροβνικ δέχθηκε την επίθεση του ΓΛΣ με μια πολιορκία που κράτησε επτά μήνες. Η βαρύτερη επίθεση πυροβολικού έγινε στις 6 Δεκεμβρίου 1991 με 19 νεκρούς και 60 τραυματίες. Οι συνολικές απώλειες της σύγκρουσης σύμφωνα με τον Κροατικό Ερυθρό Σταυρό ήταν 114 νεκροί πολίτες, ανάμεσά τους ο διάσημος ποιητής Μίλαν Μίλισιτς. Οι ξένες εφημερίδες έχουν επικριθεί ότι μεγαλοποίησαν τις ζημιές που υπέστη η παλιά πόλη αντί να επισημάνουν τις ανθρώπινες απώλειες. Πάντως οι επιθέσεις του πυροβολικού στο Ντούμπροβνικ έβλαψαν σε κάποιο βαθμό το 56% των κτιρίων του. Το Μάιο του 1992 ο Κροατικός στρατός ήρε την πολιορκία και απελευθέρωσε τα περίχωρα του Ντούμπροβνικ, αλλά ο κίνδυνος ξαφνικών επιθέσεων του ΓΛΣ κράτησε άλλα τρία χρόνια. Μετά το τέλος του πολέμου επισκευάστηκαν οι ζημιές που προκλήθηκαν από τους βομβαρδισμούς της παλιάς πόλης. Ακολουθώντας τις κατευθυντήριες γραμμές της UNESCO οι επισκευές έγιναν στην αρχική μορφή. Οι προκληθείσες ζημιές φαίνονται σε ένα διάγραμμα κοντά στην πύλη της πόλης, δείχνοντας όλες τις βολές του πυροβολικού κατά την πολιορκία και είναι καθαρά ορατή από υψηλά σημεία γύρω από την πόλη από τη μορφή των πιο λαμπερά χρωματισμένων νέων στεγών. Από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία απαγγέλθηκαν κατηγορητήρια για στρατηγούς και αξιωματικούς του ΓΛΣ, που εμπλέκονται στο βομβαρδισμό. Ο στρατηγός Πάβλε Στρούγκαρ, που συντόνιζε την επίθεση στην πόλη, καταδικάσθηκε σε φυλάκιση οκτώ ετών από το ΔΠΔΓ για το ρόλο του στην επίθεση.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.