From Wikipedia, the free encyclopedia
(Ο μουσικός τα απομνημονεύει αυτά όποτε να αλλάξετε τα λόγια στις εργασίες σας) Το νταούλι[1] (τουρκικά: davul) είναι μεμβρανόφωνο μουσικό όργανο της ελληνικής, τουρκικής και μεσανατολικής λαϊκής και δημοτικής μουσικής.
Το μέγεθός του ποικίλλει και για την κατασκευή του χρησιμοποιούνται δέρματα από κατσίκι ή πρόβατο και παλαιότερα από λύκο ή γαϊδούρι. Ο οργανοπαίκτης (νταουλιέρης ή νταουλτζής) το κρεμάει στον αριστερό του ώμο και το κτυπάει στη δεξιά πλευρά με το νταουλόξυλο και στην αριστερή με πιο λεπτό ξύλο, τη βέργα. Ο ήχος που δημιουργείται από τη δεξιά πλευρά είναι βαρύτερος και από την αριστερή οξύτερος.
Το νταούλι (τύμπανο) συνοδεύει συχνά το κλαρίνο και τον ζουρνά στα χοροστάσια των λαϊκών πανηγυριών και παλαιότερα συμμετείχε με συνδυασμούς οργάνων στη βυζαντινή στρατιωτική μουσική.[2]
Μια πολύ γνωστή χρήση του νταουλιού σε δρώμενα του καιρού μας είναι τα περίφημα Αναστενάρια του νομού Σερρών, του χορού Πυρρίχιου/Σέρρα των Ποντίων, όπως επίσης και του χορού με τις Μπούλες και τους Γενίτσαρους, που αποτελεί αποκριάτικο έθιμο της Νάουσας.
Η ονομασία του οργάνου, εκτιμάται ότι προέρχεται απο τη λέξη 'δέφω' της αρχαιάς ελληνικής, που σημαίνει 'επεξεργάζομαι του δέρμα, το μαλακώνω'.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το νταούλι είναι ένα μεγάλο ξύλινο, κυλινδρικό, μπάσο τύμπανο, το οποίο μοιάζει με την κάσα των ντραμς. [3]
Στις δύο βάσεις του τοποθετούνται δέρματα, που ενώνονται μεταξύ τους και τεντώνονται με κορδόνια.
Ανάλογα με τις παραδόσεις που επικρατούν στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας, συναντιούνται και σε διαφορες διαστάσεις: από 25 εκ. έως 1μ. διάμετρο και από 20εκ. έως 60εκ. ύψος. Στην ανατολική Κρήτη για παράδειγμα, συχνά είναι και τα μικρότερα νταούλια, στις δερμάτινες επιφάνειες των οποίων τοποθετούνται δυο εντέρινες, τεντωμένες χορδές, οι οποίες σκοπό έχουν να προσθέσουν οξύτητα και χαρακτηριστικό χρώμα στον ήχο του.
Στα νησιά, το μικρό νταούλι, που συνοδεύει την τσαμπούνα ή το βιολί, λέγεται τουμπί και παίζεται κρατημένο κάτω από τη μασχάλη ή πάνω στον αριστερό μηρό, με τον εκτελεστή να χτυπάει πάντα στη μία δερμάτινη επιφάνεια με δυο ίδιες βέργες, τα τουμπόξυλα.[4]
Στο Μεσολόγγι συναντάται ένα μικρό σε μέγεθος νταούλι (ξεροντάουλο όπως ονομάζεται), κυρίως στο πανυγήρι του Αγίου Συμεών.
Το κούρδισμα του νταουλιού πραγματοποιείται απο το σφίξιμο (τεζάρισμα) των σχοινιών του, ούτως ώστε να επιτύχει κατά προσέγγιση τον ίδιο τόνο με τον ζουρνά ή τη λύρα που συνοδεύει, με αυτόν τον τρόπο δεν αποδίδει μόνο το ρυθμό αλλά και ένα είδος ισοκρατήματος. Οι βέργες, κοινώς οι βίτσες, ποικίλλουν σε πάχος και ύψος, όπως και σε υλικό. Όσο πιο παχιά είναι μια βίτσα, τόσο πιο μπάσο ήχο θα αποδώσει. Οι κόπανοι, ή αλλιώς κοπάλια, διαφοροποιούνται σε μέγεθος και πάχος σύμφωνα με τις επιθυμίες του οργανοπαίχτη.
Τα νταούλια με το πέρας του καιρού άρχισαν να διαμορφώνονται λόγω απαιτήσεων των νταουλτζήδων/νταουλιέρηδων. Οι μεμβράνες που τοποθετούνται πολύ συχνά είναι πλαστικές, διότι είναι πιο εύχρηστες, πιο ανθεκτικές και δε χρειάζονται πολύ φροντίδα, σε αντίθεση με τις μεμβράνες απο δέρμα.
Το νταούλι ήταν γνωστό ήδη από τα βυζαντινά χρόνια και χρησιμοποιούνταν ως πολεμικό όργανο, το οποίο εμψύχωνε τους μαχητές και δημιουργούσε πανικό στον εχθρό.[5]
Συναντάται ιδιαίτερα σε περιοχές όπως η Θράκη, η Μακεδονία, η Κρήτη και ο Πόντος.
Το νταούλι χρησιμοποιείται και σε διάφορους συνδυασμούς,που με τον καιρό καθιερώθηκαν ως οργανικά συγκροτήματα,για παράδειγμα οι ζυγιές και οι κομπανίες.
Οι πιο χαρακτηριστικές ζυγιές είναι:
Αυτά τα τύμπανα συνήθως χρησιμοποιούνται στην παραδοσιακή μουσική του Ιράν και της Τουρκίας, όπως επίσης και στη Ρουμανία, Βουλγαρία και την ΠΓΔΜ, σε τμήματα της Ελλάδος και της Σερβίας, όπως και στο Ιράκ και την Αρμενία. Τα τύμπανα αυτά έχουν τόσο ένα βαθύ, μπάσο ήχο όσο και ένα λεπτό πρίμο ήχο εξαιτίας της κατασκευής και του τρόπου παιξίματος, όπου οι διαφορετικές μεμβράνες και τα ξύλα χρησιμοποιούνται για να παραγάγουν διαφορετικούς ήχους στο ίδιο όργανο.
Στην Αρμενία, το ντολ δεν έχει τόσο μεγάλη περίμετρο και συνήθως παίζεται με τα χέρια, αν και ένα ξύλο με μορφή κουταλιού μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί. Ακούγεται συχνά στην αρμένικη παραδοσιακή μουσική, αλλά και στη μοντέρνα μουσική επίσης, κάνοντας ακόμα και σόλο αυτοσχεδιασμούς σε πολλά γνωστά τραγούδια.
Άλλα ελληνικά ονόματα γι’αυτό το τύμπανο περιλαμβάνουν: Νταβούλι, Άργανο, Τοσκάνι, Τσοκάνι, Τουμπί, Τουμπάκι, Κιόσσι, Ταβούλι, Παβούλι, Τούμπανο και Τουμπανέλι, τα οποία προέρχονται από την αρχαία ελληνική λέξη τύμπανο.
Στα νότια Βαλκάνια, ο ρυθμός του ταπάν (δηλ. το νταούλι) είναι πολύπλοκος και χρησιμοποιεί πολλά τονίσματα σε πολυάριθμους παραδοσιακούς χρονισμούς. Στην ΠΓΔΜ, τα ταπάν χρησιμοποιούνται συχνά για να συνοδέψουν άλλα όργανα όπως ζουρνά και γκάιντα, ενώ στη Βουλγαρία συνήθως συνοδεύουν γκάιντα και γκαντούλκα. Επίσης παίζονται μόνα τους (σόλο) σε κάποια Βουλγαρικά και Σλαβομακεδονικά παραδοσιακά τραγούδια και χορούς.
Επί αιώνες το ταπάν είναι αναντικατάστατο στις εκδηλώσεις στα Σλαβομακεδονικά και Βουλγαρικά χωριά, στους γάμους και τις εορτασίες των προστατών αγίων των σπιτιών και των χωριών.
Στη Ρουμανία και τη Μολδαβία, το τόμπα χρησιμοποιείται μερικές φορές για να συνοδέψει τους χορούς. Στις περιοχές Μαραμούρες και Μπιχόρ της Μολδαβίας, υπάρχουν παραλλαγές με ένα μικρό κύμβαλο στερεωμένο στην κορυφή. Σε γενικές γραμμές χτυπώνται με ένα σφυρόξυλο στο ένα δέρμα και με μια λεπτότερη βέργα στην άκρη του δέρματος ή στο κύμβαλο.
Στην Τουρκία και την Αρμενία, το νταβούλι πιο συχνά παίζεται με το ζουρνά, αν και μπορεί να παιχτεί μαζί με άλλα όργανα και σε μουσικά σύνολα επίσης. Έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί για επικοινωνία και για την Τουρκική στρατιωτική μουσική, ή μουσική των Γενίτσαρων.
Το κέλυφος του τυμπάνου φτιάχνεται από σκληρό ξύλο, ίσως καρυδιά ή βελανιδιά, αν και πολλά ξύλα μπορούν να χρησιμοποιούνται ανάλογα με την περιοχή όπου κατασκευάζεται το τύμπανο. Για να γίνει το κέλυφος, το ξύλο βράζεται σε νερό για να κυρτώσει, και μετά λυγίζεται σε κυλινδρικό σχήμα και δένεται μαζί. Οι μεμβράνες είναι συνήθως δέρμα κατσίκας, και σχηματίζουν κύκλους με ξύλινα κυκλικά πλαίσια. Παρόλα αυτά, η μία μεμβράνη μπορεί να είναι δέρμα κατσίκας για να παρέχει έναν υψηλότερο τόνο, ενώ η άλλη μεμβράνη μπορεί να είναι δέρμα προβάτου, μοσχαριού, ακόμα και γαιδάρου, για να παράσχει ένα χαμηλότερο τόνο.
Κάποιοι λένε ότι το δέρμα του λύκου ακόμη και του σκύλου προτιμώνται. Κατά μήκος του κελύφους του τυμπάνου, σχοινί δεμένο από τη μια ως την άλλη πλευρά σε μορφή ζιγκ ζαγκ, συγκρατεί τα δέρματα και παρέχει το τέντωμα που απαιτείται για το κούρδισμα του τυμπάνου. Ενίοτε μεταλλικοί δακτύλιοι ή δερμάτινα λουριά ενώνουν κοντινά κομμάτια του σχοινιού ώστε να προσφέρουν περαιτέρω κούρδισμα. Δύο δακτύλιοι προσαρμόζονται στο σχοινί μέσα απο τους οποίους περνιέται ένα σχοινί με μορφή ζώνης για να κρεμάται το τύμπανο.
Στην ΠΓΔΜ, το τάπαν φτάχνεται σε 2 διαστάσεις: για το όργανο γκολέμ με περίπου 50-55 εκ. διάμετρο και για το μαλ ή ταπάντσε περίπου 30-35 εκ. σε διάμετρο.
Στην Τουρκία τα νταβούλια κυρίως κυμαίνονται από 60 έως 90 εκ. σε διάμετρο. Δέρμα αγελάδας χρησιμοποιείται για τη μεμβράνη με το μπάσο τόνο, ενώ για τη μεβράνη με τον πρίμο τόνο χρησιμοποιείται δέρμα κατσίκας.
Στην Ελλάδα, το νταούλι μπορεί να είναι 30-35 εκατοστά για το τουμπί μέχρι και 90-120 εκατοστά για το νταούλι (Πόντος - Μακεδονία).
Συνήθως το τύμπανο είναι μεταξύ 50-75 εκατοστών.
Οι οργανοπαίχτες χρησιμοποιούν συνήθως ένα σχοινί που είναι ενωμένο με το τύμπανο για να το κρεμάνε πλαγίως, ώστε να είναι προσβάσιμη η μια μεμβράνη από το αριστερό χέρι και η άλλη από το δεξί. Το κάθε χέρι συνήθως παίζει αποκλειστικά στη μια πλευρά, αν και αυτό μπορεί να ποικίλλει ανάλογα το τοπικό στυλ παιξίματος και την παράδοση.
Οι οργανοπαίχτες αυτού του τυμπάνου χρησιμοποιούν δύο είδη ξύλων. Ο μουσικός χτυπάει τους τονισμένους χτύπους με το κυρίαρχο χέρι στη μια πλευρά του τυμπάνου με το παχύτερο ξύλο γνωστό στα Σλαβομακεδονικά ως κουκούντα ή ουκάν, στα Τούρκικα ως τοκμάκ και στα Ελληνικά ως νταουλόξυλο. Αυτό το ξύλο είναι ένα παχύ σωληνωτό κομμάτι περίπου 440 χιλ. μήκος, το οποίο συχνά φτιάχνεται από καρυδιά. Το παχύ του σχήμα και και το πάχος της μεμβράνης δίνουν στους τονισμένους χτύπους ένα χαμηλό, γεμάτο ήχο. Μερικές φορές η μεμβράνη που παίζεται με το παχύ ξύλο μπορεί να σιγαστεί με ένα κομμάτι ύφασμα για να ενισχύσει το κυρίαρχο χαμηλό ήχο του τυμπάνου. Οι μη τονισμένοι χτύποι παίζονται από το μη κυρίαρχο χέρι στην πλευρά του τυμπάνου που έχει το λεπτό δέρμα, χρησιμοποιώντας ένα λεπτό ξύλο ή βέργα, που ονομάζεται στα Σλαβομακεδονικά πράτσκα, στα Τουρκικά τσουμπούκ ή στα Ελληνικά νταουλόβεργα. Αυτό η λεπτή βέργα συχνά κρατιεται κατά μήκος της λαβής και ο νταουλιέρης μπορεί να κάνει γρήγορα λεπτά χτυπήματα με το να στρίβει τον καρπό απαλά. Αυτές οι λεπτές βέργες συνήθως φτιάχνονται από μαλακό ξύλο, όπως η ιτιά ή κρανιά.
Η Βαλκανική σχολή του τάπαν δέχεται το παίξιμο (όχι τη συνοδεία) μιας μελωδίας, όπου το μη-κυρίαρχο χέρι χρησιμοποιείται για να αποδώσει όλα αυτά που θέλει να πεί ο οργανοπαίχτης, ενώ το κυρίαρχο χέρι χρησιμοποιείται μόνο για να τονίσει συγκεκριμένες χρονικές στιγμές στη μελωδία.
Ο Αυστραλο-Σλαβομακεδόνας τυμπανιστής Κρις Μιτρέφσκι πρωτοπορεί σε ένα υβριδικό τρόπο παιξίματος, βασιζόμενος σε πολλαπλές τονισμένες νότες που παίζονται από το μη-κυρίαρχο χέρι. Αυτό το στυλ είναι δύσκολο να παιχτεί αλλά έχει ως αποτέλεσμα ένα πολύπλοκο πολυρυθμό, με το κυρίαρχο χέρι να τονίζει το χαμηλό χτύπημα-ήχο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.