From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα νομίσματα της Γανδάρα, μετά τη δυναστεία των Μαουρύα, αναφέρονται στην περίοδο κοπής νομισμάτων στην Γανδάρα, μετά την διάλυση της αυτοκρατορίας των Μαουρύα (321-185 π.Χ.). Όταν η κεντρική εξουσία των Μαουρύα εξαφανίστηκε, σχηματίστηκαν αρκετά μικρά ανεξάρτητα κρατίδια, τα οποία άρχισαν να κόβουν τα δικά τους νομίσματα, ορίζοντας μια περίοδο νομισμάτων μετά τους Μαουρύα, που τελειώνει με την άνοδο της αυτοκρατορίας των Γκούπτα τον 4ο αι. Αυτό το φαινόμενο ήταν ιδιαίτερα πρόωρο και σημαντικό στην περιοχή της Γανδάρα στη βορειοδυτική Ινδία, και ιδιαίτερα στην πόλη της Τάξιλα,[2] στο σύγχρονο Πακιστάν.
Οι πολιτικές αυτές αλλαγές συνοδεύονταν από τεχνολογικές αλλαγές στους τρόπους παραγωγής νομισμάτων. Πριν από την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Μαουρύα, ο κύριος τύπος νομισμάτων ήταν τα νομίσματα με σημάδια: μετά την κατασκευή ενός φύλλου από άργυρο ή κράμα με άργυρο, τα νομίσματα κόβονταν στο σωστό βάρος, και στη συνέχεια σημαδεύονταν με μικρές μήτρες. Συνήθως από 5 έως 10 χτυπήματα μπορεί να σημαδευτεί ένα νόμισμα. [2]
Οι τύποι αυτοί νομισμάτων αντικαταστάθηκαν κατά την πτώση της αυτοκρατορίας των Μαουρύα από χυτά, χτυπημένα με μήτρα, νομίσματα. [5] Κάθε μεμονωμένο νόμισμα χυνόταν πρώτα από ένα λιωμένο μέταλλο, συνήθως χαλκό ή άργυρο, σε μια κοιλότητα που σχηματίζεται από δύο καλούπια. Αυτά στη συνέχεια χτυπιόταν με μήτρα, όταν ήταν ακόμη ζεστά, πρώτα από τη μία πλευρά, και στη συνέχεια από τις δύο πλευρές σε μια μεταγενέστερη περίοδο. Οι συσκευές παραγωγής των νομισμάτων ήταν Ινδικές, αλλά πιστεύεται ότι αυτή η τεχνολογία νομισμάτων εισήχθη από τη Δύση, πιθανότατα από το γειτονικό Ελληνο-Βακτριανό βασίλειο.
Τα πιο αρχαία από τα χυτά νομίσματα είναι εκείνα που ήταν χτυπημένα με μήτρα μόνο από την μία πλευρά, ενώ η άλλη πλευρά παρέμενε κενή.[2] Φαίνεται ότι ξεκινούν από το 220 π.Χ., δηλαδή ήδη στις τελευταίες δεκαετίες της αυτοκρατορίας των Μαουρύα. [6] Μερικά από αυτά τα νομίσματα δημιουργήθηκαν πριν από τις Ινδο-Ελληνικές εισβολές (ημερομηνία περίπου 185 π.Χ., αρχή της εποχής Γιαβάνα), ενώ τα περισσότερα άλλα δημιουργήθηκαν αργότερα. Αυτά τα νομίσματα ενσωματώνουν μια σειρά από σύμβολα, με τρόπο που θυμίζει πολύ τα προηγούμενα νομίσματα με σημάδια, εκτός από το γεγονός ότι αυτή τη φορά η τεχνολογία που χρησιμοποιείτο ήταν χτύπημα από μία μήτρα.[7]
Το έτος 185 π.Χ. είναι η προσεγγιστική ημερομηνία, κατά την οποία οι Έλληνο-Βακτριανοί εισέβαλαν στην Ινδία. Αυτή η ημερομηνία σηματοδοτεί μια εξέλιξη στον σχεδιασμό των χυτών νομισμάτων με μία μήτρα, καθώς εισήχθησαν θεότητες και ρεαλιστικά ζώα.[7] Την ίδια στιγμή εξελίχθηκε και η τεχνολογία κοπής νομισμάτων, καθώς άρχισαν να εμφανίζονται νομίσματα διπλής μήτρας (χαραγμένα και στις δύο πλευρές, εμπρός και πίσω). [7] Οι αρχαιολογικές ανασκαφές έχουν δείξει ότι αυτά τα νομίσματα, καθώς και τα νέα νομίσματα διπλής μήτρας, ήταν σύγχρονα με αυτά των Ινδο-Ελλήνων.[7] Σύμφωνα με τον Όσμουντ Μποπεαράτσι αυτά τα νομίσματα, και ιδιαίτερα εκείνα που απεικονίζουν την θεά Λάκσμι, πιθανότατα κατασκευάστηκαν από τον Δημήτριο Α΄ της Βακτρίας μετά την εισβολή του στη Γανδάρα.
Σταδιακά, μετά το 185 π.Χ. και την ελληνική εισβολή, τα νομίσματα ήταν χυτευμένα και στις δύο πλευρές.[2] Αυτά τα νομίσματα είναι γενικά ανώνυμα, και μπορούν να φέρουν επιγραφές σε γραφή μπράχμι ή χαρόστι. Τα νομίσματα αυτά έχουν αρκετά συγκεκριμένους τύπους, ανάλογα κυρίως με την περιοχή όπου χτυπήθηκαν. Τα νομίσματα με παράσταση λιονταριών είναι γνωστά κυρίως από τα Τάξιλα, ενώ τα νομίσματα που έχουν άλλα σύμβολα όπως η σβάστικα ή το δένδρο Μπόντι αποδίδονται στην περιοχή της Γανδάρα.[2] Τα νομίσματα αυτά χυτεύτηκαν κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Ινδο-Ελλήνων βασιλέων Πανταλέοντα και Αγαθοκλή στην περιοχή της Γανδάρα, και είναι γενικά σύγχρονα με εκείνα των Ινδρο-Ελλήνων ηγεμόνων.[8][7]
Η Ινδο-Ελληνική επιρροή στην απεικόνιση του ζώου, ειδικά όσον αφορά τα άλογα και τα λιοντάρια των νομισμάτων της Γανδάρα, λέγεται ότι είναι "ευδιάκριτα ελληνικά στο στυλ".[10][11] Το άλογο εμφανίζεται με επάνω του το άστρο του ήλιου. Αυτό το σχέδιο μπορεί να βρεθεί σε ελληνικά νομίσματα, όπως σε αυτό του Οφέλλα -πρώην αξιωματούχου του Αλεξάνδρου- όταν ήταν κυβερνήτης στην Κυρήνη της Βόρειας Αφρικής.
Αργότερα, οι εικόνες των ελεφάντων ή των χούφων είναι γνωστές από την Αϊόθια, την Καουσάμπι, το Παντζαλά και τη Ματούρα. Τα νομίσματα της Αγιόδεια έχουν γενικά έναν καμπυλοφόρο ταύρο στην πλάτη, ενώ τα νομίσματα του Καουσάμπι εμφανίζουν ένα δέντρο με φράχτη.[2]
Οι Ινδο-Ελληνες, μετά την εισβολή τους στην Ινδική υποήπειροή γύρω στο 185 π.Χ., με τη σειρά τους άρχισαν να χυτεύουν τα δικά τους νομίσματα με το Ινδικό πρότυπο (Ινδικό βάρος, τετράγωνο σχήμα και σπάνια στρογγυλό σχήμα) με δίγλωσση επιγραφή, από τη βασιλεία του Αγκαθοκλή (190-180 π.Χ.).
Εκτός από τα δικά τους νομίσματα στο Αττικό πρότυπο βάρους, οι Έλληνες βασιλείς άρχισαν να κόβουν νομίσματα με επιγραφή σε δύο γλώσσες, Ελληνικά και Πράκριτ, στο ινδικό πρότυπο βάρους, συχνά περιλαμβάνοντας πολλά σύμβολα των μετα τους μαουρύα νομισμάτων της Γανδάρα, όπως το σύμβολο του λόφου από αψίδες και το δέντρο μέσα σε κιγκλίδωμα. Επίσης τη θεά Λάκσμι αρχικά, και μετέπειτα απεικονίσεις του ταύρου και του ελέφαντα.
Πολλά νομίσματα του βασιλιά Αγκαθοκλή αναγράφουν το όνομά του σε χαρόστι γραφή: "Ακαθουκρεγιάσα" στην εμπρός όψη. Στην πίσω όψη γράφουν "χιρανασάμε" (όπως σε ένα από τα νομίσματα της Τάξιλα παραπάνω), που σημαίνει "το χρυσό ερημητήριο", μια περιοχή της Τάξιλα (προτιμώμενη ερμηνεία), ή αν διαβαστεί "χιτατζασάμε" σημαίνει "που έχει καλή φήμη", μια μετάφραση του ονόματος του Αγαθοκλή (= αγαθόν κλέος) [9] [12]
Αργότερα, από το δεύτερο μισό της βασιλείας του Απολλόδοτου Α ́ (βασ. 180-160 π.Χ.), οι επιγραφές τυποποιήθηκαν, με απλά το όνομα και το χαρακτηριστικό του βασιλιά στα Ελληνικά στην εμπρός όψη, και στην άλλη όψη το ίδιο στα Πράκριτ με γραφή χαρόστι. Η χρήση των Ινδικών συμβόλων ήταν πολύ περιορισμένη, γενικά μόνο η εικόνα του ελέφαντα και του ζεμπού ταύρου. Υπάρχουν δύο σημαντικές εξαιρέσεις όμως: ο Μένανδρος Α΄ και ο Μένανδρος Β΄ χρησιμοποίησαν τον Ινδικό Τροχό του Νόμου (Νταρματσάκρα) σε μερικά από τα νομίσματά τους, υποδηλώντας μια σύνδεση με τον Βουδισμό, η οποία περιγράφεται επίσης στις λογοτεχνικές πηγές.
Ωστόσο, η χρήση των δύο γλωσσών θα διαρκέσει, αρχικά συνυπάρχοντας με το Αττικό πρότυπο νομισμάτων, και αργότερα θα γίνει αποκλειστική. Οι τελευταίοι Ινδο-Έλληνες βασιλείς έφτασαν ακόμη και στο σημείο να εκδώσουν κάποια νομίσματα μόνο στα Πράκριτ. Η περίοδος της Ινδο-Ελληνικής νομισματοκοπίας στη βορειοδυτική Ινδία διήρκεσε μέχρι την αρχή της εποχής μας.[2]
Η Ινδο-Ελληνική νομισματοκοπία στη Γανδάρα θα συνέχιζε για σχεδόν δύο αιώνες, μέχρι που τη διαδέχθηκε η κοπή νομισμάτων των Ινδο-Σκυθών, των Ινδο-Πάρθων και των Γιουετσί (μετέπειτα Κοσσάν).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.