From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Νικόλα Πάσιτς (Никола Пашић, 18 Δεκεμβρίου 1845 - 10 Δεκεμβρίου 1926) ήταν Σέρβος και Γιουγκοσλάβος πολιτικός και διπλωμάτης, η σημαντικότερη πολιτική μορφή της Σερβίας επί σχεδόν 40 χρόνια, ο ηγέτης του Λαϊκού Ριζοσπαστικού Κόμματος και, μεταξύ άλλων, δύο φορές δήμαρχος του Βελιγραδίου (1890-91 και 1897), αρκετές φορές Πρωθυπουργός του Βασιλείου της Σερβίας (1891-92, 1904-05, 1906-08, 1909-11, 1912-18) και του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας (1918, 1921-24, 1924-26).
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Νικόλα Πάσιτς | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Никола П. Пашић (Σερβικά) |
Γέννηση | 6ιουλ. / 18 Δεκεμβρίου 1845γρηγ.[1][2] Βελίκι Ίσβορ |
Θάνατος | 10 Δεκεμβρίου 1926[3][1][4] Βελιγράδι[5] |
Τόπος ταφής | Νέο Κοιμητήριο Βελιγραδίου[6] |
Κατοικία | Κραγκούγιεβατς |
Χώρα πολιτογράφησης | Πριγκιπάτο της Σερβίας Βασίλειο της Σερβίας Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων |
Θρησκεία | Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Σερβικά[7][8] |
Σπουδές | Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου[9] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός διπλωμάτης |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Λαϊκό Ριζοσπαστικό κόμμα Σερβίας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πρωθυπουργός της Σερβίας (1891–1892) Πρωθυπουργός της Σερβίας (1904–1905) Πρωθυπουργός της Σερβίας (1906–1908) Πρωθυπουργός της Σερβίας (1909–1911) |
Βραβεύσεις | Τάγμα του Λευκού Αετού (Ρωσική Αυτοκρατορία) (10 Μαρτίου 1910) |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ήταν σημαντικός πολιτικός στα Βαλκάνια, που, μαζί με τους ομολόγους του όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην Ελλάδα, κατάφεραν να ενισχύσουν τα μικρά, ακόμη αναδυόμενα εθνικά κράτη τους ενάντια στις έντονες ξένες επιρροές, ιδιαίτερα εκείνες της Αυστροουγγαρίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Ο Πάσιτς (Никола П. Пашиж) γεννήθηκε στο Ζάγετσαρ του Πριγκιπάτου της Σερβίας. Σύμφωνα με τον Σλοβένο εθνολόγο Nίκο Ζούπανιτς οι πρόγονοι του Πάσιτς μετανάστευσαν από την περιοχή του Τέτοβο τον 16ο αιώνα και ίδρυσαν το χωριό Ζβέζνταν κοντά στο Ζάγετσαρ.[10] Ο ίδιος ο Πάσιτς δήλωνε ότι οι πρόγονοί του εγκαταστάθηκαν από την περιοχή της Μονής Λέσοκ στο Τέτοβο[10] Ο Γιόβαν Ντούτσιτς υποστήριξε ότι ο Πάσιτς προερχόταν από το Ιζβορ κοντά στο Ζάγετσαρ και ότι η καταγωγή του από το Τέτοβο ήταν πολύ μακρινή. Οι Βούλγαροι το μετέτρεψαν, λέγοντας ότι καταγόταν από το Τέτεβεν της Βουλγαρίας[11]. Ο Λιούμπομιρ Μίλετιτς υποστήριξε κάποτε ότι ο πατέρας ή ο παππούς του Πάσιτς ήρθαν από το Τέτεβεν της Βουλγαρίας, πράγμα που αντικρούσθηκε από Σέρβους συγγραφείς[10], που υποστήριξαν ότι και οι δύο γεννήθηκαν στο Ζάγετσαρ[12].
Ο Πάσιτς σπούδασε στο γυμνάσιο του Ζάγετσαρ, αλλά καθώς το γυμνάσιο ξαναμεταφέρθηκε στο Νεγκοτίν (όπου είχε ιδρυθεί αρχικά) για πολιτικούς λόγους, συνέχισε στο Νεγκοτίν και στο Κραγκούγιεβατς. Το 1866 γράφτηκε στην Ανώτατη Σχολή του Βελιγραδίου, όπου διακρίθηκε στις σπουδές του, και το 1868 έλαβε κρατική υποτροφία για σπουδές στην Πολυτεχνική Σχολή της Ζυρίχης για περαιτέρω εξειδίκευση. Ο Πάσιτς αποφοίτησε ως μηχανικός αλλά, εκτός από τη σύντομη συμμετοχή του στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Βιέννης-Βουδαπέστης, δεν εργάστηκε ποτέ στον τομέα αυτό.
Μια παροικία Σέρβων φοιτητών ζούσε στην Ελβετία, όπου γνώρισαν τις ιδέες του Σοσιαλισμού. Θα γινόταν αργότερα ο πυρήνας του Σοσιαλιστικού και Ριζοσπαστικού κινήματος της Σερβίας. Ένας από αυτούς ήταν ο Σβέτοζαρ Μάρκοβιτς, που θα γινόταν ο πρώτος σημαντικός σοσιαλιστής ιδεολόγος στη Σερβία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Ζυρίχη, ο Πάσιτς γνωρίστηκε με τον Μάρκοβιτς, τον Πέταρ Βελιμίροβιτς, τον Γιόβαν Ζούλοβιτς και άλλους.
Μετά την επιστροφή του στη Σερβία ο Πάσιτς αποστασιοποιήθηκε από τον Μάρκοβιτς, αν και ποτέ δεν τσακώθηκαν, και πήγε στη Βοσνία για να υποστηρίξει την αντιοθωμανική εξέγερση του 1875–1877. Οι Σοσιαλιστές άρχισαν να εκδίδουν τη Σαμούπραβα, που αργότερα έγινε η επίσημη εφημερίδα του Ριζοσπαστικού Κόμματος. Μετά τον θάνατο του Μάρκοβιτς το 1875 ο Πάσιτς έγινε ηγέτης του κινήματος και το 1878 εξελέγη στην Εθνική Συνέλευση της Σερβίας, ακόμη και πριν την ίδρυση του κόμματος. Το 1880 έκανε μια πρωτοφανή κίνηση στο σερβικό πολιτικό σκηνικό, σχηματίζοντας μια ομάδα αντιπολιτευόμενων βουλευτών στη συνέλευση. Τέλος το πρόγραμμα του κόμματος ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1881 και ιδρύθηκε επίσημα το Ριζοσπαστικό Κόμμα, το πρώτο συστηματικά οργανωμένο Σερβικό κόμμα, με τον Πάσιτς εκλεγόμενο ομόφωνα πρώτο του πρόεδρο.
Το κόμμα και ο Πάσιτς έγιναν γρήγορα δημοφιλείς. οι Ριζοσπάστες έλαβαν το 54 τοις εκατό των ψήφων στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1883, ενώ το Προοδευτικό Κόμμα, που ευνοούσε ο Βασιλιάς Μίλαν Γ΄ Ομπρένοβιτς, πήρε μόνο το 30 τοις εκατό. Παρά τη σαφή νίκη των Ριζοσπαστών, ο φιλοαυστριακός βασιλιάς, που αντιπαθούσε τον ρωσόφιλο Πάσιτς και το Ριζοσπαστικό κόμμα, ανέθεσε στον παλαιό ακομμάτιστο σκληροπυρηνικό Νίκολα Χρίστιτς να σχηματίσει κυβέρνηση. Με ένα διάταγμα ο Χρίστιτς συγκάλεσε τη συνέλευση και στη συνέχεια με ένα δεύτερο τη διέλυσε.
Αυτή η ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα επιδεινώθηκε από την απόφαση να αφαιρεθούν τα όπλα από τον πληθυσμό, καθώς επρόκειτο να δημιουργηθεί τακτικός στρατός. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσουν συγκρούσεις στην ανατολική Σερβία, στην κοιλάδα του Τίμοκ. Ο βασιλιάς Μίλαν κατηγόρησε για την αναταραχή τους Ριζοσπάστες και έστειλε στρατεύματα για να συντρίψει την εξέγερση. Ο Πάσιτς καταδικάστηκε σε θάνατο σε ερήμην και μόλις διέφυγε τη σύλληψη καταφεύγοντας στη Βουλγαρία. Είκοσι ένας ακόμη καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν και 734 φυλακίστηκαν.
Τα επόμενα έξι χρόνια ο Πάσιτς έζησε με συγγενείς στη Βουλγαρία, υποστηριζόμενος από τη βουλγαρική κυβέρνηση. Έζησε στη Σόφια όπου εργάστηκε ως εργολάβος οικοδομών και για λίγο στο Υπουργείο Εσωτερικών. Σύμφωνα με βουλγαρικές πηγές μιλούσε πολύ καλά βουλγαρικά, αλλά τα αναμείγνυε με μεγάλο αριθμό σερβικών λέξεων και φράσεων και λέγεται ότι ρωτούσε τους φίλους του Πέτκο Καραβέλοφ, που κατάγονταν από τον Αίμο, σχετικά με τα χαρακτηριστικά αυτής της περιοχής στη Βουλγαρία, εξηγώντας ότι οι πρόγονοί του είχαν μεταναστεύσει από εκεί στη τη Σερβία πριν μερικές γενιές.[13]
Οι βουλγαρικές μαρτυρίες διαφέρουν εντελώς σε ένα σημαντικό θέμα, αν ο Πάσιτς εργάστηκε ενεργά στην πολιτική κατά την εξορία του στη Σόφια[14]. Η επίσημη υποστήριξη της Βουλγαρίας ήταν ένας από τους λόγους για την απόφαση του Μίλαν να ξεκινήσει τον Σερβοβουλγαρικό Πόλεμο το 1885. Αφού υπέστη μια αποφασιστική ήττα, ο Μίλαν χορήγησε αμνηστία σε όσους καταδικάστηκαν για την εξέγερση του Τίμοκ, αλλά όχι στον Πάσιτς, που παρέμεινε στην εξορία στη Βουλγαρία μέχρι την παραίτηση του Μίλαν το 1889. Λίγα μέρες αργότερα το νεοσχηματισθέν Ριζοσπαστικό υπουργικό συμβούλιο του Σάβα Γκρούιτς αμνήστευσε τον Πάσιτς.
Στις 13 Οκτωβρίου 1889 ο Πάσιτς εξελέγη πρόεδρος της Εθνικής Συνέλευσης, αξίωμα που θα διατηρούσε (de jure, όχι όμως de facto) μέχρι τις 9 Ιανουαρίου 1892. Εκλέχτηκε επίσης δήμαρχος του Βελιγραδίου από τις 11 Ιανουαρίου 1890 ως τις 26 Ιανουαρίου 1891. Επί της προεδρίας του η συνέλευση ψήφισε τον μεγαλύτερο αριθμό νόμων στην ιστορία του σερβικού κοινοβουλευτισμού, ενώ ως δήμαρχος του Βελιγραδίου του πιστώνεται η λιθόστρωση των λασπωμένων δρόμων της πόλης. Επανεκλέχθηκε δύο φορές πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης από τις 13 Ιουνίου 1893 ως τον Απρίλιο του 1895 (αν και μετά τον Σεπτέμβριο του 1893 μόνο κατ' όνομα, ο αναπληρωτής του Ντιμίτριε Κάτιτς ενεργούσε αντ' αυτού) και από τις 12 Ιουλίου 1897 ως τις 29 Ιουνίου 1898 και για άλλη μια φορά δήμαρχος του Βελιγραδίου από τις 22 Ιανουαρίου ως τις 25 Νοεμβρίου 1897. [7]
Αφού σοφά δεν αποδέχθηκε να αναλάβει την κυβέρνηση αμέσως μετά την επιστροφή του από την εξορία, ο Νίκολα Πάσιτς έγινε πρωθυπουργός για πρώτη φορά στις 23 Φεβρουαρίου 1891. Ωστόσο ο πρώην βασιλιάς Μίλαν επέστρεψε στη Σερβία τον Μάιο του 1890 και ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον του Πάσιτς και των Ριζοσπαστών. Στις 16 Ιουνίου 1892 ο Κόστα Πρότιτς, ένας από τους τρεις αντιβασιλείς λόγω του ανήλικου του Αλέξανδρου Ομπρένοβιτς Ε΄, πέθανε. Σύμφωνα με το σύνταγμα η Εθνοσυνέλευση έπρεπε να εκλέξει νέο αντιβασιλέα αλλά, καθώς η συνέλευση ήταν σε πολύμηνες διακοπές, ο Πάσιτς αναγκάστηκε να συγκαλέσει έκτακτη σύνοδο. Ο Γιόβαν Ρίστιτς, ο ισχυρότερος αντιβασιλέας, φοβούμενος ότι ο Πάσιτς θα μπορούσε να εκλεγεί συναντιβασιλέας και να υπονομεύσει έτσι τη θέση του, αρνήθηκε να επιτρέψει την έκτακτη συνεδρίαση και ο Πάσιτς παραιτήθηκε ως πρωθυπουργός στις 22 Αυγούστου 1892. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ήταν επίσης υπουργός Εξωτερικών από τις 2 Απριλίου 1892 και υπουργός οικονομικών από τις 3 Νοεμβρίου 1891.[15]
Οταν ο Βασιλιάς Αλέξανδρος αυτοανακηρύχθηκε πρόωρα ενήλικας και κατάργησε την αντιβασιλεία, ανέθεσε σε έναν μετριοπαθή Ριζοσπάστη, τον Λάζαρ Ντόκιτς, να σχηματίσει κυβέρνηση. Παρόλο που έλαβε την έγκριση ορισμένων μελών του Ριζοσπαστικού κόμματος για να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, ο Πάσιτς αρνήθηκε. Για να τον αποκλείσει από την πολιτική σκηνή της Σερβίας ο Αλέξανδρος έστειλε τον Πάσιτς ως έκτακτο απεσταλμένο του στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, 1893-1894. Το 1896 ο βασιλιάς κατάφερε να αναγκάσει τον Πάσιτς να σταματήσει να πιέζει για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο από το 1897 και οι δύο βασιλιάδες, ο Μίλαν και ο Αλέξανδρος, κυβερνούσαν σχεδόν από κοινού. Καθώς και οι δύο αντιπαθούσαν τον Πάσιτς το 1898 τον φυλάκισαν για 9 μήνες επειδή η Σαμούπραβα δημοσίευσε μια δήλωση σχετικά με την προηγούμενη αντιπολίτευσή του στον Βασιλιά Μίλαν. Ο Πάσιτς ισχυρίστηκε ότι ήταν ψευδής, χωρίς αποτέλεσμα[16].
Ο πρώην πυροσβέστης Τζούρα Κνιέζεβιτς, που είχε καταδικαστεί σε θάνατο, προσπάθησε να δολοφονήσει τον πρώην βασιλιά Μίλαν τον Ιούνιο του 1899 (Σερβικά: Ивандањски атентат). Το ίδιο βράδυ ο Μίλαν δήλωσε ότι το Ριζοσπαστικό Κόμμα προσπάθησε να τον σκοτώσει και όλοι οι επικεφαλής του Ριζοσπαστικού Κόμματος συνελήφθησαν, συμπεριλαμβανομένου του Πάσιτς, που είχε μόλις απελευθερωθεί από τη φυλακή από την προηγούμενη ποινή του. Οι κατηγορίες του Μίλαν κατά των Ριζοσπαστών ήταν αβάσιμες και ακόμη και η Αυστροουγγαρία, ο σημαντικότερος σύμμαχός του, παραδέχτηκε ότι το Ριζοσπαστικό Κόμμα δεν συμμετείχε, παρά την επιμονή του Μίλαν ότι τουλάχιστον ο Νίκολα Πάσιτς και ο Kόστα Ταουσάνοβιτς έπρεπε να καταδικαστούν σε θάνατο. Η Αυστροουγγαρία φοβόταν ότι η εκτέλεση του ρωσόφιλου Πάσιτς θα ανάγκαζε τη Ρωσία να παρέμβει, εγκαταλείποντας μια συμφωνία του 1897 να διατηρηθεί το status quo της Σερβίας σ. Έστειλε ειδικός απεσταλμένος από τη Βιέννη στον Μίλαν για να τον προειδοποιήσει ότι η Αυστρία θα αποκήρυυττε τη δυναστεία των Ομπρένοβιτς εάν εκτελείτο ο Πάσιτς. Ο διακεκριμένος Σέρβος ιστορικός Σλόμπονταν Γιοβάνοβιτς ισχυρίστηκε αργότερα ότι η δολοφονία θα σχεδιαζόταν έτσι ώστε ο Μίλαν να μπορέσει να απαλλαγεί από το Ριζοσπαστικό Κόμμα.
Φυλακισμένος και χωρίς να γνωρίζει την παρέμβαση της Αυστροουγγαρίας, ο Πάσιτς ομολόγησε ότι το Ριζοσπαστικό Κόμμα δεν ήταν πιστό στη δυναστεία, πράγμα που πιθανώς έσωσε πολλούς ανθρώπους από τη φυλακή. Στο πλαίσιο της συμφωνίας που επετεύχθη με τον υπουργό Εσωτερικών Τζόρτζε Γκέντσιτς, η κυβέρνηση επίσημα κράτησε αποστάσεις από τη δήλωση, οπότε φαινόταν ότι ο Πάσιτς φέρθηκε με δειλία και υπέκυψε στην πίεση. Ο Πάσιτς καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια, αλλά απελευθερώθηκε αμέσως. Αυτό προκάλεσε μελλοντικά σύγκρουση στο Ριζοσπαστικό Κόμμα, καθώς τα νεότερα μέλη θεωρούσαν τον Πάσιτς δειλό και προδότη και αποχώρησαν από το κόμμα. Το υπόλοιπο της βασιλείας του Αλεξάνδρου ο Πάσιτς αποσύρθηκε από την πολιτική. Αν και ο νεαρός μονάρχης αντιπαθούσε τον Πάσιτς, τον καλούσε συχνά για διαβουλεύσεις, αλλά εκείνος απέφευγε να δίνει συμβουλές και επέμενε ότι δεν ασχολείται πλέον με την πολιτική.
Ο Νίκολα Πάσιτς δεν ήταν μεταξύ των συνωμοτών που σχεδίασαν να δολοφονήσουν τον Βασιλιά Αλέξανδρο. Η δολοφονία έγινε τη νύχτα της 10-11 Ιουνίου [Π.Η. 28-29 Μαΐου] 1903 και σκοτώθηκαν τόσο ο Βασιλιάς όσο και η Βασίλισσα Ντράγκα Μάσιν, καθώς και ο Πρωθυπουργός Ντιμίτριε Τσίντσαρ-Μάρκοβιτς και ο Υπουργός Άμυνας Μίλοβαν Πάβλοβιτς. Το Ριζοσπαστικό Κόμμα δεν σχημάτισε την πρώτη κυβέρνηση μετά το πραξικόπημα, αλλά μετά τη νίκη του στις εκλογές στις 4 Οκτωβρίου 1903 και παρέμεινε στην εξουσία σχεδόν συνεχώς τα επόμενα 15 χρόνια. Συνετά σκεπτόμενος ο Πάσιτς δεν ηγήθηκε όλων των κυβερνήσεων των Ριζοσπαστών, επιτρέποντας και σε άλλα μέλη του κόμματός του (ή μερικές φορές σε εξωκομματικούς) να γίνουν πρωθυπουργοί.
Στην αρχή οι Ριζοσπάστες αντιτάχθηκαν στον διορισμό ως νέου βασιλιά του Πέτρου Καραγεώργεβιτς, καταγγέλλοντας τον διορισμό του ως παράνομο. Αλλά ο Πάσιτς άλλαξε αργότερα άποψη όταν είδε πώς ο λαός αποδέχτηκε τον νέο μονάρχη καθώς και ότι ο βασιλιάς Πέτρος Α', που είχε σπουδάσει στη Δυτική Ευρώπη, ήταν ένας δημοκρατικός, ήπιος κυβερνήτης σε αντίθεση με τους δύο τελευταίους δεσποτικούς και ασταθείς ηγεμόνες των Ομπρένοβιτς. Όπως φάνηκε τις επόμενες δύο δεκαετίες η μεγάλη σύγκρουση μεταξύ του βασιλιά και του πρωθυπουργού ήταν η άρνηση του Πάσιτς να αυξήσει τη βασιλική επιχορήγηση.
Ο Νίκολα Πάσιτς έγινε υπουργός Εξωτερικών στις 8 Φεβρουαρίου 1904 στο υπουργικό συμβούλιο του Σάβα Γκρούιτς και επικεφαλής μιας κυβέρνησης υπό την προεδρία του, από 10 Δεκεμβρίου 1904 ως 28 Μαΐου 1905, παραμένοντας και υπουργός εξωτερικών. Την δεκαετία που ακολούθησε, υπό την ηγεσία του Πάσιτς και του Ριζοσπαστικού Κόμματος, η Σερβία γνώρισε τέτοια ευημερία, που πολλοί ιστορικοί ονομάζουν αυτήν την περίοδο τη νεότερη χρυσή εποχή της Σερβίας. Η χώρα εξελίχθηκε σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία και, με την οικονομική ανάπτυξη, κέρδισε και πολιτική επιρροή, που προκαλούσε συνεχή προβλήματα με τον μεγαλύτερο γείτονα της Σερβίας, την Αυστροουγγαρία, που σχεδίαζε να μετατρέψει τη Σερβία σε μία από τις επαρχίες της (ήδη το 1879 ο Γερμανός καγκελάριος Όττο φον Μπίσμαρκ δήλωνε ότι η Σερβία είναι το εμπόδιο στην ανάπτυξη της Αυστρίας)
Δεδομένου ότι οι κεκαλυμμένες προκλήσεις της Αυστροουγγαρίας προς τη Σερβία σχετικά με τους Σέρβους που ζούσαν στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, επίσημα ακόμη τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά κατεχόμενη από την Αυστροουγγαρία από το 1878, και η δημιουργία προβλημάτων στις εξαγωγές της Σερβίας, που κυρίως γίνονταν μέσω της Αυστρίας (καθώς η Σερβία ήταν κράτος περίκλειστο), η Αυστροουγγαρία ξεκίνησε τον ανοιχτό τελωνειακό πόλεμο το 1906. Ο Πάσιτς σχημάτισε άλλη μια κυβέρνηση από τις 30 Απριλίου 1906 ως τις 20 Ιουλίου 1908. Πιεζόμενος από την Αυστριακή κυβέρνηση που ζητούσε από τη Σερβία να αγοράζει τα πάντα από αυστριακές εταιρείες, από αλάτι μέχρι κανόνια, της απάντησε ότι ο ίδιος θα το έκανε αυτό προσωπικά, αλλά ότι η συνέλευση είναι αντίθετη και στις δημοκρατικές χώρες αυτό είναι που μετράει.
Η Αυστρία έκλεισε τα σύνορα, προκαλώντας αρχικά πράγματι σοβαρό πλήγμα στην οικονομία της Σερβίας, αλλά αργότερα θα ανέκαμπτε ακόμη πιο ανεπτυγμένη από ότι ήταν, χάρη στην άμεση στροφή του Πάσιτς προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Εξανάγκασε σε αποστρατεία τους συνωμότες του πραξικοπήματος του 1903, πράγμα που ήταν προϋπόθεση για την αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο, αγόρασε κανόνια από τη Γαλλία κλπ. Διαρκούντος του τελωνειακού πολέμου η Αυστροουγγαρία προσάρτησε επίσημα στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη το 1908, προκαλώντας μαζικές διαμαρτυρίες στη Σερβία και πολιτική αστάθεια, αλλά ο Πάσιτς κατάφερε να ηρεμήσει την κατάσταση. Σε αυτή την περίοδο ο σημαντικότερος σύμμαχος του Πάσιτς, η αυτοκρατορική Ρωσία, δεν μπορούσε να προσφέρει σοβαρή βοήθεια, ηττημένη από την Ιαπωνία κατά τον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο και πληττόμενη από σειρά επαναστάσεων.
Ο Πάσιτς σχημάτισε δύο ακόμη κυβερνήσεις (24 Οκτωβρίου 1909 ως 4 Ιουλίου 1911 και από τις 12 Σεπτεμβρίου 1912). Ήταν ένας από τους κυριότερους παίκτες στον σχηματισμό του Βαλκανικού Συνασπισμού, που αργότερα κατέληξε στον Α΄ (1912-13) και τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1913), που σχεδόν διπλασίασαν την έκταση της Σερβίας με τα εδάφη που τότε θεωρούντο η Παλαιά Σερβία (Κοσσυφοπέδιο, Μετόχια και Μακεδονία του Βαρδάρη) και ανακτήθηκαν από τους Οθωμανούς μετά από πέντε αιώνες. Συγκρούσθηκε με ορισμένες στρατιωτικές δομές για τη διαχείριση των νεοαποκτηθέντων εδαφών. Ο Πάσιτς πίστευε ότι η περιοχή θα πρέπει να ενταχθεί στο σερβικό πολιτικό και διοικητικό σύστημα μέσω των δημοκρατικών εκλογών, ενώ ο στρατός επιδίωκε να κρατήσει τις περιοχές υπό στρατιωτική κατοχή. Μετά από ένα χρόνο έντασης ο Πάσιτς απέλυσε τον στρατιωτικό διοικητή της Παλαιάς Σερβίας και είχε προγραμμάτισε νέες εκλογές για το 1914, αλλά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τις ματαίωσε.
Μετά τη Δολοφονία στο Σαράγεβο στις 28 Ιουνίου 1914 όταν μέλη της σερβικής επαναστατικής οργάνωσης Νέα Βοσνία δολοφόνησαν το διάδοχο της Αυστροουγγαρίας Αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο, η Αυστροουγγρική κυβέρνηση κατηγόρησε αμέσως τη Σερβική κυβέρνηση ότι ήταν πίσω από τη δολοφονία. Υπάρχει γενική ομοφωνία σήμερα ότι η κυβέρνηση δεν την οργάνωσε, αλλά το κατά πόσο γνώριζε για αυτή ο Πάσιτς είναι ακόμα ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα και φαίνεται ότι κάθε ιστορικός έχει τη δική του άποψη για το θέμα: ο Πάσιτς δεν ήξερε τίποτα (Τσόροβιτς). Ο Πάσιτς ήξερε ότι κάτι επρόκειτο να συμβεί και είπε στη Ρωσία ότι η Αυστρία θα επετίθετο στη Σερβία πριν τη δολοφονία (Ντράγκνιτς). Ο Πάσιτς ήξερε, αλλά, καθώς οι δολοφόνοι συνδέονταν με τα ισχυρά μέλη των σερβικών μυστικών υπηρεσιών, φοβόταν να κάνει οτιδήποτε προσωπικά, γι 'αυτό προειδοποίησε τη Βιέννη (Μπάλφουρ).
Η Αυστρία του παρέδωσε το Τελεσίγραφο του Ιουλίου, που είχε συνταχθεί μαζί με τους εκπροσώπους των Γερμανών πρεσβευτών με τέτοιο πνεύμα που οι υποστηρικτές των Σέρβων ισχυρίζονται ότι καμία χώρα δεν θα μπορούσε να το δεχτεί. Μετά από εκτεταμένες διαβουλεύσεις στην ίδια τη χώρα και την τρομερή πίεση από το εξωτερικό για να το δεχτεί, ο Πάσιτς είπε στον Αυστριακό πρεσβευτή Γκισλ (που είχε ήδη ετοιμάσει τις αποσκευές του) ότι η Σερβία δέχεται όλα τα αιτήματα του τελεσιγράφου εκτός από την απαίτηση η αυστριακή αστυνομία να μπορεί ανεξέλεγκτα να ταξιδέψει σε όλη τη Σερβία και να διενεργήσει τη δική της έρευνα. Η άρνηση αυτή θεωρήθηκε στην Αυστρία ομολογία ότι η Σερβική κυβέρνηση, τουλάχιστον έμμεσα μέσω της «Μαύρης Χειρός,», βρισκόταν πίσω από τη δολοφονία που θεωρήθηκε έτσι ως κήρυξη πολέμου κατά της Αυστρίας, καθ' όλα εκτός από λεκτική. Η Αυστροουγγαρία απάντησε με επίσημη κήρυξη πολέμου στη Σερβία στις 28 Ιουλίου 1914, που δεν δυσαρέστησε τη Σερβία, που τώρα μπορούσε να υπολογίζει στη στήριξη της Ρωσίας για την αναζήτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αρχίσει.
Η ήττα της Σερβίας θεωρήθηκε επικείμενη, τουλάχιστον από τους εξωτερικούς παρατηρητές, λαμβάνοντας υπ' όψη την ισχύ της Αυστροουγγαρίας. Ωστόσο η Σερβία είχε προετοιμαστεί όπως φάνηκε καλά και μετά από μια σειρά από μάχες το 1914-1915 (Μάχη του Τσερ, Μάχη του Κολούμπαρα), την απώλεια και ανάκτηση του Βελιγραδίου και μια σερβική αντεπίθεση με κατάληψη κάποιων αυστριακών εδαφών (στη Σύρμια και την ανατολική Βοσνία), ο αυστριακός στρατός υποχώρησε.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1914 ο Πάσιτς και ο Αλβανός ηγέτης Εσάντ Πασά Τοπτανί υπέγραψαν στη Νις τη μυστική Συνθήκη Σερβοαλβανικής Συμμαχίας[17]. Η συνθήκη είχε 15 σημεία που εστίαζαν στη δημιουργία κοινών σερβοαλβανικών πολιτικών και στρατιωτικών θεσμών και στρατιωτικής συμμαχίας της Αλβανίας και του Βασιλείου της Σερβίας. Επίσης η συνθήκη προέβλεπε την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής προς το Δυρράχιο, την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη του Βασιλείου της Σερβίας στην τοποθέτηση του Εσάντ Πασά ως ηγεμόνα της Αλβανίας και τη χάραξη της γραμμής των συνόρων από ειδική σερβοαλβανική επιτροπή [18]. Τον Οκτώβριο του 1914 ο Εσάντ Πασάς επέστρεψε στην Αλβανία. Με την οικονομική στήριξη της Ιταλίας και της Σερβίας, ίδρυσε ένοπλες δυνάμεις στο Ντίμπρα και κατέλαβε το εσωτερικό της Αλβανίας και το Δυρράχιο. Ο Πάσιτς έδωσε εντολή να βοηθηθούν οι οπαδοί του με χρήματα και όπλα.[19]
Ηδη από τις 5 Ιουλίου 1914 ο γηραιός Βασιλιάς Πέτρος Α΄ είχε αναθέσει τα καθήκοντά του στον διάδοχό του Αλέξανδρο, καθιστώντας τον αντιβασιλέα του. Σε αντίθεση με τον Πέτρο ο Αλέξανδρος δεν ήταν δημοκρατικό πνεύμα αλλά μάλλον δικτατορικό και αντιπαθούσε προσωπικά τον Πάσιτς και τη συζήτηση περί δημοκρατίας. Οι ανοιχτές διαμάχες άρχισαν πολύ σύντομα, όταν από τα μέλη της Συνθήκης του Λονδίνου προτάθηκε στη Σερβία να επεκταθεί στα περισσότερα εθνοτικά Σερβικά εδάφη προς τα δυτικά, συμπεριλαμβανομένου ενός τμήματος της Αδριατικής ακτής και ορισμένων Αλβανικών εδαφών στη βόρεια Αλβανία. Σε αντάλλαγμα η Σερβία θα άφηνε τμήμα της Μακεδονίας του Βαρδάρη στη Βουλγαρία, έτσι ώστε η τελευταία να εισέλθει στον πόλεμο στην πλευρά της Αντάντ. Τόσο ο Πάσιτς όσο και ο αντιβασιλέας Αλέξανδρος ήταν αντίθετοι σε αυτό, θεωρώντας το προδοσία θυσιών των Κροατών, των Σλοβένων και των Σέρβων κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς είχαν ήδη αρχίσει οι διαπραγματεύσεις για το μελλοντικό Νοτιοσλαβικό κράτος. Ωστόσο ο Πάσιτς και ο Βασιλιάς Πέτρος δεν ήταν προσωπικά ένθερμοι για τη γιουγκοσλαβική ιδέα σε αντίθεση με τον αντιβασιλέα που προωθούσε το ζήτημα της δημιουργίας όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κράτους. Η Σερβία απέρριψε την προσχώρηση στη Συνθήκη και δέχθηκε επίθεση από την Αυστροουγγαρία, τη Γερμανία και τη Βουλγαρία. Η κυβέρνηση και ο στρατός υποχώρησαν προς τα νότια προς την Ελλάδα, αλλά αποκόπηκαν από τις Βουλγαρικές δυνάμεις και αναγκάστηκαν να περάσουν από την Αλβανία και στη συνέχεια στην Κέρκυρα, όπου το 1917 υπεγράφη η ομώνυμη Διακήρυξη, προετοιμάζοντας το έδαφος για το μελλοντικό Νοτιοσλαβικό κράτος της Γιουγκοσλαβίας.
Το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (ΣΚΣ) ανακηρύχθηκε επισήμως την 1η Δεκεμβρίου 1918 και, όντας Πρωθυπουργός της Σερβίας εκείνη την εποχή, ο Πάσιτς θεωρήθηκε γενικά ο de facto Πρωθυπουργός του νέου Νοτιοσλαβικού. Η πολιτική συμφωνία προέβλεπε ότι ο Πάσιτς θα παρέμενε πρωθυπουργός όταν θα σχηματιζόταν η πρώτη κυβέρνηση του νέου κράτους, αλλά, λόγω της μακροχρόνιας αντίθεσής του προς τον Πάσιτς, ο αντιβασιλέας Αλέξανδρος ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης στο Στόγιαν Πρότιτς. Ετσι ο Πάσιτς παραιτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1918.
Παρά το γεγονός ότι απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση, ως ο πιο έμπειρος πολιτικός ο Νίκολα Πάσιτς ήταν ο κύριος διαπραγματευτής για το νέο κράτος κατά τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού του 1919. Σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει τη μαξιμαλιστική ατζέντα του αντιβασιλέα, δεν προώθησε το ζήτημα του Τσεχικού Διαδρόμου, της Τιμισοάρας και του Σέγκεντ, κατάφερε να εξασφαλίσει τα σύνορα με την Αλβανία και τη Βουλγαρία, αλλά απέτυχε να προσαρτήσει το Φιούμε (που έγινε ανεξάρτητο κράτος) και το μεγαλύτερο μέρος της Καρινθίας (που παρέμεινε τμήμα της Αυστρίας). Την εποχή που ο Μπενίτο Μουσολίνι επιθυμούσε να τροποποιήσει τη Συνθήκη του Ραπάλλο, που είχε αποκόψει το ένα τέταρτο των εθνοτικά Σλοβενικών εδαφών από τα υπόλοιπα τρία τέταρτα των Σλοβένων που ζούσαν στο Βασίλειο των ΣΚΣ, προκειμένου να προσαρτήσει το ανεξάρτητο κράτος της Ριέκας στην Ιταλία, οι προσπάθειες του Πάσιτς για διόρθωση των συνόρων στην Ποστόινα και στην Ιντρια υπονομεύθηκαν από τον αντιβασιλέα Αλέξανδρο που προτιμούσε «καλές σχέσεις» με την Ιταλία.[20]
Οι εκλογές που διεξήχθησαν στις 28 Νοεμβρίου 1920 ανέδειξαν το Ριζοσπαστικό Κόμμα δεύτερο, έχοντας μόνο μια έδρα λιγότερο από το Γιουγκοσλαβικό Δημοκρατικό Κόμμα (91 με 92, αντίστοιχα, από 419 έδρες). Ωστόσο ο Πάσιτς κατάφερε να σχηματίσει συνασπισμό και έγινε πάλι πρωθυπουργός την 1η Ιανουαρίου 1921.
Αμέσως μόλις άρχισαν οι συνομιλίες για τη σύσταση του νέου κράτους, δημιουργήθηκαν δύο διαμετρικά αντίθετες πλευρές, η Σερβική και η Κροατική. Τόσο ο Πάσιτς όσο και ο αντιβασιλέας Αλέξανδρος ήθελαν ένα ενιαίο κράτος, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Ο Πάσιτς θεωρούσε ότι οι Σέρβοι θα μπορούσαν να χάσουν την πλειοψηφία στο νέο κράτος και μια μη συγκεντρωτική και ετερογενής οντότητα θα αποσυντίθετο αν ήταν ομοσπονδιακή, ενώ ο αντιβασιλέας απλά δεν ήθελε να μοιράζεται την εξουσία με άλλους, όπως αποδείχθηκε 8 χρόνια αργότερα με το πραξικόπημα που οργάνωσε.
Ο Στιέπαν Ράντιτς, κορυφαίος Κροάτης πολιτικός θεωρούσε ότι ένα κοινό Σερβοκροατικό κράτος θα αποτελούσε προσωρινή λύση στον δρόμο προς την ανεξαρτησία της Κροατίας και ζητούσε μια ομοσπονδιακή δημοκρατία. Καθώς ο Πάσιτς είχε πλειοψηφία στη συνέλευση, το νέο σύνταγμα εγκρίθηκε τη Βίντοβνταν (Ημέρα του Αγίου Βίτου), στις 28 Ιουνίου 1921, οργανώνοντας το βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων ως κοινοβουλευτική (αν και πλήρως ενιαία) μοναρχία, καταργώντας ακόμη και τα εναπομείναντα ψήγματα αυτονομίας που είχαν η Σλοβενία, η Κροατία, η Δαλματία, το Μαυροβούνιο, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη και η Βοϊβοντίνα (επαρχιακές κυβερνήσεις). Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Πάσιτς χρησιμοποίησε αστυνομική πίεση σε ψηφοφόρους και εθνοτικές μειονότητες, κατάσχεση φυλλαδίων της αντιπολίτευσης[21] και άλλα μέτρα εκλογικής νοθείας για να διατηρήσει την αντιπολίτευση, κυρίως τους Κροάτες αυτονομιστές, μειοψηφία στο Γιουγκοσλαβικό κοινοβούλιο[22][23]
Ο Πάσιτς παρέμεινε Πρωθυπουργός μέχρι τις 8 Απριλίου 1926, με σύντομο διάλειμμα 27 Ιουλίου 1924 ως 6 Νοεμβρίου 1924, όταν επικεφαλής της κυβέρνησης ήταν ο Λιούμπα Νταβίντοβιτς. Αφού παραχώρησε προσωρινά το αξίωμα του στον κομματικό του σύντροφο Nίκολα Ουζούνοβιτς, ο, βασιλιάς πλέον, Αλέξανδρος αρνήθηκε να ξαναδιορίσει τον Πάσιτς χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τα σκάνδαλα του γιου του Πάσιτς Ράντε. Την επόμενη ημέρα, στις 10 Δεκεμβρίου 1926, ο Νίκολα Πάσιτς υπέστη καρδιακή προσβολή και πέθανε στο Βελιγράδι, περίπου μια εβδομάδα πριν από τα 81α γενέθλιά του. Ετάφη στο Νοβο Γκρόμπλιε (Νέο Κοιμητήριο) του Βελιγραδίου.
Ο Πάσιτς κατηγορήθηκε ευρέως από τους Κομμουνιστές ότι τους εμπόδισε να συμμετάσχουν στην πολιτική ζωή μετά τις εκλογές του 1920 και τη σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων από Κομμουνιστές σε κυβερνητικούς αξιωματούχους και γιατί απαγόρευσε το Κομμουνιστικό Κόμμα, κηρύσσοντάς το επισήμως εγκληματική οργάνωση στις 21 Αυγούστου 1921. Μετά το 1945 καταδικάστηκε από τις νέες Κομμουνιστικές αρχές και χαρακτηρίστηκε ηγέτης του "ηγεμονισμού της μεγάλης Σερβίας", με πλήρη αποσιώπηση των επιτευγμάτων του στην οικοδόμηση της νεότερης Σερβίας.
Έχει επικριθεί λόγω της ενιαίας συγκρότησης του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας και της άποψης ότι οι Σέρβοι, όντας πλειοψηφία, θα έπρεπε να έχουν πάντα τον ηγετικό ρόλο. (Εκτός από τον Σλοβένο Άντον Κόροσετς το 1928-29, όλοι οι πρωθυπουργοί, 1918-41, ήταν Σέρβοι.)
Αντίθετος από την αρχή στο συλλογικό Νοτισλαβικό κράτος, κατηγορήθηκε ότι προώθησε την ατζέντα της Μεγάλης Σερβίας, εθνικιστικής ιδέας συγκεντρωτικής εξουσίας στα χέρια του Βελιγραδίου. Ο Κροάτης Κομμουνιστής θεωρητικός Οτοκαρ Κερσόβανι έγραψε το εξής για τον Πάσιτς: "Το όνομά του θα παραμείνει στην ιστορία περισσότερο επειδή συνδέεται με ιστορικά γεγονότα και όχι επειδή τα ιστορικά γεγονότα συνδέονται με το όνομά του".
Ο Νίκολα Πάσιτς νυμφεύτηκε την Τζούρτζινα Ντούκοβιτς, κόρη πλούσιου Σέρβου εμπόρου σιταριού από την Τεργέστη. Είχαν παντρευτεί στη ρωσική εκκλησία της Φλωρεντίας για να αποφύγουν τη συγκέντρωση της πολυπληθούς Σερβικής παροικίας της Τεργέστη και απέκτησαν τρία παιδιά: τον Ραντομίρ-Ράντε και τις κόρες Ντάρα και Πάβα. Ο Ραντομίρ-Ράντε απέκτησ δύο γιους, τνο Βλάντισλαβ, αρχιτέκτονα (που πέθανε το 1980) και τον Νίκολα Β΄ (1918-2015), απόφοιτο της Νομικής του Πανεπιστήμιου της Οξφόρδης, που κατοικούσε στο Τορόντο του Καναδά, όπου ίδρυσε μια Σερβική Εθνική Ακαδημία.
Μια κεντρική πλατεία στο Βελιγράδι φέρει το όνομά του (Σερβικά: Трг Николе Пашижа / Trg Nikole Pašića). Κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος, η πλατεία πήρε το όνομά των Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς. Το ύψους 4,2 μέτρων χάλκινο άγαλμα του Πάσιτς ανεγέρθηκε στην πλατεία, μπροστά από το κτίριο της εθνοσυνέλευσης. Συμπεριλαμβάνεται στους 100 σημαντικότερους Σέρβους, που έχουν επιλεγεί από τη Σερβική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.