![cover image](https://wikiwandv2-19431.kxcdn.com/_next/image?url=https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/1/12/Loperamide.svg/langel-640px-Loperamide.svg.png&w=640&q=50)
Λοπεραμίδη
χημική ένωση / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η λοπεραμίδη, που πωλείται με την επωνυμία Imodium μεταξύ άλλων,[1] είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της διάρροιας.[2] Χρησιμοποιείται συχνά για το σκοπό αυτό σε φλεγμονώδη νόσο του εντέρου και σύνδρομο βραχέος εντέρου.[2] Δεν συνιστάται για όσους έχουν αίμα στα κόπρανα, βλέννα στα κόπρανα ή πυρετούς.[2] Το φάρμακο λαμβάνεται από το στόμα.
![]() | |
![]() | |
Ονομασία IUPAC | |
---|---|
4-[4-(4-Chlorophenyl)-4-hydroxypiperidin-1-yl]-N,N-dimethyl-2,2-diphenylbutanamide | |
Κλινικά δεδομένα | |
Εμπορικές ονομασίες | Imodium, άλλες[1] |
AHFS/Drugs.com | monograph |
MedlinePlus | a682280 |
Δεδομένα άδειας |
|
Κατηγορία ασφαλείας κύησης |
|
Οδοί χορήγησης | Από το στόμα |
Κυκλοφορία | |
Κυκλοφορία |
|
Φαρμακοκινητική | |
Βιοδιαθεσιμότητα | 0.3% |
Πρωτεϊνική σύνδεση | 97% |
Μεταβολισμός | Ήπαρ (εκτενής) |
Βιολογικός χρόνος ημιζωής | 9–14 ώρες[2] |
Απέκκριση | Κόπρανα (30–40%), ούρα (1%) |
Κωδικοί | |
Αριθμός CAS | 53179-11-6 ![]() |
Κωδικός ATC | A07DA03 A07DA05 (οξείδιο) |
PubChem | CID 3955 |
IUPHAR/BPS | 7215 |
DrugBank | DB00836 ![]() |
ChemSpider | 3818 ![]() |
UNII | 6X9OC3H4II ![]() |
KEGG | D08144 ![]() |
ChEBI | CHEBI:6532 ![]() |
ChEMBL | CHEMBL841 ![]() |
Συνώνυμα | R-18553 |
Χημικά στοιχεία | |
Χημικός τύπος | C29H33ClN2O2 |
Μοριακή μάζα | 477,05 g·mol−1 |
ClC1=CC=C(C2(CCN(CC2)CCC(C3=CC=CC=C3)(C(N(C)C)=O)C4=CC=CC=C4)O)C=C1 | |
InChI=1S/C29H33ClN2O2/c1-31(2)27(33)29(24-9-5-3-6-10-24,25-11-7-4-8-12-25)19-22-32-20-17-28(34,18-21-32)23-13-15-26(30)16-14-23/h3-16,34H,17-22H2,1-2H3 ![]() Key:RDOIQAHITMMDAJ-UHFFFAOYSA-N ![]() | |
(verify) |
Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα, υπνηλία, έμετο και ξηροστομία.[2] Μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο τοξικού μεγάκολου. Η ασφάλεια της λοπεραμίδης κατά την εγκυμοσύνη είναι ασαφής, αλλά δεν έχουν βρεθεί ενδείξεις βλάβης.[3] Φαίνεται να είναι ασφαλής στο θηλασμό.[4] Είναι ένα οπιοειδές χωρίς σημαντική απορρόφηση από το έντερο και δεν διασχίζει το αιματοεγκεφαλικό φραγμό όταν χρησιμοποιείται σε κανονικές δόσεις.[5] Λειτουργεί επιβραδύνοντας τις συστολές του εντέρου.[2]
Η λοπεραμίδη παρασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1969 και χρησιμοποιήθηκε ιατρικά το 1976.[6] Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των βασικών φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας[7] Η λοπεραμίδη διατίθεται ως γενόσημο φάρμακο.[2][8] Το 2017, ήταν το 351ο πιο συχνά συνταγογραφούμενο φάρμακο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με περισσότερες από 700 χιλιάδες συνταγές.[9]