Τσέχος συνθέτης From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Λέος Γιάνατσεκ (Leoš Janáček, 3 Ιουλίου 1854 – 12 Αυγούστου 1928) ήταν Τσέχος συνθέτης, θεωρητικός της μουσικής, λαογράφος και δάσκαλος. Εμπνεύστηκε από τη μοραβική και σλαβική παραδοσιακή μουσική και δημιούργησε ένα νέο πρωτότυπο και σύγχρονο μουσικό ρυθμό.[13] Μέχρι το 1895, αφιερώθηκε στην λαογραφική έρευνα και τα πρώτα του μουσικά έργα ήταν επηρεασμένα από σύγχρονούς του συνθέτες όπως ο Αντονίν Ντβόρζακ.[13] Τα επόμενα, πιο ώριμα έργα του, ενσωματώνουν τις προηγούμενες μελέτες του στην παραδοσιακή μουσική, με αποτέλεσμα τη δημιουργία πρωτότυπης σύνθεσης, η οποία γίνεται πρώτη φορά αντιληπτή στην όπερα Γιένουφα, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1904 στο Μπρνο.[14] Η επιτυχία της Γένουφα στη Πράγα το 1916 έδωσε τον Γιάνατσεκ πρόσβαση στις μεγαλύτερες σκηνές όπερας ανά την υφήλιο.[15][16] Η ύστερη δουλειά του Γιάνατσεκ είναι η πιο αναγνωρισμένη. Αυτή περιλαμβάνει τις όπερες Κάτια Καμπάνοβα, Sinfonietta, Η πονηρή αλεπουδίτσα, γλαγολιτική λειτουργία, Υπόθεση Μακρόπουλος κ.ά. Μαζί με τον Αντονίν Ντβόρζακ και τον Μπέντριχ Σμέτανα, θεωρείται από τους σημαντικότερους Τσέχους συνθέτες.[13][17]
Ο Λέος Γιάνατσεκ, γιος του δασκάλου Γίρι (1815-1866) και της Αμαλί (γένος Γκρουλίτσοβα) Γιανάτσοβα (1819-1884), γεννήθηκε στο Χούκβαλντι, Μοραβία (τότε ανήκε στην Αυστριακή Αυτοκρατορία).[18] Ήταν ταλαντούχο παιδί σε οικογένεια με περιορισμένα μέσα, και έδειξε νωρίς το ταλέντο του στη μουσική, τραγουδώντας στη χορωδία. Ο πατέρας του ήθελε να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση και να γίνει δάσκαλος, αλλά δεν παρέβλεψε τις μουσικές δυνατότητες του Γιάνατσεκ. Το 1865, ο νεαρός Γιάνατσεκ γράφηκε ως προστατευόμενος στο Αβαείο του Αγίου Θωμά στου Μπρνο, όπου συμμετείχε στη χορωδία του Πάβελ Κριζκόβσκι και περιστασιακά έπαιζε εκκλησιαστικό όργανο.[19] Ένας από τους συμμαθητές του, ο Φράντισεκ Νόιμαν, περιέγραψε αργότερα τον Γιάνατσεκ ως εξαιρετικό πιανίστα, ο οποίος έπαιζε τέλεια τις συμφωνίες του Μπετόβεν σε ντουέτο με συμμαθητή, υπό την επίβλεψη του Κριζκόφσκι.[20] Ο Κριζκόφσκι τον θεώρησε δύστροπο ως μαθητή, αλλά συνέστησε την είσοδό του στην Σχολή Οργάνων της Πράγας.[21] Ο Γιάνατσεκ αργότερα θυμόταν τον Κριζκόφσκι ως σπουδαίο δάσκαλο.
Ο Γιάνατσεκ αρχικά σκόπευε να μελετήσει το πιάνο και το εκκλησιαστικό όργανο, αλλά τελικά επέλεξε να αφιερωθεί στις συνθέσεις. Έγραψε τις πρώτες του φωνητικές συνθέσεις ενώ ήταν χοράρχης στο Σύνδεσμο Σβάτοπλουκ Αρτίσαν (1873-76).[22] Το 1874, γράφηκε στη Σχολή Οργάνων της Πράγας, υπό τον Φράντισεκ Σκουχέρσκι και Φράντισεκ Μπλάζεκ.[23] Οι φοιτητικές του μέρες στη Πράγα ήταν σε κατάσταση φτώχειας. Χωρίς πιάνο στην αίθουσά του, αναγκάστηκε να χρησιμοποιεί ένα πληκτρολόγιο που είχε ζωγραφίσει στο γραφείο του.[24] Η κριτική του στην παράσταση του Σκουχέρσκι για τη γρηγοριανή λειτουργία δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 1875 στην εφημερίδα Cecilie οδήγησε στην αποβολή του από τη σχολή, όμως ο Σκουχέρσκι υποχώρησε και τις 24 Ιουλίου 1875, ο Γιάνατσεκ αποφοίτησε με το καλύτερο βαθμό στην τάξη του.[25] Επιστρέφοντας στο Μπρνο, έβγαζε τα προς το ζην ως δάσκαλος μουσικός, ενώ διεύθυνε και διάφορες ερασιτεχνικές χορωδίες. Από το 1876, δίδασκε στο Ινστιτούτο Δασκάλων του Μπρνο. Ανάμεσα στους μαθητές του ήταν η Ζντένκα Σχούλζονα, κόρη του Εμίλιαν Σουλτς, διευθυντή του ινστιτούτου. Αργότερα παντρεύτηκε το Γιάνατσεκ.[23] Το 1876 επίσης, έγινε μαθητής της Αμαλί Βικενχαουσέροβα-Νερούντοβα, με την οποία συνδιοργάνωσε και συμμετείχε σε συναυλίες για τα επόμενα δύο χρόνια. Το 1876, ψηφίστηκε χοράρχης της φιλαρμονικής εταιρείας Μπεσέντα μπρνένσκα. Πέρα από μια διακοπή την περίοδο 1879-1881, παρέμεινε χοραργός και συνθέτης μέχρι το 1888.[26]
Από τον Οκτώβρη του 1879 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1880 μελέτησε πιάνο, εκκλησιαστικό όργανο και σύνθεση στο ωδείο της Λειψίας. Εκεί συνέθεσε το Thema con variazioni για πιάνο.[27][28] Δυσαρεστημένος με τους καθηγητές του, και ενώ δεν έγινε δεκτός στο Καμίλ Σαιν-Σαέν στο Παρίσι, ο Γιάνατσεκ μετακόμισε στο ωδείο της Βιέννης, όπου σπούδασε σύνθεση με τον Φραντς Κρεν[29] από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 1880. Έκρυψε την αντίθεσή του με τον νεορομαντισμό του Κρεν, αλλά παραιτήθηκε από τα μαθήματα το Γιόζεφ Νταχ και περισσότερα μαθήματα πιάνου, όταν δέχθηκε κριτική για τον τρόπο παιξίματος και το στυλ του.[30] Κατέθεσε μια σονάτα για βιολί (τώρα έχει χαθεί) σε διαγωνισμό του ωδείου της Βιέννης, αλλά οι κριτές την απέρριψαν ως πολύ ακαδημαϊκή.[31] Έφυγε από το ωδείο δυσαρεστημένος παρά τη θετική αναφορά από τον Φραντς Κρεν.[32] Επέστρεψε στο Μπρνο,[33] όπου στις 13 Ιουλίου 1881 παντρεύτηκε τη μαθήτριά του Ζντένκα Σούλτσοβα.[19]
Το 1881, ο Γιάνατσεκ διορίστηκε διευθυντής στο σχολείο εκκλησιαστικό οργάνου και κατείχε τη θέση μέχρι το 1919, όταν το σχολειό έγινε το Ωδείο του Μπρνο.[19] Στα μέσα της δεκαετίας του 1880, ο Γιάνατσεκ άρχισε να συνθέτει πιο συστηματικά. Ανάμεσα σε αυτά τα έργα βρίσκεται το έργο τέσσερις χορωδίες αντρών (1886), αφιερωμένο στον Αντονίν Ντβόρζακ, και η πρώτη του όπερα, Σάρκα (1887-88).[34] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, άρχισε να συλλέγει και μελετά παραδοσιακή μουσική, τραγούδια και χορούς. Στις αρχές του 1887 δημοσίευσε αιχμηρή κριτική στην κωμική όπερα του Κάρελ Κοβάροβιτς.[35] Η κριτική οδήγησε σε αμοιβαία αντιπάθεια και αργότερα επαγγελματικές δυσκολίες, όταν ο Κοβάροβιτς ήταν διευθυντής στο Εθνικό Θέατρο της Πράγας και αρνήθηκε να ανεβάσει την όπερα του Γιάνατσεκ Γιένουφα.[36][37]
Από τις αρχές του 1890, ο Γιάνατσεκ ηγείτο τη λαογραφική δραστηριότητα στη Μοραβία και στη Σιλεσία. Τα περισσότερο από τα κατορθώματα σε αυτό το πεδίο δημοσιεύθηκε το 1899-1901, αν και το ενδιαφέρον του στη λαογραφία υπήρχε μέχρι το τέλος της ζωής του.[38] Οι συνθέσεις του συνέχισαν να επηρεάζονται από το δραματικό ύφος του Σμετάνα και του Ντβόρζακ. Εξέφρασε αρνητικές απόψεις για τον γερμανικό νεοκλασικισμό και ιδιαίτερα για τον Ρίχαρντ Βάγκνερ.[39]
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, ο Γιάνατσεκ συνέθεσε χορωδιακή εκκλησιαστική μουσική, συμπεριλαμβανομένων των Otčenáš (Πατέρα μας, 1901) και Άβε Μαρία (1904). Το 1901 δημοσίευσε το πρώτο τμήμα του έργου Σε ένα χορταριασμένο μονοπάτι για πιάνο, το οποίο έγινε σταδιακά ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του.[40] Το 1902, ο Γιάνατσεκ επισκέφτηκε τη Ρωσία δύο φορές. Στο πρώτο ταξίδι, πήγε την κόρη του Όλγα στην Αγία Πετρούπολη, όπου έμεινε για να μάθει ρωσικά και τρεις μήνες αργότερα επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, επειδή η Όλγα ήταν πολύ άρρωστη. Την έφεραν πίσω στο Μπρνο, αλλά η κατάστασή της χειροτέρευε. Ο Γιάνατσεκ εξέφρασε τα συναισθήματά του σε ένα νέο έργο του, την όπερα Γιένουφα, όπου τα βάσανα της κόρη του έγιναν τα πάθη της Γιένουφα.[41] Η όπερα ανέβηκε στο Μπρνο ρο 1904, με αρκετή επιτυχία, αλλά ο Γιάνατσεκ θεώρησε ότι ήταν μόνο μια τοπική επιτυχία. Έψαξε την αναγνώριση στην πιο σημαντική όπερα της Πράγας, αλλά αρνήθηκαν να την ανεβάσουν (πέρασαν δώδεκα χρόνια πριν την πρώτη παράσταση στη Πράγα).[42] Αποθαρρυμένος και συναισθηματικά εξαντλημένος, ο Γιάνατσεκ πήγε στο σπα Λουχατσόβιτσε για να αναρρώσει. Εκείνη συνάντησε την Καμίλα Ουρβάλκοβα, με την ιστορία αγάπης τους να αποτελεί έμπνευση για την επόμενη όπερα, το Πεπρωμένο (Osud).
Το 1905 συμμετείχε σε διαδήλωση για την υποστήριξη του τσεχικού πανεπιστημίου στο Μπρνο, όπου ο βίαιος θάνατος του Φράντισεκ Πάβλικ, ενός διαδηλωτή, στα χέρια των αστυνομικών, αποτέλεσε έμπνευση για τη σονάτα για πιάνο 1. X. 1905.[43] Το περιστατικό τον οδήγησε να προωθήσει ακόμη περισσότερο το αντιγερμανικό και αντιαυστριακό ήθος του ρωσικού κύκλου, τον οποίο είχε συνιδρύσει το 1897[44] και τελικά θα κηρυσσόταν παράνομος από την αυστριακή αστυνομία το 1915.[45] Το 1906 προσέγγισε τον Τσέχο ποιητή Πετρ Μπέζρουτς, με τον οποίο αργότερα συνεργάστηκε, συνέθεσε αρκετά χορωδιακά έργα βασισμένος στα ποιήματά του. Η ζωή του Γιάνατσεκ την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα περιλάμβανε προσωπικές και επαγγελματικές δυσκολίες. Εξακολουθούσε να αναζητά αναγνώριση στην Πράγα.[46] Κατέστρεψε κάποια από τα έργα και άλλα παρέμεινα ημιτελή. Όμως, συνέχισε να συνθέτει και δημιούργησε αρκετά αξιοσημείωτα χορωδιακά και συμφωνικά έργα από τα οποία ξεχωρίζουν στα έργα Cantata Věčné evangelium (1914), Pohádka (παραμύθι, 1910) για τσέλο και πιάνο και το έργο στην ομίχλη (1912) για πιάνο. Η πέμπτη του όπερα, Výlet pana Broučka do měsíce, την οποία συνέθεσε από το 1908 μέχρι το 1917, έχει χαρακτηριστεί ως η πιο αμιγώς τσεχική σε θεματολογία και διαχείριση από τις όπερες του Γιάνατσεκ.[47]
Το 1916 άρχισε η μακροχρόνια επαγγελματικά και προσωπική σχέση με τον κριτικό θεάτρου, δραματουργό και μεταφραστή Μαξ Μπροντ.[48][49] Την ίδια χρονιά, η Γιένουφα, όπως την είχε ενορχηστρώσει ο Κοβάροβιτς, έγινε τελικά δεκτή στο εθνικό θέατρο. Οι παραστάσεις στην Πράγα το 1916 σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, και ο Γιάνατσεκ για πρώτη φορά έγινε αναγνωρίσιμος, σε ηλικία 62 ετών. Μετά την πρεμιέρα στη Πράγα, είχε σχέση με τη τραγουδίστρια Γκαμπριέλα Χορβάτοβα, με αποτέλεσμα η γυναίκα του να επιχειρήσει να αυτοκτονήσει και τελικά οι δύο τους να πάρουν άτυπο διαζύγιο.[41][50] Το 1917 γνώρισε την Καμίλα Στόσλοβα, μια παντρεμένη γυναίκα 38 χρόνια νεώτερή του, η οποία αποτέλεσε έμπνευση για αυτόν για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Άρχισαν να αλληλογραφούν μεταξύ τους.[51] Από το 1917 μέχρι το 1919, συνέθεσε το ημερολόγιο αυτού που εξαφανίστηκε. Όταν ολοκλήρωσε την τελική της εκδοχή, άρχισε το επόμενο έργο του, την όπερα Κάτια Καμπάνοβα.
Το 1920, ο Γιάνατσεκ συνταξιοδοτήθηκε από διευθυντής του ωδείου του Μπρνο, αλλά συνέχισε να διδάσκει μέχρι το 1925.[52] Το 1921 παρακολούθησε μια διάλεξη του Ινδού φιλοσόφου και ποιητή Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και χρησιμοποίησε ένα ποίημα του Ταγκόρ ως βάση για τη χορωδία ο περιπλανώμενος τρελός (1922). Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο Γιάνατσεκ ολοκλήρωσε την όπερά του Η πονηρή αλεπουδίτσα, έμπνευση για την οποία ήταν μια νουβέλα η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Lidové noviny.
Στα 70-στά γενέθλια του Γιάνατσεκ (1924), δημοσιεύθηκε η βιογραφία του από τον Μαξ Μπροντ και έδωσε συνέντευξη στους New York Times..[51] Μετά το 1925 συνέχισε να συνθέτει και του απονεμήθηκε το πρώτο τιμητικό διδακτορικό από το πανεπιστήμιο Μασαρίκ στο Μπρνο. Την άνοιξη του 1926 συνέθεσε την όπερα Sinfonietta, ένα μνημειώδες ορχηστρικό έργο, το οποίο γνώρισε γρήγορα αναγνώρισε από τους κριτικούς. Τον ίδιο χρόνο πήγε στην Αγγλία, μετά από πρόσκληση της Ρόζα Νιουμαρτς. Κάποια από τα έργα του ανέβηκαν στο Λονδίνο.[53] Λίγο αργότερα άρχισε να συνθέτει το σκηνικό ενός κειμένου στη παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα. Το αποτέλεσμα ήταν το μεγάλης κλίμακας ορχηστρικό έργο γλαγολιτική λειτουργία. Ο Γιάνατσεκ ήταν άθεος και επικριτικός στην οργανωμένη θρησκεία, αλλά τα θέματά του είχαν συχνά θρησκευτικό χαρακτήρα.[54]
Το 1927, τη χρόνια που η Σινφονιέτα ανέβηκε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, το Βερολίνο και το Μπρνο, άρχισε να συνθέτει την τελευταία του όπερα, από το σπίτι των νεκρών, η τρίτη πράξη της οποία βρέθηκε στο γραφείο του όταν πέθανε. Το 1928, η Σινφονιέτα ανέβηκε σε Λονδίνο, Βιέννη και Δρέσδη. Το 1927 έγινε μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Τεχνών στο Βερολίνο, μαζί με τους Άρνολντ Σένμπεργκ και Πάουλ Χίντεμιτ.[55][56] Οι όπερες και τα άλλα έργα του άρχισαν να παρουσιάζονται σε όλο τον κόσμο. Το 1928 πήγε εκδρομή στο Στράμπεργκ με την Καμίλα Στόρσλοβα και το γιοτ της Όττο, αλλά αρρώστησε με πνευμονία και πέθανε σε σανατόριο στην Όστραβα τις 12 Αυγούστου 1928. Η κηδεία του ήταν δημόσια και περιλάμβανε μουσική από την τελευταία σκηνή της «πονηρής αλεπουδίτσας», και τάφηκε στο κεντρικό κοιμητήριο του Μπρνο.[57]
Το 1874, ο Γιάνατσεκ έγινε φίλος με τον Αντονίν Ντβόρζακ, και άρχισε να συνθέτει με σχετικά παραδοσιακό ρομαντικό στιλ. Μετά την όπερα Σάρκα (1887-1888), άρχισε να εντάσσει στα έργα του μοραβική και σλοβακική λαϊκή μουσική. Η ένταξη του φυσιολογικού τσεχικού λόγου (μοραβική διάλεκτος) δημιούργησε τις πολύ ιδιαίτερες φωνητικές μελωδίες στην όπερα Γιένουφα (1904), της οποία η επιτυχία ήταν το σημείο καμπής της καριέρας του. Στη Γιένουφα, ο Γιάνατσεκ ανέπτυξε και εφάρμοσε στην ιδέα των μελωδικών ομιλιών, ώστε να δημιουργήσει μοναδικό μουσικό και δραματικό στιλ το οποίο ήταν ανεξάρτητο από τη βαγκνερική δραματική μέθοδο. Μελέτησε τις περιστάσεις όπου οι μελωδικές ομιλίες άλλαζαν, τη ψυχολογία και το ταμπεραμέντο των ομιλητών και τη συνοχή μέσα στο λόγο, τα οποία όλα βοήθησαν να αποδώσει τους δραματικά αληθινούς ρόλους στις ώριμες όπερές του, και έγινε το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο των έργων του.[58] Ο Γιάνατσεκ χρησιμοποίησε αυτές τις αρχές πολύ περισσότερο από ο Μοντέστ Μουσόργκσκι, και έτσι προμηνύει τα ύστερα έργα του Μπέλα Μπάρτοκ.[59] Η βάση των ώριμων έργων του προέρχεται από την περίοδο 1904-1918, αλλά ο Γιάνατσεκ συνέθεσε τα περισσότερα, και πιο γνωστά, έργα του στην τελευταία δεκαετία της ζωής του.[56] Τα περισσότερα έργα του Γιάνατσεκ χαρακτηρίζονται από την πρωτοτυπία και μοναδικότητά τους. Χρησιμοποιεί εκτεταμένη άποψη της τονικότητας, χρησιμοποιεί ανορθόδοξα διαστήματα χορδών και δομές και συχνά τυπικότητα. Επίσης, χρησιμοποιεί συνοδά μοτίβα και μορφές τα οποία αποκαλούσε στσάσοβσκα στο θεωρητικό έργο του.[59] Η χρήση επαναλαμβανόμενων μοτίβων προσομοιάζει ελαφρώς τους μινιμαλιστές συνθέτες.[60]
Το προσωπικό στυλ του Γιάνατσεκ προέρχεται από διάφορες πηγές. Ο Γιάνατσεκ επηρεάστηκε βαθύτατα από τα παραδοσιακά τραγούδια, και πιο συγκεκριμένα την παραδοσιακή μουσική της Μοραβίας, αλλά όχι από την κυριαρχούσα εξιδανικευμένη ρομαντική παραδοσιακή εκδοχή. Είχε ρεαλιστική, περιγραφική και αναλυτική προσέγγιση στο υλικό.[61] Τα μοραβικά παραδοσιακά τραγούδια, σε σχέση με τα αντίστοιχα βοημικά, ήταν πολύ πιο ελεύθερα και ακανόνιστα όσον αφορά το μέτρο και τη ρυθμική δομή, και με πιο ποικίλα μελωδικά διαστήματα.[62] Ο Γιάνατσεκ συνέθεσε πρωτότυπα συνοδά κομμάτια για πιάνο για περισσότερα από 150 παραδοσιακά τραγούδια,[63] με σεβασμό στην αρχική λειτουργία και το γενικό πλαίσιο, και χρησιμοποίησε την έμπνευση από τα παραδοσιακά τραγούδια στα δικά του έργα, και ιδιαίτερα στις ώριμες συνθέσεις του. Η δουλειά του δεν ήταν μιμητική, αλλά ανέπτυξε τη δικιά του νέα πρωτότυπη μουσική αισθητική, βασισμένη στη μελέτη των αρχών της παραδοσιακής μουσικής.[61]
Η βαθιά και μακροχρόνια συμπάθεια για τη Ρωσία και τον ρωσικό πολιτισμό ήταν άλλο ένα σημαντικό στοιχείο μουσικής έμπνευσης.[64] Το 1888, παρακολούθησε στη Πράγα παράσταση μουσικής του Τσαϊκόφσκι και συνάντησε γηραιότερους συνθέτες. Ο Γιάνατσεκ θαύμασε τον Τσαϊκόφσκι, και συγκεκριμένα την ιδιαίτερα ανεπτυγμένη μουσική σκέψη σε σύνδεση με τη χρήση ρωσικών παραδοσιακών μοτίβων.[65] Η ρωσική επιρροή στον Γιάνατσεκ είναι ιδιαίτερα εμφανής στα ύστερα συμφωνικά έργα και τις όπερες.[64] Παρακολουθούσε στενά στις εξελίξεις στη ρωσική μουσική από τα πρώτου χρόνια, και το 1896, μετά την πρώτη του επίσκεψη στη Ρωσία, ίδρυσε ένα ρωσικό κύκλο στο Μπρνο. Επίσης, διάβασε τους Ρώσους συγγραφείς στα ρωσικά. Η ρωσική λογοτεχνία αποτέλεσε μια τεράστια και αξιόπιστη πηγή έμπνευσης για τον Γιάνατσεκ, αν και είχε επίγνωση των προβλημάτων της ρωσικής κοινωνίας.[64] Έγραψε το πρώτο του έργο βασισμένο σε ρωσικό σε ηλικία 22 ετών, ένα μελόδραμα, το Θάνατο, βασισμένο σε ποίημα του Μιχαήλ Λέρμοντοφ. Η ραψωδία Τάρας Μπούλμπα (1918) αναφέρεται στη σύντομη ιστορία του Νικολάι Γκόγκολ. Δύο από τις τελευταίες του όπερες ήταν βασισμένες σε ρωσικά θέματα, η Κάτια Καμπάνοβα (1921) και το τελευταίο έργο του, από το σπίτι των νεκρών, όπου μετέτρεψε το όραμα του Ντοστογιέφσκι για τον κόσμο σε δράμα.[66]
Ο Γιάνατσεκ επίσης θαύμαζε τον Αντονίν Ντβόρζακ, στον οποίο αφιέρωσε κάποια από τα έργα του. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Γιάνατσεκ άρχισε να ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο με τη μουσική άλλων Ευρωπαίων συνθετών. Η όπερα Πεπρωμένο ήταν απάντησε σε ένα άλλο έργο γνωστό στη Βοημία, το Λουίζ του Γάλλου συνθέτη Γκυστάβ Σαρπαντιέ.[67] Η επιρροή του Τζάκομο Πουτσίνι είναι εμφανές στα ύστερα έργα του Γιάνατσεκ, όπως για παράδειγμα στην όπερα Κάτια Καμπάνοβα. Αν και παρακολουθούσε προσεκτικά τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή μουσική, οι όπερές του είχαν τσεχικά και σλαβικά θέματα.[68]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.