Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη 1990 (Απρίλιος 1990 - Οκτώβριος 1993) ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας μετά την νίκη του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, στις βουλευτικές εκλογές της 8ης Απριλίου 1990. Η Ν.Δ. αν και πρώτευσε στις εκλογές, δεν κατόρθωσε να πάρει την αυτοδυναμία, αφού εξέλεξε μόνο 150 βουλευτές. Ο Μητσοτάκης ήρθε σε συμφωνία με τον πρόεδρο της ΔΗ.ΑΝΑ., Κωστή Στεφανόπουλο, ώστε ο εκλεγμένος βουλευτής του, Θεόδωρος Κατσίκης, να στηρίξει την κυβέρνηση, η οποία πλέον είχε 151 βουλευτές.[3] Η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στηριζόμενη στην ΚΟ της ΝΔ, στον Κατσίκη της ΔΗ.ΑΝΑ. και στον Σαδίκ Αχμέτ, μουσουλμάνο της Θράκης που πολιτευόταν ως Τούρκος.[4]
Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία | |
Ημερομηνία σχηματισμού | 11 Απριλίου 1990 |
---|---|
Ημερομηνία διάλυσης | 12 Οκτωβρίου 1993 |
Πρόσωπα και δομές | |
Αρχηγός Κράτους | Χρήστος Σαρτζετάκης (έως 5 Μαΐου 1990) Κωνσταντίνος Καραμανλής (από 5 Μαΐου 1990) |
Πρόεδρος Κυβέρνησης | Κωνσταντίνος Μητσοτάκης |
Αντιπρόεδρος Κυβέρνησης | Τζαννής Τζαννετάκης - Αθανάσιος Κανελλόπουλος (έως 21 Φεβρουαρίου 1992) |
Συνολικός αριθμός Μελών | 77 |
Συμμετέχοντα κόμματα | Νέα Δημοκρατία Δημοκρατική Ανανέωση (ως τον Ιούλιο του 1990) |
Κατάσταση στο νομοθετικό σώμα | Κυβέρνηση συνεργασίας υπό την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας 151 / 300 (50%) |
Αξιωματική Αντιπολίτευση | Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα |
Αρχηγός Αξιωματικής Αντιπολίτευσης | Ανδρέας Παπανδρέου |
Ιστορία | |
Εκλογές | Ελληνικές βουλευτικές εκλογές 1990 |
Θητεία νομοθετικού σώματος | 21 Απριλίου 1990 - 11 Σεπτεμβρίου 1993 (Ζ΄ κοινοβουλευτική περίοδος)[1] |
Προϋπολογισμοί | 1991: έσοδα: 6.470.000.000.000 - έξοδα: 6.470.000.000.000[2] |
Προηγούμενη | Οικουμενική κυβέρνηση Ξενοφώντα Ζολώτα 1989 |
Διάδοχη | Κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου 1993 |
Η κυβέρνηση αντιμετώπισε σε όλη σχεδόν την διάρκεια της θητείας της εσωκομματική αντίδραση, άλλοτε συγκαλυμμένη (Μιλτιάδης Έβερτ) [5] και άλλοτε απροκάλυπτη (Αντώνης Σαμαράς), που οδήγησε στην αποπομπή του Σαμαρά από την κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1992. Μετά την παραίτησή του, ο Αντώνης Σαμαράς ίδρυσε, στις 30 Ιουνίου 1993, πολιτικό σχήμα με την ονομασία «Πολιτική Άνοιξη» και το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους προέτρεψε τους προσκείμενους σε αυτόν βουλευτές της ΝΔ να ανεξαρτητοποιηθούν. Η δήλωση παραίτησης από την κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας του βουλευτή Κιλκίς, Γιώργου Συμπιλίδη, οδήγησε την κυβέρνηση στην απώλεια της εύθραυστης ούτως ή άλλως, πλειοψηφίας της.[6] Τον Σεπτέμβριο του 1993 η κυβέρνηση αναγκάστηκε να διεξάγει πρόωρες εκλογές στις 10 Οκτωβρίου.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 23/09/2020) |
Η Κυβέρνηση προχώρησε πάραυτα σε αλλαγή του εκλογικού νόμου και ψήφισε τον νόμο 1907/1990, ο οποίος εκτός των άλλων διαφορών εισήγαγε στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα για πρώτη φορά τη ρήτρα του 3% για την εκπροσώπηση κάποιου κόμματος στην Βουλή.
Χαρακτηριστικές στιγμές κοινωνικών και συνδικαλιστικών αντιδράσεων της περιόδου υπήρξαν οι καταλήψεις σε ΑΕΙ-ΤΕΙ. Το Νοέμβριο του 1990 (όταν υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ήταν ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος), εκδηλώθηκε κύμα μαθητικών καταλήψεων (ως αντίδραση για την τότε επιχειρούμενη από την κυβέρνηση μεταρρύθμιση στο χώρο της Παιδείας) που κράτησε τρεις μήνες, κατά την διάρκεια των οποίων δολοφονήθηκε ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας από τον Ιωάννη Καλαμπόκα, στέλεχος της ΟΝΝΕΔ Αχαΐας, ο οποίος και καταδικάστηκε σε δίκη που ακολούθησε.
Το 1992 η κυβέρνηση σύναψε συμφωνία με τον τέως Βασιλιά Κωνσταντίνο, η οποία κυρώθηκε με το νόμο 2086/1992 και προέβλεπε την απόδοση στο ελληνικό κράτος του μεγαλύτερου μέρους της, επικαλούμενης, «Βασιλικής Περιουσίας» και τη διατήρηση από το τέως μονάρχη των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου στην Αθήνα, του Μον Ρεπό στην Κέρκυρα και του κτήματος στο Πολυδένδρι. Το 1993 έλαβε χώρα η πρώτη επίσκεψη του τέως Βασιλιά στην Ελλάδα μετά το 1981, μια επίσκεψη που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης, καθώς και τη δυσφορία του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού εξαιτίας της πολιτικής χροιάς, που έλαβε.
Η κυβέρνηση πολιτεύτηκε μέσα στο διεθνές κλίμα της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Κατά την τριετία 1990-1993 στον τομέα της οικονομικής ιδιαίτερα πολιτικής προχώρησαν σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές προς την κατεύθυνση της μείωσης του κράτους. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρά την οριακή της πλειοψηφία (151 έδρες) και τις τεράστιες αντιδράσεις, τόσο της αντιπολίτευσης όσο και κάποιας αμφισβήτησης στο εσωτερικό του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας (Μιλτιάδης Έβερτ), ήταν η πρώτη ελληνική κυβέρνηση μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο, η οποία προχώρησε σε μέτρα περιορισμού της έκτασης και των παρεμβάσεων του κράτους. Συγκεκριμένα:
Προχώρησε η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και της κίνησης κεφαλαίων, η απελευθέρωση κατά μεγάλο μέρος της αγοράς των ενοικίων, η απελευθέρωση της εμπορίας καυσίμων, η κατάργηση των ελέγχων τιμών σε όλα τα αγαθά με εξαίρεση τα φάρμακα, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας με την εισαγωγή της μερικής απασχόλησης και της τέταρτης βάρδιας και η απελευθέρωση του ωραρίου των καταστημάτων.
Μειώθηκε ο αριθμός των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα από 484.000 το 1989 στις 458.000 το 1993, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος.
Παραχωρήθηκε στον ιδιωτικό τομέα η κινητή τηλεφωνία με διαγωνισμό από τον οποίο εισπράχθηκαν για δύο άδειες 328 εκ. δολλάρια. Πραγματοποιήθηκε ο διαγωνισμός για την κατασκευή με αυτοχρηματοδότηση του αεροδρομίου των Σπατών. Επίσης προωθήθηκε η αυτοχρηματοδότηση των βασικών οδικών αξόνων, με την πραγματοποίηση των διαγωνισμών για την Αττική Οδό (για την υλοποίηση της οποίας πραγματοποιήθηκαν απαλλοτριώσεις ύψους 50 δισ. δρχ.) και τη γέφυρα του Ρίου-Αντιρρίου. Την περίοδο εκείνη υπεγράφη και η σύμβαση για το μετρό της Αθήνας, το οποίο εκτελέστηκε ως δημόσιο έργο, ο έλεγχος όμως της κατασκευής του ανατέθηκε τότε -για πρώτη φορά- σε ιδιωτική εταιρία.
Πραγματοποιήθηκε η ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών της Αθήνας. Η απόφαση για ιδιωτικοποίηση των μέσων μεταφοράς της Αθήνας οδήγησε σε μεγάλες κινητοποιήσεις των εργαζομένων και των συνδικαλιστών φορέων. Ιδιωτικοποιήθηκαν ή εκκαθαρίστηκαν 66 προβληματικές επιχειρήσεις του ΟΑΕ (ΑΓΕΤ, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ.) και διευκολύνθηκε με απολύσεις προσωπικού η αποκρατικοποίηση των υπολοίπων που είχαν απομείνει (συνολικά μειώθηκε, από το 1989 μέχρι το 1993, το προσωπικό των επιχειρήσεων αυτών κατά 9000 εργαζομένους). Ιδιωτικοποιήθηκαν 15 από τις 69 επιχειρήσεις που ανήκαν σε κρατικές τράπεζες (όπως τα ναυπηγεία Ελευσίνος, η Τράπεζα Αθηνών κ.α.). Πραγματοποιήθηκε επιτυχώς η αποκρατικοποίηση μέσω εισαγωγής στο χρηματιστήριο της Βιομηχανίας Ζάχαρης, μεταβιβάστηκε το management της ΕΑΒ (στην Lockheed Martin) και ιδιωτικοποιήθηκε η Olympic Catering. Έκλεισαν επίσης οι παρεμβατικές επιχειρήσεις του δημοσίου (ΠΡΟΜΕΤ, ΙΤΚΟ κ.λπ.) και ανάλογες υπηρεσίες του στενότερου δημόσιου τομέα όπως η ΜΟΜΑ και η ΣΥΚΕΑ.[7]
Το καλοκαίρι του 1993 ψηφίστηκε νόμος που καταργούσε το κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και δημιουργήθηκε το θεσμικό πλαίσιο για τη δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα στη λειτουργία καζίνων και μαρίνων που ήταν ως τότε κρατικά μονοπώλια. Καταργήθηκε εν μέρει το μονοπώλιο τόσο της Ολυμπιακής Αεροπορίας στις εσωτερικές πτήσεις όσο και των ΕΛΤΑ.
Ετέθη σε εκκαθάριση η ΚΥΔΕΠ και προχώρησε η εξυγίανση των συνεταιρισμών με τον έλεγχο των οικονομικών τους και την ανάληψη από το κράτος των χρεών. Εξυγιάνθηκε επίσης, η αγορά των λιπασμάτων.
Επίσης, στο πλαίσιο της εξυγίανσης της οικονομίας προχώρησε η τομή στο ασφαλιστικό σύστημα με τρεις διαδοχικές παρεμβάσεις (1990, 1991, 1992).
Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη χαρακτηρίζεται ως μια μετριοπαθής προσπάθεια εφαρμογής μιας φιλελεύθερης πολιτικής.[8]
Στις 11 Ιουνίου 1991, στη Σύνοδο Κορυφής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που πραγματοποιήθηκε στο Μάαστριχτ, η Ελλάδα πέτυχε την είσοδό της στην Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση, έναν ευρωπαϊκό οργανισμό συνεργασίας για την άμυνα και την ασφάλεια, ενώ τέθηκαν οι βάσεις για την ενιαία νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της Ο.Ν.Ε. Παράλληλα, επετεύχθη η εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας – Η.Π.Α.. Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη υπέγραψε το 1990 την τελική συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα. Τον Ιούλιο του 1991 πραγματοποιήθηκε η πρώτη, μετά από 32 χρόνια, επίσημη επίσκεψη Αμερικανού Προέδρου, του Τζορτζ Μπους, στην Ελλάδα, ενώ τον Ιούνιο του 1990, είχε προηγηθεί η πρώτη, μετά από 27 χρόνια, επίσκεψη Έλληνα Πρωθυπουργού στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στην εξωτερική πολιτική, η θητεία αυτής της Κυβέρνησης συνέπεσε με την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και την αρχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Η Κυβέρνηση ανέλαβε διεθνείς πρωτοβουλίες, με κορυφαία τη Διάσκεψη της Βουλιαγμένης υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε., με σκοπό την αποτροπή της διάλυσης της ενιαίας ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας, πράγμα το οποίο όμως τελικά δεν αποφεύχθηκε. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας επέφερε την ανεξαρτητοποίηση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, το οποίο διεκδικούσε την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το λεγόμενο «Σκοπιανό» προκάλεσε τις συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το πρώτο εξάμηνο του 1992. Από πλευράς Ελληνικής Κυβέρνησης, αρχικά το θέμα χειρίστηκε ο υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς, τον οποίο απομάκρυνε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τον Απρίλιο του 1992, μετά τη δεύτερη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, αναλαμβάνοντας ο ίδιος το Υπουργείο των Εξωτερικών. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πέτυχε να πείσει την Ευρωπαϊκή Ένωση στη Σύνοδο της Λισαβόνας να υιοθετήσει πλήρως τις ελληνικές θέσεις. Οι Η.Π.Α. και η Ρωσία παρά την απόφαση της Συνόδου της Λισαβόνας επέμεναν στην εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, αρχή της οποίας ήταν η είσοδος των Σκοπίων στον Ο.Η.Ε. με το προσωρινό όνομα «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (Π.Γ.Δ.Μ - F.Y.R.O.M).[7]
Με τον νόμο 1943/1991 καταργήθηκαν οι θέσεις των Αναπληρωτών Υπουργών και μετονομάστηκε η θέση του Υπουργού χωρίς Χαρτοφυλάκιο σε Υπουργό Επικρατείας.[10]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.