Κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ως κατάληψη ή ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί (γερμανικά: Machtergreifung ή Machtübernahme) ονομάζεται η άνοδος στην εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ και του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (Ναζιστικό κόμμα) στις 30 Ιανουαρίου 1933 και η αμέσως ακόλουθη περίοδος. Το γεγονός σημάδεψε την κατάλυση του δημοκρατικού καθεστώτος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την σταδιακή εγκαθίδρυση ενός ολοκληρωτικού φασιστικού καθεστώτος, του επιλεγόμενου «Τρίτο Ράιχ».
Ύστερα από απανωτές εκλογές και λόγω της αδυναμίας να σχηματιστεί κυβέρνηση, στις 30 Ιανουαρίου 1933 ,ο Χίτλερ διορίστηκε από τον πρόεδρο του Ράιχ , Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και με την μεσολάβηση του πρώην πρωθυπουργού Φραντς φον Πάπεν ως αρχηγός (καγκελάριος) μιας κυβερνήσεως συνεργασίας μεταξύ του Ναζιστικού κόμματος και εθνικοσυντηρητικών δυνάμεων (του Γερμανικού Εθνικού Λαϊκού Κόμματος και της παραστρατιωτικής οργάνωσης «Στάλχελμ»), ενώ στο υπουργικό συμβούλιο εκτός από τον Χίτλερ υπήρχαν μόνο δυο άλλοι Ναζί, ο Βίλχελμ Φρικ ως υπουργός εσωτερικών και ο Χέρμαν Γκαίρινγκ ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. Ο φον Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος, ενώ τα περισσότερα χαρτοφυλάκια κατελήφθησαν από συντηρητικούς πολιτικούς ή μη πολιτικούς τεχνοκράτες.[1]
Ήδη από τις 4 Φεβρουαρίου, το «Διάταγμα για την ασφάλεια του Γερμανικού Λαού», περιόριζε την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της συνάθροισης, ενώ ο Βίλχελμ Φρικ αποκτούσε έκτακτες αρμοδιότητες. Μετά τον Εμπρησμό του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου, το «Διάταγμα για την προστασία του Λαού και του Κράτους» (ευρύτερα γνωστό ως «Διάταγμα περί του Εμπρησμού του Ράιχσταγκ») στις 28 Φεβρουαρίου αποτέλεσε σύμφωνα με τον πολιτειολόγο Έρνστ Φραίνκελ «την συντακτική πράξη του Τρίτου Ράιχ», καθώς περιόρισε τις διατάξεις του συντάγματος που εγγυόντουσαν θεμελιώδη πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα, την αυτονομία των γερμανικών κρατιδίων, το ταχυδρομικό απόρρητο, κ.ά., ανοίγοντας τον δρόμο στην «Ευθυγράμμιση» (Gleichschaltung) του κράτους και όλων των δημοσίων οργανώσεων με το καθεστώς.
Ενόψει των εκλογών της 5ης Μαρτίου, οι Ναζί εξαπέλυσαν κύμα διώξεων κατά των πολιτικών αντιπάλων τους ιδίως της Αριστεράς: το «Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας» τέθηκε πρακτικά εκτός νόμου, ενώ το άλλοτε πανίσχυρο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας περιθωριοποιήθηκε και πολλά στελέχη του συνελήφθησαν.
Παρά το κλίμα βίας και εκφοβισμού, και το μονοπώλιο της προπαγάνδας με όλα τα μέσα του κρατικού μηχανισμού στη διάθεσή τους, στις εκλογές οι Ναζί απέτυχαν να καταλάβουν την απόλυτη αυτοδυναμία, λαμβάνοντας το 43.9% των ψήφων, ενώ τα αντικαθεστωτικά κόμματα (Κομμουνιστές και Σοσιαλδημοκράτες) έλαβαν σχεδόν το 31% των ψήφων. Με την βοήθεια των άλλων δεξιών κομμάτων, και δια της ακύρωσης της εκλογής όλων των κομμουνιστών βουλευτών, οι Ναζί πέτυχαν να αποκτήσουν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών.
Στις 24 Μαρτίου 1933, το Ράιχσταγκ, με την ψήφο και του μετριοπαθούς κόμματος του Κέντρου, ουσιαστικά αυτοκαταργήθηκε με την υπερψήφιση της «Πράξης Εξουσιοδότησης» (Ermächtigungsgesetz) που παρέδιδε την νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση. [2]
Η διαδικασία εγκαθίδρυσης της μονοκρατορίας του ναζιστικού κόμματος, και του Χίτλερ προσωπικά, ολοκληρώθηκε στις 2 Αυγούστου 1934 με τον θάνατο του προέδρου του Ράιχ, στρατάρχη Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, οπότε ο Χίτλερ ανέλαβε και ως αρχηγός του κράτους ως «Φύρερ και Καγκελάριος του Ράιχ».