From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Kανίσκα Α΄ (Σανσκριτικά: कनिष्क Kaniṣka, Ελληνο-Βακτριανικά: Κανηϸκε Kaniške, Χαρόστι: 𐨐𐨞𐨁𐨮𐨿𐨐 Ka-ṇi-ṣka,[1] Βράχμι: Kā-ṇi -ṣka) ο Μέγας[2] ήταν ένας αυτοκράτορας των Κουσάν, υπό την βασιλεία του οποίου (π. 127 -150) η αυτοκρατορία έφτασε το ζενίθ της.[3] Είναι διάσημος για τα στρατιωτικά, πολιτικά και πνευματικά επιτεύγματά του. Ήταν απόγονος του Κουτζούλα Καδφίση, ιδρυτή της αυτοκρατορίας των Κουσάν. Ο Κανίσκα ήρθε να κυβερνήσει μια αυτοκρατορία που εκτείνεται από την Κεντρική Ασία και τη Γανδάρα μέχρι την Παταλιπούτρα στην πεδιάδα του Γάγγη. Η κύρια πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του ήταν η Πουρουσαπούρα (Πεσαβάρ) στη Γανδάρα, με μια άλλη σημαντική πρωτεύουσα στη Μαθούρα. Νομίσματα του Κανίσκα Α΄ βρέθηκαν στο Τριπούρι (σημερινό Τζαμπαλπούρ).[4]
Κανίσκα Α΄ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 78 Πεσαβάρ |
Θάνατος | 144 Πεσαβάρ |
Τόπος ταφής | Πεσαβάρ |
Χώρα πολιτογράφησης | Αυτοκρατορία των Κοσσανών |
Θρησκεία | Βουδισμός |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μονάρχης |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Supriya Vidyamati |
Τέκνα | Χουβίσκα |
Γονείς | Βήμα Καδφίσης |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | αυτοκράτορας (127–150, Αυτοκρατορία των Κοσσανών) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Αν και ποτέ δεν στράφηκε στη θρησκεία, οι κατακτήσεις και η προστασία του Βουδισμού έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του Δρόμου του Μεταξιού και στην μετάδοση του Βουδισμού Μαχαγιάνα από τη Γανδάρα μέσω της σειράς Καρακοράμ στην Κίνα. Περί το 127 μ.Χ., αντικατέστησε την Ελληνική με την Βακτριανή ως επίσημη γλώσσα διοίκησης στην αυτοκρατορία.[5]
Οι προηγούμενοι μελετητές πίστευαν ότι ο Κανίσκα Α΄ ανέβηκε στον θρόνο των Κουσάν το 78 μ.Χ., και ότι αυτή η ημερομηνία χρησιμοποιήθηκε ως η αρχή της χρονολόγησης της εποχής Σάκα. Ωστόσο, οι ιστορικοί δεν θεωρούν πλέον αυτή την ημερομηνία ως την ανάρρηση του Κανίσκα Α΄. Ο Φαλκ εκτιμά ότι ο Κανίσκα Α΄ ενθρονίστηκε το 127. [6]
Υπάρχουν δύο θεωρίες σχετικά με την καταγωγή του Κανίσκα Α΄, και οι δύο βασίζονται στην υπόθεση μιας ξεχωριστής δυναστείας Κανίσκα.[8] Το πρώτη του Στεν Κόνοβ είναι ότι ο Kανίσκα προέρχεται από το Χοτάν, αφού κλήθηκε ως σύμμαχος του έθνους κατά τη διάρκεια των προβλημάτων μετά την βασιλεία του Βήμα Καδφίση.[8] Ο Kόνοβ υποστηρίζει αυτή τη θεωρία αναφερόμενος σε μια Θιβετιανή παράδοση, ότι μια αποστολή των Χοτάν στην Ινδία περί το 120 διοικήθηκε από έναν βασιλιά Βιτζαγιακίρτι μαζί με έναν βασιλιά Kανίκα και τον βασιλιά του Γκουζάν.[9][10]
Η παρόμοια θεωρία του Ρόμαν Γκίρσμαν είναι ότι ο Κανίσκα Α΄ ήταν αρχικά βασιλιάς του Κασμίρ πριν γίνει κυρίαρχος της δυναστείας στο σύνολό της.[8] Ο ίδιος παραθέτει την παραπάνω επιγραφή Χαλάτσε, η οποία μπορεί να αναφέρεται στην εξουσία των Κουσάν, που φτάνει τη βορειοανατολική γωνία του Κασμίρ, καθώς και το χρονικό Ρατζαταρανγκίνι, στο οποίο η λίστα των βασιλέων Τουρούσκα του Κασμίρ έδωσε το όνομα του Kανίσκα ως το τρίτο σε μια σειρά, μαζί με τα ονόματα των Χούσκα και Γιούσκα.[8] Τέλος, η μαρτυρία της δραστηριότητας του Κανίσκα στο Κασμίρ υπέρ της βουδιστικής πίστης υποδηλώνει, ότι ευνοούσε την περιοχή περισσότερο από τις άλλες και ότι ίδρυσε το Πεσαβάρ ως πρωτεύουσά του για να είναι κοντά στο Κασμίρ.[8]
Ήταν εθνικότητας Γιουεζί και η μητρική του γλώσσα ήταν πιθανότατα τοχαρική.[11] Ο Κανίσκα Α΄ ήταν ο διάδοχος του Βήμα Καδφίση, όπως αποδεικνύεται από μια εντυπωσιακή γενεαλογία των βασιλέων των Κουσάν, γνωστή ως η επιγραφή Ραμπάτακ.[12][13] Η σύνδεση του Κανίσκα Α΄ με άλλους κυβερνήτες του Κουσάν περιγράφεται στην επιγραφή Ραμπάτακ, καθώς ο Κανίσκα Α΄ καταγράφει τους βασιλείς που κυβερνούσαν μέχρι την εποχή του: τον Κουτζούλα Καδφίση ως τον προπάππο του, τον Βήμα Τάκτο ως πάππο του, τον Βήμα Καδφίση ως πατέρα του και τον εαυτό του ως Κανίσκα: "για τον βασιλιά Κουτζούλα Καδφίση (τον) προπάππο, και για τον βασιλιά Βήμα Τάκτο (τον) πάππο, και για το βασιλιά Βήμα Καδφίση (τον) πατέρα του, και ακόμα και για τον εαυτό του, τον βασιλιά Κανίσκα". [14]
Η αυτοκρατορία του Κανίσκα Α΄ ήταν σίγουρα τεράστια. Εκτείνεται από το νότιο Ουζμπεκιστάν και το Τατζικιστάν, βόρεια του Αμού Ντάρια (Όξου) στη βορειοδυτική Ινδία, μέχρι τη Μαθούρα στη νοτιοανατολική Ινδία (η επιγραφή του Ραμπάτακ ισχυρίζεται ακόμη ότι κατέχει την Παταλιπούτρα και το Σρι Τσάμπα), και το έδαφός του περιλάμβανε επίσης το Κασμίρ, όπου υπήρχε μια πόλη Κανιχσκαπούρ (σύγχρονη Κανισπορά), που πήρε το όνομά του όχι μακριά από το πέρασμα Μπαραμούλα και που ακόμη περιέχει τη βάση μίας μεγάλης στούπα. [15] [16] Το βουδιστικό κείμενο Σρινταρμαπιτακανιντανασούτρα -γνωστό μέσω μιας κινεζικής μετάφρασης που έγινε το 472- αναφέρεται στην κατάκτηση της Παταλιπούτρα από τον Κανίσκα Α΄.[17]
Η γνώση της κυριαρχίας του στην Κεντρική Ασία είναι λιγότερο καλά τεκμηριωμένη. Το Χου Χανσού, αναφέρει ότι ο στρατηγός Μπαν Τσάo πολεμούσε κοντά στο Χοτάν με έναν στρατό των Κουσάν 70.000 ανδρών υπό την ηγεσία ενός άγνωστου από άλλες πηγές αντιβασιλιά των Κουσάν, ονόματι Σίε (κινεζικά: ) το 90. Ο Μπαν Τσάο ισχυρίστηκε ότι ήταν νικητής, αναγκάζοντας τους Κουσάν να αποσυρθούν, χρησιμοποιώντας μια πολιτική καμένης γης. Τα εδάφη του Κασγκάρ, του Χοτάν και του Γιαρκάντ ήταν Κινεζικές εξαρτήσεις στην λεκάνη Ταρίμ, το σύγχρονο Σιντζιάνγκ. Πολλά νομίσματα του Κανίσκα Α΄ έχουν βρεθεί στην λεκάνη Ταρίμ.[18]
Ο Κανίσκα Α΄ έχει πολεμήσει μια εισβολή από την αυτοκρατορία των Πάρθων στα τέλη της βασιλείας του.[19] Αυτός ο πόλεμος αποδεικνύεται σε μια μόνο πηγή, μια κινεζική μετάφραση ενός χαμένου αρχικού κειμένου στα σανσκριτικά, της Ιστορίας των Διαδόχων του Βούδα. [20]
Τα νομίσματα του Κανίσκα Α΄ απεικονίζουν εικόνες Ινδών, Ελλήνων, Ιρανών και ακόμη και Σουμεριο-Ελαμιτικών θεοτήτων, αποδεικνύοντας τον θρησκευτικό συνκριτισμό στις πεποιθήσεις του. Τα νομίσματα του Κανίσκα Α΄ από την αρχή της βασιλείας του φέρουν επιγραφές στην ελληνική γλώσσα και γραφή, και απεικονίζουν ελληνικές θεότητες. Τα μεταγενέστερα νομίσματα φέρουν επιγραφές στη Βακτριανική, την Ιρανική γλώσσα που προφανώς μιλούσαϷν οι Κουσάν, και οι ελληνικές θεότητες αντικαταστάθηκαν από τις αντίστοιχες ιρανικές. Όλα τα νομίσματα του Kανίσκα -ακόμη και εκείνα με επιγραφή σε βακτριανικά- γράφονταν με τροποποιημένη ελληνική γραφή, που είχε ένα επιπλέον γράμμα () που αντιπροσωπεύει το sh, όπως στην λέξη 'Kushan' και 'Kanishka'.
Στα νομίσματά του, ο βασιλιάς απεικονίζεται ως γενειοφόρος με μακρύ επανωφόρι και περισκελίδες που μαζεύονται στον αστράγαλο, με φλόγες να πηδούν από τους ώμους του. Φοράει μεγάλες στρογγυλές μπότες και είναι οπλισμένος με ένα μακρύ σπαθί, καθώς και ένα δόρυ. Συχνά φαίνεται να κάνει θυσία σε έναν μικρό βωμό. Το κάτω μισό ενός σε φυσικό μέγεθος αναγλύφου σε ασβεστόλιθο του Κανίσκα Α΄ -όπου είναι παρόμοια ντυμένος, με ένα κεντημένο ένδυμα κάτω από το επανωφόρι του, σπιρούνια στις μπότες του και πτυχές στις περισκελίδες του- διασώζονταν στο Μουσείο της Καμπούλ, μέχρι να καταστράφηκε από τους Ταλιμπάν. [25]
Μερικά νομίσματα στην αρχή της βασιλείας του έχουν μία επιγραφή στην Ελληνική γλώσσα: ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΚΑΝΗϷΚΟΥ, δηλ. "το νόμισμα αυτό είναι του βασιλιά των βασιλέων Κανίσκα Α΄". Ελληνικές θεότητες, με ελληνικά ονόματα που αντιπροσωπεύονται σε αυτά τα αρχικά νομίσματα είναι οι εξής:
Οι επιγραφές στην Ελληνική γλώσσα έχουν κάποια ορθογραφικά λάθη.
Μετά την μετάβαση στη Βακτριανική γλώσσα στα νομίσματα, οι ιρανικές και οι ινδικές θεότητες αντικαθιστούν τις ελληνικές:
Χρησιμοποιήθηκαν μόνο λίγες Βουδιστικές θεότητες:
Μόνο λίγες Ινδουιστικές θεότητες χρησιμοποιήθηκαν επίσης:
Στην Βουδιστική παράδοση, ο Κανίσκα Α΄ έχει απόλυτη σπουδαιότητα. Αν και ποτέ δεν μεταστράφηκε στον Βουδισμό, ενθάρρυνε τις διδασκαλίες του και παρέσχε βασιλική χορηγία.[28][29]]Είναι αξιοσημείωτο ότι διηύθυνε στην 4η Βουδιστική Σύνοδο στο Κασμίρ ως επικεφαλής της Συνόδου. Σε αυτή προέδρευσαν ο Βασουμίτρα και ο Ασβαγκόσα. Οι εικόνες του Βούδα, βασισμένες στα 32 φυσικά σημεία του, έγιναν κατά τη διάρκεια της εποχής του. [']
Ενθάρρυνε τόσο τη σχολή Γανδάρα της Ελληνοβουδιστικής Τέχνης, όσο και τη σχολή τέχνης της Μαθούρα (ένας αναπόφευκτος θρησκευτικός συνκριτισμός διαπερνά την εξουσία των Κουσάν). Ο Κανίσκα Α΄ προσωπικά φαίνεται να είχε αγκαλιάσει τόσο το Βουδισμό, όσο και τις Περσικές πεποιθήσεις, αλλά ευνοούσε το Βουδιμό, που αποδεικνύεται από την αφοσίωσή του στις Βουδιστικές διδασκαλίες και τους τρόπους προσευχής, που απεικονίζονται σε διάφορα βιβλία που σχετίζονται με την αυτοκρατορία των Κουσάν.
Η μεγαλύτερη συνεισφορά του στην βουδιστική αρχιτεκτονική ήταν η στούπα του Κανίσκα στην Πουρουσαπούρα, τη σύγχρονη Πεσαβάρ. Οι αρχαιολόγοι που ανακάλυψαν ξανά τη βάση της το 1908-1909 εκτιμούν ότι η στούπα είχε διάμετρο 286 πόδια (87 μέτρα). Οι αναφορές των Κινέζων προσκυνητών, όπως του Σουανζάνγκ, δείχνουν ότι το ύψος της ήταν 600 έως 700 (κινέζικοι) "πόδες" (δηλ. 180-210 μέτρα ή 591-689 πόδια) και ήταν καλυμμένη με κοσμήματα.[30]
Ο Κανίσκα Α΄ λέγεται ότι ήταν ιδιαίτερα κοντά με τον Βουδιστή μελετητή Ασβαγκόσα, ο οποίος έγινε θρησκευτικός σύμβουλός του στα τελευταία του χρόνια.
Οι κοπές βουδιστικών νομισμάτων του Κανίσκα Α΄ είναι σχετικά σπάνιες (κάτω από το ένα τοις εκατό όλων των γνωστών νομισμάτων του Κανίσκα Α΄). Πολλά νομίσματα δείχνουν τον Κανίσκα Α΄ στην εμπρός όψη και τον Βούδα να στέκεται στην πίσω. Μερικά δείχνουν επίσης τον Βούδα Σακγιαμούνι και τον Μαϊτρέγια. Όπως όλα τα νομίσματα του Κανίσκα Α΄, το σχέδιο είναι μάλλον τραχύ, και οι αναλογίες τείνουν να είναι ανακριβείς. Η εικόνα του Βούδα είναι συχνά ελαφρώς υπερβολική, με υπερμεγέθη αυτιά και πόδια, που απλώνονται χωριστά με τον ίδιο τρόπο όπως ο βασιλιάς των Κουσάν.
Διακρίνουμε τρεις τύπους βουδιστικών νομισμάτων του Κανίσκα Α΄:
Μόνο έξι νομίσματα των Κουσάν με τον Βούδα είναι γνωστά σε χρυσό (το έκτο είναι το κεντρικό κομμάτι ενός αρχαίου κοσμήματος, που αποτελείται από ένα νόμισμα του Κανίσκα με τον Βούδα, διακοσμημένο με έναν κύκλο από καρδιόσχημα ρουμπίνια). Όλα αυτά τα νομίσματα κόπηκαν σε χρυσό υπό τον Κανίσκα Α΄, και είναι σε δύο διαφορετικές ονομασίες: ένα ντινάρ π. 8 γραμ., παρόμοιο με ένα Ρωμαϊκό χρυσό (aureus), και 1/4 ντινάρ π. 2 γραμ. (περίπου στο μέγεθος ενός οβολού).
Ο Βούδας απεικονίζεται φορώντας τα μοναστικά ενδύματα: το ανταραβασάκα, το ουταρασάνγκα και το επανωφόρι σανγκάτι.
Τα αυτιά είναι εξαιρετικά μεγάλα και μακρά, μια συμβολική υπερβολή που πιθανότατα καθίσταται απαραίτητη λόγω του μικρού μεγέθους των νομισμάτων, που πάντως ορατή και σε κάποια μετέπειτα αγάλματα του Βούδα από τη Γανδάρα, που συνήθως χρονολογούνται από τον 3ο-4ο αι. (εικόνα αριστερά). Ο Βούδας φέρει έναν πληθωρικό κρωβύλο στην κορυφή, που καλύπτει την ουσνίσα, συχνά πολύ στυλισμένο με κατσαρό ή συχνά σφαιρικό τρόπο, επίσης ορατό σε μεταγενέστερα αγάλματα του Βούδα της Γανδάρα.
Γενικά, η αναπαράσταση του Βούδα σε αυτά τα νομίσματα είναι ήδη πολύ συμβολική και αρκετά ξεχωριστή από τις πιο νατουραλιστικές και ελληνιστικές εικόνες που παρατηρούνται στα πρώτα γλυπτά της Γανδάρα. Σε διάφορα σχέδια εμφανίζεται μύστακας. Η παλάμη τού δεξιού του χεριού έχει το σημάδι τσάκρα, και το μέτωπό του έχει το ούρνα. Ένα φωτοστέφανο, που σχηματίζεται από μία, δύο ή τρεις γραμμές, τον περιβάλλει.
Το πλήρες ένδυμα που φορά ο Βούδας στα νομίσματα, καλύπτοντας και τους δύο ώμους, είναι παρμένο από ένα πρότυπο Γανδάρας και όχι Μαθούρας.
Ο Βούδας Σακγιαμούνι (με την επιγραφή "Sakamano Boudo", δηλαδή Σακαμούνι Βούδα, άλλο όνομα για τον ιστορικό Βούδα Σιντάρτα Γκαουτάμα), όρθιος κατ' ενώπιον, με το αριστερό χέρι στο ισχίο και σχηματίζει το αμπάγια μούντρα με το δεξί χέρι. Όλα αυτά τα νομίσματα είναι μόνο από χαλκό, και συνήθως είναι αρκετά φθαρμένα.
Το ένδυμα του Βούδα Σακγιαμούνι είναι αρκετά ελαφρύ σε σύγκριση με αυτό στα νομίσματα με το όνομα του Βούδα, δείχνοντας σαφώς το περίγραμμα του σώματος, με σχεδόν διαφανή τρόπο. Αυτά είναι πιθανότατα τα δύο πρώτα μοναστικά ενδύματα, το ανταραβασάκα και το ουταρασάνγκα. Επίσης, το ένδυμά του είναι διπλωμένο επάνω από το αριστερό χέρι (αντί να το κρατά με το αριστερό χέρι όπως παραπάνω), ένα χαρακτηριστικό που είναι γνωστό μόνο στη θήκη Μπιραμάν και υποδηλώνει ένα σαν κασκόλ ουταρίγια. Έχει έναν πληθωρικό κρωβύλο κορυφής, που καλύπτει την ουσνίσα, και ένα απλό ή διπλό φωτοστέφανο, μερικές φορές ακτινοβολούν, γύρω από το κεφάλι του.
Ο Μποντισάτβα Μαϊτρέγια (με την ελληνική επιγραφή "Μετράγο Βούδο") έχει σταυρωτά τα πόδια του και είναι επάνω σε έναν θρόνο, κρατώντας ένα αγγείο νερού, με τη χειρονομία αμπάγια μούντρα. Αυτά τα νομίσματα είναι γνωστά μόνο σε χαλκό και είναι αρκετά φθαρμένα .Στα πιο καθαρά νομίσματα, ο Μαϊτρέγια φαίνεται να φορά τα βραχιόλια ενός Ινδού πρίγκιπα, ένα χαρακτηριστικό που συχνά βλέπουμε σε αγάλματα του Μαϊτρέγια. Ο θρόνος είναι διακοσμημένος με κιονίσκους, γεγονός που υποδηλώνει ότι η απεικόνιση του νομίσματος του Μαϊτρέγια αντιγράφτηκε απευθείας από ένα προϋπάρχον άγαλμα με αυτά τα χαρακτηριστικά.
Η απόδοση "Βούδας" για τον Μαϊτρέγια είναι ανακριβής: αντίθετα είναι ένας Μποντισάτβα (ο Βούδας του μέλλοντος).
Η εικονογραφία αυτών των τριών τύπων είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των άλλων θεών, που απεικονίζονται στα νομίσματα του Κανίσκα Α΄. Οι θεότητες του Κανίσκα Α΄ εμφανίζονται όλες από το πλάι, ενώ οι Βούδα εμφανίζονται μόνο κατ' ενώπιον, γεγονός που δείχνει ότι το σχέδιο εμπνεόταν από τα αγάλματα της εποχής, όρθιου ή καθιστού Βούδα.[32] Οι δύο αναπαραστάσεις του Βούδα και του Σακγιαμούνι έχουν και τους δύο ώμους καλυμμένους από τα μοναστικά ενδύματα, γεγονός που δείχνει ότι τα αγάλματα που χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα ήταν από την σχολή τέχνης της Γανδάρα, και όχι από τη Μαθούρα.
Πολλά βουδιστικά αγάλματα συνδέονται άμεσα με την εποχή του Κανίσκα Α΄, όπως αρκετά αγάλματα Μποντισάτβα από την τέχνη της Μαθούρα, ενώ μερικά άλλα από τη Γανδάρα έχουν επιγραφή με χρονολόγηση σε μια εποχή, που τώρα θεωρείται ότι είναι η εποχή Γιαβάνα, ξεκινώντας από το 186 έως το 175 π.Χ.
Χρονολογημένα αγάλματα υπό τον Kανίσκα | |
Η "θήκη του Κανίσκα" ή "λείψανο του Κανίσκα", που χρονολογείται από το πρώτο έτος της βασιλείας του Kανίσκα Α΄ το 127, ανακαλύφθηκε σε μια αίθουσα αποθέματος κάτω από τη στούπα του Κανίσκα, κατά τη διάρκεια των αρχαιολογικών ανασκαφών το 1908-1909 στο Σαχ-Τζι-Κι-Ντέρι, ακριβώς έξω από την σημερινή πύλη Γκαντζ της παλαιάς πόλης του Πεσαβάρ. [44] [45] Είναι σήμερα στο Μουσείο του Πεσαβάρ, και ένα αντίγραφο είναι στο Βρετανικό Μουσείο. Λέγεται ότι περιείχε τρία τμήματα οστών του Βούδα, τα οποία τώρα βρίσκονται στο Μανταλάυ της Μυανμάρ.
Η θήκη έχει αφιερωματική επιγραφή στα Χαρόστι. Η επιγραφή λέει:
Το κείμενο υπογράφεται από τον κατασκευαστή, έναν Έλληνα καλλιτέχνη που ονομάζεται Αγησίλαος, ο οποίος επέβλεπε τα έργα στην στούπα (caitya) του Κανίσκα, επιβεβαιώνοντας την άμεση συμμετοχή των Ελλήνων στις Βουδιστικές υλοποιήσεις σε μια τόσο ύστερη ημερομηνία: "Ο υπηρέτης Αγησίλαος, ο επιθεωρητής των έργων στο βιχάρα του Κανίσκα στο μοναστήρι του Μαχασένα" ("dasa Agisala nava-karmi ana*kaniskasa vihara mahasenasa sangame").
Το σκέπασμα της θήκης δείχνει τον Βούδα επάνω σε μία βάση λωτού, και λατρεύεται από τον Μπράχμα και τον Ίντρα. Η άκρη του σκεπάσματος είναι διακοσμημένη με ένα γείσο ιπτάμενων χηνών. Το σώμα της θήκης αντιπροσωπεύει έναν βασιλιά των Κουσάν, πιθανότατα τον Κανίσκα Α΄ προσωπικά, με τους Ιρανικούς θεούς του Ήλιου και της Σελήνης στο πλευρό του. Στις πλευρές είναι δύο εικόνες ενός Βούδα που κάθεται, που λατρεύεται από βασιλικές φιγούρες, μπορεί να θεωρηθεί ως ο Kανίσκα Α΄. Μια γιρλάντα, υποστηριζόμενη από ερωτιδείς περιβάλλει τη σκηνή σε τυπικό ελληνιστικό στυλ.
Η απόδοση της θήκης στον Κανίσκα Α΄ έχει αμφισβητηθεί πρόσφατα, κυρίως για στυλιστικούς λόγους (για παράδειγμα, ο ηγεμόνας που εμφανίζεται στη θήκη δεν έχει γενειάδα, αντίθετα με τον Κανίσκα Α΄). Αντ' αυτού, η θήκη συχνά αποδίδεται στον διάδοχο τού Κανίσκα Α΄, Χουβίσκα.
Στην βουδιστική παράδοση, ο Κανίσκα Α΄ περιγράφεται συχνά ως ένας επιθετικός, θερμός, άκαμπτος, αυστηρός και λίγο σκληρός τύπος βασιλιά, πριν μεταστραφεί στον Βουδισμό, το οποίο ακολουθούσε πιστά, και μετά τη μεταστροηή του στον Βουδαισμό, έγινε ανοιχτός, καλοπροαίρετος και πιστός κυβερνήτης. Όπως στο σρι-ντάρμα-πιτάκα-νιντάνα σούτρα:
Επιπλέον, η άφιξη του Κανίσκα Α΄ υποτίθεται ότι είχε προφητευτεί ή προειπωθεί από τον Βούδα, καθώς και η κατασκευή της στούπας του:
Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται σε ένα χοτανικό κείμενο που βρέθηκε στο Ντουνχουάνγκ, το οποίο περιέγραψε για πρώτη φορά πώς θα έφτανε ο Κανίσκα Α΄ 400 χρόνια μετά τον τέλος του Βούδα. Η αφήγηση περιγράφει επίσης πώς ο Κανίσκα ήρθε να υψώσει τη στούπα του:
Κινέζοι προσκυνητές ταξίδευσαν στην Ινδία, όπως ο Ξουανζάνγκ το 630, ο οποίος αναφέρει επίσης την ιστορία:
Ο βασιλιάς Κανίσκα εξαιτίας των πράξεών του ήταν πολύ σεβαστός, θεωρούμενος τιμημένος από όλους τους ανθρώπους που εξουσίαζε και κυβερνούσε. Τον θεωρούσαν ως τον μεγαλύτερο βασιλιά που έζησε ποτέ εξαιτίας της ευγένειάς του, της ταπεινοφροσύνης του και της αίσθησης της ισότητας και αυτο-πραγμάτωσης μεταξύ άλλων/ Έτσι αυτές οι μεγάλες πράξεις και ο τόσο εξαίρετος χαρακτήρας του βασιλιά Κανίσκα, έκαναν το όνομά του αθάνατο και έτσι θεωρήθηκε "ο βασιλιάς των βασιλέων".[49]
Βουδιστές μοναχοί από την περιοχή της Γανδάρα έπαιξαν βασικό ρόλο στην ανάπτυξη και μετάδοση των βουδιστικών ιδεών προς τη βόρεια Ασία από τα μέσα του 2ου αι. Ένας μοναχός των Κουσάν, ο Λοκακσέμα (π. το 178), έγινε ο πρώτος μεταφραστής των βουδιστικών γραφών Μαχαγιάνα στα κινεζικά και ίδρυσε ένα γραφείο μεταφράσεων στην κινεζική πρωτεύουσα Λογιάνγκ. Οι Βουδιστές μοναχοί της Κεντρικής Ασίας και της Ανατολικής Ασίας φαίνεται να διατήρησαν ισχυρές ανταλλαγές για τους επόμενους αιώνες.
Τον Κανίσκα Α΄ πιθανότατα διαδέχτηκε ο Χουβίσκα. Πώς και πότε συνέβη αυτό, είναι ακόμη αβέβαιο. Η επιγραφή στον ιερό βράχο της Χούνζα δείχνει επίσης τα σημεία του Κανίσκα Α΄.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.