εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του κυβερνητικού Ελληνικού Στρατού και τις αντάρτικες δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος ήταν εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Ελλάδα ανάμεσα στον κυβερνητικό Ελληνικό Στρατό και τις αντάρτικες δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Διήρκεσε από τον Μάρτιο του 1946 έως τον Αύγουστο του 1949 και είχε ως αποτέλεσμα την νίκη του Ελληνικού Στρατού και την ήττα του ΔΣΕ. Θεωρείται διεθνώς ως η πρώτη πράξη του Ψυχρού πoλέμου στη μεταπολεμική ιστορία και ήταν η πολεμική σύγκρουση με τις μεγαλύτερες απώλειες που γνώρισε η χώρα από το 1830 έως σήμερα.[7]
Αυτό το λήμμα τεκμηριώνεται κυρίως με πρωτογενείς πηγές. Παρακαλούμε βελτιώστε το προσθέτοντας δευτερογενείς ή τριτογενείς πηγές. |
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος | |||
---|---|---|---|
Μέρος του Ψυχρού πολέμου | |||
Μονάδα του κυβερνητικού Ελληνικού Στρατού κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων. | |||
Χρονολογία | 31 Μαρτίου 1946–30 Αυγούστου 1949 | ||
Τόπος | Ελλάδα | ||
Έκβαση | Επικράτηση των κυβερνητικών δυνάμεων
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Οι απαρχές του εμφυλίου πολέμου εντοπίζονται σε διαιρέσεις της ελληνικής κοινωνίας που υπήρχαν ήδη από την εποχή του Εθνικού Διχασμού και οξύνθηκαν την περίοδο της κατοχής, οπότε εκδηλώθηκαν συγκρούσεις μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων. Λίγο μετά την απελευθέρωση, έλαβε χώρα στην Αθήνα μία αντικυβερνητική εξέγερση της μεγαλύτερης αντιστασιακής οργάνωσης, του ΕΑΜ, που κατεστάλη με την καθοριστική επέμβαση του βρετανικού στρατού. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, με την οποία αφοπλίστηκε ο αντάρτικος στρατός του ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, ακολούθησαν εκτελέσεις, διώξεις, εξορίες και φυλακίσεις μελών και υποστηρικτών του. Υπό την ηγεσία του Νίκου Ζαχαριάδη, το ΚΚΕ προέκρινε αρχικά την αυτοάμυνα των μελών του απέναντι στη Λευκή Τρομοκρατία και από το Φεβρουάριο του 1946 μία «διπλή στρατηγική» τόσο πολιτικής όσο και ένοπλης αντάρτικης δράσης με αμυντικό χαρακτήρα.
Παραδοσιακά, σημείο έναρξης του Εμφυλίου Πολέμου θεωρείται η επίθεση ομάδας ανταρτών στο Σταθμό Χωροφυλακής Λιτοχώρου Πιερίας τη νύχτα της 30ής Μαρτίου 1946, παραμονή των κοινοβουλευτικών εκλογών, από τις οποίες το ΚΚΕ απείχε και που οδήγησαν στο σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας του Κέντρου και της Δεξιάς. Ακολούθησαν κρατικές διώξεις αριστερών, που εντάθηκαν μετά την επιστροφή στην Ελλάδα του βασιλιά Γεώργιου Β΄ με ένα αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα. Οι ομάδες των ανταρτών οργανώθηκαν υπό το Μάρκο Βαφειάδη στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, που δρούσε σε ορεινές κυρίως περιοχές της επαρχίας, λαμβάνοντας την υποστήριξη χωρών του σοσιαλιστικού μπλοκ. Η κυβέρνηση, δεχόμενη την αμερικανική βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ με βάση το δόγμα Τρούμαν, πραγματοποίησε αντιανταρτικές επιχειρήσεις και εξαπέλυσε διώξεις υποστηρικτών του ΚΚΕ. Αντιμέτωπο με την κυβερνητική αδιαλλαξία, το Σεπτέμβριο του 1947 το ΚΚΕ προσανατολίστηκε σε πλήρη ρήξη και ίδρυσε δική του κυβέρνηση, υπό την ονομασία «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση», ενώ η κυβέρνηση των Αθηνών, το Δεκέμβριο του ίδιου έτους έθεσε εκτός νόμου το ΚΚΕ, με αποτέλεσμα να επέλθει ολομέτωπη σύγκρουση. Οι επιχειρήσεις του Δημοκρατικού και του Εθνικού Στρατού το 1948 δεν τελεσφόρησαν. Το 1949 με αρχιστράτηγο τον Αλέξανδρο Παπάγο ο Εθνικός στρατός εκκαθάρισε τη νότια και κεντρική Ελλάδα από αντάρτικες δυνάμεις. Οι τελευταίες μάχες στο Γράμμο και στο Βίτσι της Μακεδονίας που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά οι βόμβες ναπάλμ έληξαν με την ήττα του ΔΣΕ, που ηττημένος αποχώρησε στην Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία.
Εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ή εκτοπίστηκαν, ενώ οι κρατικές διώξεις αριστερών συνεχίστηκαν για δεκαετίες ως τη Μεταπολίτευση του 1974, οπότε νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ από την κυβέρνηση Καραμανλή. Ο όρος «Συμμοριτοπόλεμος» χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια της περιόδου 1946-1989 από τις κυβερνητικές αρχές ως η επίσημη ονομασία της εμφύλιας σύγκρουσης, ενώ τμήματα της αριστεράς αναφέρονταν σε αυτή ως «Δεύτερο Αντάρτικο». Το 1989, αναγνωρίστηκε επίσημα ως «Εμφύλιος Πόλεμος» από την κυβέρνηση Τζαννετάκη. Ο εμφύλιος πόλεμος έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονης ιστοριογραφικής ενασχόλησης και διαφωνίας.
Οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στον στρατό, τα Σώματα Ασφαλείας, τις συντηρητικές, φιλοβασιλικές, φιλελεύθερες και ακροδεξιές δυνάμεις από τη μία πλευρά, και τις κυρίως δημοκρατικές, αντιβασιλικές, αλλά και κομμουνιστικές αντάρτικες δυνάμεις από την άλλη, ήταν αποτέλεσμα αντιπαλότητας παλαιότερων ετών. Από μια άποψη, ο Εμφύλιος αποτέλεσε τη συνέπεια συσσωρευμένων πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών, που ξεκίνησαν από την εποχή του Εθνικού Διχασμού, το 1915, εντάθηκαν με τη Μικρασιατική καταστροφή - και την έλευση και εγκατάσταση ενός τεράστιου αριθμού προσφύγων - και κορυφώθηκαν με την επιβολή της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.[8]
Το καταλυτικό στοιχείο, όμως, υπήρξε η γερμανική εισβολή, τον Απρίλιο του 1941, και η ακόλουθη τριπλή (γερμανική, ιταλική και βουλγαρική) κατοχή, το καθεστώς της οποίας, επέβαλε (στον λαό) μια μερίδα Ελλήνων συνεργατών της, μισητή από την πλειοψηφία του (του λαού), με καταβολές στο προκατοχικό, οικονομικό και πολιτικό, κατεστημένο της Ελλάδας. Δημιουργήθηκε έτσι, ένα πολιτικό κενό εξουσίας.[9] Αυτό το κενό, σε συνδυασμό με την αδυναμία των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων για ενεργητική αντίσταση στους κατακτητές[10], θα διαμορφώσουν τις συνθήκες για να γεννηθούν, το φθινόπωρο του 1941, οι δύο μεγαλύτερες αντιστασιακές οργανώσεις, το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και ο ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος).
Το ΕΑΜ ήταν ένας συνασπισμός, κυρίως, από μικρά, φιλοαριστερά κόμματα, με κυρίαρχο το ΚΚΕ. Το Φεβρουάριο του 1942, θα δημιουργήσει το στρατιωτικό του σκέλος, τον ΕΛΑΣ, που είχε ως αρχηγό («καπετάνιο») τον Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ).[11] Γρήγορα, ο ΕΛΑΣ κατάφερε να κυριαρχήσει σε όλη τη χώρα, εκτός από την Ήπειρο και τη Δυτική Στερεά, όπου υπήρχε ο ΕΔΕΣ. Στα τέλη του 1944 το ΕΑΜ ήταν η πλέον μαζική πολιτική οργάνωση στην Ελλάδα[12]. Ο ΕΛΑΣ οργανώθηκε, στη βάση του προκατοχικού Ελληνικού Στρατού (σε όλη την υπόλοιπη χώρα, εκτός της κατεχόμενης) σε Σώματα Στρατού, Μεραρχίες, Ομάδες Μεραρχιών κλπ. Λειτουργούσε, επίσης, Σχολή Αξιωματικών στην "Ελεύθερη Ελλάδα" και στελεχώθηκε με πάνω από 800 αξιωματικούς του προπολεμικού Ελληνικού Στρατού και πλήθος υπαξιωματικών του.
Ο ΕΔΕΣ, που συσπείρωνε πλήθος αξιωματικών του προπολεμικού ελληνικού στρατού (χωρίς να ξεπεράσει, όμως, τους 2000 ενόπλους στο σύνολό του[εκκρεμεί παραπομπή]) , είχε στρατιωτικό διοικητή έναν πρώην αξιωματικό του ελληνικού στρατού, το Ναπολέοντα Ζέρβα, ο οποίος (όπως και πολλοί άλλοι του αντι-εαμικού χώρου) πίστευε ότι το ΕΑΜ είχε ως στόχο την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος, μετά την απελευθέρωση.[13] Αυτή η πεποίθησή του τον έκανε να είναι ιδιαίτερα καχύποπτος σε κάθε κίνηση του ΕΛΑΣ. Από την πλευρά του, ο ΕΛΑΣ συνεχώς πίεζε τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις, συχνά με αιματηρό τρόπο, όπως στην περίπτωση της ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση) να ενταχθούν σε αυτόν.[εκκρεμεί παραπομπή]
Στη Μέση Ανατολή, η κυβέρνηση αποφάσισε να σχηματίσει ένοπλες δυνάμεις, με αξιωματικούς και στρατιώτες με δεξιά φρονήματα, που διέφυγαν από την Ελλάδα, οι οποίες θα συνεισέφεραν στον αγώνα κατά του Άξονα. Μαζί με αυτούς, θα καταφθάσουν στελέχη και φίλοι του κομμουνιστικού κινήματος, για τους οποίους ύψιστος σκοπός είναι ο αντιφασιστικός αγώνας. Έτσι, στον Βασιλικό Στρατό Μέσης Ανατολής, αλλά και στο Βασιλικό Ναυτικό, θα υποχρεωθούν να συνυπάρξουν πολιτικές ομάδες με αντίθετο πολιτικό προσανατολισμό[14].
Ως ρίζες του Εμφυλίου Πολέμου μπορούν να θεωρηθούν, οι συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Σημαντικός παράγοντας ήταν η εμπλοκή (όπως και σε άλλες χώρες συνέβη) της Μεγάλης Βρετανίας, με τη SOE, στην Αντίσταση, με βραχυπρόθεσμο στόχο τον πόλεμο κατά του Άξονα και μακροπρόθεσμα να ελέγξει τις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Ακρογωνιαίος λίθος της στρατηγικής του Τσώρτσιλ για την Ελλάδα ήταν η επαναφορά του Βασιλιά των Ελλήνων, Γεωργίου Β΄[15].
Σημαντικό επιβαρυντικό στοιχείο ήταν η απουσία μιας δημοκρατικά νομιμοποιημένης αρχής που θα διηύθυνε τον αντιστασιακό αγώνα ενιαία. Η εξόριστη κυβέρνηση στο Κάιρο δεν είχε ποτέ τεθεί στην κρίση του ελληνικού λαού, καθώς της Κατοχής είχε προηγηθεί η Δικτατορία του Μεταξά και αυτή είχε με τη σειρά της, προέλθει από ανώμαλες πολιτικές εξελίξεις, ενώ το καθεστώς του Βασιλιά, κατά την αποχώρησή του από την Ελλάδα, είχε παραδώσει τους πολιτικούς κρατούμενους στους Γερμανούς, από τους οποίους χιλιάδες θα εκτελεστούν ως αντίποινα.
Όταν ο πόλεμος άρχισε να κλίνει υπέρ των συμμάχων, οι αντιστασιακές οργανώσεις επεδίωξαν, πέρα από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, να επηρεάσουν το πολιτικό μέλλον της χώρας. Αυτό, παράλληλα με τους ανταγωνισμούς που είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται μεταξύ των νικητριών δυνάμεων, διαμόρφωσε τα δύο στρατόπεδα.
Οι πρώτες εμφύλιες συγκρούσεις διαμορφώθηκαν κατά την διάρκεια της κατοχής, με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, από τη μια πλευρά, και όλους τους υπόλοιπους στρατιωτικούς αντιπάλους (ΕΔΕΣ ,ΕΚΚΑ,ΥΒΕ/ΠΑΟ, Αντών Τσαούς,ΠΕΑΝ, ΡΑΝ, Ιερή Ταξιαρχία, Εθνική δράση, ΕΟΚ κλπ), από την άλλη. Ο κατοχικός εμφύλιος ξεκίνησε με μια αναμέτρηση μεταξύ του ΕΛΑΣ και των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, στην οποία θα προστεθούν, αργότερα, ταΤάγματα ασφαλείας[16].
Στις αρχές Μαρτίου του 1943, ο ΕΛΑΣ αφοπλίζει την αντάρτικη ομάδα των Σαράφη-Κωστόπουλου. Στις 7 Μαΐου 1943, στο Θέρμο (Κεφαλόβρυσο Τριχωνίδος), δέχεται επίθεση η ομάδα του Εδεσίτη,Γεωργίου Παπαϊωάννου. Τον Απρίλιο, επιτέθηκε στην ομάδα της ΠΑΟ με σκοπό τον αφοπλισμό και εκτέλεσε τους αξιωματικούς της. Η ΠΑΟ για αντεκδίκηση εκτέλεσε στελέχη του ΚΚΕ στην Ιμέρα Κοζάνης. Το Μάιο, επιτέθηκε στην ΕΚΚΑ και για ακόμη μία φορά τον Ιούνιο. Λίγο αργότερα, ο ΕΛΑΣ αναγκάστηκε, κάτω από πιέσεις των Βρετανών, να εκδώσει διαταγή παύσης εχθροπραξιών με τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις.[17] Λίγο αργότερα όμως, ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε εκ νέου στην ΠΑΟ, στις περιοχές Πάικο και Κάτω Πιέρια. Μέχρι τον Ιούνιο, είχε διαλυθεί στην Κάτω Αχαΐα η ομάδα του Σεβαστάκη. Τον Αύγουστο, ο ΕΛΑΣ επιτίθεται στην ομάδα του Ίλαρχου Τηλέμαχου Βρεττάκου και τον εκτελεί, όπως επίσης διαλύει την οργάνωση του Συνταγματάρχη Γιαννακόπουλου στην Αρτεμίσια Μεσσηνίας. Τον Αύγουστου του 1943, γίνονται συναντήσεις στο Κάιρο, μεταξύ ΕΑΜ και κυβέρνησης Τσουδερού, ώστε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες, κάτι που καταλήγει ξανά σε αδιέξοδο. Τον Οκτώβριο επιτίθεται και διαλύει την ομάδα Χρήστου Καραχάλιου στην περιοχή της Ηλείας.[18]
Τον Ιούνιο του 1943, με τη συμμετοχή των ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ και της βρετανικής συμμαχικής αποστολής, που είχε καταφθάσει στα ελληνικά βουνά, υπογράφηκε συμφωνία για τη δημιουργία ενός κοινού γενικού στρατηγείου.Σκοπός του ήταν ο συντονισμός της Αντίστασης. Τότε φάνηκε ότι οι προστριβές μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων θα σταματούσαν. Όμως, η προσπάθεια του ΕΔΕΣ να εγκαταστήσει ομάδες του σε περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ, όπως και η ένταξη ακροδεξιών (φιλοβασιλικών) στον πρώτο καθώς και η συνεργασία της οργάνωσής του (του ΕΔΕΣ) των Αθηνών, καθώς και η ανακωχή ή και η συνεργασία αυτής της Ηπείρου με τους Γερμανούς προκάλεσαν τη σκλήρυνση της στάσης του ΕΑΜ. Σύμφωνα με ορισμένους ιστοριογράφους, το ΕΑΜ εκπονούσε σχέδια για τη στρατιωτική κατάληψη της Αθήνας, με τη λήξη της κατοχής, όπως και την εγκατάσταση μιας κυβέρνησης στις περιοχές που ήλεγχε[19], ενώ ο ΕΔΕΣ εκπονούσε σχέδια για την κατάληψη της εξουσίας και την άμεση επιβολή της Δημοκρατικής Επαναστάσεως[20].
Μετά την επιστροφή της αντιπροσωπείας, που είχε σταλεί στο Κάιρο το Σεπτέμβριο του 1943, ο ΕΛΑΣ ήταν σίγουρος ότι οι Άγγλοι, με τη βοήθεια του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ, θα προσπαθούσαν να επαναφέρουν τον, εξαιρετικά αντιδημοφιλή στην ελληνική κοινωνία, Γεώργιο Β΄[21]. Ο Βελουχιώτης έφτασε στο σημείο να χαρακτηρίσει τους Άγγλους μεγαλύτερο κακό από τους Γερμανούς και πρότεινε τα εξής: είτε ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ θα σχημάτιζαν κοινό μέτωπο με τον ΕΛΑΣ, κατά της προσπάθειας επιστροφής του Βασιλιά, είτε θα τους διέλυαν με τη βία. Παρόλ' αυτά το ΕΑΜ, σε συνεδρίασή του, δεν πήρε απόφαση για έναρξη εμφυλίου πολέμου και άφηνε ελπίδες για αποφυγή του [22].
Οι πρώτες ένοπλες συγκρούσεις ξεκίνησαν στις αρχές Οκτωβρίου 1943, με τη σύλληψη αξιωματούχων του ΕΑΜ από τον ΕΔΕΣ, αφού πρώτα είχε προηγηθεί μια συμπλοκή στο Τσεπέλοβο της Ηπείρου. Στις 3 Οκτωβρίου, ο ΕΛΑΣ αφοπλίζει ένα μικρό αντάρτικο τμήμα του ΕΔΕΣ Θεσσαλίας, με την κατηγορία ότι ο αρχηγός του ήταν ζωοκλέπτης και ότι είχε άμεσες σχέσεις με πρώην δωσίλογους.[23] Στις 7/8 Οκτωβρίου, έπειτα από ένοπλη συμπλοκή στο Τσεπέλοβο Μετσόβου, μεταξύ των δύο οργανώσεων, συλλαμβάνονται ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ, της περιοχής της Ηπείρου.[24] Αφορμή για τη συμπλοκή, και για τη σύλληψη του Σίμου Καραγκίτση από τον ΕΔΕΣ, ήταν οι γεωγραφικές σφαίρες επιρροής των ανταρτοομάδων.[25] Αυτό έφερε την άμεση αντίδραση του ΕΛΑΣ, και προσωπικώς του Βελουχιώτη, οπότε με την κατηγορία ότι ο Ζέρβας επιτέθηκε απρόκλητα στον ΕΛΑΣ και συνεργάζεται με τους Γερμανούς, διατάζεται η σύλληψη των αντιπροσώπων του ΕΔΕΣ στο ΚΓΣΑ καθώς και εκστρατεία διάλυσης του ΕΔΕΣ, στις 9/10 Οκτωβρίου, με μεγάλο τμήμα ανταρτών του ΕΛΑΣ. Σε συνεννόηση με το Γιώργη Σιάντο (Εκτελών χρέη Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, εφόσον ο εκλεγμένος Ζαχαριάδης βρισκόταν κρατούμενος στο Νταχάου) και τον Ανδρέα Τζήμα (πολιτικό καθοδηγητή του ΕΛΑΣ) διατάζονται τέσσερις μεραρχίες του ΕΛΑΣ να επιτεθούν κατά του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο[26].
Βλέποντας ότι τα τμήματά του θα βρίσκονταν μεταξύ δύο αντιπάλων, ο Ζέρβας είχε ήδη αποφασίσει να συνεννοηθεί μυστικά με τους Γερμανούς για μια άτυπη κατάπαυση του πυρός[εκκρεμεί παραπομπή]. Στις 4 Οκτωβρίου, μια επιτροπή, με αντιπρόσωπο τον πρόεδρο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Μπίκελ, σε συμφωνία με τους Γερμανούς, φτάνει στο αρχηγείο του ΕΔΕΣ, στο Βουργαρέλι. Ο ερυθρός σταυρός προσπαθούσε να προστατέψει τον πληθυσμό της Ηπείρου από τα αντίποινα των Γερμανών, λόγω των ενεδρών των ανταρτών. Τις ίδιες επαφές, με την επιτροπή του Μπίκελ, έκανε και η 8η Μεραρχία του ΕΛΑΣ, με αρχηγούς τους Νάσση και Πίσπερη, αλλά όταν επικοινώνησαν με το Γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ, απορρίφθηκαν όλες αυτές κατηγορηματικά.[27] Σύμφωνα πάντως, με το Ναπολέων Ζέρβα, ο ίδιος ειδοποίησε το ΕΑΜ και το Συμμαχικό Στρατηγείο για τις επαφές με τον Ερυθρό Σταυρό.[28][29]
Ο ΕΛΑΣ κατηγόρησε τον ΕΔΕΣ για συνεργάτη των κατακτητών[30]. Νεότερες έρευνες δείχνουν ότι έλαβαν χώρα και κοινές επιχειρήσεις ΕΔΕΣ και Γερμανών ενάντια στις δυνάμεις του ΕΑΜ[31].
Καθώς οι μονάδες του ΕΛΑΣ ήταν πολύ ισχυρότερες, κατάφεραν να κερδίσουν τον ΕΔΕΣ στο πεδίο της μάχης και να απειλήσουν τις δυνάμεις του Ζέρβα με ολοκληρωτική καταστροφή. Η αυτοπεποίθηση του ΕΛΑΣ, ότι θα διαλύσει τον ΕΔΕΣ, τον οδήγησε στο να απορρίψει τις βρετανικές προτάσεις για κατάπαυση των επιθέσεων. Την ίδια στιγμή, ξεκίνησαν αντιανταρτικές επιχειρήσεις των Γερμανών, που έδωσαν την ευκαιρία στον Ζέρβα να περισώσει τους μαχητές του[32].
Η επιθυμία των Βρετανών, για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους, να σταματήσει ο εμφύλιος, η εξασθένηση του ΕΔΕΣ και η αδυναμία του ΕΛΑΣ να αντιμετωπίσει δύο αντιπάλους, οδήγησαν σε ανακωχή, στις 4-5 Φεβρουαρίου 1944[33], η οποία, όμως, δεν έσβησε τη συσσωρευμένη αντιπαλότητα.
Στις αρχές του 1944, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες και η κατάσταση εκτός ελέγχου. Πρώην μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων που διέλυσε ο ΕΛΑΣ, κατατάσσονταν στατάγματα ασφαλείας με σκοπό την αντεκδίκηση μέσω της συνέχισης του αγώνα εναντίον του, συνεργαζόμενοι με τις αρχές κατοχής.[34]
Το ΕΑΜ πρωτοστάτησε στις μοναδικές εκλογές για την ανάδειξη της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), στις οποίες για πρώτη φορά ψήφισαν οι γυναίκες, και μέτρησε πάνω από 1 εκατομμύριο ψήφους. Σύμφωνα με τη διακήρυξή της, στόχος της ήταν η απελευθέρωση της χώρας από τον ξένο κατακτητή και η ανασυγκρότησή της με βάση τα συμφέροντα του Λαού της. Η σχεδόν πλήρης και αποκλειστική κατεύθυνση της βρετανικής βοήθειας στις μη εαμικές οργανώσεις, όξυνε τα πάθη. Οι Βρετανοί είχαν σταματήσει να στηρίζουν οικονομικά το ΕΑΜ ύστερα από το Κίνημα του Ναυτικού στη Μέση Ανατολή. Αυτό ήταν που άλλαξε άρδην τη στάση τους απέναντί του.
Η εκτέλεση από τον ΕΛΑΣ του Δημήτριου Ψαρρού και η διάλυση του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων (του οποίου ο Ψαρρός ήταν επικεφαλής), τον Απρίλιο του 1944, μετά την άρνησή του (του Ψαρρού) να ενταχθεί στις δυνάμεις του, συγκλόνισε τον αστικό κόσμο της χώρας, καθορίζοντας ως ένα βαθμό τις μεταγενέστερες εξελίξεις. Το γεγονός αυτό αναφέρθηκε και στιγματίστηκε στο Συνέδριο του Λιβάνου, το οποίο πραγματοποιήθηκε, προς εύρεση συμβιβασμών, το Μάιο του 1944.
Ανεξάρτητα από τους ακριβείς λόγους, που οδήγησαν στην κλιμάκωση της εμφύλιας σύγκρουσης, είναι σαφές ότι η έκβασή της είχε ως αποτέλεσμα τη μονοπώληση της ένοπλης αντίστασης στην ύπαιθρο από τον ΕΛΑΣ, καθώς με εξαίρεση τον ΕΔΕΣ, την οργάνωση του Αντών Τσαούς και την ΕΟΚ, όλες οι άλλες οργανώσεις είτε διαλύθηκαν από τον ΕΛΑΣ, και τα μέλη τους εκτελέστηκαν (π.χ Ψαρρός, Βρεττάκος, Καραχάλιος), είτε εντάχθηκαν με τη βία στον ΕΛΑΣ, είτε διέφυγαν στην Αίγυπτο και κατατάχθηκαν στις εκεί ελληνικές μονάδες εναντίον των Γερμανών.[16]
Στον στρατό, όπως και στο ναυτικό, της, εξόριστης στη Μέση Ανατολή, κυβέρνησης άρχισαν να λειτουργούν αντιφασιστικές ομάδες που χαρακτήριζαν ως φασίστες όσους αξιωματικούς και στρατιώτες είχαν μεταξικά φρονήματα. Στο εσωτερικό των Ενόπλων Δυνάμεων αναπτύχθηκε ένας σκληρός ανταγωνισμός για το ποιος θα ελέγξει το στράτευμα. Η πρώτη κρίση έκανε την εμφάνισή της, το Μάρτιο του 1943, με την άρνηση της δημοκρατικής ΑΣΟ (Αντιφασιστική Οργάνωση Στρατού) να συμφωνήσει στη μετάθεση ενός αξιωματικού. Μια σειρά από αιτήματά της έγιναν αποδεκτά. Το κίνημα του Μαρτίου έληξε με πλήρη νίκη της ΑΣΟ[35]. Όμως τον Ιούλιο, η ΑΣΟ θέτει νέα αιτήματα, που δημιουργούν εκρηκτική κατάσταση και επιβάλλουν δυναμικές λύσεις από την κυβέρνηση. Με τη συνδρομή των Βρετανών, που αντιδρούν με μερικές εκτελέσεις, παραδίδεται η διοίκηση σε δικούς τους (Βρετανούς) αξιωματικούς, ώστε να επανακτηθεί ο έλεγχος από την κυβέρνηση.[36]
Εννέα μήνες μετά, στις 31 Μαρτίου του 1944, η είδηση της συγκρότησης της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) από το ΕΑΜ, αφύπνισε τους φιλοαριστερούς αξιωματικούς. Αυτοί επέδωσαν ένα υπόμνημα στην κυβέρνηση με αίτημα τη συμφωνία της τελευταίας με την πρόταση της ΠΕΕΑ για δημιουργία κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Πολύ γρήγορα, ένα νέο κίνημα ξέσπασε στο στράτευμα και έφερε νέες συγκρούσεις και διαιρέσεις[37]. Το κίνημα αυτό ανησύχησε το συμμαχικό στρατόπεδο, εν μέσω των πολεμικών εξελίξεων. Δηλώσεις αποδοκιμασίας έγιναν από τον Τσόρτσιλ, αλλά και από το Ρούζβελτ, που δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η Ελλάς εξήλθε του συμμαχικού στρατοπέδου.».
Η ελληνική κυβέρνηση ανησύχησε για ενδεχόμενη εξασθένιση ισχύος της ελληνικής θέσης και για τυχόν εδαφικές απώλειες μετά τον πόλεμο (π.χ. Δωδεκάνησα). Έτσι αποφάσισε, και με συμμαχική παρότρυνση, την καταστολή του κινήματος (από το Σοφοκλή Βενιζέλο). Οι Βρετανοί ανέλαβαν την κατάσταση και 8.000, από ένα σύνολο 18.500 ενόπλων, φυλακίστηκαν[38]. Στο Ναυτικό, η καταστολή της στάσης έγινε, αποκλειστικά, από Έλληνες αξιωματικούς και ναύτες[39].
Η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ αποδέχθηκε αργότερα, στο Συνέδριο του Λιβάνου, τον Μάιο του 1944, την ενοποίηση όλων των αντιστασιακών δυνάμεων, υπό την εξουσία της εξόριστης κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου. Αυτό έγινε ως μέρος του «Εθνικού Συμβολαίου». Παράλληλα, καταδίκασε το Κίνημα του Ναυτικού. Αργότερα, με τη συμφωνία της Καζέρτας, το ΕΑΜ ενέκρινε την υπαγωγή του ΕΛΑΣ υπό συμμαχική διοίκηση και το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ανέλαβε έξι υπουργεία στην κυβέρνηση (Εθνικής ενότητας[40] πια). Ως αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων, η ΠΕΕΑ αυτοδιαλύθηκε τον Οκτώβριο.
Οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις άρχισαν να αποσύρονται σταδιακά, από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, από το τέλος του καλοκαιριού του 1944, λόγω της τροπής που είχε πάρει ο πόλεμος στο Ρωσικό και το Γαλλικό μέτωπο. Σχετικά με την Αθήνα, γίνονταν επαφές μεταξύ Βρετανών και Γερμανών, ώστε να μην πέσουν τα όπλα των τελευταίων στον ΕΛΑΣ, αλλά και να μην κάνουν σαμποτάζ οι Γερμανοί εκεί, κατά την αποχώρησή τους[41]. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ εισέρχονταν σε πολλές από τις πόλεις απ' όπου έφευγαν οι Γερμανοί. Στην Αθήνα, ο ΕΛΑΣ δεν προχώρησε σε λουτρό αίματος, κάτι που εύκολα θα μπορούσε να είχε κάνει, απλώς και μόνο με τα μέλη των βοηθητικών του οργανώσεων. Αντίθετα, μέλη του ΕΑΜ που διαδήλωναν, σκοτώθηκαν από πυροβολισμούς αντιεαμικών οργανώσεων [42]. Τα Τάγματα Ασφαλείας πολέμησαν μέχρις εσχάτων, κάτι που προέκυψε και από την πολιτική όξυνσης, την οποία άσκησαν οι Γερμανοί, για να διαφύγουν με ασφάλεια[43]. Γίνανε κάποιες μάχες, όπως η Μάχη του Μελιγαλά, η οποία κατέληξε σε ήττα των, ταμπουρωμένων στην ομώνυμη κωμόπολη, ταγματασφαλιτών. Ακολούθησαν δίκες των επικεφαλείς τους στο Μελιγαλά και στην Καλαμάτα. Στην κεντρική πλατεία της τελευταίας εκτελέσθηκε, ο «Νομάρχης» Περωτής, αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσσηνίας[44]. Η φονικότερη όμως, εμφύλια σύγκρουση έγινε στο Κιλκίς.
Με την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων, τον Οκτώβριο του 1944, το ΕΑΜ βρέθηκε κυρίαρχο στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής χώρας, όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και πολιτικά, καθώς είχε αντικαταστήσει σχεδόν όλες τις δομές εξουσίας του κατοχικού κράτους με δικές του[45]. Γερμανικές δυνάμεις όμως, παρέμεναν στην Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και σε διάφορα νησιά του Αιγαίου.
Το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση έως το Φεβρουάριο του 1945 έμεινε γνωστό, σε διάφορες περιοχές της επαρχίας, ως η περίοδος της «Εαμοκρατίας»[46].
Σε τελεσίγραφο της κυβέρνησης Παπανδρέου δόθηκε προθεσμία ως τις 10 Δεκεμβρίου για τον αφοπλισμό όλων των ένοπλων δυνάμεων, πλην μικρών τμημάτων του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, που θα χρησιμοποιούνταν, αν κρινόταν απαραίτητο, σε επιχειρήσεις σε Κρήτη και Δωδεκάνησα. Επίσης, εξαιρέθηκαν η Τρίτη Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος. Διαμαρτυρόμενοι για την εξαίρεση αυτή, οι έξι υπουργοί του ΕΑΜ παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, στις 2 Δεκεμβρίου. Την επομένη, το ΕΑΜ οργάνωσε συλλαλητήριο, το οποίο κηρύχθηκε παράνομο και πνίγηκε στο αίμα. Την ίδια μέρα, ξεκίνησαν συμπλοκές μεταξύ των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, που βρίσκονταν στην Αθήνα, και των βρετανικών δυνάμεων, που ήταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπυ. Αυτός είχε εντολές από τον Τσώρτσιλ να δράσει σαν σε κατεχόμενη πόλη. Σε συνδρομή της κυβέρνησης, και εναντίον του ΕΛΑΣ στάλθηκαν βρετανικές ενισχύσεις[47], που ανέβασαν το πλήθος των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα σε 80.000-90.000[48]. Από αυτούς, 15.000 στην Αθήνα, κατά τον Μ. Λυμπεράτο, τις πρώτες και μόνο μέρες των Δεκεμβριανών[49]. Στο πλευρό των βρετανικών και κυβερνητικών δυνάμεων στρατεύτηκαν η οργάνωση Χ, πρώην μέλη των ταγμάτων ασφαλείας, τα οποία είχαν παραδοθεί στον ΕΛΑΣ, αλλά και οι λοιπές αντιστασιακές οργανώσεις (Ρ.Α.Ν, ΠΕΑΝ κ.α.). Την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Βρετανός πρωθυπουργός, Τσώρτσιλ, επισκέφθηκε την Αθήνα για διαπραγματεύσεις. Αυτές απέτυχαν. Η επίθεση, που εξαπολύθηκε κατόπιν εναντίον του, από τον ΕΛΑΣ, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Αθήνα και οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν στις 11 Ιανουαρίου 1945.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1945, υπογράφηκε, μεταξύ της κυβέρνησης Πλαστήρα και του ΕΑΜ, η συνθήκη της Βάρκιζας, που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, αποκατάσταση των πολιτικών ελευθεριών, αμνηστία των πολιτικών αδικημάτων (αλλά όχι των ποινικών, κάτι που θα οδηγήσει σε σύγχυση στη συνέχεια), λύση του πολιτειακού με δημοψήφισμα και διενέργεια εκλογών. Η συμφωνία δεν εφαρμόστηκε ποτέ, καθώς οι οπαδοί της αριστεράς δεν αφοπλίστηκαν ολοκληρωτικά και οι κυβερνήσεις δεν προχώρησαν σε γενική αμνηστία. Η δράση παρακρατικών οργανώσεων στην ύπαιθρο, όπου ακόμη ίσχυε ο στρατιωτικός νόμος, συνεχίστηκε εναντίον πρώην μελών του ΕΛΑΣ αρχικά, και αντιπάλων της μοναρχίας κατόπιν. Η δράση αυτή, που έγινε γνωστή ως Λευκή τρομοκρατία, προκάλεσε τη δημιουργία ομάδων αυτοάμυνας, χωρίς την κάλυψη του ΚΚΕ αρχικά.[50]
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας το ΚΚΕ βρέθηκε ενώπιον του διλήμματος να απαντήσει στη βία της «λευκής τρομοκρατίας» ένοπλα ή ειρηνικά, αξιοποιώντας τη μαζική επιρροή του στο δημοκρατικό, συνδικαλιστικό και αγροτικό κίνημα.[51] Τον Ιούνιο του '45 η 12η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ προέκρινε τη μαζική αυτοάμυνα και προειδοποίησε ότι θα χρησιμοποιούνταν κάθε μέσο εναντίον ενός φασιστικού πραξικοπήματος.[52] Η αυτοάμυνα συνίστατο στην κατ' άτομο απόκρουση των τρομοκρατικών επιθέσεων, τη μαζική δράση για την αποτροπή συλλήψεων και την ένοπλη αμυντική δράση καταδιωκόμενων πρώην ελασιτών στα βουνά.[53] Στο σύστημα της αυτοάμυνας οργανώθηκαν όλα τα μέλη του ΚΚΕ, το ηθικό των οποίων αναπτερώθηκε μετά τις αποφάσεις της 12ης ολομέλειας.[54] Η εντεινόμενη αμυντική δράση συνοδεύτηκε από προειδοποιήσεις του ΚΚΕ, μεταξύ των οποίων μία συγκαλυμμένη απειλή του Ζαχαριάδη σε δημόσια ομιλία τον Αύγουστο για ένοπλη σύρραξη εάν συνεχιζόταν η τρομοκρατία.[55]
Στις συζητήσεις του 7ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, τον Οκτώβριο του 1945, επισημάνθηκε η ανάγκη προετοιμασίας για το ενδεχόμενο αδυναμίας μίας ειρηνικής δημοκρατικής εξέλιξης και η πολιτική απόφαση του συνεδρίου έκανε λόγο για τον εμφύλιο πόλεμο που επέβαλε η πλουτοκρατική ολιγαρχία και την ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης της αυτοάμυνας, έδινε, ωστόσο, έμφαση στις ειρηνικές και νόμιμες μεθόδους δράσης.[56] Την επόμενη περίοδο, κομματικά όργανα έκαναν λόγο για την αυτοάμυνα ως δικαίωμα, ενώ ο κομματικός τύπος δημοσίευε με αυξανόμενη συχνότητα ειδήσεις για δράσεις αυτοάμυνας, αναφέροντας τη δράση ενόπλων ομάδων, αλλά δίνοντας έμφαση σε αυθόρμητες δράσεις με πρόχειρο οπλισμό.[57]
Στις αρχές του 1946 έλαβαν χώρα τα γεγονότα στην Καλαμάτα από τη συμμορία του Μαγγανά, με δεκάδες νεκρούς αριστερούς.[58]
Επισκεπτόμενος τον Ιανουάριο του 1946 τη Μόσχα ο Μήτσος Παρτσαλίδης, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, ζήτησε σύσταση των Σοβιετικών για τον προσανατολισμό προς την ένοπλη εξέγερση ή προς το συνδυασμό μαζικής κινητοποίησης και αυτοάμυνας και ο ΥπΕξ της ΕΣΣΔ Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ συνέστησε την αποφυγή της ένοπλης δράσης που θα κατέληγε σε εμφύλια σύρραξη και θα διαιώνιζε τη βρετανική παρουσία στη χώρα.[59] Στις 5 Φεβρουαρίου, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης ρώτησε τη Μόσχα αν θα πρέπει να πάρει μέρος στις επικείμενες εκλογές ή να ξεκινήσει έναν ένοπλο αγώνα και τρεις μέρες μετά έλαβε απάντηση υπέρ της συμμετοχής στις εκλογές. Όταν μια εβδομάδα αργότερα συγκλήθηκε η Δεύτερη Ολομέλεια,[60] ήταν εμφανές ότι η πολιτική της αυτοάμυνας είχε αποτύχει να πιέσει την κυβέρνηση να αφοπλίσει την τρομοκρατία.[61] Ο Ζαχαριάδης, όπως δήλωσε στον πρέσβη της ΕΣΣΔ, επέλεξε έναν τρίτο δρόμο, αυτόν «του μποϊκοτάζ των εκλογών και της περαιτέρω διεξαγωγής του αγώνα με κάθε δυνατή μέθοδο, μη φθάνοντας ωστόσο στην ένοπλη εξέγερση».[62] Μετά από πρόταση του Ζαχαριάδη υιοθετήθηκε με τη μυστική απόφαση της Β΄ Ολομέλειας μία τακτική «διπλής στρατηγικής», που έδινε έμφαση στη μαζική πολιτική δράση,[63][64] αλλά προέκρινε επίσης τη σταδιακή και κατά τόπους ανάπτυξη αντάρτικων ομάδων που θα αναλάμβαναν ενέργειες αποκλειστικά αμυντικού χαρακτήρα και θα αντιπαρατίθονταν στο «μονόπλευρο εμφύλιο» της Χωροφυλακής και των συμμοριών βασιλοφρόνων προκειμένου να ασκηθεί πίεση στην κυβέρνηση.[65] Εξαίρεση στον αμυντικό χαρακτήρα των σχεδίων της περιόδου αποτελούσε το σχέδιο ανταρσίας των πυρήνων πρώην αντιστασιακών που υπηρετούσαν σε μονάδες του στρατού σε περίπτωση μοναρχικού πραξικοπήματος, η εφαρμογή του οποίου ακυρώθηκε λίγες μέρες πριν τις εκλογές.[66] Η τακτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση της πορείας προς τον ένοπλο εμφύλιο.[εκκρεμεί παραπομπή]
Οι πρώτες μεταπολεμικές βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν την 31η Μαρτίου μέσα σε κλίμα έντασης και διχόνοιας. Το ΚΚΕ είχε αποφασίσει να απέχει, γεγονός που βοήθησε στην εξασφάλιση ευρείας πλειοψηφίας το συνασπισμό των φιλοβασιλικών παρατάξεων (Ηνωμένη Παράταξις Εθνικοφρόνων), που συγκέντρωσε ποσοστό 55,12%. Το ποσοστό της αποχής υπολογίστηκε εκείνη την εποχή από την Αριστερά σε 50%, ενώ κατά τους διεθνείς παρατηρητές της «Συμμαχικής Αποστολής», το μέγεθος της «πολιτικής αποχής» έφτανε το 9.3%[67]. Δεδομένου ότι οι εκλογικοί κατάλογοι περιείχαν παρατυπίες, οι υπολογισμοί της αποχής, όπως και της «πολιτικής αποχής», είναι αδύνατο να ερευνηθούν με ακρίβεια, αλλά εκτιμάται ότι η «πολιτική αποχή» ήταν περίπου 25%, ποσοστό που αντιστοιχούσε σε 350-400.000 ψηφοφόρους, οι οποίοι ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως σε περιοχές όπου δεν είχε εξαπλωθεί η «λευκή τρομοκρατία» (τα νησιά και τα μεσαίου και μεγάλου μεγέθους αστικά κέντρα). Το ΚΚΕ δεν αναγνώρισε το εκλογικό αποτέλεσμα και κατήγγειλε τις εκλογές ως νόθες και παράνομες[68][69].
Κατά διαταγή του Ζαχαριάδη[70] το βράδυ της 30ής προς 31η Μαρτίου του 1946 έλαβε χώρα μία αιφνιδιαστική, αιματηρή επιδρομή 33[εκκρεμεί παραπομπή] κομμουνιστών ανταρτών, με αρχηγό τον Αλέξανδρο Ρόσιο (Υψηλάντη), εναντίον του σταθμού Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο Πιερίας.[71] Κατάληξη της επιδρομής εκείνης ήταν 11 νεκροί (9 χωροφύλακες και 2 εθνοφύλακες).[72] Την επομένη ο Ριζοσπάστης κατήγγειλε την επίθεση ως «προβοκάτσια» των κυβερνητικών,[73] αλλά λίγες μέρες αργότερα έγραψε ότι επρόκειτο για καταδιωκόμενους δημοκράτες.[74] Η επίθεση αυτή, δεν ήταν αυθόρμητη πράξη εκδίκησης ούτε επιθετική επιχείρηση, αλλά αποτελούσε προειδοποίηση του Ζαχαριάδη προς την κυβέρνηση και δε μετέβαλε την αμυντική λογική του ΚΚΕ.[75] Κατηγορούμενος αργότερα από τους εσωκομματικούς του αντιπάλους για την προσκόλληση στη νομιμότητα και τη «διπλή στρατηγική» του 1946-1947 ως κωλυσιεργός ή και προβοκάτορας και προδότης, ο Ζαχαριάδης παρουσίασε από το 1948 και εξής τον εμφύλιο πόλεμο ως μία προσχεδιασμένη επανάσταση με σαφή σοσιαλιστική στόχευση που είχε ξεκινήσει το Μάρτιο του 1946 και τη δράση του ΚΚΕ την περίοδο αυτή ως μόνο «φαινομενικά» αμυντική. Η εικόνα αυτή χρησιμοποιήθηκε εν συνεχεία από άλλους αντιπάλους του Ζαχαριάδη για να τον καταστήσουν υπεύθυνο για το σύρσιμο του ΚΚΕ σε εμφύλια σύγκρουση.[76]
Το καλοκαίρι του '46, οι ένοπλες επιθέσεις των ανταρτών εναντίον σταθμών Χωροφυλακής άρχισαν να πληθαίνουν και οι συγκρούσεις στην ύπαιθρο, μεταξύ ανταρτών και παρακρατικών συμμοριών, έγιναν συχνότερες. Σημαντικότερη υπήρξε η επίθεση ανταρτών εναντίον λόχου του στρατού στην Ποντοκερασιά του Κιλκίς. Ο λόχος εξοντώθηκε και 40 στρατιώτες του προσχώρησαν στις ομάδες των ανταρτών.[77]
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η κυβέρνηση ενέκρινε, στις 18 Ιουνίου, το Γ΄ Ψήφισμα («περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας»). Με το ψήφισμα αυτό, ξεκίνησαν μαζικές διώξεις εναντίον αριστερών ή ύποπτων για αριστερά φρονήματα. Επίσης, υπήρξαν αποφάσεις για θανατικές ποινές. Οι πρώτες εκτελέσεις θανατοποινιτών έγιναν στα τέλη του επόμενου μήνα (Ιούλιος 1946).[78] Τον Αύγουστο του 1946 δολοφονήθηκε στη Θεσσαλία, από τους παρακρατικούς του Σούρλα, ο δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, Κώστας Βιδάλης.[εκκρεμεί παραπομπή] Αντιδρώντας στην κυβερνητική πολιτική, το ΠΓ του ΚΚΕ αποφάσισε να ενταθεί η δράση των ανταρτών, που αριθμούσαν το καλοκαίρι του 46 περίπου 4.000, προσέχοντας να μη δώσει αφορμή στην κυβέρνηση να θέσει εκτός νόμου του ΚΚΕ ώστε να μην αποκλειστεί η προοπτική δημοκρατικής επίλυσης της κρίσης.[79]
Την 1η Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα για την επάνοδο του Βασιλιά Γεωργίου Β΄. Υπέρ της παλινόρθωσης της μοναρχίας ψήφισε το 68,4% και εναντίον το 31,6%.[80] Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θεωρείται διαβλητό[81].
Η επιστροφή του βασιλιά οδήγησε σε κλιμάκωση του εμφυλίου. Στις 21 Σεπτεμβρίου, οι αντάρτες κατέλαβαν, προσωρινά, τη Δεσκάτη και στις 2 Οκτωβρίου, τη Νάουσα. Στις 27 Οκτωβρίου, σχηματίστηκε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας και εγκατέστησε το γενικό του αρχηγείο στην Τσούκα Χασίων,[82] ενώ ως επικεφαλής του είχε επιλεγεί προσωπικά από το Ζαχαριάδη ο Μάρκος Βαφειάδης, που είχε αποσταλεί από τον Ιούλιο στο βουνό με την υπόσχεση να διαθέτει 20.000 άνδρες μέχρι το τέλος του έτους.[83]
Παράλληλα, η κυβέρνηση είχε ξεκινήσει την αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, με σκοπό τη δημιουργία ισχυρού εθνικού στρατού. Μετά την εφαρμογή του Γ΄ Ψηφίσματος, υπήρξαν μαζικές εκκαθαρίσεις στις ένοπλες δυνάμεις, από όσους ήταν ύποπτοι για αριστερά φρονήματα. Από το Φεβρουάριο του 1947, οι αριστεροί στρατεύσιμοι εκτοπίζονταν στο στρατόπεδο της Μακρονήσου, που δημιουργήθηκε γι' αυτό το σκοπό. Για την ανάληψη τοπικών αποστολών συγκροτήθηκαν οι Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥ) και οι Μονάδες Αποσπασμάτων Διώξεως (ΜΑΔ), οι οποίες υπήρξαν εξέλιξη παραστρατιωτικών οργανώσεων που δρούσαν ήδη στην ύπαιθρο.
Προς το τέλος του χρόνου, σημειώθηκαν σφοδρότερες ένοπλες συγκρούσεις. Στις 13 Νοεμβρίου, μεγάλη δύναμη ανταρτών, που ξεπερνούσε τους 300 άντρες, επιτέθηκε εναντίον λόχου του ΕΣ στο Σκρα. Οι αντάρτες, αφού κατέλαβαν το χωριό, αποχώρησαν την επόμενη μέρα. Σύμφωνα με δήλωση του υπουργού των Στρατιωτικών, βρέθηκαν νεκροί 17 άντρες του ΕΣ και 50 κάτοικοι, εκ των οποίων ένα βρέφος δύο ετών[84]. Στις 31 Δεκεμβρίου, ο Δημοκρατικός Στρατός κατέλαβε προσωρινά την Υπάτη.[85]
Παρόλη την αυξανόμενη κινητοποίησή του, το ΚΚΕ επιδίωκε την αποτροπή πλήρους ρήξης και τη συνέχιση της νόμιμης δράσης του, απαραίτητης προϋπόθεσης για την ειρηνική εξέλιξη των πραγμάτων.[86] Το ΚΚΕ υιοθέτησε, χωρίς μεγάλη πειστικότητα, μία στάση τήρησης αποστάσεων από το ΔΣΕ, αρνούμενο επισήμως την ευθύνη για τη δράση του, ενώ ο τύπος του ΚΚΕ μετέφερε μόνο μέσα από τα ανακοινωθέντα των κυβερνητικών αρχών τις ειδήσεις για τους αντάρτες, οι επικεφαλής των οποίων ωστόσο ήταν γνωστοί πρώην ελασίτες.[87]
Το 1947 σημαδεύτηκε από το θάνατο ηγετικών στελεχών της αριστεράς. Στις 20 Μαρτίου 1947, δολοφονήθηκε ο Γιάννης Ζέβγος, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, και ένα από τα στελέχη του ΕΑΜ που υπουργοποιήθηκαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, του Γεωργίου Παπανδρέου, το 1944. Η δολοφονία του Ζεύγου αποδόθηκε, από το φιλοκυβερνητικό τύπο, σε «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» στους κόλπους της Αριστεράς, ενώ, για το Ριζοσπάστη, ήταν έγκλημα των «μοναρχοφασιστών».[88] Μετά από χρόνια, ο δράστης ομολόγησε ότι ήταν όργανο της κυβέρνησης [εκκρεμεί παραπομπή]. Στις 9 Μαΐου 1947, πέθανε στην Ικαρία, όπου βρισκόταν εξόριστος, ο Ευριπίδης Μπακιρτζής, πρώην ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ. Ο θάνατός του χαρακτηρίστηκε ύποπτος, από την αριστερά, καθώς παρουσιάστηκε ως αυτοκτονία. Το Μάιο του 1947, πέθανε από καρδιακή προσβολή ο Γιώργης Σιάντος, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, κατά τη διάρκεια της εθνικής αντίστασης.
Από τις αρχές του χρόνου, οι συγκρούσεις ανάμεσα στις αντίπαλες πλευρές βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη.[εκκρεμεί παραπομπή] Στα μέσα Φεβρουαρίου το ΠΓ του ΚΚΕ αποφάσισε για πρώτη φορά να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στον ένοπλο αγώνα παρά την έννομη δράση.[89] Στις 13 Φεβρουαρίου του 1947, ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου κατέλαβε αιφνιδιαστικά τη Σπάρτη και απελευθέρωσε, από τις φυλακές της πόλης, 176 κρατούμενους. Τον Απρίλιο, τέθηκε σε εφαρμογή από την κυβέρνηση το σχέδιο «Τέρμινους», με σκοπό την εκμηδένιση των αντάρτικων ομάδων, που δρούσαν στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα. Η επιχείρηση ξεκίνησε από τα νότια Άγραφα, όπου δρούσαν ισχυρές δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού. Ένα τάγμα του Δημοκρατικού Στρατού της περιοχής βρέθηκε εγκλωβισμένο από τις δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού στα Μεγάλα Βραγγιανά. Οι ομάδες των ανταρτών, έχοντας ως μόνη διέξοδο το πέρασμα από τον ορεινό αυχένα της Νιάλας, αποφάσισαν να το διασχίσουν. Στην πορεία τους, οι καιρικές συνθήκες επιδεινώθηκαν και η σφοδρή χιονοθύελλα που ξέσπασε προκάλεσε τον θάνατο πολλών στρατιωτών και αμάχων, που τους συνόδευαν. Στην ίδια επιχείρηση, καταγράφηκε και το μοναδικό περιστατικό, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, όπου στρατιώτες των αντίπαλων πλευρών βρέθηκαν συμφιλιωμένοι, για ένα βράδυ, να μοιράζονται τις ίδιες σκηνές, για να προστατευτούν από τη μανία της φύσης.[90][91] Οι επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν, στη συνέχεια, βορειότερα, στον Κόζιακα και στα Τζουμέρκα. Το Μάιο, μεταφέρθηκαν στα Χάσια, τα Αντιχάσια και τη βόρεια Πίνδο και τον επόμενο μήνα, επεκτάθηκαν προς τον Όλυμπο και τα Πιέρια. Παρά τη μεγάλη τους έκταση, οι επιχειρήσεις του Ελληνικού στρατού δε στέφτηκαν από επιτυχία καθώς, οι αντάρτες του ΔΣΕ κατάφερναν να ανακαταλαμβάνουν περιοχές ή να διεισδύουν σε νέες. Από τα μέσα του καλοκαιριού, ο ΔΣΕ ανέλαβε μεγάλης έκτασης επιθετικές επιχειρήσεις, με την απόπειρα κατάληψης της πόλης των Γρεβενών, στις 25 Ιουλίου 1947, και του Μετσόβου, δύο μήνες αργότερα, στις 18 Οκτωβρίου. Και οι δύο απόπειρες απέτυχαν.[85] Η αποτυχία των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων προκάλεσε κυβερνητική κρίση, που οδήγησε σε πτώση της κυβέρνησης Μάξιμου, στις 23 Αυγούστου. Μετά από μία βραχύβια κυβέρνηση, του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, σχηματίστηκε, στις 7 Σεπτεμβρίου 1947, κυβέρνηση συνεργασίας Λαϊκού Κόμματος - Φιλελευθέρων, πρωθυπουργός της οποίας ανέλαβε ο Θεμιστοκλής Σοφούλης. Η κυβέρνηση Σοφούλη ψήφισε, στις 11 Σεπτεμβρίου, τη χορήγηση αμνηστίας σε όσους αντάρτες παρέδιδαν τα όπλα τους, σε διάστημα ενός μήνα. Η προσπάθεια αυτή δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, λόγω της έντονης δυσπιστίας προς την κυβέρνηση. Το σχέδιο κατευνασμού εγκαταλείφθηκε τελικά, στα μέσα Οκτωβρίου, με νέες διώξεις να ακολουθούν και με την απαγόρευση κυκλοφορίας του Ριζοσπάστη (18 Οκτωβρίου 1947)[92].
Από τα τέλη του προηγούμενου χρόνου, οι Άγγλοι είχαν εκφράσει την πρόθεσή τους να αποχωρήσουν από την Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση στράφηκε τότε, προς τις ΗΠΑ. Μετέβη στη Βόρεια Αμερική, τον Δεκέμβρη του 1946, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Τσαλδάρης. Οι ΗΠΑ έστειλαν στην Ελλάδα, στις αρχές Ιανουαρίου, επιτροπή εμπειρογνωμόνων, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Πωλ Α. Πόρτερ. Ένα από τα αιτήματα της αμερικανικής πλευράς ήταν η δημιουργία κυβέρνησης ευρύτερης συνεργασίας, με τη συμμετοχή των κεντρώων παρατάξεων. Κατόπιν της αμερικανικής πίεσης, η δεξιά κυβέρνηση Τσαλδάρη παραιτήθηκε, και στις 24 Ιανουαρίου 1947 σχηματίστηκε κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας, με νέο Πρωθυπουργό το Δημήτριο Μάξιμο. Οι ΗΠΑ εξέφρασαν επίσημα τη στήριξή τους στην Ελλάδα με το δόγμα Τρούμαν, που ανακοινώθηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο, στις 12 Μαρτίου. Με βάση το δόγμα Τρούμαν, οι ΗΠΑ θα εξασφάλιζαν στην Ελλάδα οικονομική, τεχνική και στρατιωτική υποστήριξη. Το σχέδιο για βοήθεια στην Ελλάδα εγκρίθηκε από το Κογκρέσο, στις 10 Μαΐου, και στις 22 Μαΐου, έγινε νόμος του Αμερικανικού κράτους.[93] Το δόγμα Τρούμαν συνιστά την πρώτη επέμβαση των ΗΠΑ στα εσωτερικά θέματα μίας άλλης χώρας, μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ για την Ελλάδα σηματοδοτεί την αφετηρία της δεύτερης φάσης του εμφυλίου. Οι όροι της αμερικανικής βοήθειας καθορίστηκαν με την υπογραφή της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας, στις 20 Ιουνίου 1947.[94] Αρχηγός της αμερικανικής αποστολής βοήθειας ανέλαβε ο Ντουάιτ Γκρίνσγουολντ, πρώην Κυβερνήτης της Νεμπράσκα, ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα στις 14 Ιουλίου 1947. Σημαντική πολιτική εξέλιξη, στο διάστημα αυτό, υπήρξε ο αιφνίδιος θάνατος του Βασιλιά Γεωργίου Β', την 1η Απριλίου 1947. Το Γεώργιο διαδέχτηκε ο μικρότερος αδελφός του, Παύλος.
Το Σεπτέμβριο του 1947 το ΚΚΕ άλλαξε αποφασιστικά τη στάση του. Μετά από δεκαεπτά μήνες προσπάθειας επίδειξης μεγαλύτερης υπευθυνότητας από τους αντιπάλους του και αποφυγής του εμφυλίου, κάθε ελπίδα ειρηνικής και ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης είχε εκλείψει. Οι αμυντικού χαρακτήρα δράσεις είχαν αποδειχθεί αναποτελεσματικές ενώπιον της αδιαλλαξίας της κυβέρνησης, που απολάμβανε τη βρετανική και την αμερικανική στήριξη.[95] Ενώπιον του κινδύνου φυσικής εξόντωσης της αριστεράς, η 3η Ολομέλεια που συνήλθε στις 12 με 15[εκκρεμεί παραπομπή] Σεπτεμβρίου, αποφάσισε τη διεξαγωγή ολομέτωπου πολέμου.[95] Καθορίστηκε επίσης, το σχέδιο «Λίμνες», το οποίο στόχευε στη δημιουργία ξεχωριστού κράτους στη βόρεια Ελλάδα, με κομμουνιστική κυβέρνηση. Για την επίτευξη του στόχου, προέβλεπε δημιουργία τακτικού στρατού, με δύναμη τουλάχιστον 60.000 στρατιωτών. Στις 24 Δεκεμβρίου, ανακοινώθηκε η ίδρυση κυβέρνησης στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές, που ονομάστηκε Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση. Πρόεδρός της ανέλαβε ο Μάρκος Βαφειάδης, που επωμίστηκε και τα καθήκοντα του υπουργού στρατιωτικών. Την επόμενη μέρα, ο ΔΣΕ εξαπέλυσε επίθεση για την κατάληψη της Κόνιτσας. Ένας από τους σκοπούς της επιχείρησης ήταν να καταστεί η πόλη, έδρα της νέας κυβέρνησης.[εκκρεμεί παραπομπή] Η κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα, και, στις 27 Δεκεμβρίου, εξέδωσε τον Αναγκαστικό Νόμο 509, «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του Πολιτεύματος, του Κοινωνικού Καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», που έθεσε εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη.[96]
Ο ΟΗΕ, την 21η Οκτωβρίου 1947, ενέκρινε ψήφισμα, στο οποίο αναφέρεται ότι οι Αλβανία, Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία υποστηρίζουν τους αντάρτες που μάχονται κατά της Ελληνικής Κυβέρνησης και καλεί τις χώρες αυτές να σταματήσουν τη βοήθεια αυτή. Το ψήφισμα προέκυψε από αίτημα της Ελληνικής Κυβέρνησης, της 3ης Δεκεμβρίου 1946, και βασίστηκε σε πόρισμα επιτροπής του ΟΗΕ, που εξέτασε το θέμα.[97][98]
Στις αρχές του 1948, βρισκόταν σε εξέλιξη η μάχη της Κόνιτσας, η οποία τερματίστηκε, στις 6 Ιανουαρίου 1948, με την αποτυχία του ΔΣΕ να καταλάβει την πόλη.[85] Στις αρχές Φεβρουαρίου, ομάδα ανταρτών προχώρησε σε μία παράτολμη επιχείρηση, που προκάλεσε έντονη ανησυχία στις κυβερνητικές αρχές. Τη νύχτα της 9ης προς 10η Φεβρουαρίου του 1948, δύναμη Ανταρτών, που προερχόταν από τα Κρούσσια Όρη, έφτασε σε απόσταση 8 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Στην τοποθεσία Δερβένι – Λεμπέτ οι αντάρτες τοποθέτησαν ένα πυροβόλο και πραγματοποίησαν ρίψεις οβίδων προς τη Θεσσαλονίκη. Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, ο στρατός και η χωροφυλακή εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό, συλλαμβάνοντας μεγάλο αριθμό ανταρτών που συμμετείχαν στην επιχείρηση.[99] Την ίδια περίοδο, ο κυβερνητικός στρατός πραγματοποιούσε επιχειρήσεις για την κατάληψη του όρους Μουργκάνα, που κατέληξαν σε αποτυχία. [100]
Την άνοιξη του 1948, τέθηκε σε εφαρμογή, από τον κυβερνητικό στρατό, το σχέδιο «Χαραυγή», που στόχευε στην εκκαθάριση της Στερεάς Ελλάδας από τις δυνάμεις του ΔΣΕ που δρούσαν εκεί. Οι επιχειρήσεις πέτυχαν προσωρινή εκκαθάριση των Βαρδουσίων και της Γκιώνας, όμως, οι μονάδες του ΔΣΕ ανασυντάχθηκαν στα νότια Άγραφα.
Το τελείωμα της άνοιξης του 1948, σημαδεύτηκε από δύο απ’ τις σημαντικότερες πολιτικές δολοφονίες, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Την 1η Μαΐου 1948, δολοφονήθηκε, στο κέντρο της Αθήνας, ο υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Λαδάς, από μέλος της ΟΠΛΑ (της πολιτοφυλακής του ΔΣΕ). Η δολοφονία του Χρήστου Λαδά είχε ως συνέπεια τη λήψη έκτακτων στρατιωτικών μέτρων, που περιελάμβαναν απαγόρευση της κυκλοφορίας τις νυχτερινές ώρες.
Στις 16 Μαΐου, βρέθηκε δολοφονημένος, στη Θεσσαλονίκη, ο Αμερικανός δημοσιογράφος, Τζορτζ Πολκ. Ο Πολκ είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη στις 7 Μαΐου, με σκοπό να προωθηθεί στη Δυτική Μακεδονία, για να συναντήσει και να πάρει συνέντευξη από τον ηγέτη του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη. Τα ίχνη του χάθηκαν την επόμενη μέρα και, μια βδομάδα αργότερα, βρέθηκε το πτώμα του να επιπλέει στον Θερμαϊκό. Η χωροφυλακή επέρριψε ευθύνες στο ΚΚΕ και κατηγόρησε για τη δολοφονία δύο στελέχη του κόμματος, τον Αδάμ Μουζενίδη και τον Ευάγγελο Βασβανά. Αργότερα, αποκαλύφθηκε πως οι δύο βασικοί κατηγορούμενοι δεν είχαν σχέση με τη δολοφονία, αφού ο πρώτος ήταν ήδη νεκρός, εκείνη την περίοδο, και ο δεύτερος βρισκόταν στον Γράμμο. Αν και οι ελληνικές αρχές έκλεισαν την υπόθεση, χωρίς να αποκαλυφθούν οι πραγματικοί δράστες, νεότερα στοιχεία και δημοσιογραφικές έρευνες έδειξαν πως πίσω από τη δολοφονία βρίσκονταν μυστικές υπηρεσίες, με ανάμειξη Αμερικανών ή Άγγλων πρακτόρων.[101][102]
Το καλοκαίρι του 1948, τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο «Κορωνίς», με στόχο τη διάλυση του κύριου σώματος του Δημοκρατικού Στρατού, που βρισκόταν στην περιοχή του Γράμμου. Στις αρχές Αυγούστου, ο κυβερνητικός στρατός κατέλαβε το, στρατηγικής σημασίας, ύψωμα του Κλέφτη, στα βόρεια της Κόνιτσας, ανοίγοντας το δρόμο για το Γράμμο. Μετά την πτώση και του Κάμενικ, στα βορειοδυτικά της Κόνιτσας, ο ΔΣΕ εγκατέλειψε τις θέσεις του στον Γράμμο και, με έναν ελιγμό, που επιχείρησε τη νύχτα της 20ης προς 21η Αυγούστου 1948, διέφυγε και ανασυντάχτηκε στο Βίτσι. Με βάση τα νέα δεδομένα, ο κυβερνητικός στρατός κατάρτισε σχέδιο για τη συντριβή των ανταρτών, που είχαν διαφύγει στο Βίτσι. Η νέα σχεδίαση απαιτούσε εξόντωση των δυνάμεων του δημοκρατικού στρατού, στον χώρο των βουνών Μάλι Μάδι και Μπούτσι, οι οποίες έλεγχαν τα περάσματα από το Βίτσι προς την Αλβανία. Η επίθεση στις θέσεις των ανταρτών ξεκίνησε στις 30 Αυγούστου.Μέχρι τις 7 Σεπτεμβρίου, ο κυβερνητικός στρατός είχε καταλάβει τα υψώματα Βούτσι, Ραμπατίνα και Μεσκίνα, άλλα δεν κατάφερε να πετύχει τη συνολική κατάληψη του βουνού Μάλι Μάδι, λόγω της ισχυρής αντίστασης που συνάντησε στην κορυφή του και στο ύψωμα Μπούτσι, στη βορειοανατολική πλευρά του. Στις 9 Σεπτεμβρίου όμως, ο Δημοκρατικός Στρατός ξεκίνησε αντεπίθεση, ανακαταλαμβάνοντας τις κορυφές Μεσκίνα και Ραμπατίνα. Στις 12 Σεπτεμβρίου, κατέλαβε την κορυφή Βούτσι, στην νοτιοανατολική πλευρά του Μάλι Μάδι, ολοκληρώνοντας την ανακατάληψη του βουνού. Ο κυβερνητικός στρατός, που υπέστη ανέλπιστη ήττα, υποχώρησε και κατέφυγε στην Καστοριά. Με την ήττα του κυβερνητικού στρατού στο Μάλι Μάδι τερματίστηκε η επιχείρηση Κορωνίς, έχοντας αποτύχει.[103]
Στο επόμενο διάστημα, ο ΔΣΕ πραγματοποίησε επιχειρήσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στις 12 Δεκεμβρίου 1948, κατέλαβε προσωρινά την πόλη της Καρδίτσας και προχώρησε σε στρατολόγηση 1000 κατοίκων.[104]
Το 1948, εγκαινιάστηκε το σχέδιο Μάρσαλ, που προσέφερε μεγάλη οικονομική ενίσχυση στην Ελλάδα. Η συμφωνία για την ένταξη της Ελλάδας στο σχέδιο Μάρσαλ υπογράφηκε τον Ιούλιο του 1948. Ήδη, η Ελλάδα είχε λάβει σημαντικές ενισχύσεις, από τον Αύγουστο του 1947, στο πλαίσιο του δόγματος Τρούμαν.[105][106]
Στις κοινωνικές εξελίξεις του έτους, συγκλονιστικότερη εξέλιξη υπήρξε η αναγκαστική απομάκρυνση παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές. Οι μετακινήσεις αυτές έγιναν και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, με την κάθε μια να προτάσσει ανθρωπιστικούς λόγους. Το Μάρτιο του 1948, υπήρξε απόφαση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης για την αποστολή παιδιών, από τις εμπόλεμες περιοχές, σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τα παιδιά, ηλικίας 3 έως 14 ετών, που μεταφέρθηκαν εκτός Ελλάδας, υπολογίζονται σε περισσότερα από 20.000. Το γεγονός αυτό προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην αντίπαλη πλευρά, που το παρομοίασε με το παιδομάζωμα της Τουρκοκρατίας. Η κυβέρνηση απάντησε με παρόμοιο τρόπο, μεταφέροντας χιλιάδες παιδιά, από τις εμπόλεμες περιοχές, στις επονομαζόμενες Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης (ιδρύματα που δημιουργήθηκαν για το σκοπό αυτό). Κατά πόσο αυτές οι πρωτοβουλίες έγιναν με μοναδικό σκοπό τη σωτηρία των παιδιών είναι θέμα που παραμένει, ακόμα και σήμερα, ανοικτό .[100][107][108]
Μετά την αποτυχία του σχεδίου Κορωνίς, η κυβέρνηση της Αθήνας προχώρησε σε σημαντικές ανακατατάξεις στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Τον Οκτώβριο του 1948, προτάθηκε στον Αλέξανδρο Παπάγο η θέση του Αρχιστράτηγου και αφού έγιναν δεκτοί οι όροι του, ανέλαβε επίσημα, στις 11 Ιανουαρίου 1949. Η νέα ηγεσία του κυβερνητικού στρατού κατάστρωσε νέο σχέδιο με στόχο την οριστική συντριβή του ΔΣΕ. Το πρώτο μέρος του σχεδίου αφορούσε την εκκαθάριση της Πελοποννήσου και ονομάστηκε σχέδιο «Περιστέρα». Το σχέδιο Περιστέρα τέθηκε σε εφαρμογή στα μέσα Δεκεμβρίου του 1948 και ολοκληρώθηκε με επιτυχία μέχρι τις αρχές Μαρτίου του 1949. Σημαντικότερη υπήρξε η επιχείρηση εκκαθάρισης των αντάρτικων ομάδων του Πάρνωνα, που ήταν από τις ισχυρότερες που δρούσαν στην Πελοπόννησο. Καθοριστικές νικηφόρες μάχες, εναντίον τους, δόθηκαν στο Λεωνίδιο και στον Άγιο Βασίλειο, στις 20 και 22 Ιανουαρίου.[109][110]
Στο ίδιο διάστημα, ο ΔΣΕ είχε αναλάβει επιθετικές επιχειρήσεις, με στόχο την κατάληψη πόλεων που θα του εξασφάλιζαν εφόδια και νέες στρατολογίες. Πετυχημένες υπήρξαν οι επιθέσεις του Δημοκρατικού Στρατού στη Νάουσα (12 Ιανουαρίου)[111] και στο Καρπενήσι (20 Ιανουαρίου-7 Φεβρουαρίου), ενώ απέτυχε η επίθεση εναντίον της Φλώρινας (Μάχη της Φλώρινας, 11-14 Φεβρουαρίου). Στο ίδιο διάστημα, προχώρησε και στην ανακατάληψη του Γράμμου. Τον Απρίλιο του 1949, και, πιο συγκεκριμένα, στις 3 Απριλίου[112], ανασχηματίστηκε η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, επικεφαλής της οποίας τέθηκε ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ενώ στη σύνθεσή της περιελήφθησαν εκπρόσωποι της Γ.Σ.Ε.Ε., του Ε.Α.Μ., της Α.Κ.Ε. και άλλων φορέων. Είχε προηγηθεί, ήδη από τα τέλη του προηγούμενου χρόνου, η ρήξη Ζαχαριάδη – Βαφειάδη, που έθεσε τον τελευταίο εκτός της ΠΔΚ. Στις 20 Απριλίου, η Π.Δ.Κ. απεύθυνε έκκληση στον Ο.Η.Ε. για διεθνή μεσολάβηση προς τερματισμό της εμφύλιας σύρραξης, ενώ οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας πρότειναν στην ΕΣΣΔ να συμμετάσχει σε συζητήσεις για το ελληνικό ζήτημα[113].
Στις αρχές της άνοιξης, ο κυβερνητικός στρατός έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο Πύραυλος με σκοπό την εκκαθάριση της Στερεάς Ελλάδας και της νότιας Θεσσαλίας. Το σχέδιο ολοκληρώθηκε με επιτυχία στις αρχές του καλοκαιριού. Στο διάστημα αυτό, στις 24 Ιουνίου 1949, πέθανε ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Θεμιστοκλής Σοφούλης, σε ηλικία 89 ετών. Αντικαταστάτης του ορίστηκε ο μέχρι τότε αντιπρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου, Αλέξανδρος Διομήδης. Λίγες ημέρες μετά, στις 11 Ιουλίου 1949, έλαβε χώρα η απόφαση του Τίτο για κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων. Η απόφαση αυτή υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη του εμφυλίου και επιτάχυνε την ήττα του ΔΣΕ.
Στις 10 Ιουλίου 1949, ημέρα κατά την οποία ο Τίτο απέρριψε με οργή και με πρόσχημα τις κατηγορίες του ΚΚΕ ότι η κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας συνεργάζονταν με την Ελληνική Κυβέρνηση και έκλεισε τα γιουγκοσλαβικά σύνορα με την Ελλάδα[ασαφές], ο Ραδιοσταθμός του Βελιγραδίου ανακοίνωσε πρόσκληση προς «όλους τους Μακεδόνες που δεν είχαν ελεύθερη πατρίδα» να καταφύγουν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας.[114] Η ρήξη αυτή διέσπασε και τους σλαβομακεδόνες κομμουνιστές[ασαφές], πολλοί από τους οποίους αρνήθηκαν να καταδικάσουν την τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία και διεχώρισαν τη θέση τους από αυτήν του ΚΚΕ. Πολλοί μαχητές και πολλά στελέχη εγκατέλειψαν το Βίτσι και πέρασαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας.[115]
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο «Πυρσός», με στόχο τις θέσεις του ΔΣΕ στον Γράμμο και στο Βίτσι. Η πρώτη φάση του σχεδίου, που ονομάστηκε Πυρσός Α΄, ξεκίνησε στον Γράμμο, τη νύχτα 2 προς 3 Αυγούστου. Η επιχείρηση αυτή, που διήρκεσε μέχρι τις 8 Αυγούστου, ήταν παραπλανητικού χαρακτήρα, καθώς κύριος στόχος ήταν οι θέσεις των ανταρτών στο Βίτσι.
Η κύρια επιχείρηση προς το Βίτσι ξεκίνησε στις 10 Αυγούστου και έφερε την ονομασία Πυρσός Β΄. Ο κυβερνητικός στρατός, που υπερίσχυε σε αριθμητικές δυνάμεις και πολεμικό εξοπλισμό και διέθετε αεροπορική υποστήριξη, κατόρθωσε, μέχρι τις 16 Αυγούστου, να εκκαθαρίσει πλήρως το Βίτσι. Ο κύριος όγκος των ανταρτών του Βιτσίου διέφυγε προς τον Γράμμο, όπου διεξήχθη η τελική φάση της επιχείρησης Πυρσός, με την ονομασία Πυρσός Γ΄. Η επίθεση του Εθνικού Στρατού εξαπολύθηκε στον Γράμμο, στις 25 Αυγούστου. Έπειτα από σφοδρό βομβαρδισμό, στον οποίο χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και οι εμπρηστικές βόμβες Ναπάλμ, η άμυνα των ανταρτών κάμφθηκε και στις 29 Αυγούστου ο ΔΣΕ εγκατέλειψε το βουνό αυτό και διέφυγε προς την Αλβανία. Με την κατάληψη του Κάμενικ, στις 30 Αυγούστου, έληξε το πολεμικό σκέλος του Εμφυλίου.[116]
Στις 15 Οκτωβρίου του 1949, η εξόριστη πλέον, «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση» των ανταρτών, έδωσε τέλος στις εχθροπραξίες[117], με διάγγελμα, που μεταδόθηκε από ραδιοσταθμό του Βουκουρεστίου. Στο διάγγελμα αυτό, μεταξύ άλλων, αναφέρονται και τα εξής:
Ο ΔΣΕ δεν κατέθεσε τα όπλα, μονάχα τα έθεσε παρά πόδα. Υποχώρησε μπροστά στην τεράστια υλική υπεροχή που συγκέντρωσαν οι ξένοι καταχτητές ενισχυμένοι απ' την τιτοϊκή αποστασία και προδοσία που τον χτύπησε πισώπλατα. Μα ο ΔΣΕ δεν λύγισε και δεν συντρίφτηκε. Παραμένει ισχυρός με ακέραιες τις δυνάμεις του. Σταμάτησε την αιματοχυσία για να σώσει την Ελλάδα από την ολοκληρωτική εκμηδένιση και τα συμφέροντα του τόπου τα έβαλε πάνω απ' όλα. Οι δυνάμεις μας στο Βίτσι και το Γράμμο σταμάτησαν τον πόλεμο για να διευκολύνουν την ειρήνευση στην Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει συνθηκολόγηση. Σημαίνει απόλυτη προσήλωση στο συμφέρον της πατρίδας, που δε θέλαμε να δούμε ολοκληρωτικά κατεστραμμένη.
Από τη μια μεριά βρίσκονταν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, με τη συνδρομή δυνάμεων της Χωροφυλακής, των ΤΕΑ (Τάγματα Εθνικής Ασφαλείας) και λαμβάνοντας αρκετή υλική στήριξη από τους δυτικούς Συμμάχους (αρχικά από τη Μ. Βρετανία και μετέπειτα τις ΗΠΑ). Στον Ελληνικό Στρατό συμμετείχαν Έλληνες πολίτες, με κλήση κλάσεων, με την υποστήριξη όλων των πολιτικών δυνάμεων, υπό τον 87χρονο Θεμιστοκλή Σοφούλη,στην Ελλάδα, αλλά και στρατιώτες, οι οποίοι, κατά τη διάρκεια της κατοχής, είχαν συμμετάσχει στα Τάγματα Ασφαλείας (πολιτοφυλακή υπό γερμανική διοίκηση). Η Χωροφυλακή και η Εθνοφυλακή συνέδραμαν τον Ελληνικό Στρατό, όπου ήταν δυνατό, ενώ αλλού κάλυπταν τα νώτα του, με καθήκοντα φύλαξης σε αστικά κέντρα ή κεφαλοχώρια. Τέλος, στους άτυπους συμμάχους της κυβερνητικής παράταξης συγκαταλέγονται και παρακρατικές οργανώσεις, αποτελούμενες από πλήθος κόσμου, συντηρητικών και αντι-κομμουνιστικών φρονημάτων. Αυτοί πολέμησαν αυτοβούλως τους κομμουνιστές μέχρι το πέρας των επιχειρήσεων. Επιπρόσθετα, η Ελληνική κυβέρνηση έκανε χρήση των μονάδων του Πολεμικού Ναυτικού (όπου ήταν δυνατό), για επικουρικές του στρατού επιχειρήσεις, αλλά και της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας (ΕΒΑ), της οποίας η συνεισφορά ήταν καθοριστική σε όλες τις φάσεις του αντιανταρτικού αγώνα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στο έδαφος. Τον Εθνικό Στρατό συνέδραμαν, αρχικά, οι Βρετανοί, αλλά όταν έκριναν ότι ήταν ασύμφορη για τα γεωπολιτικά τους σχέδια η Ελλάδα, αποφάσισαν να αποχωρήσουν σταδιακά. Η ελληνική πλευρά απηύθυνε τότε έκκληση για βοήθεια στις ΗΠΑ. Αυτό οδήγησε στο Δόγμα Τρούμαν (1947), από την πλευρά των ΗΠΑ, που πρακτικά μεταφραζόταν σε πρόσθετη οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην Ελλάδα. Το γενικό συντονισμό του Εθνικού Στρατού ανέλαβε, αρχικά, ο στρατηγός Τζέιμς Βαν Φλητ.
Από την άλλη μεριά βρίσκονταν οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (Δ.Σ.Ε.), με κύριο μέρος των όπλων, πυρομαχικών και άλλων εφοδίων (κυρίως στη βόρεια Πίνδο, καθώς οι πενιχρές μεταφορικές του δυνατότητες δεν επέτρεπαν σε μεγάλες ποσότητες εφοδίων να σταλούν νότια) να φτάνουν ως υλική στήριξη από τις γειτονικές νεοσύστατες Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες: Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία και Αλβανία, μέσω των αμαξιτών δρόμων που κατασκεύασε (ο ΔΣΕ) στα όρη του Γράμμου και του Βιτσίου. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ στην Πελοπόνησσο και στα νησιά -ιδιαίτερα στην Κρήτη- εφοδιάζονταν, κατ' αποκλειστικότητα, από τις επιθέσεις εναντίον τμημάτων του Στρατού, από τις Μ.Α.Υ. (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου), που αφόπλιζαν σχετικά εύκολα, αλλά και από τις νικηφόρες στρατιωτικές επιχειρήσεις σε μεγάλα αστικά κέντρα (Καλαμάτα, Ζαχάρω, Καλάβρυτα κ.α.). Αρκετά εφόδια ήταν λάφυρα από τη Γερμανική Κατοχή (1941-1944). Ιδιαίτερα, η συνδρομή της Γιουγκοσλαβίας, η οποία ξεκίνησε το δεύτερο ήμισυ του 1946 και τελείωσε το δεύτερο ήμισυ του 1948, ήταν δωρεάν και είχε αποφασιστική σημασία για το αξιόμαχο του ΔΣΕ στη Βόρεια Ελλάδα.[118] Αυτή η βοήθεια περιλάμβανε, εκτός από στρατιωτικό υλικό, ρουχισμό, τρόφιμα, φάρμακα, μέριμνα τραυματιών, υποστήριξη στην προπαγάνδα, χρηματική βοήθεια, ηθική και πολιτική υποστήριξη. Στις παροχές συγκαταλέγονταν ακόμα, στρατιωτικοί σύμβουλοι, που πήγαιναν στην Ελλάδα και παρείχαν επαγγελματική υποστήριξη στο επιτελείο του ΔΣΕ, όπως και στην εξάσκηση και χρήση οπλισμού, αλλά και στη δημιουργία στρατιωτικής ιατρικής υπηρεσίας. Επιπλέον, το έδαφος της Γιουγκοσλαβίας ήταν μια βάση επιμελητείας, όπου εκπαιδεύονταν μαχητές και στελέχη του ΔΣΕ.[119]
Στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος συσπειρώθηκαν μέλη και φίλοι του ΚΚΕ, αλλά και τεράστιος αριθμός γηγενών, σλαβόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας, άντρες και γυναίκες. Όσο οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις οργανώνονταν καλύτερα και επιστράτευαν περισσότερους άντρες, τόσο μεγάλωνε το ποσοστό ένταξης των γυναικών στον ΔΣΕ. Ενώ το Νοέμβριο του 1948 ήταν 12-15%, τον Απρίλιο του 1949 έφτασαν να αποτελούν το 70% στις βοηθητικές υπηρεσίες και το 30% στις μάχιμες μονάδες.[120]
Το διάστημα 1946-1949, οι νεκροί κυμαίνονται στους 70.000. Συγκεκριμένα, στις μάχες του Γράμμου-Βιτσίου, το 1948, που διήρκεσαν πάνω από 2 μήνες (Ιούνιος-Αύγουστος), σκοτώθηκαν 7 έως 12 χιλιάδες άτομα, ανάλογα με τις εκτιμήσεις των διαφόρων ιστορικών.[121]
Η καταστολή των αριστερών συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια με στρατοδικεία, φυλακίζοντας χιλιάδες στρατιώτες του ΔΣΕ, και μαζικές εξορίες στα ξερονήσια του Αιγαίου (Άη Στράτης, Μακρόνησος, Γυάρος). Οι διωγμοί και οι συστηματικοί βασανισμοί αριστερών εξακολούθησαν για πολλά χρόνια και τελείωσαν με τη Μεταπολίτευση, μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, το 1974.[εκκρεμεί παραπομπή]
Μία άλλη επίπτωση ήταν ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός των προσφύγων ή με τη βία μετακινηθέντων (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και χιλιάδες παιδιά (Παιδομάζωμα), που είτε στάλθηκαν από το ΔΣΕ σε ανατολικές χώρες, είτε μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν προσωρινά σε "παιδουπόλεις"), κυρίως στη βόρεια Ελλάδα. Αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα χωριά τους, είτε για να μη βρεθούν στο επίκεντρο των μαχών μεταξύ Κυβερνητικού στρατού και ανταρτών, είτε επειδή εξαναγκάστηκαν, κατά τη διάρκεια των μεγάλων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Εθνικού Στρατού, ώστε να αποκοπεί με οποιαδήποτε τρόπο ο εφοδιασμός έμψυχου υλικού των ανταρτικών τμημάτων, είτε πάλι λόγω της βίαιης προσαγωγής τους μέσω του Παιδομαζώματος από τον ΔΣΕ, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το σοβαρότατο πρόβλημα προσέλευσης μαχητών. Χαρακτηριστική του αριθμού των προσφύγων είναι η αναφορά στο "Μνημόνιο για το ελληνικό προσφυγικό πρόβλημα", που εστάλη, στις 8 Οκτωβρίου 1949, προς το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών από την Ελληνική κυβέρνηση. Εκεί, ο πρωθυπουργός, Κ. Τσαλδάρης, δήλωνε πως ο αριθμός των καταφυγόντων και φυγόντων του εμφυλίου πολέμου ανερχόταν σε 684.607 ανθρώπους (μεταξύ των οποίων 77.822 καταφυγόντες από την πληττόμενη περιοχή της πόλης της Καστοριάς). Από αυτούς, αναφέρεται (στο ίδιο) ότι 166.000 πρόσφυγες είχαν επαναπατρισθεί ως τότε και άλλοι 225.000 θα επαναπατρίζονταν σύντομα. Επίσης, μέχρι το 1956, υπήρχαν αιχμάλωτοι στρατιωτικοί του Εθνικού Στρατού σε στρατόπεδα εργασίας στην Αλβανία και σε άλλες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ όπου υπέστησαν άθλιες συνθήκες κράτησης τους σε στρατόπεδα συγκεντρώσεων χωρίς τις ελάχιστες συνθήκες υγιεινής και τις μηδαμινές μερίδες φαγητού καθώς και την εξοντωτική εργασία από την ανατολή έως την δύση του ήλιου που οδήγησε αρκετούς συμπατριώτες μας στον θάνατο.[122]
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτής της ενότητας αμφισβητείται. |
Σύμφωνα με τη μετεμφυλιακή, εθνικόφρονα ιστοριογραφία, ο εμφύλιος πόλεμος ήταν ο «τρίτος γύρος» ενός ένοπλου αγώνα, που ξεκίνησε με τις συγκρούσεις μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων, κατά τη διάρκεια του 1943 («πρώτος γύρος»), και τις μάχες στην Ήπειρο και την Αθήνα, το Δεκέμβριο του 1944 («δεύτερος γύρος»).[123] Αυτές οι φάσεις είναι ξεχωριστές, διότι η κάθε μια έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, αλλά και στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους διότι, τελικά, θα καθορίσουν τον εσωτερικό και διεθνή προσανατολισμό της Ελλάδας, για τα επόμενα χρόνια[124]. Αυτή τη θεώρηση την επανέφερε μια ομάδα πολιτικών επιστημόνων (με τη συνδρομή ιστορικών)[125] που ήρθε σε σκληρή διένεξη με άλλους ιστορικούς.[126][127]
Τα αίτια της γενικευμένης εμφύλιας σύρραξης, που προέκυψε από τα μέσα του 1946, επιχειρεί να εντοπίσει ο ιστορικός, Γιώργος Μαργαρίτης, αναλύοντας το σύστημα εξουσίας που επικράτησε στη μετά-δεκεμβριανή Ελλάδα, και που το αποτελούσαν άτομα και ομάδες, οι οποίες είχαν ταχθεί υπέρ της Βρετανικής επέμβασης στα "Δεκεμβριανά", είτε είχαν, πρωτύτερα, εξυπηρετήσει -και εξυπηρετηθεί- από τις δυνάμεις των κατακτητών της χώρας (1941-1944). Η πραγματικότητα αυτή, σύμφωνα πάντα με τον καθηγητή Γ. Μαργαρίτη, αποτέλεσε ένα σημαντικό λόγο διχασμού του λαού και ήταν από τις βασικότερες αιτίες που οδήγησαν, εν συνεχεία, στον εμφύλιο πόλεμο[128].
Ορισμένοι σύγχρονοι (αρχές του 21ου αι.) ιστορικοί διαπιστώνουν ότι υπήρξαν ή υπάρχουν δύο κεντρικές ιστοριογραφικές εκδοχές των γεγονότων της δεκαετίας του 1940-50: η "εκδοχή των νικητών" και η "εκδοχή των ηττημένων". Και οι δύο καθορίζονται από τις ιδεολογικές συγκρούσεις της δεκαετίας του '40[129] και χαρακτηρίζονται ως στρατευμένες και υποταγμένες σε πολιτικές αναγκαιότητες.[130] Στις δύο αυτές μυθικές εκδοχές της ιστορίας ο κόσμος χωρίζεται σε δύο άκρα, όπου το ένα εξιδανικεύεται και το άλλο δαιμονοποιείται, χωρίς ενδιάμεσες αποχρώσεις και γκρίζες ζώνες.
Μετά τη λήξη του εμφυλίου, επικράτησε η εκδοχή των νικητών, σύμφωνα με την οποία το ΕΑΜ ήταν απλώς το προκάλυμμα των κομμουνιστών για να καταλάβουν την εξουσία. Αφού το ΚΚΕ απέτυχε να πάρει την εξουσία ειρηνικά, το 1944, το επιδίωξε με τη βία και με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που οδήγησε στον Εμφύλιο. Τα χρησιμότερα στοιχεία αυτής της ιστοριογραφίας ήταν η δημοσίευση, από το Κράτος, των απομνημονευμάτων μεγάλων στρατιωτικών ηγετών του Κυβερνητικού στρατού. Οι πρώτες αριστερές ιστορικές ερμηνείες του Εμφυλίου άρχισαν να εμφανίζονται στη δεκαετία του 1960. Η βασική γραμμή αυτής της ιστοριογραφίας ήταν ότι το ΕΑΜ ήταν μη-κομμουνιστική οργάνωση, με ευρεία λαϊκή βάση, που ζητούσε την απελευθέρωση από ξένες δυνάμεις, αλλά και κοινωνική δικαιοσύνη. Το ΕΑΜ θα ερχόταν στην εξουσία με ειρηνικά μέσα, αν δεν επενέβαιναν οι βρετανικές δυνάμεις, που υποστηρίζονταν από την τοπική ολιγαρχία. Μετά τη δικτατορία του 1967-1974, η αριστερή ιστοριογραφία σχεδόν εκτόπισε τις δεξιές ερμηνείες. Η νίκη του ΠΑΣΟΚ, στις εκλογές του 1981, κατέστησε αυτή την αριστερή ιστοριογραφική εκδοχή κρατική ορθοδοξία, όπως αντίστοιχα είχε γίνει με τη δεξιά ιστοριογραφία, στη δεκαετία του 1950. Η αριστερή άποψη για τον εμφύλιο έγινε η κυρίαρχη στον δημόσιο διάλογο και στα σχολικά βιβλία. Αυτό δεν άλλαξε ούτε με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Τους τελευταίους μήνες του 1997, κυκλοφόρησε ένας σημαντικός αριθμός ιστορικών βιβλίων με έντονη συμπάθεια προς την Αριστερά. Η σοβαρή ιστορική έρευνα εμποδίστηκε από την κακή κατάσταση των κρατικών αρχείων, τη μη διαθεσιμότητα των αρχείων του ΚΚΕ και τη μαζική καύση των ατομικών φακέλων, που τηρούσε η Αστυνομία, το 1989. Εν τούτοις, μια αναθεωρητική τάση, η οποία εστιάζει περισσότερο στην εποχή της Κατοχής, άρχισε να εμφανίζεται και να λαμβάνει υπόψη τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες. Υιοθετεί την "εκ των κάτω" οπτική, με έντονη τάση τοπικής εστίασης, τοποθετεί την ελληνική ιστορία σε ευρύτερη διεθνή συγκριτική προοπτική, και στηρίζεται στην προφορική ιστορία, τις τοπικές σπουδές και τις προσωπικές μνήμες, για να αναπληρώσει την έλλειψη αρχειακού υλικού.[131]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.