From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Γιοχάνες Άλμπρεχτ Μπλάσκοβιτς (Johannes Albrecht Blaskowitz, 10 Ιουλίου 1883 - 5 Φεβρουαρίου 1948) ήταν Γερμανός αρχιστράτηγος (Generaloberst) κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρξε ανώτατος διοικητής στις γερμανικές εκστρατείες της Γερμανίας στην Πολωνία και τη Γαλλία και των κατεχομένων εδαφών. Συνέταξε επίσης αρκετά υπομνήματα στα οποία στηλίτευε την εγκληματική δράση των SS και των Einsatzgruppen στην Ανατολή. Προς το τέλος του πολέμου διοίκησε διάφορες Ομάδες Στρατιών. Μετά τον πόλεμο προσάχθηκε στη Δίκη της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ (μέρος των Δικών της Νυρεμβέργης) αλλά αυτοκτόνησε προτού δικαστεί.
Γιοχάνες Άλμπρεχτ Μπλάσκοβιτς | |
---|---|
Ο Αρχιστράτηγος Γιοχάνες Μπλάσκοβιτς τα Χριστούγεννα του 1939 | |
Γέννηση | 1883 Πέτερσβαλντε, Ανατολική Πρωσία |
Θάνατος | 1948 Νυρεμβέργη, Γερμανία |
Ενταφιασμός | Μπόμμελσεν, Γερμανία |
Χώρα | Γερμανικό Ράιχ Δημοκρατία της Βαϊμάρης Ναζιστική Γερμανία |
Κλάδος | Ράιχσχερ (ως το 1918) Ράιχσβερ (ως το 1935) Βέρμαχτ (ως το 1945) |
Εν ενεργεία | 1901-1945 |
Βαθμός | Αρχιστράτηγος (Generaloberst) |
Μάχες/πόλεμοι | Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
Εξέγερση του Ρουρ |
Τιμές | Σταυρός των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού με Φύλλα Δρυός και Ξίφη |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Καίτοι περιθωριοποιήθηκε επανειλημμένα από τον Χίτλερ σε μέτωπα και περιοχές ήσσονος στρατηγικής σημασίας, λόγω της αντίθεσής του για τα εγκλήματα που διαπράττονταν στην Ανατολή από τα όργανα της Ναζιστικής ηγεσίας, ο Μπλάσκοβιτς αποδείχτηκε ευφυής στρατηγός, πράγμα που αποδείχτηκε με τη δεξιοτεχνική υποχώρηση της Ομάδας Στρατιών «G» που διοικούσε από τη νότια Γαλλία. Παρά τις εξαιρετικές του ικανότητες, ο Μπλάσκοβιτς δεν έφτασε ποτέ το βαθμό του Στρατάρχη, πράγμα για το οποίο αποκαλείται από τους ιστορικούς «ο Στρατάρχης άνευ ράβδου».[Σημ. 1][1]
Ο Γιοχάνες Μπλάσκοβιτς γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου 1883 στο Πέτερσβαλντε της Ανατολικής Πρωσίας. Ήταν γιος του Προτεστάντη πάστορα Χέρμαν Μπλάσκοβιτς, ο οποίος ήταν σλοβενικής καταγωγής (εξ ου και η ασυνήθιστη στα Γερμανικά κατάληξη του επωνύμου "-ιτς") και της Μαρί Κουν.[2] Είχε τρεις αδελφές. Μετά το θάνατο της μητέρας του το 1886 ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε.[2] Ο Μπλάσκοβιτς φοίτησε στο Δημοτικό του Βάλτερκεμεν και κατόπιν στο Μιλούνεν, ένα ανώτερο ιδιωτικό σχολείο.[2][3]
Το 1893, ο δεκάχρονος Μπλάσκοβιτς εισήλθε ως εύελπις στη σχολή του Καίσσλιν για τρία χρόνια. Φοίτησε άλλα τέσσερα χρόνια στη Στρατιωτική Σχολή του Μπαντ-Λίχτερφελντε στο Βερολίνο. Στις 2 Μαρτίου 1901 αποφοίτησε και έγινε δόκιμος αξιωματικός στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού Νο. 18 του Πόζεν «φον Γκρόλμαν» στο Οστερόντε της Ανατολικής Πρωσίας.[4] Φοίτησε στην Πολεμική Σχολή του Έγκερς στο Ρήνο, από την οποία αποφοίτησε δεύτερος καλύτερος από την τάξη του.[5] Στις 27 Ιανουαρίου 1902 προήχθη σε Ανθυπολοχαγό.[4] Πήρε μέρος σε ένα διαγωνισμό στο Στρατιωτικό Ίδρυμα στο Βερολίνο, στο οποίο εργάστηκε για ενάμιση χρόνο ως βοηθός καθηγητή. Το 1906 νυμφεύτηκε την Άννα Ρίγκε, κόρη ενός αρχιτέκτονα από τη Λιέπαγια (Λίμπαου για τους Γερμανούς) της Λετονίας, με την οποία απέκτησαν ένα γιο και μία κόρη.[2]
Από το 1908 ως το 1911 φοίτησε στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου, από όπου αποφοίτησε ως διερμηνέας της γαλλικής γλώσσας.[6] Υπηρέτησε στο 17ο Σύνταγμα Ουσάρων του Μπράουνσβαϊγκ από τις 16 Νοεμβρίου 1911[6] και έπειτα, στις 20 Ιουλίου 1912, με το βαθμό του Υπολοχαγού, στον 3ο Λόχο του 170ου Συντάγματος Πεζικού (9ο της Βάδης) στο Όφενμπουργκ. Λίγο πριν το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου υπηρετούσε στο επιτελείο του 111ου Συντάγματος Πεζικού «Μαργράβος Λουδοβίκος Γουλιέλμος» (3ο της Βάδης) στο Ράτστατ ως Λοχαγός.[4]
Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, τον Αύγουστο του 1914, ο Μπλάσκοβιτς ήταν διοικητής του 10ου Λόχου του Συντάγματος. Στις 11 Ιανουαρίου 1915 τραυματίστηκε στο κεφάλι από θραύσματα οβίδας και τέσσερις μέρες αργότερα ξανατραυματίστηκε στο στήθος.[6] Το 1915 μετατέθηκε στο 3ο Σύνταγμα Κυνηγών (Jäger),[4] όπου, από τις 16 Αυγούστου 1915, διοίκησε τον Ορεινό Λόχο Πολυβόλων.[6] Πολέμησε σε διάφορα μέτωπα του Πολέμου: στη Λωραίνη και τη Φλάνδρα στη Γαλλία, στο Τιρόλο στην Αυστρία και στη Σερβία.[2][5] Από το 1916 και εξής έλαβε θέση επιτελικού αξιωματικού.[4] Στις 11 Οκτωβρίου μετατέθηκε στην 11η Εφεδρική Μεραρχία και πήρε μέρος στις μάχες στους Βάλτους του Πρίπιατ στην Ουκρανία και στη Ρίγα της Λετονίας, πριν επιστρέψει εκ νέου στο Δυτικό Μέτωπο, όπου, σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις, τον βρήκε το τέλος του πολέμου το 1918. Ο Μπλάσκοβιτς διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις εξαιρετικές του ικανότητες στην ηγεσία και τη διοίκηση των στρατευμάτων.[6]
Κατά τη διάρκεια του «Μεγάλου Πολέμου» ο Μπλάσκοβιτς παρασημοφορήθηκε και με τις δύο τάξεις του Σιδηρού Σταυρού για τη γενναιότητά του,[1] ενώ έλαβε και τα Ξίφη στο Βασιλικό Τάγμα του Οίκου των Χοεντσόλερν.[4] Οι τραυματισμοί που υπέστη κατά τη διάρκεια του πολέμου του απέφεραν το Μελανό Έμβλημα Τραυμάτων, ενώ τις διακρίσεις του συμπλήρωναν το βαυαρικό Έμβλημα Πολεμικής Υπηρεσίας και το Στρατιωτικό Τάγμα του Μαξ-Γιόζεφ.[6]
Ένας από τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών που επιβλήθηκε στην ηττημένη Γερμανική Αυτοκρατορία προέβλεπε τη μείωση του Στρατού (ο οποίος είχε μετονομασθεί σε Ράιχσβερ - Reichswehr) σε 100.000 άνδρες, χωρίς βαρέα όπλα. Ο Μπλάσκοβιτς, λόγω των εξαιρετικών του επιδόσεων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε ένας από τους 100.000 αυτούς άνδρες που στελέχωσαν το νέο σώμα, ενώ η ανεργία μαινόταν στη μεταπολεμική Γερμανία.[1] Αρχικά επέστρεψε στο Όφενμπουργκ και λίγο αργότερα στο Αννόβερο, στο αρχηγείο του 10ου Σώματος Στρατού. Την άνοιξη του 1919 τοποθετήθηκε στο επιτελείο της V (5ης) Στρατιωτικής Περιφέρειας στη Στουτγκάρδη.[4] Κατά το Πραξικόπημα του Καπ την άνοιξη του 1920, η Κυβέρνηση του Μπάουερ εγκατέλειψε τη Δρέσδη και κατέφυγε στη Στουτγκάρδη, υπό την προστασία του ανωτέρου του Μπλάσκοβιτς, Στρατηγού Βάλτερ φον Μπέργκμαν. Μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος, ο Μπλάσκοβιτς αναμίχθηκε στην κατάπνιξη της εξέγερσης στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ.[2]
Την 1η Ιουνίου 1921 προάχθηκε σε Ταγματάρχη και ανέλαβε τη διοίκηση του 3ου Τάγματος του 13ου Συντάγματος Πεζικού.[4] Το 1924 μετατέθηκε στο 3ο Τάγμα Πεζικού στην Ουλμ, όπου την 1η Απριλίου 1926 προάχθηκε σε Αντισυνταγματάρχη και αργότερα εισήλθε στο Επιτελείο της 5ης Μεραρχίας.[4] Το 1927 επέστρεψε στη Στουτγκάρδη, την 1η Οκτωβρίου 1929 έλαβε το βαθμό του Συνταγματάρχη, ενώ για μικρό χρονικό διάστημα διετέλεσε διοικητής της Βάδης. Κατά το τέλος της ίδιας χρονιάς έλαβε τη θέση του διοικητή του 14ου Συντάγματος Πεζικού «Ζέεχαζεν» στην Κόνσταντς. Την 1η Οκτωβρίου 1932 έφτασε το βαθμό του Υποστρατήγου.[4]
Την 1η Φεβρουαρίου 1933, δύο μόλις μέρες αφότου ο Αδόλφος Χίτλερ ορκίστηκε Καγκελάριος της Γερμανίας, ο Μπλάσκοβιτς μετατέθηκε στο Υπουργείο της Ράιχσβερ και έλαβε τη θέση του Επιθεωρητή των Σχολών Όπλων. Την 1η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους προήχθη σε Αντιστράτηγο.[4] Από το 1935 και εξής ήταν διοικητής της 2ης Στρατιωτικής Περιφέρειας στο Στετίνο και την επόμενη χρονιά έγινε Στρατηγός του Πεζικού. Στις 15 Ιανουαρίου 1938 ανέλαβε τα ηνία της 3ης Ομάδας Στρατιών στη Δρέσδη.[2]
Μονάδες της Ομάδας Στρατιών του Μπλάσκοβιτς έλαβαν μέρος στην ειρηνική ενσωμάτωση της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ (Άνσλους), τον Μάρτιο του 1938, καθώς και στην αναίμακτη απόσπαση της Σουδητίας από την Τσεχοσλοβακία και τη μετατροπή της τελευταίας σε προτεκτοράτο, τον Οκτώβριο του 1938. Οι μονάδες του Μπλάσκοβιτς εισήλθαν στην Πράγα τον Μάρτιο του 1939.[1][2][4]
Κατά την ταραγμένη αυτή περίοδο, ο Χίτλερ πραγματοποίησε μια εκκαθάριση στους κόλπους των υψηλόβαθμων αξιωματικών της Βέρμαχτ. Τόσο ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Βέρνερ φον Φριτς όσο και ο συνονόματός του, Στρατάρχης Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ, εξευτελίστηκαν και εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση, ενώ άλλοι σκεπτικιστές εκδιώχθηκαν. Ο Μπλάσκοβιτς ήταν από αυτούς που κατάφεραν να διατηρήσουν τη θέση τους χωρίς να μεταβληθούν σε μανδαρίνους του Φύρερ, όπως ο Στρατάρχης Βίλχελμ Κάιτελ. Καίτοι δεν υπήρξε ποτέ του μέλος του Ναζιστικού Κόμματος, ο Μπλάσκοβιτς ήταν αρχικά θετικά διακείμενος τον Χίτλερ, κυρίως λόγω των τεράστιων διπλωματικών επιτυχιών που θεωρείτο πως είχε πετύχει με την ενσωμάτωση της Αυστρίας και της Σουδητίας. Είχε ξυρίσει μάλιστα το μακρύ του μουστάκι σε σχήμα κοντό ώστε να μοιάζει με αυτό του Χίτλερ. Ωστόσο, διατηρούσε ως στρατιωτικός την απαιτούμενη ουδετερότητα.[1]
Στα πλαίσια της κορύφωσης της διπλωματικής κρίσης στην Ευρώπη και της πυρετώδους στρατιωτικής κινητοποίησης της Γερμανίας για την εισβολή στην Πολωνία τον Αύγουστο του 1939, ο Μπλάσκοβιτς ανέλαβε τη διοίκηση της 8ης Στρατιάς.[1][4]
Η 8η Στρατιά του Μπλάσκοβιτς συμμετείχε στην Πολωνική Εκστρατεία, στον τομέα της Σιλεσίας, με μεγάλη επιτυχία. Παρ' όλα αυτά, μία αποφασιστική πολωνική αντεπίθεση ανάγκασε την 8η Στρατιά να πραγματοποιήσει μια αμελητέα αναδίπλωση στις 9 Σεπτεμβρίου 1939. Αν και η Βαρσοβία παραδόθηκε στον Μπλάσκοβιτς στις 27 Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ δεν ενθουσιάστηκε με την υποχώρηση αυτή, καθώς θεωρούσε τους Πολωνούς υποδεέστερους τόσο σαν φυλή όσο και σαν λαό. Έκτοτε ανέπτυξε μία ισχυρή αντιπάθεια προς τον Μπλάσκοβιτς, σε σημείο μάλιστα να ισχυρίζεται πως δεν κέρδισε ποτέ την εμπιστοσύνη του.[1][7]
Επιπλέον, από την πρώτη στιγμή της εκστρατείας, τα σώματα των SS του δεύτερου κλιμακίου και άλλες ναζιστικές οργανώσεις παρόμοιου μητρώου άρχισαν λεηλασίες και σφαγές κατά των Πολωνών αμάχων και ιδιαίτερα των Εβραίων – επιχειρήσεις οι οποίες βέβαια γίνονταν υπό την αιγίδα του Χίτλερ και του Αρχηγού (Reichsführer) των SS Χάινριχ Χίμλερ. Ο Μπλάσκοβιτς άρχισε να γίνεται ενοχλητικός στον Χίτλερ, καθώς άρχισε να στέλνει υπομνήματα προς την Ανώτατη Διοίκηση, εκφράζοντας τον αποτροπιασμό του για αυτές τις συμπεριφορές, οι οποίες κατά την άποψή του κηλίδωναν την τιμή του στρατεύματος.[7] Έφτασε μάλιστα στο σημείο να περάσει από στρατοδικείο άνδρες των SS που συνελήφθησαν να βιαιοπραγούν εναντίον αμάχων και να τους καταδικάσει σε θάνατο, καταδίκη την οποία βέβαια ο Χίτλερ έσπευσε να άρει, προς απογοήτευση του Μπλάσκοβιτς.[1]
Παρά την ανοιχτά εκδηλωμένη του αντίθεση στις ακρότητες που διέπρατταν οι υπηρεσίες των Ναζί στην Ανατολή, ο Μπλάσκοβιτς έλαβε πρώτος τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού, το υψηλότερο στρατιωτικό παράσημο της Ναζιστικής Γερμανίας, στις 30 Σεπτεμβρίου 1939, ενώ την επόμενη κιόλας μέρα προήχθη σε Αρχιστράτηγο (Generaloberst) και ανέλαβε χρέη Ανώτατου Διοικητή Ανατολής (Befehlshaber Ost) στην κατεχόμενη Πολωνία.[4]
Οι διαμαρτυρίες του Μπλάσκοβιτς για τις φρικαλεότητες που διέπρατταν τα SS και τα Einsatzgruppen ενάντια στον άμαχο πληθυσμό δεν σταμάτησαν. Το αποκορύφωμα για τον Χίτλερ ήταν το υπόμνημα που ο Μπλάσκοβιτς συνέταξε στις 6 Φεβρουαρίου 1940[7] – πέντε μήνες μετά την κατάληψη της Πολωνίας:[7][8]
«Είναι εντελώς λάθος να σφαγιάζονται περίπου 10.000 Εβραίοι και Πολωνοί, όπως συμβαίνει επί του παρόντος. Τέτοιες μέθοδοι δεν θα εξαφανίσουν ούτε τον Πολωνικό εθνικισμό, ούτε τους Εβραίους από τη μάζα του πληθυσμού. Οι βιαιοπραγίες εναντίον των Εβραίων, και μάλιστα σε δημόσια θέα, προκαλούν όχι μόνο το βαθύ αποτροπιασμό των φιλόθρησκων Πολωνών, αλλά και τον οίκτο τους […] Η γνώμη των στρατιωτών για τα SS και την Αστυνομία κυμαίνεται μεταξύ της απέχθειας και του μίσους. Κάθε στρατιώτης αισθάνεται αποστροφή και αγανάκτηση γι΄αυτά τα εγκλήματα που διαπράττονται στην Πολωνία από πολίτες του Ράιχ και εκπρόσωπους της κρατικής εξουσίας.»
— ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΛΑΣΚΟΒΙΤΣ
Οι εκκλήσεις όμως του Μπλάσκοβιτς έπεφταν στο κενό. Ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Άλφρεντ Γιοντλ απέρριψε τις αναφορές αυτές ως «γελοίες»,[9] ενώ η αντίδραση του Χίτλερ ήταν αναμενόμενη. Αποτυπώθηκε κυρίως στην ημερολογιακή καταχώρηση του ταγματάρχη Ένγκερ, στρατιωτικού υπασπιστή του Χίτλερ, που χρονολογούνταν ήδη από το πρώτο υπόμνημα του Μπλάσκοβιτς στις 18 Νοεμβρίου 1939:[7]
«[ο Χίτλερ] επικρίνει σφοδρά τις "παιδαριώδεις συμπεριφορές" ορισμένων διοικητών. Κανένας πόλεμος δεν κερδίζεται με μεθόδους του Στρατού της Σωτηρίας. Αυτό επιβεβαιώνει επίσης την από μακρού αντιπάθειά του για το στρατηγό Μπλ[άσκοβιτς], τον οποίο δεν εμπιστεύθηκε ποτέ.»
Αν ο Χίτλερ είχε αντιδράσει έτσι στην πρώτη αναφορά, είναι εύκολο να υποθέσει κανείς τι γνώμη θα είχε σχηματίσει πλέον για τον Μπλάσκοβιτς τον Φεβρουάριο του 1940. Ο στρατηγός μπήκε εν τέλει στη «μαύρη λίστα» του Χίτλερ.[9]
Παρ' όλα αυτά, ο Μπλάσκοβιτς δεν είχε αποκτήσει σφαιρική εικόνα της κατάστασης στην Πολωνία. Αν και ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος και οι αξιωματικοί της «παλιάς σχολής» ήταν πράγματι αντίθετοι στα εγκλήματα που διαπράττονταν, ιδιαίτερα διαφωτιστικό είναι το κυνικό γράμμα του επικεφαλής του προγράμματος εξόντωσης Ράινχαρντ Χάιντριχ προς τον επικεφαλής της Αστυνομίας (Ordnungpolizei) Κουρτ Νταλουέγκε τον Ιούνιο του 1940. Παραδεχόταν πως υπήρξαν δυσκολίες με τους ανώτερους αξιωματικούς του στρατού, αλλά σε γενικές γραμμές «η συνεργασία με στρατεύματα κάτω του επιπέδου επιτελείου, και σε πολλές περιπτώσεις με τα διαφορετικά επιτελεία του στρατού, ήταν γενικά καλή. Αν συγκρίνει κανείς τις σωματικές επιθέσεις, τα περιστατικά λεηλασιών, και τις ακρότητες που διαπράχθηκαν από τον Στρατό και [από] τα SS, τα SS και η αστυνομία δεν πάνε και πολύ πίσω.»[8] Τελικώς, με τη δικαιοδοσία του ουσιαστικά ανύπαρκτη στα θέματα της Πολωνίας, ο Μπλάσκοβιτς απαλλάχθηκε των καθηκόντων του στις 15 Μαΐου 1940, πριν από την έναρξη της εκστρατείας στη Γαλλία.[10] Αντικαταστάτης του διορίστηκε ο αδίστακτος Χανς Φρανκ.
Κατά την πρώτη φάση της εκστρατείας στη Γαλλία, ο Μπλάσκοβιτς διοικούσε την 9η Στρατιά ως τις 29 Μαΐου και στις 9 Ιουνίου 1940 διορίστηκε διοικητής της Βόρειας Γαλλίας.[4][9] Σε αυτή τη θέση εξέδωσε ένα διάταγμα σχετικά με την πολιτική που θα ακολουθούνταν στα κατεχόμενα εδάφη της Γαλλίας:
1. […] Όποιος συμπεριφέρεται ήσυχα και φιλικά, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί.
2. […] με τις πιο βαριές ποινές τιμωρείται: Ως σαμποτάζ θα θεωρείται κάθε καταστροφή ή η κατάσχεση της σοδειάς, ζωτικής σημασίας πολεμικών εφοδίων και εξοπλισμού κάθε είδους όπως και η κατεδάφιση, και η καταστροφή ή φθορά των τοιχοκολλημένων ανακοινώσεων. […]
4. Τιμωρητέα μέσω στρατοδικείου θα είναι […]
- 4.2. κάθε βοήθεια στην απόδραση πολιτών στα μη κατεχόμενα εδάφη,
- 4.3. κάθε πληροφόρηση ατόμων ή μονάδων εκτός των κατεχόμενων εδαφών εις βάρος της Γερμανικής Βέρμαχτ και του Ράιχ,
- 4.4. κάθε επαφή με αιχμαλώτους πολέμου,
- 4.5. κάθε προσβολή της γερμανικής Βέρμαχτ και του Διοικητή της,
- 4.6. η συνάθροιση στους δρόμους, η διάδοση φυλλαδίων, η συμμετοχή σε προσβλητικές συναντήσεις και συνέδρια, οι οποίες δεν έχουν εγκριθεί από έναν Γερμανό Διοικητή, όπως και κάθε άλλη εχθρική προς τη Γερμανία συγκέντρωση.
- 4.7. παρότρυνση προς παύση της εργασίας, άρνηση συνεργασίας, απεργία και παρεμπόδιση [της εισόδου] των εργατών [στο χώρο εργασίας]. […]
9. Γαλλικό Φράγκο = 0,05 RM. Η χρήση διαφορετικού συναλλάγματος είναι τιμωρητέα.
Στις 25 Οκτωβρίου 1940 ο Μπλάσκοβιτς έλαβε τα ηνία της μάλλον άσημης 1ης Στρατιάς στη νότια Γαλλία, κοντά στα σύνορα με την Ισπανία, εν είδει συμμαχικής απόβασης, και έγινε Ανώτατος Διοικητής Δύσης (Oberbefehlsshaber West).[9]
Στις 11 Νοεμβρίου 1942, η 1η και η 17η Στρατιά υπό την ηγεσία του Μπλάσκοβιτς κατέλαβαν σχεδόν αμαχητί (Περίπτωση Άντον) το μέχρι τότε ελεύθερο τμήμα της Γαλλίας – τη «Γαλλία του Βισύ» στο νότο. Τα πρώτα τρεισήμισι χρόνια της κατοχής στη Γαλλία ήταν γενικά ήρεμα. Οι Γερμανοί δεν θεωρούσαν τους Γάλλους «υπανθρώπους» όπως τους Σλάβους και τους Εβραίους, και από τη στιγμή που η αντίσταση ήταν ασθενής, τίθονταν οι προϋποθέσεις για μια ελάχιστα αιματηρή κατοχή, που σύντομα όμως θα κατέρρεε. Μέχρι το 1944 ο Μπλάσκοβιτς πέρασε μάλλον στην αφάνεια. Στις 30 Οκτωβρίου 1943 του απονεμήθηκε, για επιτεύγματα στη διοίκηση, ο Γερμανικός Σταυρός σε Άργυρο.[11]
Στις 8 Μαΐου 1944 ο Μπλάσκοβιτς διορίστηκε διοικητής της νεοσύστατης Ομάδας Στρατιών «G» στη νότια Γαλλία, η οποία αποτελείτο από την 1η και την 19η Στρατιά,[12] με 250.000 άνδρες.[13] Την ίδια περίοδο η δραστηριότητα των Γάλλων ανταρτών άρχισε να λαμβάνει απειλητικές διαστάσεις. Ο Μπλάσκοβιτς τους καταπολέμησε με όλα τα νόμιμα μέσα που του έδινε το πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.
Ο Μπλάσκοβιτς διαχώρισε με τη διαταγή του της 17ης Ιουνίου 1944 τα στρατεύματά του από τις μονάδες της 2ης Μεραρχίας Πάντσερ SS «Das Reich» που είχαν σφαγιάσει μία εβδομάδα νωρίτερα εξακόσιους περίπου άμαχους πολίτες στο Οραντούρ-Συρ-Γκλαν.[14] Παρ' όλα αυτά, η απάντησή του στα παράπονα των Γαλλικών αρχών σχετικά με τις ακρότητες των SS ήταν πως «είναι αναπόφευκτο, πως ορισμένες φορές αθώοι άνθρωποι πέφτουν θύματα των σφαιρών. […] Ενάντια σε έναν τέτοιον αγώνα, [ενν. αυτόν ενάντια στους παρτιζάνους] η Βέρμαχτ και οι δυνάμεις της πρέπει να αμυνθούν και θα το κάνουν.»[15]
Το Μάιο του 1944, ο Μπλάσκοβιτς θεώρησε πως θα έπρεπε να ενισχυθούν οι παράκτιες οχυρώσεις μεταξύ Νίκαιας και Μασσαλίας, τόπος ο οποίος θεωρούνταν ο πιο πιθανός για ενδεχόμενη συμμαχική απόβαση. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύτηκαν 14.000 μέλη της Οργανωσης Τοτ, με τη συμβολή των οποίων διοργανώθηκε ένα δίκτυο οχυρώσεων, το οποίο περιλάμβανε 600 περίπου ενισχυμένα με σκυρόδεμα πυροβολεία και επιπρόσθετες θέσεις πυροβόλων, οχυρώσεις, εμπόδια και αγκαθωτό συρματόπλεγμα σε ευρύ μήκος. Ωστόσο παρ' όλες τις φιλόδοξες προσπάθειες που καταβλήθηκαν, τα έργα αυτά αποδείχτηκαν ανεπαρκή.[16]
Στις 6 Ιουνίου 1944 οι Δυτικοί Σύμμαχοι πραγματοποίησαν την Απόβαση στη Νορμανδία της βόρειας Γαλλίας. Στις 15 Αυγούστου οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη νότια Γαλλία (Επιχείρηση «Δραγώνος»). Τα κατ' ευφημισμόν αμυντικά έργα στις ακτές της Ριβιέρας δεν εμπόδισαν την εγκατάσταση προγεφυρώματος και έτσι η Ομάδα Στρατιών «G» αναγκάστηκε σε αναδίπλωση προς την Αλσατία. Υπό την ηγεσία του Μπλάσκοβιτς, αν και οι δυνάμεις του ήταν αριθμητικά κατώτερες και οι Σύμμαχοι απολάμβαναν πλήρη κυριαρχία στον αέρα, η Ομάδα Στρατιών «G» υποχώρησε με σχετική τάξη προς τα βορειοανατολικά, αποφεύγοντας την περικύκλωση και την καταστροφή, ενώ το μέτωπο σταθεροποιήθηκε.[9] Η Ομάδα Στρατιών «G» σταμάτησε την υποχώρησή της στα Βόσγια όρη, ενώ οι Σύμμαχοι έπαυσαν προς στιγμή την καταδίωξη για να αναδιοργανωθούν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, Η Ομάδα Στρατιών του Μπλάσκοβιτς είχε χάσει 17.000 (88.900 συνολικές απώλειες κατά την υποχώρηση στα Βόσγια[13]) άνδρες που αιχμαλωτίστηκαν από τους Συμμάχους και 4.000 δυσαναπλήρωτα οχήματα εγκαταλείποντας τη Γαλλία.[9]
Τα Βόσγια Όρη προσέφεραν εξαιρετική δυνατότητα στατικής άμυνας. Ο Μπλάσκοβιτς επιδίωκε να αποτελματώσει τους Συμμάχους εκεί – και τα γεγονότα τον επαλήθευσαν στο τέλος του πολέμου. Ο Χίτλερ ωστόσο επέμενε να επιδεικνύει το φτωχό στρατιωτικό του αισθητήριο, απαιτώντας από τις καταπονημένες δυνάμεις του Μπλάσκοβιτς και αυτές της 5ης Στρατιάς Πάντσερ που τις ενίσχυαν να επιτεθούν κατά της 3ης Αμερικανικής Στρατιάς του Στρατηγού Τζωρτζ Σμιθ Πάττον πριν αυτή ολοκλήρωνε την αναδιοργάνωσή της, μετά τη μακρά καταδίωξη της Ομάδας Στρατιών «G» στη νότια Γαλλία. Παρά τις διαμαρτυρίες του Μπλάσκοβιτς και του διοικητή της 5ης Στρατιάς Πάντσερ Χάσο-Έκαρντ Φράιχερ φον Μαντόιφελ, η επίθεση εξαπολύθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1944. Οι αμερικανικές δυνάμεις βρέθηκαν απροετοίμαστες και απωθήθηκαν στη Λουνεβίλ ως τις 20 Σεπτεμβρίου, αλλά τελικά η γερμανική επίθεση έχασε την ορμή της και σταμάτησε. Ο Χίτλερ δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα με το αποτέλεσμα: ο Μπλάσκοβιτς απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του την 21η Σεπτεμβρίου και τέθηκε στην εφεδρεία.[4][12] Αντικαταστάτης του διορίστηκε ο πενηνταενάχρονος Στρατηγός των Τεθωρακισμένων Χέρμαν Μπαλκ.[9]
Παρ' όλα αυτά, καθώς οι διακρίσεις μετ' απολύσεως (και το αντίστροφο) ήταν πάγια τακτική του Χίτλερ, ο Μπλάσκοβιτς τιμήθηκε (640ός αποδέκτης) με τα Φύλλα Δρυός στο Σταυρό των Ιπποτών για την επιτυχημένη του ηγεσία στην υποχώρηση της Ομάδας Στρατιών «G» από τη νότια Γαλλία.[4][17]
Ο Μπλάσκοβιτς παρέμεινε άεργος μέχρι το χειμώνα του 1944, οπότε και κλήθηκε ανέλπιστα από τον Χίτλερ για να αναλάβει εκ νέου τη διοίκηση της Ομάδας Στρατιών «G» στις 24 Δεκεμβρίου 1944.[9][18] Αποστολή του ήταν η διενέργεια μιας υποστηρικτικής επίθεσης από την κατεύθυνση της Αλσατίας-Λωραίνης προς τα Δυτικά στα πλαίσια της επίθεσης της Αρδέννες. Οι μονάδες του Μπλάσκοβιτς πολέμησαν ενάντια σε συντριπτικά ανώτερες δυνάμεις πριν η επίθεση πνεύσει τα λοίσθια. Μετά από αυτό οι Αμερικανοί διέσπασαν τις γερμανικές γραμμές και εγκλώβισαν χιλιάδες Γερμανούς στρατιώτες σε αυτό που έγινε γνωστό ως «Θύλακας του Κολμάρ».[9]
Στις 28 Ιανουαρίου 1945 ο Μπλάσκοβιτς ανέλαβε διοικητής της Ομάδας Στρατιών «Η» στην Ολλανδία. Εκεί επέτρεψε τη ρίψη εφοδίων από βρετανικά αεροπλάνα στον άμαχο πληθυσμό, σώζοντας έτσι χιλιάδες ανθρώπους από λιμό,[9][12] αλλά απειλούσε και τους στρατιώτες του πως οι λιποτάκτες θα εκτελούνταν[9] – εκείνη την εποχή, με το πάλαι πότε κραταιό Γ' Ράιχ να καταρρέει, η αιχμαλωσία από τους Βρετανούς δεν ήταν άσχημη προοπτική για τον μέσο Γερμανό στρατιώτη.
Στις 7 Απριλίου 1945 ανέλαβε Ανώτατος Διοικητής Ολλανδίας.[12] Για την ηγεσία του στην Ολλανδία, ο Μπλάσκοβιτς έγινε ο 146ος και προτελευταίος στρατιωτικός που τιμήθηκε επιβεβαιωμένα με τη διεμβολή των Ξιφών στο Σταυρό των Ιπποτών με τα Φύλλα Δρυός, στις 24 Απριλίου 1945.[19] Στις 5 Μαΐου 1945, πέντε ημέρες μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ στο Βερολίνο και τρεις πριν την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας στους Συμμάχους, ο Μπλάσκοβιτς παραδόθηκε σε Βρετανικές δυνάμεις στην Ολλανδία.[4] Συναντήθηκε με τον Καναδό Στρατηγό Τσαρλς Φουλκς, στο ξενοδοχείο «ο Κόσμος» στο Βαγκένιγκεν. Παρών ήταν επίσης ο Πρίγκηπας Βερνάρδος της Ολλανδίας, ανώτατος Διοικητής των Ολλανδικών Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Μπλάσκοβιτς συμφώνησε με τους όρους που έθεσε ο Φουλκς, αλλά δεν υπήρχε διαθέσιμη γραφομηχανή για να τυπωθεί το έγγραφο. Στις 6 Μαΐου ο Μπλάσκοβιτς επέστρεψε στο ξενοδοχείο και υπέγραψε πλέον επίσημα το έγγραφο παράδοσης που είχε εν τω μεταξύ τυπωθεί.[20] Κατ' άλλους, το ξενοδοχείο διέθετε τη μοναδική γραφομηχανή της πόλης.[21] Ο ίδιος όμως συνελήφθη ένα μήνα μετά την παράδοση των δυνάμεών του, στις 9 Ιουνίου 1945 κοντά στο Άουριχ της Γερμανίας.[22]
Μετά την παράδοσή του, ο Μπλάσκοβιτς κρατήθηκε αιχμάλωτος σε διάφορα μέρη, από το 1945 ως το 1948 – στο Νταχάου, το Άλεντορφ του Μάρμπουργκ και εν τέλει στη Νυρεμβέργη.[4] Κατά του Μπλάσκοβιτς απαγγέλθηκαν κατηγορίες από την Πολωνία, τις ΗΠΑ, την Τσεχοσλοβακία και την Ολλανδία. Η μεν Ολλανδία απέσυρε τις κατηγορίες, πιθανώς σε αναγνώριση του έργου που επιτέλεσε ο Μπλάσκοβιτς στον επισιτισμό του άμαχου πληθυσμού. Τα περιστατικά για τα οποία τον κατηγόρησε η Τσεχοσλοβακία, συνέβησαν αφού ο Μπλάσκοβιτς είχε ήδη παραδώσει τη διοίκηση των εκεί κατεχόμενων εδαφών στον Κόνσταντιν φον Νόιρατ.
Μετά τη μεταφορά του στο Νταχάου στις 30 Απριλίου 1946 ο Μπλάσκοβιτς ήταν ο υπ' αριθμόν 8 καταζητούμενος από την Επιτροπή για Εγκλήματα Πολέμου των Ηνωμένων Εθνών, για εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν στην Πολωνία κάτω από τη διοίκησή του. Ωστόσο δεν εκδόθηκε εκεί, αν και κατηγορήθηκε για «κακομεταχείριση και δολοφονία Πολωνών αιχμαλώτων πολέμου». Σε πολλές άλλες πολωνικές αναφορές εναντίον Γερμανών εγκληματιών πολέμου, όμως, ο Μπλάσκοβιτς δεν αναφέρεται καθόλου.[23]
Στα τέλη του 1947, σε μια υπόθεση σχετικά με ένα βρετανικό στρατοδικείο στις φυλακές του Βούπερταλ ο Μπλάσκοβιτς αναφέρεται για πρώτη φορά ότι ενδέχετο να προσαχθεί σε δίκη από τον Τέλφορντ Τέιλορ (Telford Taylor). Εκεί κατηγορήθηκε για τη διαβίβαση της «Διαταγής των Κομάντος» που διέτασσε την εκτέλεσε των συλληφθέντων κομάντος των Συμμάχων με συνοπτικές διαδικασίες, στο LXXX (80ό) Σώμα Στρατού, στις 18 Οκτωβρίου 1942. Επίσης κατηγορήθηκε για την εκτέλεση 31 Βρετανών αλεξιπτωτιστών στο Πουατιέ στις 7 Ιουλίου 1944, από το LXXX Σώμα Στρατού του Στρατηγού Κουρτ Γκάλενκαμπ. Ακόμη του προσάφθηκε η κατηγορία του εξαναγκασμού αιχμαλώτων πολέμου σε συμμετοχή κατασκευής οχυρωματικών έργων στις 2 Φεβρουαρίου 1945, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Τέλος κατέστη υπεύθυνος για την έκδοση διαταγών μεταφοράς Εβραίων την 1η και την 10η Αυγούστου 1944.
Σε ευρύτερο επίπεδο, ο Μπλάσκοβιτς κατηγορήθηκε για εγκλήματα κατά της ειρήνης, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, και σχεδίαση επιθετικού πολέμου, λόγω του ρόλου του στην απόσπαση της Σουδητίας και των εκστρατειών της Πολωνίας και της Γαλλίας. Καθώς υπήρξε μέλος του Γενικού Επιτελείου, κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε «κοινό σχέδιο ή συνωμοσία».[12]
Ενώ βρισκόταν στη φυλακή του Άλλεντορφ,[6] ο Μπλάσκοβιτς βοήθησε ιστορικούς του Αμερικανικού Στρατού (US Historical Division) να συγγράψουν την Ιστορία των μαχών στις οποίες ο ίδιος πήρε μέρος.[22]
Ο Μπλάσκοβιτς δήλωσε αθώος στις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν. Όμως «Σχετικά έγγραφα […] προς στήριξη της υπεράσπισης […] δεν ήταν τότε διαθέσιμα, έτσι αποτίμησα την όλη κατάσταση με απαισιοδοξία» δήλωσε αργότερα ο συνήγορός του.[3] Ο Μπλάσκοβιτς θα δικαζόταν στην ΧIΙ (12η) Υπόθεση των Δικών της Νυρεμβέργης, για εγκλήματα της Ανώτατης Διοίκησης Ενόπλων Δυνάμεων. Δύο ώρες πριν από την έναρξη της δίκης, στις 7.30 π.μ. της 5ης Φεβρουαρίου 1948, ο Μπλάσκοβιτς μαζί με άλλους δεκατρείς κρατούμενους επέστρεφαν απ' το κουρείο της φυλακής και ανέβαιναν μια σκάλα προς τον τρίτο ή τον τελευταίο όροφο. Ξαφνικά ο εξηντατετράχρονος Μπλάσκοβιτς άρχισε να τρέχει και, σκαρφαλώνοντας το τρεισήμισι περίπου μέτρων κιγκλίδωμα, πήδηξε στο κενό, προς το τσιμεντένιο προαύλιο της φυλακής. Το στήθος του τσακίστηκε και ο ίδιος διακομίστηκε αμέσως στο στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου και πέθανε τρεις ώρες αργότερα.[24] Η πράξη αυτή υπήρξε μια δυσάρεστη έκπληξη για τους υπερασπιστές του, καθώς ήταν σχεδόν βέβαιο πως ο Μπλάσκοβιτς θα αθωωνόταν.[25]
Ο θάνατος του Μπλάσκοβιτς παραμένει μυστηριώδης μέχρι σήμερα, καθώς εικάζεται πως δεν αυτοκτόνησε, αλλά δολοφονήθηκε από άνδρες των SS, τους οποίους είχε σφοδρά κατηγορήσει στην αρχή του πολέμου.[4][6] Μετά τον θάνατό του, τη στέγαση και διατροφή της χήρας του και της κόρης του ανέλαβε ο πρώην ιπποκόμος του στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γιοχάνες Καίπκε, ο οποίος έτρεφε βαθιά εκτίμηση για τον πρώην ανώτερό του, καθώς ο Μπλάσκοβιτς μεριμνούσε πάντα για τις συνθήκες ζωής των στρατιωτών του.
Ο Μπλάσκοβιτς τάφηκε στο κοιμητήριο του χωριού Μπόμμελσεν του Ζόλταου-Φάλινγκμποστελ, όπου αναπαύεται μέχρι σήμερα.[25]
Σύνοψη βαθμών | ||
---|---|---|
Γερμανικός Βαθμός | Ελληνικό αντίστοιχο | Ημερομηνία |
Fahnenjunker | Εύελπις | 2 Φεβρουαρίου 1901 |
Leutnant | Ανθυπολοχαγός | 17 Ιανουαρίου 1902 |
Oberleutnant | Υπολοχαγός | 27 Ιανουαρίου 1910 |
Hauptmann | Λοχαγός | 17 Φεβρουαρίου 1914 |
Major | Ταγματάρχης | 1 Ιανουαρίου 1922 |
Oberstleutnant | Αντισυνταγματάρχης | 6 Απριλίου 1926 |
Oberst | Συνταγματάρχης | 1 Οκτωβρίου 1929 |
Generalmajor | Υποστράτηγος | 1 Οκτωβρίου 1932 |
Generalleutnant | Αντιστράτηγος | 1 Δεκεμβρίου 1933 |
General der Infanterie | Στρατηγός του Πεζικού | 15 Δεκεμβρίου 1938 |
Generaloberst | Αρχιστράτηγος | 30 Σεπτεμβρίου 1939 |
Παρατίθενται οι διακρίσεις (παράσημα και μετάλλια) που απονεμήθηκαν στον Μπλάσκοβιτς κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας:[6][26]
Ημερομηνία | Πρωτότυπο κείμενο | Μετάφραση |
---|---|---|
Πέμπτη, 27 Σεπτεμβρίου 1939 | Der Oberbefehlshaber des Heeres hat den General Blaskowitz beauftragt, die Übergabeverhandlungen zu führen.[27] | Ο Ανώτατος Διοικητής του Στρατού ανέθεσε στον Στρατηγό Μπλάσκοβιτς να ηγηθεί των διαπραγματεύσεων της παράδοσης. |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.