From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Βέρνερ Έντουαρντ Φριτς φον Μπλόμπεργκ (Werner Eduard Fritz von Blomberg, 2 Σεπτεμβρίου 1878 - 14 Μαρτίου 1946) ήταν αξιωματικός και ηγετικό στέλεχος του γερμανικού στρατού μέχρι τον Ιανουάριο του 1938.
Από το 1933 ως και το 1938 υπήρξε Υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης του Αδόλφου Χίτλερ. Το 1938 και με πρόσχημα το γάμο του με μια νεαρή αμφιβόλου ηθικής, εκδιώχτηκε από όλα τα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματά του.
Ο Μπλόμπεργκ γεννήθηκε στο Στάργκαρντ (Stargard) της Πρωσίας στις 2 Σεπτεμβρίου 1878. Πατέρας του ήταν ο Εμίλ φον Μπλόμπεργκ και μητέρα του η Έμμα (πατρικό Τσέπε (Tschepe))[14]. Όταν ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, κατατάχθηκε στον Γερμανικό Στρατό ως Ανθυπολοχαγός (73ο Σύνταγμα Τυφεκιοφόρων) και, το 1904, φοίτησε στην Ακαδημία Πολέμου (Kriegsakademie). Το ίδιο έτος νυμφεύθηκε την Σαρλότ Χέλλμιχ (Charlotte Hellmich), με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά.
Το 1907 αποφοίτησε από την Ακαδημία και, το 1908 τοποθετήθηκε στο Γενικό Επιτελείο. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στο Δυτικό μέτωπο, όπου και διακρίθηκε ιδιαίτερα, τιμώμενος για την δράση του με το παράσημο "Pour la Merite". Με το τέλος του Πολέμου έφερε ήδη τον βαθμό του Ταγματάρχη. Στον Πόλεμο έχασε και τους δύο του αδελφούς.
Όταν ο Πόλεμος έληξε, ο Μπλόμπεργκ παρέμεινε στον Στρατό (Ράιχσβερ) και το 1920 προάχθηκε σε Αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε επικεφαλής του Επιτελείου της Ταξιαρχίας Ντέμπεριτζ (Döberitz). Το 1925 ο Στρατηγός Χανς φον Ζέεκτ (Hans von Seeckt) τον διόρισε επικεφαλής της Στρατιωτικής Εκπαίδευσης. Δύο χρόνια αργότερα, {1927) έλαβε τον βαθμό του Υποστρατήγου και τοποθετήθηκε επικεφαλής του Γραφείου Στρατεύματος (Truppenamt). Από αυτή τη θέση ήλθε σε σύγκρουση με τον Στρατηγό Κουρτ φον Σλάιχερ (Kurt von Schleicher) και, ως συνέπεια, το 1929 μετατέθηκε από αυτήν και ανέλαβε στρατιωτική διοίκηση στην Ανατολική Πρωσία, υπό τις διαταγές του Βάλτερ φον Ράιχεναου (Walther von Reichenau). Το 1931 σε αυτοκινητιστικό ατύχημα ο Μπλόμπεργκ τραυματίζεται και υφίσταται σοβαρή εγκεφαλική διάσειση.
Το 1932 ο Μπλόμπεργκ, έχοντας αναρρώσει από το ατύχημά του, αποτελεί μέλος της γερμανικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη Αφοπλισμού που πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη. Το ίδιο έτος υφίσταται μια σημαντική οικογενειακή απώλεια, με τον θάνατο της συζύγου του. Τον Ιανουάριο του 1933 ο Χίτλερ αναλαμβάνει την εξουσία και, λίγο αργότερα, διορίζει τον Μπλόμπεργκ Υπουργό Άμυνας. Η θέση που παίρνει, το 1934, απέναντι στα γεγονότα της Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών είναι θετική απέναντι στον Χίτλερ, καθώς πιστεύει ότι ο Ερνστ Ρεμ και τα 2 εκατομμύρια των SA αποτελούν σαφέστατο κίνδυνο για τον Φύρερ και το μέλλον της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Το 1935 ο Μπλόμπεργκ τοποθετείται Υπουργός Πολέμου, όταν ο Χίτλερ διακηρύσσει την απόφασή του να αγνοήσει τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών και να εξοπλίσει τις Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις. Θερμός συμπαραστάτης του σε αυτό το εγχείρημα είναι ο Μπλόμπεργκ, τον οποίο ο Χίτλερ διορίζει και επικεφαλής του Στρατού. Ο Μπλόμπεργκ αναπτύσσει οργανωτικές δραστηριότητες που θα καταλήξουν στην εξέλιξη της Βέρμαχτ σε σημαντική στρατιωτική δύναμη. Ήταν ιδέα και διαταγή του Μπλόμπεργκ η υποβολή όρκου πίστης και αφοσίωσης του Γερμανού Στρατιώτη (Reichswehreid) όχι πλέον προς την Πατρίδα και τον Λαό (Vaterland und Volk) αλλά προσωπικά προς τον Χίτλερ. Ο όρκος αυτός είχε ως συνέπεια την ελαχιστοποίηση των αντιδράσεων εκ μέρους των στρατιωτικών στις μελλοντικές αποφάσεις του Χίτλερ.[15]. Η αφοσίωση που επεδείκνυε στο πρόσωπο του Χίτλερ του απέδωσε αφενός μεν τον τίτλο του Στρατάρχη - του τον επέδωσε προσωπικά ο Φύρερ στις 20 Απριλίου 1936, την ημέρα των γενεθλίων του - και αφετέρου το προσωνύμιο "λαστιχένιο λιοντάρι" από τους υφισταμένους του. Είναι ο πρώτος Στρατάρχης του Γερμανικού Στρατού ύστερα από πολλά χρόνια και ο ισχυρότερος στρατιωτικός ηγέτης στην γερμανική στρατιωτική ιστορία σε καιρό ειρήνης. Παρόλ' αυτά εξέφρασε την αντίθεσή του, όταν ο Χίτλερ έστειλε στρατεύματα στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη της Ρηνανίας. Νέα προστριβή του Στρατάρχη με τον Φύρερ επέρχεται όταν ο τελευταίος αποφασίζει, τον Ιούλιο του 1937, να αποστείλει ένα σώμα "εθελοντών" για να πολεμήσουν στο πλευρό του Φρανθίσκο Φράνκο στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, ενέργεια με την οποία ο Στρατάρχης διαφωνεί.
Στις 5 Νοεμβρίου 1937 ο Χίτλερ συγκαλεί μυστική σύσκεψη των ανώτατων στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών. Όπως αναφέρεται στο μνημόνιο του Χόσμπαχ (Hossbach))[16], συμμετείχαν οι φον Μπλόμπεργκ, φον Φριτς, (Βέρμαχτ, Στρατός Ξηράς αντίστοιχα), Γκέρινγκ (Luftwaffe), Κόνσταντιν φον Νόιρατ (Υπουργός Εξωτερικών) και Αρχιναύαρχος Έριχ Ρέντερ (Kriegsmarine). Πιστεύει ότι τόσο η οικονομική όσο και η στρατιωτική - στρατηγική κατάσταση της Γερμανίας σύντομα θα της επιτρέψει να αναλάβει πολεμικές πρωτοβουλίες με επιτυχία. Στη σύσκεψη εκθέτει αυτές του τις απόψεις αλλά οι φον Μπλόμπεργκ, Βέρνερ φον Φριτς (Werner von Fritsch), επικεφαλής του Στρατού και Κόνσταντιν φον Νόιρατ (Konstantin von Neurath), τότε Υπουργός Εξωτερικών, αντιμετωπίζουν τις απόψεις του Φύρερ με σκεπτικισμό και όχι με ενθουσιασμό.
Εκφράζουν την γνώμη ότι τα πολεμικά σχέδια του Χίτλερ είναι επικίνδυνα πρόωρα. Εκφράζουν, επίσης, την άποψη, αντίθετη με του Χίτλερ, ότι τόσο η Βρετανία όσο και η Γαλλία δεν θα παραμείνουν εκτός πολεμικής δράσης και η Γερμανία δεν διαθέτει ακόμη ούτε τους πόρους ούτε τη στρατιωτική ισχύ για πολυμέτωπο αγώνα, πόσο μάλλον αν σε αυτόν πρόκειται να συμμετάσχει η Σοβιετική Ένωση. Ο Χίτλερ, όμως, έχει ήδη το σχέδιό του για την "κατάκτηση του ζωτικού χώρου" (Lebensraumeroberung), που χρειάζεται ο Γερμανός Εθνικοσοσιαλιστής για να μεγαλουργήσει, και αποκρούει τον σκεπτικισμό των συνεργατών του[17]. Η ιστορική πραγματικότητα έδειξε ότι η άποψη του φον Μπλόμπεργκ δεν ήταν συντηρητική αλλά απόλυτα δικαιολογημένη.
Ο Χίτλερ έχει δυσαρεστηθεί από τον σκεπτικισμό του - κατά τα άλλα - θερμού θαυμαστή του και αναζητεί τρόπους για να απαλλαγεί από αυτόν, όπως και από τους υπόλοιπους σκεπτικιστές, που διαφωνούν με τα σχέδιά του. Επιπλέον, οι Χέρμαν Γκέρινγκ και Χάινριχ Χίμλερ φθονούν την ισχύ που έχει αποκτήσει ο Μπλόμπεργκ και επιδιώκουν να απαλλαγούν από αυτόν. Η ευκαιρία δίνεται σε όλους από τον ίδιο τον Μπλόμπεργκ: Τον Ιανουάριο του 1938 ο Στρατάρχης, ήδη στην ηλικία των 60 ετών, ζητεί από τον Φύρερ την άδεια να παντρευτεί και πάλι. Μέλλουσα σύζυγός του η εικοσιοκτάχρονη Έρνα Γκρυν (Erna Grühn), δακτυλογράφος στο Υπουργείο. Τα σχετικά περί του επικείμενου γάμου αφηγήθηκε ο Βίλχελμ Κάιτελ, τότε δεξί χέρι του Μπλόμπεργκ, το χρονικό διάστημα που ανέμενε την εκτέλεσή του ύστερα από την Δίκη της Νυρεμβέργης:
Ο Κάιτελ, άγνωστο γιατί, έστειλε τον Χέλλντορφ με τον φάκελό του στον μεγαλύτερο αντίζηλο του Μπλόμπεργκ, τον Γκέρινγκ, ο οποίος εποφθαλμιούσε τη Στραταρχική ράβδο του Μπλόμπεργκ και δυσανασχετούσε καθώς ήταν, σύμφωνα με την ιεραρχία, κατώτερός του. Ο "εξαγριωμένος" Γκέρινγκ έδειξε τον φάκελο στον Χίτλερ, ο οποίος πράγματι εξοργίστηκε. Ο Γκέρινγκ, στην επόμενη συνάντησή του με τον Μπλόμπεργκ του μετέφερε την επιθυμία του Χίτλερ να ακυρώσει τον γάμο του. Ο Στρατάρχης απάντησε ότι ήταν πολύ ερωτευμένος με τη σύζυγό του για να προβεί σε τέτοια ενέργεια. Ο Χίτλερ, προφανώς ωθούμενος από τον Γκέρινγκ, έπαυσε, ζητώντας την παραίτησή του από το Υπουργείο Πολέμου, τον Στρατάρχη και το ανέλαβε ο ίδιος, για να το διαλύσει λίγο αργότερα, ενώ ονόμασε τον Γκέρινγκ Στρατάρχη[18]. Παράλληλα, διέταξε το ζεύγος να περάσει ένα χρόνο σε εθελούσια εξορία. Το ζεύγος Μπλόμπεργκ πράγματι διέμεινε επί ένα έτος στη νήσο Κάπρι της Ιταλίας. Το σκάνδαλο αυτό επέτρεψε στον Χίτλερ να αναλάβει ο ίδιος τον έλεγχο της Βέρμαχτ, δημιουργώντας, στην θέση του Υπουργείου Πολέμου, την Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση (Oberkommando des Wehrmacht OKW), διορίζοντας βοηθό του και επικεφαλής της τον Κάιτελ. Από τη στιγμή αυτή ολόκληρη η Βέρμαχτ βρίσκεται υπό τον απόλυτο έλεγχό του.
Την ίδια εποχή και για τους ίδιους λόγους, ο φον Φριτς κατηγορείται (με τις υπόγειες ενέργειες του Χίμλερ) για ομοφυλοφιλία. Ο Χίμλερ είχε ήδη "κατασκευάσει" φάκελο για τον Στρατηγό, με τη βοήθεια της Γκεστάπο, από το 1935, καθώς ήθελε τα SS του να αναλάβουν τον έλεγχο του Στρατού, κάτι στο οποίο ο φον Φριτς αντιτίθετο ισχυρά. Το νέο σκάνδαλο επιτρέπει την απομάκρυνση και αυτού του σημαντικού ηγέτη, ο οποίος υπέβαλε την παραίτησή του από την αρχηγία του Στρατού στις 4 Φεβρουαρίου 1938. Αντικαταστάθηκε από τον Στρατηγό Βάλτερ φον Μπράουχιτς, τον οποίο υπέδειξε ο ίδιος. Ο τρίτος σημαντικός στρατιωτικός ηγέτης, ο Στρατηγός Λούντβιχ Μπεκ θα εκδιωχθεί με άλλο πρόσχημα αργότερα[19].
Ο φον Νόιρατ εκδιώκεται με τη σειρά του από το Υπουργείο Εξωτερικών, αφού πρώτα περιθωριοποιείται. Τον αντικαθιστά ο Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ, ο Νόιρατ παραμένει, ωστόσο, στην Κυβέρνηση ως Υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου.
Ο Χίτλερ είχε υποσχεθεί στον Μπλόμπεργκ να τον επαναφέρει στην ενεργό υπηρεσία μόλις ξεσπούσε ο Πόλεμος. Δεν τήρησε την υπόσχεσή του.
Εντούτοις ο Στρατάρχης διατήρησε το αξίωμά του (εν αποστρατεία), τα προνόμια και τον μισθό του, ενώ ο Χίτλερ, το 1940, αναγνώρισε την πολύτιμη συνεισφορά του Μπλόμπεργκ στην ανασυγκρότηση της Βέρμαχτ.
Ο Στρατάρχης πέρασε ολόκληρο τον Πόλεμο σε αποστρατεία. Μέχρι την παράδοση της Γερμανίας δήλωνε πεπεισμένος για την τελική νίκη, παρά το γεγονός πως έχασε και τους δύο του γιους. Με τη λήξη του Πολέμου συνελήφθη από τους Συμμάχους και κλήθηκε ως μάρτυρας στην Δίκη της Νυρεμβέργης. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις καταθέσεις του, καθώς απεβίωσε από καρκίνο στις 13 Μαρτίου 1946 στη Νυρεμβέργη όπου ανακρινόταν. Τάφηκε χωρίς τελετή σε ανώνυμο τάφο. Αργότερα τα λείψανά του αποτεφρώθηκαν και κατόπιν μεταφέρθηκαν στην κατοικία του στο Μπαντ Βίζεε της Βαυαρίας, όπου και ενταφιάστηκαν.[20]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.