Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Β΄ (κατά κόσμον Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, Αϊδίνιο Μικράς Ασίας 1880 - Αθήνα, 9 Ιουνίου 1968), ήταν Έλληνας Μικρασιάτης θεολόγος και μητροπολίτης. Διετέλεσε διάκονος του μητροπολίτη Χρυσοστόμου Καλαφάτη στη Δράμα με σημαντική δράση κατά τον Μακεδονικό Αγώνα.
Μακαριώτατος Χρυσόστομος Β΄ | |
---|---|
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος | |
Εκκλησία | Εκκλησία της Ελλάδος |
Αρχιεπισκοπή | Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών |
Έδρα | Αθήνα |
Από | 14 Φεβρουαρίου 1962 |
Έως | 11 Μαΐου 1967 |
Προκάτοχος | Ιάκωβος |
Διάδοχος | Ιερώνυμος Α΄ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 1880 Τράλλεις Μικράς Ασίας |
Θάνατος | 9 Ιουνίου 1968 (88 ετών) Αθήνα, Ελλάδα |
Εθνικότητα | Ελληνική |
Δόγμα | Χριστιανός Ορθόδοξος |
Πρώην τίτλος | Επίσκοπος Τράλλεων (1910-1913) Μητροπολίτης Φιλαδελφείας (1913-1922) Μητροπολίτης Εφέσου (1922-1924) Μητροπολίτης Βεροίας (1924) Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου (1924-1962) |
Ακολούθως διακόνησε ως επίσκοπος και μητροπολίτης σε διάφορες Μητροπόλεις (Τράλλεων (1910-1913), Φιλαδελφείας (1913-1922), Εφέσου (1922-1924), Βεροίας (1924), Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου (1924-1962). Με ενέργειές του προστάτευσε ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας από τις βιαιότητες και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή μερίμνησε για την αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση βοηθώντας τις αντιστασιακές οργανώσεις. Επέκτεινε τις κοινωνικές δράσεις της Εκκλησίας για τη στήριξη φυλακισμένων, ηλικιωμένων, παιδιών και απόρων. Εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος το 1962. Οργάνωσε την Αρχιεπισκοπή και ενίσχυσε το φιλανθρωπικό της έργο. Το 1967 ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος εκδιώχθηκε πραξικοπηματικά από τη Στρατιωτική Χούντα των Συνταγματαρχών και τα Ανάκτορα. Απεβίωσε στις 9 Ιουνίου 1968.
Ο κατά κόσμον Θεμιστοκλής Χατζησταύρου γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας (αρχαίες Τράλλεις). Γονείς του ήταν ο Σταύρος Χατζησταύρου και η Κυριακή Πέρρου. Ήταν αριστούχος μαθητής του Πυθαγορείου Γυμνασίου και στη συνέχεια της Ιερατικής Σχολής Χάλκης.
Χειροτονήθηκε Διάκονος το 1902 από τον Μητροπολίτη Δράμας Άγιο Χρυσόστομο (Καλαφάτη) (τον μετέπειτα μάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης). Ως αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, στη Δράμα, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στον Μακεδονικό Αγώνα στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας. Μετά το θάνατο του Παύλου Μελά, ανέλαβε μυστικές επαφές με την Αθήνα, για τη δημιουργία της τοπικής Επιτροπής Αμύνης και την οργάνωση ένοπλης δράσης.
Επί αρχιερατείας του Χρυσοστόμου Καλαφάτη, ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, ως Αρχιδιάκονος και Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, διενήργησε ανασκαφές πίσω από την κόγχη του ιερού βήματος του βυζαντινού Ναού Αγίας Σοφίας Δράμας που λειτουργούσε τότε ως τζαμί, ύστερα από την άδεια, που του παραχώρησε ο τούρκος ιερωμένος της περιοχής, και βρήκε δισκοπότηρα, θυμιατά, κανδήλες και άλλα ιερά σκεύη, τα οποία τοποθέτησε στην Ιερά Μητρόπολη της Δράμας. Επίσης εντόπισε στον αύλειο χώρο του ναού μαρμάρινη πλάκα, την οποία αναποδογύρισε και με έκπληξή του διάβασε την ακόλουθη ημικατεστραμμένη επιγραφή: «… ΕΝ ΚΟΥΡΟΠΑΛΑΤΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ ΤΕ ΦΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑΝΙΑΚΗ. ΦΕΡΕΙ ΚΑΙ ΗΣ ΔΙΑΓΡΑΦΗΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΕΙΣ ΣΩΤΗΡΙΑΝ. ΕΝ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΟΜΝΗΝΟΥ». Την επιγραφή αυτή ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου τη δημοσίευσε στην εφημερίδα «ΑΛΗΘΕΙΑ» της Θεσσαλονίκης. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος με τον π. Θεμιστοκλή Χατζησταύρου επέδειξαν μέριμνα ώστε να περισώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες αρχαιότητες από την κλοπή και την καταστροφή. Έτσι ενεργούσαν για τη συγκέντρωση, διαφύλαξη και δημοσίευση των επιγραφών καθώς θεωρούσαν πως οι λίθοι οι ενεπίγραφοι (επιγραφές) ήταν αψευδείς μάρτυρες της ελληνικότητας της Μακεδονίας.[1]
Στο «Μακεδονικόν Ήμερολόγιον» (1965), ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου καταθέτει την εξής μαρτυρία για την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα στη Δράμα: «Ή Οργάνωσις πού εμυούσε τούς Έλληνας ήταν εντελώς μυστική. Τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο προσπαθούσαμε να τον κρατούμε μακρυά από τον κίνδυνο. Αποφεύγαμε να τον ανακατεύωμε φαινομενικά στην Οργάνωση. Θέλαμε να τον προφυλάξωμε από τον κίνδυνο, πού τον οδηγούσεν ό ορμητικός χαρακτήρας του και ό φλογερός πατριωτισμός του. Γενικός αρχηγός στην Οργάνωση ήταν ό Ίων Δραγούμης. Την πρωτοβουλία στην ορκωμοσία των μυουμένων στη Δράμα την είχα εγώ. Εγώ ήμουν πού ώρκισα τον Άρμεν και τον πατέρα του από τον Βώλακα, καθώς και τον Βαλαβάνη από την Πλεύνα. Τούς δίναμε και όπλα».
Για τη δράση του αυτή καταδικάστηκε, ερήμην, σε φυλάκιση 4 ετών από το Τουρκικό Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης. Φυγαδεύτηκε με τη βοήθεια του Πατριαρχείου, και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λωζάννη από όπου επανήλθε το 1908, μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων και τη γενική αμνηστία που δόθηκε.
Το έτος 1910 ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος (Καλαφάτης) μετατίθεται στη Μητρόπολη Σμύρνης και τον ακολουθεί ο αρχιδιάκονος Χρυσόστομος. Μετά από εισήγηση του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου, ο Χρυσόστομος Χατζησταύρου προβιβάζεται και χειροτονείται βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτη Σμύρνης, με τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Τράλλεων. Στη Σμύρνη ανέπτυξε σημαντική φιλανθρωπική και ποιμαντική δράση. Εξέδωσε το περιοδικό «Ιερός Πολύκαρπος» της Ιεράς Μητροπόλεως Σμύρνης, το οποίο έμεινε στην ιστορία του εκκλησιαστικού τύπου.
Εξελέγη Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, περιοχής όπου κυριαρχούσε ο Τουρκικός Εθνικισμός και όπου οι Έλληνες, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, μιλούσαν και τουρκικά. Με στόχο τη διατήρηση της ελληνικότητας των κατοίκων ίδρυσε, υπό συνθήκες διωγμών, το Εθνικό Οικοτροφείο Φιλαδελφείας, που αποτελούσε πρότυπο οικοτροφείο για Έλληνες μαθητές όλων των βαθμίδων για το οποίο κατάρτισε, σε συνεργασία με τους δασκάλους, αναλυτικά προγράμματα εκπαίδευσης. Εξέδωσε το περιοδικό «Ο Άγγελος της Φιλαδέλφειας».
Στην αρχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, με σκοπό την αλλοίωση των χριστιανικών πληθυσμών, οι Τούρκοι μετέφεραν Έλληνες των παραλίων της Μικράς Ασίας υπό συνθήκες διωγμού στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Τότε παρενέβη ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος απειλώντας να καταγγείλει τις τουρκικές ωμότητες στη Δύση. Καταδικάστηκε από τους Τούρκους ερήμην εις θάνατον, με κατασκευασμένες κατηγορίες. Η εκτέλεση της ποινής απετράπη με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Εκλήθη συνοδικός στην Κωνσταντινούπολη από τον Πατριάρχη Γερμανό Ε' και ως πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης, περιόδευσε στη Θράκη και τη Μικρά Ασία, κατέγραψε την έκταση των διωγμών κι έκανε διαβήματα προς την Ελληνική Κυβέρνηση. Εξέδωσε το επιστημονικό θεολογικό περιοδικό «Νέος Ποιμήν».
Κατά την Ελληνική προέλαση, το 1919, μεσολάβησε στον Ύπατο Αρμοστή Στεργιάδη υπέρ των αμάχων Τούρκων αλλά και των εμπλεκομένων στους διωγμούς πασάδων, παρά τις σφαγές των Ελλήνων του Αϊδινίου, μεταξύ των οποίων και η άμεση οικογένειά του. Μετά την ανάκτηση του Αϊδινίου από τους Έλληνες, ως τοποτηρητής της εκεί Μητροπόλεως, αγωνίστηκε για την ανασυγκρότηση της πόλης κι οργάνωσε τους αμάχους που με δικό του επιτελικό σχέδιο, απέκρουσαν επί τρία ημερονύχτια επίθεση Τσετών. Για τη δράση του αυτή, του απενεμήθη ο Πολεμικός Σταυρός Γ' τάξεως, με πρόταση της Ι’ Μεραρχίας.
Διαβλέποντας τον κίνδυνο από τον κάματο του Ελληνικού στρατού και τις δραστηριότητες του Κεμάλ, άρχισε να εξοπλίζει τους αμάχους. Τον πρόλαβε δυστυχώς η υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού. Συνεργάστηκε με τον πνευματικό του πατέρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο Καλαφάτη στην περίθαλψη προσφύγων που συνέρρεαν από παντού και βρισκόταν μαζί του όταν τον παρέλαβε η άμαξα του Νουρεντίν που τον οδήγησε στο μαρτύριο. Ενώ η Σμύρνη καιγόταν, έφθασε κυνηγημένος στο σπίτι του Άγγλου Ναυάρχου και τον έπεισε να διαθέσει πλοία για την απομάκρυνση των αμάχων, παρά τις αντίθετες εντολές που είχε άνωθεν. Επιβίβασε τους μισούς από τους Έλληνες ιερείς κι επέστρεψε να παραλάβει τους υπολοίπους, αλλά τους βρήκε σκοτωμένους.
Ως αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα αγωνίστηκε για την περίθαλψη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Με εντολή της Ελληνικής Κυβέρνησης συνέταξε έκθεση για τις τουρκικές ωμότητες, την οποία χρησιμοποίησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος για να ανατρέψει τους ισχυρισμούς των Τούρκων ότι δε βιαιοπράγησαν. Του προτάθηκε η μητρόπολη της υπό Ιταλική κατοχή Ρόδου, αλλά αρνήθηκε λόγω των απαράδεκτων όρων των Ιταλών. Ανέλαβε για λίγο το 1924 τη Μητρόπολη Βεροίας-Ναούσης, όπου είχε πολύπλευρη δράση[2].
Μετετέθη στη νεοσύστατη Μητρόπολη Φιλίππων και Νεαπόλεως, με έδρα την πόλη της Καβάλας. Ο λαός της πόλης, ανάμεσά τους παλαιοί του σύντροφοι Μακεδονομάχοι, τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό. Στην περιοχή βρίσκονταν 45000 πρόσφυγες για την περίθαλψη των οποίων ο Χρυσόστομος κινητοποίησε ιδρύματα και οργανισμούς. Ίδρυσε τη Χριστιανική Εστία όπου οργάνωσε ένα ενεργό μορφωτικό κέντρο, με αίθουσες διαλέξεων, βιβλιοθήκη, σύγχρονα εποπτικά μέσα, σχολή ιεροψαλτών κλπ. Οργάνωσε ομιλίες και κάλεσε διακεκριμένους επιστήμονες για διαλέξεις. Έχτισε ναούς, σχολεία, οικοτροφεία γηροκομεία ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη συγγραφή επιστημονικών έργων κι εξέδωσε το περιοδικό «Ο Απόστολος Παύλος».
Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πρωτοστάτησε στην ενίσχυση του μετώπου και οργάνωσε στα μετόπισθεν τάγματα εθελοντών. Το «Παράρτημα Πληροφοριών και Διευκολύνσεων» της Μητρόπολης βοήθησε οικογένειες στρατευμένων. Περιόδευσε σε χωριά και μονάδες στρατού που ξεκινούσαν για το μέτωπο και παρενέβη για την σωτηρία νεαρών στρατιωτών από το εκτελεστικό απόσπασμα. Ως πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού Καβάλας, είχε φροντίσει εγκαίρως για την εκπαίδευση εθελοντριών που πλαισίωσαν πολεμικά νοσοκομεία.
Μετά τη γερμανική κατάκτηση ήρθαν στη Μακεδονία παλαιοί κομιτατζήδες που υπό καθεστώς τρομοκρατίας υπήγαγαν τις περιοχές σε Βουλγαρικές Μητροπόλεις. Στην Καβάλα τοποθετήθηκε Βούλγαρος αρχιερατικός επίτροπος και έτσι ό,τι θύμιζε Ελληνική διοίκηση καταστράφηκε. Βοήθησε τους ιερείς του και φρόντισε για τη διακοπή της βίαιης αλλαγής της υπηκοότητας του πληθυσμού. Μετείχε στη σύνοδο που επανέφερε τον εξόριστο Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και συχνά χρησιμοποιήθηκε λόγω της γλωσσομάθειας και της διπλωματικής του εμπειρίας, σε επιτυχείς αποστολές προς τις αρχές κατοχής. Διετέλεσε πρόεδρος της Εθνικής Οργάνωση Χριστιανικής Αλληλεγγύης (ΕΟΧΑ), με πρωταγωνιστές εθελοντές, 2000 μόνο στην Αθήνα, που βοήθησαν απόρους, φυλακισμένους και πεινασμένα παιδιά. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση βοηθώντας τις αντιστασιακές οργανώσεις. Ειδοποιημένος από ανώνυμο τηλεφώνημα για επικείμενη έρευνα της Γκεστάπο, πρόφθασε να κρύψει τα ενοχοποιητικά στοιχεία αλλά έμεινε έκτοτε υπό συνεχή παρακολούθηση.
Με την απελευθέρωση επέστρεψε στη Μητρόπολή του, όπου βρήκε τα πάντα λεηλατημένα. Τη Χριστιανική Εστία εντελώς κατεστραμμένη, ιερείς διωγμένους και κάποιους νεκρούς. Ξανάχτισε και ενθάρρυνε. Η Μητρόπολη ήταν ανοιχτή για όλους. Στη Μητρόπολη Φιλίππων & Νεαπόλεως προσαρτήθηκε, το 1953, η Θάσος. Με ενέργειές του καλύφθηκαν τα κενά της κατοχής σε ιερείς και χτίστηκαν κατοικίες για τους εφημέριους δίπλα στους ναούς. Χτίστηκε επίσης το μοναστήρι του Αγίου Σίλα. Στις ενορίες οργανώθηκαν ευκίνητες δραστήριες ομάδες, οι Αδελφότητες. Μία από αυτές ενήργησε να χτιστεί παρεκκλήσιο στις φυλακές Καβάλας και βοηθούσε τους αποφυλακιζόμενους. Κάλυπταν τα έξοδα απόρων επιτόκων, ενώ αδελφές του Ερυθρού Σταυρού περιέθαλπαν γέροντες.
Οργάνωσε στην Καβάλα συλλαλητήριο για την Κύπρο όπου εκφώνησε ενθουσιώδη λόγο. Στην ΙΓ' σύνοδο της Ιεραρχίας έκανε εισήγηση για την Οικουμενική Κίνηση και για τους Ρόταρυ. Το 1960, με πρωτοβουλία εκπροσώπων του λαού, εορτάστηκαν στην Καβάλα τα 50 χρόνια Αρχιεροσύνης του. Παρευρέθηκαν εκπρόσωποι Ορθοδόξων Εκκλησιών, Μητροπολίτες, Υπουργοί, Βουλευτές, πλήθος κόσμου. Του απενεμήθησαν μετάλλια και παράσημα. Ο Δήμος ονόμασε μία λεωφόρο «Μητροπολίτου Χρυσοστόμου».
Προήδρευσε στην Α' Πανορθόδοξη Συνάντηση της Ρόδου για τον καθορισμό των θεμάτων της Μεγάλης Συνόδου της Εκκλησίας λόγω της πλούσιας διεθνούς εμπειρίας του (Οικουμενικό Πατριαρχείο 1918, Αλεξάνδρεια 1928, Φανάρι 1959, Μόσχα, Βουλγαρία, Βελιγράδι, Ελσίνκι)[3].
Εξελέγη σχεδόν παμψηφεί από τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Θεοκλήτου και την παραίτηση του διαδόχου του, Ιακώβου, για να ηγηθεί μίας Εκκλησίας σε δεινή κατάσταση. Την εκλογή υποδέχτηκε ο λαός με παραλήρημα χαράς και με κραυγές «Άξιος». Ο τύπος αναφέρθηκε με ενθουσιασμό για τον νέο Αρχιεπίσκοπο. Στον ενθρονιστήριο λόγο του αναφέρθηκε στους κρίσιμους τομείς της εκκλησίας: Μόρφωση, μισθοδοσία, συνταξιοδότηση κλήρου, σχέση Ορθοδόξων και ξένων Εκκλησιών, ένωση των Εκκλησιών, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, Καταστατικός Χάρτης Εκκλησίας, διεύρυνση έργου Αποστολικής Διακονίας, οικοδόμηση Συνοδικού Μεγάρου, εξασφάλιση του υπερεκατονταετούς αρχείου της Εκκλησίας, εφημεριακό, κατηχητικά, ανάπτυξη του ΟΔΕΠ, εκκλησιαστικό κτηματολόγιο, βυζαντινή μουσική στους ναούς, εκσυγχρονισμός κηρυγμάτων, τυποποίηση εκκλησιαστικών τελετών, κατάρτιση μοναστηριακών κανονισμών, οργάνωση υπηρεσιών Συνόδου και Ιεραρχίας, ταξινόμηση-διατήρηση αρχείου της Συνόδου, νομοθεσία Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και κωδικοποίηση Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας.
Στις 16 Νοεμβρίου του 1964 έληξαν στη Ρόδο οι εργασίες της Γ' Πανορθοδόξου Διασκέψεως. Στην τελετή, παρόντες μεταξύ άλλων ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Σταύρος Κωστόπουλος και ο υπουργός Βιομηχανίας Ιωάννης Ζίγδης. Η κυριότερη απόφαση της Διάσκεψης ελήφθη στις 13 Νοεμβρίου και αφορούσε το διάλογο με την Καθολική Εκκλησία. Οι ιεράρχες, που αντιπροσώπευαν δεκατέσσερις Ορθόδοξες Εκκλησίες, στην απόφασή τους -αφού υπενθύμισαν ότι η Α' Διάσκεψη απεφάνθη υπέρ της καλλιέργειας διαχριστιανικών σχέσεων και η Β' θέλησε κατ' αρχήν να προτείνει στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διάλογο επί ίσοις όροις- επανέλαβαν την επιθυμία διαλόγου, αλλά επισήμαναν ότι χρειάζεται η δέουσα προπαρασκευή και η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών. Ταυτόχρονα, δήλωσαν ότι κάθε Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ελεύθερη να συνεχίσει, όχι όμως εξ ονόματος και των άλλων, τις αδελφικές σχέσεις με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Οι επιφυλάξεις της Διάσκεψης για διάλογο με τη Ρώμη έγιναν σαφέστερες στις 14 Νοεμβρίου με δήλωση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, ο οποίος τόνισε: «(...) Αναμένομεν ένδειξιν καλής διαθέσεως εκ μέρους του Βατικανού, η οποία μέχρι στιγμής δεν εφάνη. Ο αρχηγός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εμμένει εις τα προνόμιά του περί «αλαθήτου» και «πρωτείων». Εις πρόσφατον εγκύκλιόν του τονίζει ότι «απατώνται όσοι πιστεύουν ότι ημείς θα αποστώμεν των προνομίων μας τα οποία Θεόθεν εδόθησαν δια του Αποστόλου Πέτρου». Υπό τοιαύτας συνθήκας, δεν είναι εύκολος ο διάλογος εν ίσοις όροις»[4].
Αντέδρασε επίσης έντονα στη συνάντηση του Πατριάρχη Αθηναγόρα με τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄[α].
Προεξήρχε στην τελετή ανακομιδής των λειψάνων του συμπατριώτη του από τη Μικρά Ασία Ιερωνύμου Σιμωνοπετρίτη του Μικρασιάτη το 1965, στο Μετόχιο της Αναλήψεως στον Βύρωνα.[6][7]
Οι άξονες της δράσης του Χρυσοστόμου ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος ήταν εν συντομία οι εξής:
Το δικτατορικό καθεστώς έθεσε σε πρώτη προτεραιότητα την τοποθέτηση νέου αρχιεπισκόπου, ευνοούμενου του Παλατιού και της Χούντας. Για τον λόγο αυτό σχεδιάστηκε η απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄.
Συγκεκριμένα τη Μεγάλη Παρασκευή, 28 Απριλίου 1967, κατά την περιφορά του Επιταφίου, ο Χρυσόστομος πιέστηκε να επιβιβαστεί σε αυτοκίνητο που τον μετέφερε στο σπίτι του. Λίγο αργότερα, κάποιοι που ισχυρίστηκαν ότι είναι γιατροί, συνοδευόμενοι από νοσοκόμες και αστυνομικούς, τον επισκέφτηκαν και του ζήτησαν να ετοιμαστεί για εισαγωγή στο νοσοκομείο. Παρά τη σθεναρή άρνησή του και τη διαβεβαίωση του προσωπικού του γιατρού, Δημητρίου Καπνιά, ότι δεν είχε πρόβλημα υγείας, οι αυτόκλητοι επισκέπτες αρνήθηκαν να αποχωρήσουν χωρίς τον Χρυσόστομο, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου, οπότε τον ανάγκασαν να τους ακολουθήσει στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Ωστόσο -και παρά τις πιέσεις- ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να παραιτηθεί και εξαναγκάστηκε να παραμείνει στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού για περισσότερο από ένα μήνα, χωρίς να είναι ασθενής. Στις 6 Μαΐου, αξιωματούχος των Ανακτόρων παρέδωσε στον Χρυσόστομο δύο παραλλαγές επιστολής παραίτησης για να διαλέξει ποια θα υπογράψει.[8] Σε επιστολή του προς τον τότε βασιλιά, ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος δήλωνε την πλήρη άρνησή του να παραιτηθεί, «…αρνούμαι διαρρήδην να γίνω παραβάτης θείων προσταγμάτων διότι θα είμαι ρίψασπις και προδότης και επίορκος, και υπό τοιαύτας συνθήκας δε θα θελήσω ποτέ [...] να καλύψω εξ αισχύνης το πρόσωπό μου. Αν η εκκλησία και η πολιτεία θελήσει ούτως ή άλλως, είτε κανονικώς είτε νομίμως να επιβάλει μίαν λύσιν, αντίθετον προς τας πεποιθήσεις μου, εγώ ου δύναμαι εμποδίσαι αυτήν και θα έχω να δικαιολογηθώ ενώπιον του δικαίου Κριτού ότι βία και δυναστεία υπέκυψα, αλλά και μετά διαμαρτυριών ενώπιον θεού και ανθρώπων».[9]
Στο διάστημα αυτό νομοθετήθηκε όριο ηλικίας και κηρύχθηκε, ζώντος του Αρχιεπισκόπου, ο θρόνος εν χηρεία και εξελέγη νέος Αρχιεπίσκοπος από Αριστίνδην-αντικανονική Σύνοδο ο μέχρι τότε Πρωθιερέας των Ανακτόρων Ιερώνυμος Κοτσώνης που είχε τη στήριξη του δικτατορικού καθεστώτος. ια τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η ενθρόνιση του Ιερωνύμου, είναι χαρακτηριστική η εισήγηση του μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονος στην Έκτακτη Πολυμελή Σύνοδο στις 5 Μαρτίου του 1974: «Εκ των μέχρι τούδε λεχθέντων συνάγεται ότι η άνοδος του Ιερωνύμου εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον υπήρξε πάντη ανώμαλος και άκρως αντικανονική, επί πλέον πάσχουσα και εκ της χρησιμοποιήσεως δι’ αυτήν κοσμικών αρχόντων».[10][11]
Ο Χρυσόστομος, χωρίς να παραιτηθεί, ιδιώτευσε έκτοτε μέχρι τον θάνατό του ως Αρχιεπίσκοπος Πρώην Αθηνών και Πάσης Ελλάδος.
Εκοιμήθη μετά ολιγοήμερη ασθένεια, στις 9 Ιουνίου 1968, Κυριακή της Πεντηκοστής και ετάφη στο Α' Κοιμητήριο Αθηνών. Στην Καβάλα κεντρική οδός φέρει το όνομά του ενώ στον Βύρωνα έχει ανεγερθεί μαρμάρινος ανδριάντας του[12].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.