From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου[3] (αλβανικά: Ushtria Çlirimtare e Kosovës, UÇK, /ut͡seˈka/), αναφερόμενος και ως ΟΥΤΣΕΚΑ,[4] ήταν Αλβανική εθνικιστική στρατιωτική οργάνωση που επιδίωκε την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ) και τη Σερβία τη δεκαετία του 1990 για την ανεξάρτησια του Κοσσυφοπέδιου
Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου | |
---|---|
Συμμετείχε στον Πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου | |
Διακριτικό του UÇK | |
Ίδρυση | 1991–1999 |
Περιοχή | Κοσσυφοπέδιο, Γιουγκοσλαβία |
Δύναμη | 12.000–20.000[1] ή 25.000–45.000[2] |
Εξελίχθηκε σε | Σώματα Προστασίας Κοσσυφοπεδίου |
Σύμμαχοι | Αλβανία, NATO |
Αντίπαλοι | Γιουγκοσλαβία |
Οι στρατιωτικοί πρόδρομοι του UÇK ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με ένοπλη αντίσταση στην προσπάθεια της Σερβικής αστυνομίας να φυλακίσει Αλβανούς ακτιβιστές[5]. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σημειώθηκαν επιθέσεις εναντίον αστυνομικών δυνάμεων και υπαλλήλων μυστικών υπηρεσιών, που κακοποίησαν Αλβανούς πολίτες[5]. Στα μέσα του 1998 ο UÇK είχε πλέον εμπλακεί σε μετωπικές μάχες, αν και υστερούσε τόσο σε αριθμό όσο και και εξοπλισμό[5]. Οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν από το 1997 και μετά εξαιτίας των σφοδρών αντιποίνων του Γιουγκοσλαβικού στρατού στην περιοχή, που είχε ως αποτέλεσμα βία και πληθυσμιακές εκτοπίσεις[6] [7]. Η αιματοχυσία, η εθνοκάθαρση χιλιάδων Αλβανών που τις οδήγησαν σε γειτονικές χώρες και το ενδεχόμενο αυτές να αποσταθεροποιήσουν την περιοχή προκάλεσαν την παρέμβαση διεθνών οργανισμών, όπως τα Ηνωμένα Έθνη, το ΝΑΤΟ και διεθνών ΜΚΟ[8][9]. Το ΝΑΤΟ υποστήριξε τον UÇK και παρενέβη υπέρ αυτού το Μάρτιο του 1999.
Το Σεπτέμβριο του 1999, με τη λήξη των εχθροπραξιών και με μια διεθνή δύναμη στο Κοσσυφοπέδιο, ο UÇK διαλύθηκε επισήμως και χιλιάδες μέλη του εισήλθαν στο Σώμα Προστασίας του Κοσσυφοπεδίου, ένα πολιτικό όργανο προστασίας έκτακτης ανάγκης, που αντικατέστησε τον UÇK και την Αστυνομική δύναμη του Κοσσυφοπεδίου, όπως προβλεπόταν στην Απόφαση 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Ο τερματισμός του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ομάδων ανταρτών και πολιτικών οργανώσεων από τον UÇK, που συνέχιζαν τις ένοπλες συγκρούσεις στη νότια Σερβία (1999-2001) και τη βορειοδυτική πΓΔΜ (2001), που κατέληξαν σε ειρηνευτικές συνομιλίες και περισσότερα δικαιώματα για τους Αλβανούς[10]. Οι πρώην ηγέτες του UÇK εισήλθαν επίσης στην πολιτική, ορισμένοι από τους οποίους έφτασαν σε ανώτερα αξιώματα.
Ο UÇK έλαβε σημαντική οικονομική βοήθεια από οργανώσεις της Αλβανικής διασποράς. Υπήρξαν ισχυρισμοί ότι χρησιμοποίησε τη ναρκοτρομοκρατία για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της [11][12]και αναφορές για βιαιότητες και εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από τον UÇK κατά τη διάρκεια και μετά τη σύγκρουση, όπως σφαγές αμάχων, στρατόπεδα εγκλεισμού και καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς.[13] Τον Απρίλιο του 2014 το Κοινοβούλιο του Κοσόβου εξέτασε και ενέκρινε την ίδρυση ειδικού δικαστηρίου για την εκδίκαση υποθέσεων σχετικών με εγκλήματα και άλλες σοβαρές παραβιάσεις, που φέρεται ότι διαπράχθηκαν από μέλη του UÇK το 1999-2000[14]. Ο UÇK θεωρείται μία από τις πιο επιτυχημένες ανταρσίες της μεταψυχροπολεμικής εποχής και ως μοντέλο εξέγερσης, με τη γρήγορη επιτυχία του να οφείλεται κυρίως σε μια ασυνήθιστη σύνθεση γεωπολιτικών και λαϊκών συνθηκών[15].
Βασικός πρόδρομος του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου ήταν το Λαϊκό Κίνημα του Κοσσυφοπεδίου (LPK). Αυτή η ομάδα, που υποστήριζε ότι η ελευθερία του Κοσσυφοπεδίου θα μπορούσε να κερδηθεί μόνο με ένοπλο αγώνα, ανάγεται στο 1982 και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του UÇK το 1993.[16][17] Η άντληση κεφαλαίων άρχισε τη δεκαετία του 1980 στην Ελβετία από Αλβανούς εξόριστους των βιαιοτήτων του 1981 και μετά από αυτές[18]. Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ανακάλεσε την αυτονομία του Κοσσυφοπεδίου το 1989, επαναφέροντας την περιοχή στο καθεστώς της του 1945, εκδιώκοντας τους Αλβανούς από τη γραφειοκρατία του Κοσσυφοπεδίου και καταπνίγοντας βίαια τις διαμαρτυρίες.[19][20] Αντιδρώντας οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου ίδρυσαν τη Δημοκρατική Συμμαχία του Κοσσυφοπεδίου (LDK). Με επικεφαλής τον Ιμπραήμ Ρουγκόβα, στόχος της ήταν η ανεξαρτησία από τη Σερβία, αλλά με ειρηνικά μέσα. Για το σκοπό αυτό η LDK δημιούργησε και ανέπτυξε ένα "παράλληλο κράτος" με ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη[20].
Ο UÇK έκανε το όνομά του δημόσια γνωστό για πρώτη φορά το 1995[21] και ακολούθησε μια πρώτη δημόσια εμφάνιση το 1997, όταν ο αριθμός των μελών του ήταν ακόμα μόνο περίπου 200.[16] Επικρίνοντας την πρόοδο που είχε γίνει από το Ρουγκόβα ο UÇK έλαβε ώθηση από τις Συμφωνίες του Ντέιτον του 1995 - που δεν έδωσαν τίποτα στο Κοσσυφοπέδιο και έτσι προκάλεααν μια ευρύτερη απόρριψη των ειρηνικών μεθόδων της LDK και από λεηλατημένα όπλα που εισέρρευσαν στο Κοσσυφοπέδιο μετά την εξέγερση στην Αλβανία του 1997.[22] Κατά το 1997-1998 ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου προσπέρασε την LDK του Ρουγκόβα, γεγονός που φάνηκε ξεκάθαρα όταν ο Χασίμ Θάτσι του UÇK που ηγήθηκε των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου στις διαπραγματεύσεις του Ραμπουγιέ την άνοιξη του 1999, με το Ρουγκόβα ως αναπληρωτή του.[23]
Το Φεβρουάριο του 1996 ο UÇK πραγματοποίησε σειρά επιθέσεων εναντίον αστυνομικών τμημάτων και κυβερνητικών αξιωματούχων της Γιουγκοσλαβίας, ισχυριζόμενος ότι είχαν σκοτώσει Αλβανούς πολίτες στο πλαίσιο μιας εκστρατείας εθνοκάθαρσης [38]. Αργότερα εκείνο το έτος η Βρετανική εβδομαδιαία εφημερίδα The European δημοσίευσε ένα άρθρο Γάλλου εμπειρογνώμονα που ανέφερε ότι "οι Γερμανικές πολιτικές και στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες έχουν συμμετάσχει στην εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των ανταρτών με στόχο την εδραίωση της γερμανικής επιρροής στην περιοχή των Βαλκανίων.(... ) Η γέννηση του UÇK το 1996 συνέπεσε με το διορισμό του Χάνσγεργκ Γκάιγκερ ως νέου επικεφαλής της BND (Γερμανική μυστικής Υπηρεσία).(...) Οι άνδρες της BND ήταν υπεύθυνοι για τη στρατολόγηση για τη διοικητική δομή του UÇK από τους 500.000 Κοσοβάρους της Αλβανίας".[24] Ο Mατίας Κύντσελ προσπάθησε αργότερα να αποδείξει ότι η Γερμανική μυστική διπλωματία είχε εμπλακεί στην υποστήριξη του UÇK από τη δημιουργία του..[25]
Οι Σερβικές αρχές κατήγγειλαν τον UÇK ως τρομοκρατική οργάνωση και αύξησαν τον αριθμό των δυνάμεων ασφαλείας στην περιοχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αξιοπιστίας του εμβρυϊκού UÇK μεταξύ του πληθυσμού των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου. Λίγο πριν ξεκινήσει η στρατιωτική δράση του ΝΑΤΟ η Επιτροπή των ΗΠΑ για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες ανέφερε ότι " ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου ... επιδιώκει να 'εκκαθαρίσει' το Κοσσυφοπέδιο από το Σερβικό πληθυσμό του".[26] Το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο του ΝΑΤΟ τόνισε ότι ο UÇK ήταν "ο κύριος υποκινητής της βίας" και ότι είχε "ξεκινήσει αυτό που φαίνεται να είναι μια εκ προθέσεως εκστρατεία πρόκλησης"[26].
Ένας από τους στόχους που ανέφεραν οι διοικητές του UÇK ήταν ο σχηματισμός μιας Μεγάλης Αλβανίας, αλυτρωτική έννοια των εδαφών που θεωρούντο ότι αποτελούν την εθνική πατρίδα πολλών Αλβανών, που περιλάμβανε το Κοσσυφοπέδιο, την Αλβανία και την Αλβανική μειονότητα της γειτονικής πΓΔΜ και του Μαυροβουνίου.[27][28][29]
Ο UÇK έλαβε σημαντική οικονομική βοήθεια από την Αλβανική διασπορά στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.[30] Εκτιμάται ότι τα κεφάλαια αυτά ανήλθαν από 75 εκατομμύρια έως 100 εκατομμύρια δολάρια.[12] Παρόλο που δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο UÇK ενεπλάκη ο ίδιος άμεσα σε τέτοιες δραστηριότητες πριν από τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς του 1999[31], υπήρξαν ισχυρισμοί ότι έσοδα από διακίνηση ναρκωτικών, δωρεές από Αλβανούς μεγαλέμπορους ναρκωτικών αποτελούσαν σημαντικό μέρος του εισοδήματός του. Όταν το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ κατέταξε τον UÇK ως τρομοκρατική οργάνωση το 1998, επεσήμανε τις σχέσεις του με το εμπόριο ηρωίνης,[32] και ένα ενημερωτικό έγγραφο για το Αμερικανικό Κογκρέσο ανέφερε: «Θα ήταν αμέλεια να απορρίψουμε τους ισχυρισμούς ότι 30 ως 50 τοις εκατό των χρημάτων του UÇK προέρχεται από τα ναρκωτικά ».[33] Το 1999 Δυτικές μυστικές υπηρεσίες εκτιμούσαν ότι πάνω από 250 εκατομμύρια δολάρια από ναρκωτικά είχαν βρει καταλήξει στα ταμεία του UÇK[34]. Μετά τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς οι έμποροι ηρωίνης που συνδέονταν με τον UÇK άρχισσν πάλι να χρησιμοποιούν το Κοσσυφοπέδιο ως σημαντική πηγή εφοδιασμού. Το 2000 εκτιμάται ότι το 80% της προσφοράς ηρωίνης στην Ευρώπη ελεγχόταν από Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου[35].
Μεταξύ 5 και 7 Μαρτίου 1998 ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός ξεκίνησε μια επιχείρηση στο Πρέκαζ. Η επιχείρηση ακολούθησε μια προηγηθείσα ανταλλαγή πυρών(28 Φεβρουαρίου) κατά την οποία σκοτώθηκαν τέσσερις αστυνομικοί και αρκετοί τραυματίστηκαν. Ο Aντεμ Γιασάρι, ηγέτης του UÇK, δραπέτευσε. Στο Πρέκαζ σκοτώθηκαν 28 μαχητές και 30 πολίτες, οι περισσότεροι της οικογένειας του Γιασάρι. Η Διεθνής Αμνηστία ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για επιχείρηση εξόντωσης.
Στις 23 Απριλίου 1998 ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός (VJ) έστησε ενέδρα στον UÇK κοντά στα σύνορα Αλβανίας-Γιουγκοσλαβίας. Ο UÇK προσπαθούσε να εισάγει λαθραία όπλα και εφόδια στο Κοσσυφοπέδιο. Ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός, αν και πολύ κατώτερος αριθμητικά, δεν είχε θύματα, ενώ 19 μαχητές σκοτώθηκαν.
Σύμφωνα με το Ρόναλντ Κέιτ, διευθυντή του τοπικού γραφείου της Αποστολής Επαλήθευσης του Κοσσυφοπεδίου του ΟΑΣΕ:[36]
Κατά την άφιξή μου ο πόλεμος εξελισσόταν ολοένα και περισσότερο σε συγκρούσεις μεσαίας έντασης, καθώς οι ενέδρες, οι επιθέσεις σε κρίσιμες γραμμές επικοινωνίας και η απαγωγή [από τον UÇK] δυνάμεων ασφαλείας οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των κυβερνητικών απωλειών, γεγονός που με τη σειρά του οδήγησε σε σημαντικές επιχειρήσεις γιουγκοσλαβικών αντιποίνων. .. Μέχρι τις αρχές Μαρτίου αυτές οι τρομοκρατικές και αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις ανάγκασαν τους κατοίκους πολλών χωριών να φεύγουν ή να διασκορπίζονται σε άλλα χωριά, πόλεις ή λόφους για να βρουν καταφύγιο ... Ηταν σαφές ότι οι προκλήσεις του UÇK, των οποίων προσωπικά ήμουν μάρτυρας σε ενέδρες περιπόλων ασφαλείας που προκάλεσαν θανάτους και άλλες απώλειες, ήταν σαφείς παραβιάσεις της συμφωνίας του προηγούμενου Οκτωβρίου [και του Ψηφίσματος 1199 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών..
Ο UÇK δεν κέρδισε καμία μάχη στον πόλεμο.[37]
Ο αρχικός πυρήνας του UÇK στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν μια στενά συνδεδεμένη ομάδα διοικητών, αποτελούμενη από αξιωματικούς που ανήκουν σε εφεδρικές, τακτικές και περιφερειακές αμυντικές μονάδες του Γιουγκοσλαβικού Στρατού (JNA)[38]. Το 1996 ο UÇK αποτελείτο μόνο από μερικές εκατοντάδες μαχητές.[38] Στο πλαίσιο του ένοπλου αγώνα το 1996-1997 μια έκθεση της CIA σημείωσε ότι ο UÇK μπορούσε να κινητοποιήσει δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές στο Κοσσυφοπέδιο μέσα σε δύο ως τρία χρόνια[38]. Το τέλος του 1998 ο UÇK είχε 17.000 άνδρες[38]. Η θρησκεία δεν έπαιζε ρόλο στον UÇK και ορισμένοι από τους πιο αφοσιωμένους χρηματοδότες και μαχητές προέρχονταν από την Καθολική κοινότητα.
Αλβανοί στρατολογημένοι από τη γειτονική πΓΔΜ εντάχθηκαν στον UÇK και οι αριθμοί τους κυμαίνονταν από αρκετές δεκάδες μέχρι χιλιάδες. Μετά τον πόλεμο ορισμένοι από αυτούς θεώρησαν ότι η στρατιωτική τους συμμετοχή και η βοήθειά τους στους συντρόφους τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης δεν αναγνωρίστηκε δεόντως στο Κοσσυφοπέδιο.
Ο πρώην εκπρόσωπος του UÇK, Γιακούπ Κρασνίκι, δήλωσε ότι οι εθελοντές προέρχονταν από «τη Σουηδία, το Βέλγιο, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ».[39] Ισλαμιστές εθελοντές από τη Δυτική Ευρώπη, Αλβανοί, Τούρκοι και Βορειοαφρικανοί, οργανώθηκαν από ισλαμιστές ηγέτες στη Δυτική Ευρώπη συμμάχους με τον Μπιν Λάντεν και τον Ζαουάχρι.[2] Επίσης, 175 μουτζαχεντίν της Υεμένης έφτασαν στις αρχές Μαΐου του 1998.[2]
Σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών της Σερβίας, μέχρι το Σεπτέμβριο του 1998, υπήρχαν 1.000 ξένοι μισθοφόροι από την Αλβανία, τη Σαουδική Αραβία, την Υεμένη, το Αφγανιστάν, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη (μουσουλμάνοι) και την Κροατία.[40] Η μονάδα μουτζαχεντίν του Αμπού Μπεκίρ Σιντίκ με 115 μέλη, που έδρασε στη Ντρένιτσα το Μάιο-Ιούνιο του 1998 , και δώδεκα από τα μέλη της ήταν Σαουδάραβες και Αιγύπτιοι, σύμφωνα με πληροφορίες χρηματοδοτείτο από ισλαμιστικές οργανώσεις. Η ομάδα διαλύθηκε αργότερα και δεν δημιουργήθηκε μόνιμη παρουσία τζιχαντιστών.[41]
Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στο Κοσσυφοπέδιο ο Μιλόσεβιτς και οι υποστηρικτές του παρουσίαζαν τον UÇK ως τρομοκρατική οργάνωση του μαχητικού Ισλάμ.[42] Η CIA συμβούλευε τον UÇK για να αποφύγει την εμπλοκή με Μουσουλμάνους εξτρεμιστές[43]. Ο UÇK απέρριψε τις προσφορές βοήθειας από Μουσουλμάνους φονταμενταλιστές [44]. Ηταν κατανοητό στις τάξεις του UÇK ότι η εξωτερική βοήθεια από Μουσουλμάνους φονταμενταλιστές θα περιόριζε την υποστήριξη προς την υπόθεση των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου στη Δύση.[42]
Μετά τον πόλεμο ο UÇK μετατράπηκε στο Σώμα Προστασίας του Κοσσυφοπεδίου, που συνεργαζόταν με τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ περιπολώντας στην επαρχία[45]. Το 2000 υπήρξαν αναταραχές στην Κόσοβσκα Μιτρόβιτσα, με νεκρούς ένα Γιουγκοσλάβο αξιωματικό της αστυνομίας και ένα γιατρό και τραυματίες τρεις αξιωματικούς και ένα γιατρό το Φεβρουάριο. Το Μάρτιο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας διαμαρτυρήθηκε για την κλιμάκωση της βίας στην περιοχή, ισχυριζόμενη ότι αυτό έδειχνε ότι ο UÇK ήταν ακόμα ενεργός. Μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου η ΟΔΓ κατέθεσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ διάφορα στοιχεία σχετικά με βία κατά των Σέρβων και άλλων μη Αλβανών[46] .
Μέλη μη αλβανικών κοινοτήτων, όπως Σέρβοι και Ρομά εγκατέλειψαν το Κοσσυφοπέδιο, μερικοί φοβούμενοι τις επιθέσεις εκδίκησης από ένοπλους και επιστρέψαντες πρόσφυγες και άλλοι πιεζόμενοι να φύγουν από τον UÇK και ένοπλες συμμορίες . [47] Ο Γιουγκοσλαβικός Ερυθρός Σταυρός είχε υπολογίσει συνολικά 30.000 πρόσφυγες και εσωτερικά εκτοπισθέντες από το Κοσσυφοπέδιο, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Σέρβοι. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) εκτίμησε τον αριθμό σε 55.000 πρόσφυγες, που είχαν καταφύγει στο Μαυροβούνιο και την Κεντρική Σερβία, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Σέρβοι του Κοσσυφοπεδίου: «Πάνω από 90 μικτά χωριά στο Κοσσυφοπέδιο έχουν τώρα αδειάσει από Σέρβους κατοίκους και άλλοι Σέρβοι συνεχίζουν να φεύγουν, είτε για να μετακινηθούν σε άλλες τμήματα του Κοσσυφοπεδίου ή για να καταφύγουν στην κεντρική Σερβία. "[48].
Στο μεταπολεμικό Κοσσυφοπέδιο οι μαχητές του UÇK έχουν τιμηθεί από την εκεί Αλβανική κοινωνία με λογοτεχνικές εκδόσεις, όπως βιογραφίες, ανέγερση μνημείων και εκδηλώσεις μνήμης[49] . Τα κατορθώματα του Αντεμ Γιασάρι έχουν εξυμνηθεί και μυθοποιηθεί από τα πρώην μέλη του KLA από την Αλβανική κοινωνία Κοσσυφοπεδίου. Αρκετά τραγούδια, λογοτεχνικά έργα και μνημεία έχουν αφιερωθεί σε αυτόν και ορισμένοι δρόμοι και κτίρια φέρουν το όνομά του σε όλο το Κοσσυφοπέδιο.[50][51]
Ο Αλί Αχμέτι οργάνωσε τον UÇK των Σκοπίων, που πολέμησε στην Εξέγερση στην πΓΔΜ, από πρώην μαχητές του UCK από το Κοσσυφοπέδιο και την πΓΔΜ, Αλβανούς αντάρτες από το Πρέσεβο, τη Μεντβέντια και το Μπουγιάνοβατς της Σερβίας, νεαρούς Αλβανούς ριζοσπάστες και εθνικιστές από την πΓΔΜ και ξένους μισθοφόρους.[52] Το ακρωνύμιο ήταν το ίδιο με εκείνο του του UÇK στην Αλβανία.[52]
Αρκετοί ηγέτες του UÇK διαδραματίζουν σήμερα σημαντικό ρόλο στην πολιτική του Κοσσυφοπεδίου.
Ο Φατμίρ Λιμάι, ανώτερος διοικητής του UCK, είναι τώρα ηγέτης της Πρωτοβουλίας για το Κοσσυφοπέδιο. Δικάστηκε επίσης στη Χάγη και απαλλάχθηκε από όλες τις κατηγορίες το Νοέμβριο του 2005.[56]
Ο Χαϊρεντίν Μπάλα, πρώην δεσμοφύλακας του UCK, καταδικάστηκε στις 30 Νοεμβρίου 2005 σε φυλάκιση 13 ετών για κακομεταχείριση τριών κρατουμένων στο στρατόπεδο εγκλεισμού Λιάπουσνικ, την προσωπική του συμμετοχή στη “διατήρηση και τ επιβολή απάνθρωπων συνθηκών” του στρατοπέδου, βοηθώντας στο βασανισμό ενός κρατουμένου και συμμετέχοντας στη δολοφονία εννέα κρατουμένων από το στρατόπεδο, που οδηγήθηκαν στα Ορη Μπερίσα στις 25 ή 26 Ιουλίου 1998 και δολοφονήθηκαν. Ο Μπάλα άσκησε έφεση που εκκρεμεί.[57]
Οι Ηνωμένες Πολιτείες (και το ΝΑΤΟ) υποστήριξαν άμεσα τον UCK.[58] Η CIA χρηματοδότησε, εκπαίδευσε και εφοδίαζε τον UCK (όπως είχε κάνει προηγουμένως με το Στρατό της Βοσνίας).[59] Όπως αποκαλύφθηκε στους The Sunday Times από πηγές της CIA, "Αμερικανοί πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών έχουν παραδεχθεί ότι βοήθησαν στην εκπαίδευση του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου πριν από τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία".[60][61][62] Το 1999 ένας απόστρατος Συνταγματάρχης ανέφερε ότι οι δυνάμεις του UCK είχαν εκπαιδευτεί στην Αλβανία από Αμερικανούς πρώην στρατιωτικούς[60].
Ο Τζέιμς Μπίσετ, Πρέσβης του Καναδά στη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία, έγραψε το 2001 ότι οι εκθέσεις των ΜΜΕ δείχνουν ότι "ήδη από το 1998 η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών, με τη βοήθεια της Βρετανικής Ειδικής Αεροπορικής Υπηρεσίας, εξόπλιζαν και εκπαίδευαν μέλη του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου στην Αλβανία (...) Η ελπίδα ήταν ότι με το Κοσσυφοπέδιο στις φλόγες το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να παρέμβει ... "[63]. Σύμφωνα με τον Tιμ Τζούντα οι εκπρόσωποι του UCK είχαν ήδη συναντηθεί με τις Αμερικανικές, Βρετανικές και Ελβετικές μυστικές υπηρεσίες το 1996 και ενδεχομένως "αρκετά χρόνια νωρίτερα"[64].
Ο Αμερικανός Ρεπουμπλικάνος βουλευτής Ντάνα Ρόρμπακερ, ενώ ήταν αντίθετος στην παρουσία αμερικανικού στρατού ξηράς στο Κοσσυφοπέδιο, υποστήριξε την παροχή υποστήριξης στον UCK για να τον βοηθήσει να αποκτήσει την ελευθερία του.[65] Τιμήθηκε από την Ενωση Αλβανών της Αμερικής σε εκδήλωση συγκέντρωσης οικονομικής βοήθειας στο Νιου Τζέρσεϋ στις 23 Ιουλίου 2001. Ο Πρόεδρος της Ένωσης, Τζόζεφ Ντιογκουάρντι, επαίνεσε το Ρόρμπακερ για την υποστήριξή του στον UCK, λέγοντας: «Ήταν το πρώτο μέλος του Κογκρέσου που επέμεινε οι Ηνωμένες Πολιτείες να εξοπλίσουν τον Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσσυφοπεδίου και ένα από τα λίγα μέλη που μέχρι σήμερα υποστηρίζουν δημοσίως την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου". Ο Ρόρμπακερ έκανε μια ομιλία για να υποστηρίξει τον εφοδιασμό του UCK με όπλα, συγκρίνοντάς τον με την υποστήριξη της Αμερικής από τη Γαλλία στην Αμερικανική Επανάσταση[66].
Υπήρξαν αναφορές για εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από τον UCK τόσο κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης όσο και μετά. Αυτά έγιναν εναντίον Σέρβων, άλλων εθνοτικών μειονοτήτων (κυρίως Ρομά) και εναντίον Αλβανών που κατηγορήθηκαν ότι συνεργάστηκαν με τις Σερβικές αρχές[67] . Σύμφωνα με έκθεση του Παρατηρητήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) του 2001:
Ο UCK ήταν υπεύθυνος για σοβαρές παραβιάσεις ... συμπεριλαμβανομένων απαγωγών και δολοφονιών Σέρβων και Αλβανών που θεωρούντο συνεργάτες του κράτους. Τα μέλη του UCK είναι επίσης υπεύθυνα για επιθέσεις, μετά από τις συγκρούσεις, εναντίον Σέρβων, Ρομά και άλλων μη Αλβανών καθώς και πολιτικών τους αντιπάλων αλβανικής καταγωγής ... εκτεταμένους και συστηματικούς εμπρησμούς και λεηλασίες σπιτιών που ανήκαν σε Σέρβους, Ρομά και άλλες μειονότητες και την καταστροφή Ορθόδοξων εκκλησιών και μοναστηριών ... σε συνδυασμό με πιέσεις και εκφοβισμό, που αποσκοπούσαν να εκδιώξουν τους ανθρώπους από τα σπίτια τους και τις κοινότητες τους... τα μέλη του KLA είναι σαφώς υπεύθυνα για πολλά από αυτά τα εγκλήματα.
Ο UCK προέβη σε επιθέσεις αντιποίνων εναντίον Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο και Αλβανών που "συνεργάζονταν" με τη Σερβική κυβέρνηση και βομβάρδισε αστυνομικούς σταθμούς και καφετέριες, όπου ήταν γνωστό ότι σύχναζαν Σέρβοι αξιωματούχοι, σκοτώνοντας αθώους πολίτες. Οι περισσότερες από τις δραστηριότητές του χρηματοδοτήθηκαν από τη διακίνηση ναρκωτικών, αν και οι δεσμοί του με κοινοτικές ομάδες και Αλβανούς εξόριστους του χάρισαν τοπική δημοτικότητα.
Το επεισόδιο του Πάντα Μπαρ, μια σφαγή Σέρβων εφήβων σε μια καφετέρια, που οδήγησε σε άμεση επέμβαση στις κατοικούμενες από Αλβανούς νότιες συνοικίες του Πέτς κατά την οποία η Σερβική αστυνομία σκότωσε δύο Αλβανούς[68], έχει υποστηριχθεί από τη Σερβική εφημερίδα Κούριρ ότι είχε οργανωθεί από τη Σερβική κυβέρνηση[69], ενώ ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς δήλωσε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η δολοφονία διεπράχθη από Αλβανούς, όπως θεωρείτο προηγουμένως[70].
Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων του UCK δεν είναι γνωστός. Σύμφωνα με έκθεση της κυβέρνησης της Σερβίας ο UCK είχε σκοτώσει ή απαγάγει 3.276 ανθρώπους διαφόρων εθνοτήτων, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων Αλβανών. Από την 1η Ιανουαρίου 1998 ως τις 10 Ιουνίου 1999 ο UCK σκότωσε 988 άτομα και απήγαγε 287, κατά την περίοδο από 10 Ιουνίου 1999 ως 11 Νοεμβρίου 2001, όταν το ΝΑΤΟ ανέλαβε τον έλεγχο στο Κοσσυφοπέδιο, 847 αναφέρθηκε ότι σκοτώθηκαν και 1.154 ότι απήχθησαν. Αυτό περιελάμβανε τόσο πολίτες όσο και προσωπικό ασφαλείας. Από αυτούς που σκοτώθηκαν κατά την πρώτη περίοδο, 335 ήταν άμαχοι, 351 στρατιώτες, 230 αστυνομικοί και 72 άγνωστοι. Σύμφωνα με την εθνικότητα, 87 από τους σκοτωμένους πολίτες 1587 ήταν Σέρβοι, 230 Αλβανοί και 18 άλλης εθνικότητας. Μετά την αποχώρηση των Σερβικών και Γιουγκοσλαβικών δυνάμεων ασφαλείας από το Κοσσυφοπέδιο τον Ιούνιο του 1999 όλα τα θύματα ήταν άμαχοι, η μεγάλη πλειοψηφία τους Σέρβοι[71]. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων "περίπου χίλιοι Σέρβοι και Ρομά έχουν δολοφονηθεί ή είναι αγνοούμενοι από τις 12 Ιουνίου 1999."
Σερβικό δικαστήριο καταδίκασε 9 πρώην μέλη του UCK για τη δολοφονία 32 μη Αλβανών πολιτών.[72]. Στην ίδια υπόθεση άλλοι 35 άμαχοι είναι αγνοούμενοι, ενώ 153 βασανίστηκαν και απελευθερώθηκαν.
Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 20 Νοεμβρίου 1989, τέθηκε σε ισχύ στις 2 Σεπτεμβρίου 1990 και ίσχυε καθ 'όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης. Το άρθρο 38 της Σύμβασης ορίζει την ηλικία των 15 ως το ελάχιστο όριο για τη στρατολόγηση ή συμμετοχή σε ένοπλες συγκρούσεις. Το άρθρο 38 απαιτεί από τα κρατικά συμβαλλόμενα μέρη να εμποδίζουν οποιονδήποτε ηλικίας κάτω των 15 ετών να συμμετέχει άμεσα σε εχθροπραξίες και να μη στρατολογούν κανένα άτομο ηλικίας κάτω των 15 ετών[73].
Η συμμετοχή ατόμων κάτω των 18 ετών στον UCK επιβεβαιώθηκε τον Οκτώβριο του 2000, όταν έγιναν γνωστές λεπτομέρειες για την εγγραφή 16.024 στρατιωτών του από το Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης στο Κοσσυφοπέδιο. Το δέκα τοις εκατό αυτού του αριθμού ήταν κάτω των 18 ετών. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν 16 και 17 ετών. Περίπου το 2% ήταν κάτω από την ηλικία των 16 ετών. Πρόκειται κυρίως για κορίτσια που προσλαμβάνονταν για να μαγειρεύουν για τους στρατιώτες παρά για να πολεμούν.[74]
Η Κάρλα Ντελ Πόντε, επί μακρόν γενική εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία, ισχυρίστηκε στο βιβλίο της Το κυνήγι: Εγώ και οι Εγκληματίες Πολέμου ότι υπήρξαν περιπτώσεις παράνομης διακίνησης οργάνων το 1999 μετά το τέλος του Πολέμου του Κοσσυφοπεδίου. Οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν από τις αρχές του Κοσσυφοπεδίου και της Αλβανίας[75] ως κατασκευασμένες, ενώ το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο έχει αναφέρει ότι "δεν υπήρχαν αξιόπιστα στοιχεία για την τεκμηρίωση των ισχυρισμών"[76].
Στις αρχές του 2011 η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξέτασε μια έκθεση του Ντικ Μάρτι σχετικά με τις φερόμενες εγκληματικές δραστηριότητες και την υποτιθέμενη διαμάχη περί συγκέντρωσης οργάνων. Ωστόσο τα Μέλη του Κοινοβουλίου επέκριναν την έκθεση, επισημαίνοντας την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων και ο Μάρτι απάντησε ότι απαιτείται ένα πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων στο Κοσσυφοπέδιο, προτού να μπορέσει να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τους μάρτυρες, επειδή η ζωή τους κινδυνεύει[77]. Οι έρευνες συνεχίζονται.
Ο ιστορικός του πολιτισμού Αντρας Ριντλμάγιερ ανέφερε ότι οι καμία Σερβική Ορθοδόξη εκκλησία ή μοναστήρι δεν υπέστη ζημιές ούτε καταστράφηκε από τον UCK κατά τη διάρκεια του πολέμου.[95] Οι Ριντλμάγιερ και Αντριου Χέρσερ διεξήγαγαν έρευνα για την πολιτιστική κληρονομιά του Κοσσυφοπεδίου για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ΔΠΔΓ) και την UNMIK μετά τον πόλεμο και διαπίστωσαν ότι οι περισσότερες ζημιές στις εκκλησίες σημειώθηκαν κατά τις επιθέσεις εκδίκησης μετά τη σύγκρουση και την επιστροφή των Αλβανών προσφύγων στο Κοσσυφοπέδιο.[96] Το 1999 οι μαχητές του UCK κατηγορήθηκαν για καταστροφή της μονής Ντέμιτς και κατατρομοκράτηση των μοναχών της. Τα στρατεύματα της KFOR ανέφεραν ότι οι αντάρτες του UCK κατέστρεψαν τοιχογραφίες και εικόνες αιώνων στο παρεκκλήσι και έκλεψαν δύο αυτοκίνητα και όλα τα τρόφιμα του μοναστηριού.[97][98]
Η Καρίμα Μπέννουν, ειδική εισηγήτρια των Ηνωμένων Εθνών στον τομέα των πολιτιστικών δικαιωμάτων, αναφέρθηκε στις πολλές αναφορές εκτεταμένων επιθέσεων εναντίον εκκλησιών που διαπράχθηκαν από τον Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσσυφοπεδίου[99] . Το 2014 ο Τζον Κλιντ Ουίλιαμσον ανακοίνωσε τα ερευνητικά ευρήματα της Ειδικής Διερευνητικής Ομάδας της ΕΕ και ανέφερε ότι ένα συγκεκριμένο τμήμα του UCK μετά την ολοκλήρωση του πολέμου (Ιούνιος 1999) σκόπιμα στοχοποίησε σκόπιμα τους μειονοτικούς πληθυσμούς με μια οργανωμένη εκστρατεία εθνοκάθαρσης με διώξεις, που περιελάμβαναν επίσης βεβήλωση και καταστροφή εκκλησιών και άλλων θρησκευτικών χώρων. Ο Φάμπιο Μανισκάλτσο, Ιταλός αρχαιολόγος, ειδικός στην προστασία της πολιτιστικής περιουσίας, περιέγραψε πως μέλη του UCK αφαίρεσαν εικόνες και λειτουργικά αντικείμενα κατά τις λεηλασίες τους και ότι συνέχισαν να καταστρέφουν τις Χριστιανικές Ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια με όλμους μετά την άφιξη της KFOR.
Οι Γιουγκοσλαβικές αρχές, υπό το Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, θεωρούσαν τον UCK ως τρομοκρατική ομάδα.[105] Το Φεβρουάριο του 1998 ο ειδικός απεσταλμένος του Προέδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον στα Βαλκάνια, Ρόμπερτ Γκέλμπαρντ, καταδίκασε τόσο τις πράξεις της Σερβικής κυβέρνησης όσο και του UCK, τον οποίο και περιέγραψε ως "αναμφίβολα τρομοκρατική ομάδα"[106][107][108]. Το ψήφισμα 1160 του ΟΗΕ υιοθέτησε παρόμοια στάση.[109][110]
Αλλά ο κατάλογος τρομοκρατικών οργανώσεων του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ του 1997 δεν περιελάμβανε τον UCK.[111] Το Μάρτιο του 1998, μόλις ένα μήνα αργότερα, ο Γκέλμπαρντ αναγκάστηκε να τροποποιήσει τις δηλώσεις του λέγοντας ότι ο UCK δεν είχε ταξινομηθεί νόμιμα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ ως τρομοκρατική ομάδα και η Αμερικανική κυβέρνηση προσέγγισε τους ηγέτες του για να τους κάνει συνομιλητές με τους Σέρβους.[112] Ένα άρθρο της Wall Street Journal ισχυρίστηκε αργότερα ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε αφαιρέσει το Φεβρουάριο του 1998 τον UCK από τον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων [113][114][115], αφαίρεση που δεν έχει επιβεβαιωθεί ποτέ. Η Γαλλία δεν απέσυρε τον UCK παρά μόνο στα τέλη του 1998, μετά από έντονη άσκηση πιέσεων από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.[116]
Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα στρατεύματα του UCK συνεργάστηκαν με τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ και ένα από τα μέλη του αποκλήθηκε από το ΝΑΤΟ η ενσάρκωση των "μαχητών της ελευθερίας" του Κοσσυφοπεδίου. Στα τέλη του 1999 ο UCK διαλύθηκε και τα μέλη του εισήλθαν στο Σώμα Προστασίας του Κοσσυφοπεδίου.
Τον Απρίλιο του 2014 το Κοινοβούλιο του Κοσσυφοπεδίου συζήτησε και ενέκρινε την ίδρυση ειδικού δικαστηρίου του Κοσσυφοπεδίου για να δικάσει ενδεχόμενα εγκλήματα πολέμου και άλλες σοβαρές παραβιάσεις που διαπράχθηκαν κατά και μετά τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου το 1998-99.[117] Το δικαστήριο θα εκδικάσει υποθέσεις εναντίον ατόμων με βάση έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2010 του Ελβετού γερουσιαστή Ντικ Μάρτι..[118] Η διαδικασία θα χρηματοδοτηθεί από την ΕΕ και θα διεξαχθεί στη Χάγη, αν και θα εξακολουθεί να είναι εθνικό δικαστήριο του Κοσσυφοπεδίου. Οι κατηγορούμενοι πιθανότατα θα συμπεριλαμβάνουν μέλη του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου, που φέρονται να έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά των εθνοτικών μειονοτήτων και των πολιτικών τους αντιπάλων, πράγμα που σημαίνει ότι το δικαστήριο πιθανότατα θα είναι αντιδημοτικό στο Κοσσυφοπέδιο, όπου οι UCKάδες εξακολουθούν να θεωρούνται σε γενικές γραμμές ήρωες.[119]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.