From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο αγριόκουρκος είναι το μεγαλύτερο εδαφόβιο πτηνό της υποοικογένειας των Τετραονίνων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Tetrao urogallus και περιλαμβάνει 11 υποείδη. Ο αγριόκουρκος είναι επίσης γνωστός για τις γαμήλιες επιδείξεις που κάνουν τα αρσενικά κατά την αναπαραγωγική περίοδο (βλ. Αναπαραγωγή). Στη Ελλάδα απαντά το υποείδος Tetrao urogallus rudolfi.
Αγριόκουρκος | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος αρσενικός αγριόκουρκος | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Tetrao urogallus (Τετράων ο ουρόγαλλος[1]) Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Tetrao urogallus cantabricus | ||||||||||||||||
Καθοδική ↓[2]
Το είδος περιγράφτηκε για πρώτη φορά από τον Σουηδό βοτανολόγο,ιατρό και ζωολόγο Κάρολο Λινναίο στο έργο του Systema naturae το 1758 σύμφωνα με το ισχύον διώνυμό του. Είναι κοντινός συγγενής με τον μαυρόραμφο αγριόκουρκο (Tetrao parvirostris), που αναπαράγεται στα μεγάλα δάση της τάιγκα της ανατολικής Ρωσίας, καθώς και σε μέρη της βόρειας Μογγολίας και της Κίνας.
Επίσης υβριδίζει μ’ αυτό το είδος, καθώς και με τον Λυροπετεινό (τα υβρίδια αυτά είναι γνωστά με τη γερμανική ονομασία Rackelhahn[3]).
Ο αγριόκουρκος εξαπλώνεται σε ολόκληρη σχεδόν τη δυτική και κεντρική Ρωσία, εκτός από τις πολύ βόρειες περιοχές μέσα στον Αρκτικό κύκλο. Επίσης ζει στις πολύ βόρειες περιοχές της Μογγολίας και τις Κίνας. Στην Ευρώπη συναντάται κυρίως στην Κεντρική, τη Βόρεια και περιοχές των μεσογειακών χωρών. Συγκεκριμένα στα κεντρικά εξαπλώνεται από τις Άλπεις ως την Εσθονία και τη βόρεια Γερμανία. Βόρεια σχεδόν σε ολόκληρη τη Σκανδιναβία και τη Σκωτία. Στη νότια Ευρώπη συναντάται στα Πυρηναία, τις Δειναρικές Άλπεις, τη Ροδόπη και τα Καρπάθια. Στην Ελλάδα ο αγριόκουρκος ζει μόνο στη Ροδόπη, τα βουνά των Σερρών (Λαϊλιάς[4]), περιοχές της Θράκης και το όρος Άθως.
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης |
---|---|---|---|
1 | Τ. u. cantabricus | Βορειοδυτική Ισπανία | |
2 | T. u. aquitanicus | Πυρηναία της Ισπανίας και της Γαλλίας | |
3 | T. u. major | Κεντρική Ευρώπη (Άλπεις μέχρι Εσθονία) | |
4 | T. u. rudolfi | Νοτιοανατολική Ευρώπη (Βόρεια Ελλάδα μέχρι νοτιοδυτική Ουκρανία) | |
5 | T. u. urogallus | Σκανδιναβία και Σκωτία | |
6 | T. u. karelicus | Φινλανδία και Καρελία | |
7 | T. u. lonnbergi | Χερσόνησος Κόλα | |
8 | T. u. pleskei | Λευκορωσία και κεντρική ευρωπαϊκή Ρωσία | |
9 | T. u. obsoletus | Βόρεια ευρωπαϊκή Ρωσία | |
10 | T. u. volgensis | Νοτιοανατολική ευρωπαϊκή Ρωσία | |
11 | T. u. uralensis | Ουράλια Όρη και δυτική Σιβηρία |
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Ο αγριόκουρκος είναι κάτοικος των μεγάλων ορεινών δασών κωνοφόρων. Επίσης προτιμά δάση κατά προτίμηση με αφθονία καρποφόρων θάμνων. Στη Σιβηρία αναπαράγεται στη ζώνη της τάιγκας. Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στη Δυτική Ροδόπη, ο αγριόκουρκος απαντάται σε πυκνά, ώριμα μικτά δάση από κυρίως δασική (Pinus sylvestris) αλλά και Μαύρη πεύκη (P. nigra),λευκή ελάτη (Picea abies),οξιά (Fagus sylvatica) και λευκή ελάτη (Abies alba), με πυκνό υπόροφο αλλά και μικρά ξέφωτα. Στον Άθω βρέθηκε σε υψόμετρο 1.140-1.340 μ.
Ο αγριόκουρκος είναι πολύ μεγάλο πουλί σχεδόν στο μέγεθος Μεγάλης ωτίδας (Otis tarda). Έχουν έντονο σεξουαλικό διμορφισμό, καθώς τα αρσενικά είναι σαφώς μεγαλύτερα από τα θηλυκά και με πιο όμορφα χρώματα. Έχουν μήκος 75-90 εκ., βάρος εώς 5 κιλά και άνοιγμα φτερών μέχρι 150 εκ., ενώ τα θηλυκά έχουν μήκος 54-63 εκ. και έχουν το μισό βάρος (βλ. Βιομετρικά στοιχεία). Η μεγαλύτερη καταγραφή βάρους σε αγριόκουρκο είναι 7,2 κιλά. Έχει γερό και στιβαρό σώμα, χοντρό γαμψό ράμφος, μακρύ χοντρό λαιμό και κοντά πόδια καλυμμένα στους ταρσούς από φτερά.
Το αρσενικό είναι μαυρογάλανο με μεταλλική γαλαζοπράσινη γυαλάδα στο στήθος. Οι φτερούγες του είναι σκούρες καστανές εκτός από το κάτω μέρος που είναι ολόλευκο. Λευκά σημεία επίσης φέρει στα φτερά της ουράς (λευκά μπαλώματα που είναι πάντοτε διακριτά) και ένα ευδιάκριτο μπάλωμα στην μπροστινή βάση της φτερούγας. Το ράμφος είναι βαρύ και έντονα κυρτό με χρώμα που ποικίλει από ανοιχτό κίτρινο ως σχεδόν χρυσό. Η ουρά του τον περισσότερο καιρό είναι κλειστή, όμως ανοίγει σα βεντάλια κατά την επίδειξη. Επίσης πάνω από τα μάτια υπάρχει ένα κόκκινο φωτεινό σημείο του γυμνού δέρματος (που έχει και το θηλυκό όμως μικρότεοα και λιγότερο έντονο).
Το θηλυκό είναι σαφώς μικρότερο και με λιγότερο εντυπωσιακά χρώματα, που χρησιμεύουν κυρίως για καμουφλάζ. Μοιάζει πάρα πολύ με θηλυκό Λυροπετεινό όμως διαφέρει ως εξής: Είναι πάντα εμφανώς μεγαλύτερο,έχει πιο φαρδύ λαιμό με πορτοκαλί-καφέ χρώμα από κάτω χωρίς ραβδώσεις, περισσότερα λευκά σημάδια στις φτερούγες και με πιο ανοιχτόχρωμη κοιλιά. Το ράμφος επίσης είναι πιο μεγάλο, κυρτό και γκρίζο και η ουρά είναι πιο μακριά.
Κατά την απογείωση ο αγριόκουρκος κάνει έναν πολύ δυνατό θόρυβο φτεροκοπήματος, ώστε να τρομάξει τους πιθανούς εχθρούς του. Οι πιο μακρινές πτήσεις είναι γρήγορες και σε ευθεία, με γρήγορα φτεροκοπήματα ανάμεσα σε αερογλιστρήματα.
Ο αγριόκουρκος τρέφεται με διάφορα είδη ζωικά και φυτικά. Τρέφεται με σκουλήκια, έντομα, σαλιγκάρια, σκαθάρια, βολβούς,φρέσκα φύλλα, άγριους καρπούς και τον χειμώνα τις βελόνες των κωνοφόρων που υπάρχουν παντού στην περιοχή. Αναλόγως της τροφής του είναι και τα περιττώματα του άλλοτε σκληρά σαν τις πέρδικας και άλλοτε σαν της κότας με περίπου 1 εκ διάμετρο και 5-6 εκ μήκος.
Οι αγριόκουρκοι κουρνιάζουν το βράδυ σε χαμηλά κλαριά δέντρων. Φροντίζουν να υπάρχει κάποιο ξέφωτο δίπλα από την κούρνια τους για να μπορούν να ξεφύγουν, αν χρειαστεί. Το χειμώνα όταν το χιόνι καλύπτει το έδαφος, τα θηλυκά προτιμούν να κινούνται στα κλαδιά και μόνο τα αρσενικά συνεχίζουν να κινούνται στο έδαφος. Εκεί σκάβουν, βρίσκουν και καταπίνουν χαλίκια για να βοηθήσουν την πέψη τους και να χωνέψουν τις δύσπεπτες πευκοβελόνες. Οι αγριόκουρκοι ζούνε πολλά χρόνια και δεν εγκαταλείπουν σχεδόν ποτέ την περιοχή του. Κάθε αρσενικός αγριόκουρκος διεκδικεί μια τεράστια επικράτεια. Η αφθονία των πληθυσμών αυτού του πουλιού εξαρτάται όπως και στα περισσότερα είδη από την ποιότητα των βιοτόπων που ζει. Μία τυπική πυκνότητα είναι 4 πουλιά ανά 100 εκτάρια (1 τ.χλμ.), οι μεγαλύτεροι δε πληθυσμοί έχουν παρατηρηθεί στα δάση από τάιγκα. Κατά συνέπεια ο αγριόκουρκος δεν είχε ποτέ ιδιαίτερες μεγάλες πυκνότητες πληθυσμών. Οι ενήλικες αρσενικοί όπως είπαμε είναι ιδιαίτερα εδαφικοί και χρειάζονται περίπου 50-60 εκτάρια (0,5-0,7 τ.χλμ.) και τα θηλυκά 40 εκτάρια (0,54 τ.χλμ.)[6]..
Η αναπαραγωγική περίοδος ξεκινάει την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου και διαρκεί μέχρι Μάιο ή Ιούνιο. Τα τρία τέταρτα αυτού του διαστήματος ο αγριόκουρκος φλερτάρει στο έδαφος και επικρατεί ένας πολύ μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των αρσενικών των γύρω περιοχών.
Με το ερχομό της αυγής το πουλί πάνω σε ένα παχύ κλαρί σε κάποιο δέντρο του δάσους αρχίζει να παρατηρεί τη γύρω περιοχή και να βγάζει τη γνωστή του κραυγή. Αυτός είναι ένα βαρύς ήχος σαν ποδοβολητό μεγάλου αλόγου και προκαλείται σε συνδυασμό από κίνηση των φτερών, χτύπημα ποδιών και από κάποιες ειδικές σακούλες που έχει στο λαιμό του. Ύστερα τα αρσενικά κάνουν επιδείξεις σηκώνοντας την ουρά τους και βγάζοντας κραυγές ώστε να προσελκύσουν τα θηλυκά. Αυτές οι επιδείξεις έχουν ομαδικό χαρακτήρα στις βόρειες περιοχές της Ευρώπης.
Οι συμπεριφορά των θηλυκών αλλάζει και από απλά περίεργες γίνονται δεκτικές και τριγυρνούν γύρω του σκυφτά βγάζοντας έναν σχεδόν ικετευτικό ήχο.
Αν υπάρχουν περισσότερα από ένα αρσενικά αρχίζει μεταξύ τους μία μάχη μέχρι να επικρατήσει το πιο ισχυρό πουλί. Εδώ χρειάζεται προσοχή γιατί οποιαδήποτε ενόχληση αυτή την εποχή κάνει τις κότες που είναι πάντα πολύ ευαίσθητες στον κίνδυνο να πετάξουν μακριά και έτσι να αποτραπεί το ζευγάρωμα. Αυτό είναι πολύ κακό διότι οι θηλυκές είναι γόνιμες για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και μπορεί έτσι να χαθούν οι μέρες και να μην ζευγαρώσουν για τη συγκεκριμένη χρονιά. Υπάρχει βέβαια και μία μικρότερη χρονική περίοδος ζευγαρώματος το Φθινόπωρο που χρησιμεύει σαν οριοθέτηση εδαφών άρα και πληθυσμών περισσότερο εν όψη του χειμώνα και της επόμενης εποχής ζευγαρώματος[6].
Περίπου μετά από τρεις μέρες από το ζευγάρωμα το θηλυκό φτιάχνει φωλιά στο έδαφος σε κάποιο πυκνό η κοντά σε ρίζα κορμού και η οποία είναι τόσο καλά ενσωματωμένη στο περιβάλλον που είναι πάρα πολύ δύσκολο να διακρίνεις. Εκεί γεννά τα αυγά της περίπου για 10 ημέρες και ο μέσος όρος αυτών είναι περίπου οκτώ αυγά (από 4,5 -12). Αλλά μέχρι να τα γεννήσει όλα, το θηλυκό καλύπτει όσα γέννησε με φύλλα και κλαριά.
Το χρώμα τους είναι κιτρινωπό με σκούρα στίγματα για να μην είναι εύκολη η ανακάλυψη τους από τα αρπακτικά και ιδίου μεγέθους. Η επώαση διαρκεί περίπου 26-28 ημέρες ανάλογα με το υψόμετρο και τον καιρό. Με το που βγαίνουν τα μικρά από τα αυγά έχουν άμεση ανάγκη τη μητέρα τους για να τους παράσχει την απαιτούμενη ζωτική θερμότητα, παρότι είναι καλυμμένα πλήρως από πτέρωμα. Το πτέρωμα τους είναι όπως σε όλα σχεδόν τα ορνιθοειδή πλήρως μιμητικό για παροχή προστασίας. Δεν έχουν όμως ακόμη την ικανότητα να διατηρήσουν την απαιτούμενη θερμοκρασία στο σώμα τους που είναι 41 βαθμοί. Αν δε ο καιρός είναι κρύος η βρέχει πρέπει συνέχεια να παίρνουν την απαιτούμενη θερμότητα από τη μητέρα τους.
Τα μικρά ακολουθούν παντού τη μητέρα τους μέχρι τον Σεπτέμβριο, οπότε μπορούν να κινούνται και να τρέφονται μόνα τους[7]. Τρέφονται αρχικά με ζωικές πρωτεΐνες όπως, χρυσαλίδες (υπάρχει μάλιστα ένα είδος πεταλούδας που οι κάμπιες του αυτή την εποχή ευδοκιμούν σε αυτά τα δάση ) στα, πεταλούδες, σκουλήκια, μυρμήγκια, τους επίγειους κανθάρους κλπ.
Οι σοβαρότερες απειλές για το είδος είναι η υποβάθμιση των βιοτόπων ιδιαίτερα η καταστροφή του δάσους, είτε για υλοτομία, είτε λόγο φωτιάς, είτε λόγο αλλαγής χρήσης, καλλιέργειες κλπ. Στις κεντρικές χώρες της Ευρώπης πρόβλημα δημιουργούν και υψηλοί φράκτες που δημιουργούνται για να περιορίζουν τα ελάφια, τα πουλιά πέφτουν πάνω τους και θανατώνονται. Επίσης η μεγάλη αύξηση των αρπακτικών όπως η αλεπού, το κουνάβι, ο λύκος, πτερωτών κυνηγών κλπ. Σε κάποιες περιοχές υπάρχει και πτώση λόγω μη σωστής κυνηγετικής διαχείρισης.
Στη Δυτική Ροδόπη ο αγριόκουρκος απειλείται κυρίως από την κακή εφαρμογή των πρακτικών της δασικής εκμετάλλευσης (διάνοιξη μεγάλου δικτύου δασικών δρόμων, μη ελεγχόμενες υλοτομίες, ενόχληση κ.ά.) και το παράνομο κυνήγι. Μελλοντικά σημαντικό ρόλο στη μείωση του ελληνικού πληθυσμού πιθανώς να διαδραματίσουν οι κλιματικές αλλαγές.
Σε πολλές περιοχές της Ευρώπης ο αγριόκουρκος αποτελεί σπάνιο είδος. Ο Σκωτσέζικος πληθυσμός είχε εξαφανιστεί, όμως έχει γίνει επανένταξη του είδους από Σουηδικούς πληθυσμούς. Στη Γερμανία κατατάχθηκε στην "Κόκκινη Λίστα" ως είδος που κινδυνεύει με εξαφάνιση, και πλέον βρίσκεται στις πιο χαμηλές ορεινές περιοχές της Βαυαρίας: το Βαυαριανό δάσος, στο Μέλανα Δρυμό και τα Βουνά Χαρζ, αριθμοί από την επιβίωση από την παρακμή του είδους ακόμη και κάτω από τις τεράστειες προσπάθειες αναπαραγωγής του αγριόκουρκου σε αιχμαλωσία και την απελευθέρωσή του στο φυσικό περιβάλλον: στην Ελβετία, στις Ελβετικές Άλπεις, την Οροσειρά Ιούρα, τις Αυστριακές και Ιταλικές Άλπεις. Το είδος έχει εξαφανιστεί από το Βέλγιο. Στην Ιρλανδία ήταν κοινός μέχρι τον 17ο αιώνα, αλλά έχει εκλίψει τον 18ο αιώνα. Στη Νορβηγία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία, τη Ρωσία και τη Ρουμανία οι πληθυσμοί είναι αρκετά μεγάλοι και είναι αρκετά κοινό πουλί ώστε να το δείτε στα δάση αυτών των χωρών[8].
Ο αγριόκουρκος είναι σπάνιο και πολύ τοπικό επιδημητικό είδος στην Ελλάδα. Ο κύριος όγκος του ελληνικού πληθυσμού απαντάται στα δάση της Δυτικής Ροδόπης, ενώ ελάχιστα ζευγάρια υπάρχουν επίσης στο δάσος του Λαϊλιά Σερρών και στον Άθω, όπου όμως η παρουσία του είδους προκαλεί ερωτηματικά. Υπάρχουν, τέλος, ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες για την παρουσία του είδους στον Γράμμο. Το μέγεθος του ελληνικού πληθυσμού δεν είναι επακριβώς γνωστό: η πρώτη εκτίμηση τον υπολόγιζε σε 330-380 άτομα, ενώ σήμερα υπολογίζεται σε 225-313 ζευγάρια[9]. Παρά τα σχεδόν ανεπαρκή στοιχεία του πληθυσμού στη χώρα, ο αγριόκουρκος κατατάχθηκε στα Τρωτά (VU) είδη. Η Ελλάδα είναι το νοτιότερο όριο της γεωγραφικής κατανομής του αγριόκουρκου στη Δυτική Παλαιαρκτική, ο δε ελληνικός πληθυσμός είναι απομονωμένος από τους υπόλοιπους των Βαλκανίων.
i. ^ Συμπεριλαμβάνει και τα υποείδη T. u. grisescens, T. u. hiomanus, T. u. kureikensis, T. u. lugens, T. u. taczanowskii[10].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.