Όθων Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Γερμανός μεσαιωνικός μονάρχης / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Όθων Α΄ (Otto I, 23 Νοεμβρίου 912 - 7 Μαΐου 973) ήταν βασιλιάς της Γερμανίας από το 936 και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 962 μέχρι το θάνατό του το 973. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ερρίκου Α΄ του Ορνιθοθήρα και της Ματθίλδης, κόρης του κόμη Ντήτριχ του Ρίνγκελχαϊμ.
Ήταν επίσης σύζυγος της Έντγκυθ της Αγγλίας και αργότερα, μετά τον θάνατό της, έγινε σύζυγος της Αδελαΐδας της Βουργουνδίας.
Διαδέχθηκε (936) τον πατέρα του στη Σαξονία. Ο αυτοκρατορικός τίτλος είχε μείνει κενός για 40 περίπου χρόνια μετά τη δολοφονία του Βερεγγάριου του Φρίουλι (924), δισεγγονού του Καρλομάγνου και ο Όθων ήταν ένας από τους πολλούς διεκδικητές του. Τελικά κατάφερε να τον κατακτήσει το 962 μέσω της νομιμοποίησης του αιτήματός του που απέκτησε από τον γάμο του με τη Αδελαΐδα της Ιταλίας το 951.[4] Ο Όθων και η Αδελαΐδα στέφθηκαν ταυτόχρονα και από κοινού αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαΐκής Αυτοκρατορίας[5][6] στη θρυλική πρωτεύουσα του Καρλομάγνου, Άαχεν, από τον Χιλδελβέρτο, αρχιεπίσκοπο του Μάιν με την παρουσία των δουκών της Φραγκονίας, Σουαβίας, Βαυαρίας και Λωρραίνης.
Ο Όθων, μέσω του γάμου του με την Αδελαΐδα, θεωρούσε τον εαυτό του μόνο νόμιμο διάδοχο του Καρλομάγνου, του οποίου οι τελευταίοι διάδοχοι στη Δυτική Φραγκία είχαν πεθάνει από το 911, ενώ η Νευστρία βρισκόταν κάτω από την εξουσία των Καρολιδών. Παράλληλα είχε ισχυρότατη υποστήριξη από την εκκλησία. Ο Όθωνας έστρεψε το ενδιαφέρον του στην εκκλησία που είχε πολύ μεγάλη δύναμη με σκοπό να ιδρύσει ένα θεοκρατικό καθεστώς, με το οποίο θα μπορέσει να υποτάξει όλους τους ευγενείς. Το 938 μια πλούσια φλέβα χρυσού που ανακαλύφθηκε στη Σαξονία έφερε τεράστια οικονομικά κέρδη στην αυτοκρατορία για περισσότερο από δύο αιώνες.
Κατά την πρώιμη βασιλεία του, ο Όθων ανέπτυξε στενές σχέσεις με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄, ο οποίος κυβέρνησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 913 μέχρι το θάνατό του το 959. Η Ανατολική Φραγκία και το Βυζάντιο έστειλαν πολλούς πρέσβεις ο ένας στον άλλο. Ο επίσκοπος Τίτμαρ του Μερσεβούργου, ένας μεσαιωνικός χρονογράφος, καταγράφει: «Μετά από αυτό [την ήττα του Γιλβέρτου το 939], κληρονόμοι από τους Έλληνες [Βυζαντινοί] έφεραν δύο φορές δώρα από τον αυτοκράτορά τους στον βασιλιά μας, και οι δύο ηγέτες βρίσκονταν σε περίοδο ομονοίας".[7]