Βασίλειο της Γερμανίας
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Βασίλειο της Γερμανίας ή Γερμανικό Βασίλειο (λατινικά: Regnum Teutonicum, "Τευτονικό Βασίλειο") εξελίχθηκε από το ανατολικό μισό της πρώην Αυτοκρατορίας των Καρολιδών. Όπως η Αγγλοσαξονική Αγγλία και η μεσαιωνική Γαλλία, ξεκίνησε ως "ένα συνονθύλευμα, μια συγκέντρωση κάποτε ξεχωριστών και ανεξάρτητων... gentes [λαών] και regna [βασιλείων]"[1]. Η Ανατολική Φραγκία (Ostfrankenreich) σχηματίστηκε με τη Συνθήκη του Βερντέν του 843, και τη δυνάστευε η Δυναστεία των Καρολιδών μέχρι το 911, από το σημείο το οποίο και μετά η βασιλεία έγινε εκλεκτορική. Οι αρχικοί εκλέκτορες ήταν οι ηγεμόνες των Φυλετικών Δουκάτων (Stem Duchies, Stammesherzogtümer), που εκλέγανε συνήθως ένα δικό τους. Μετά το 962, όταν ο Όθων Α΄ στέφθηκε αυτοκράτορας, το βασίλειο αποτέλεσε τον κύριο πυρήνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία επίσης περιελάμβανε το Βασίλειο της Ιταλίας (μετά το 951), τη Βοημία (Κτήσεις του Βοημικού Στέμματος) (μετά το 1004) και τη Βουργουνδία (μετά το 1032).
Η χρήση του όρου rex teutonicorum ("Βασιλιάς των Γερμανών") έγινε για πρώτη φορά κατά τη θητεία του Πάπα Γρηγόριου Ζ΄ κατά την Έριδα της Περιβολής (τέλος 11ου αιώνα), ίσως ως «όπλο» εναντίον του Ερρίκου Δ΄[2]. Κατά τον δωδέκατο αιώνα, για να τονίσουν τον αυτοκρατορικό και τον διεθνικό χαρακτήρα του αξιώματός τους, οι αυτοκράτορες άρχισαν να χρησιμοποιούν τον τίτλο rex Romanorum (Βασιλιάς των Ρωμαίων) μετά την εκλογή τους (από τους πρίγκιπες-εκλέκτορες, επτά γερμανούς επίσκοπους και αριστοκράτες). Οι ξεχωριστοί τίτλοι για τη Γερμανία, Ιταλία, Βουργουνδία, που παραδοσιακά είχαν δικές τους Αυλές, νόμους και καγκελαρίες[3], πέρασαν σταδιακά σε αχρηστία. Μετά την Αυτοκρατορική Μεταρρύθμιση (Reichsreform) και τη Δίαιτα του Άουγκσμπουργκ, το Γερμανικό μέρος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χωρίστηκε σε Διοικητικές Περιφέρειες (Reichskreise), οι οποίες στην ουσία όριζαν τη Γερμανία σε σχέση με τα Ιταλικά εδάφη της Αυτοκρατορίας και το Βοημικό Βασίλειο[4]. Υπάρχουν όμως σχετικά λίγες αναφορές σε Γερμανικό βασίλειο και μια αστάθεια στη χρήση του όρου[5].