Πρόεδρος της Ιρλανδίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Έρσκιν Χάμιλτον Τσάιλντερς (Erskine Hamilton Childers, 11 Δεκεμβρίου 1905 – 17 Νοεμβρίου 1974) ήταν Ιρλανδός πολιτικός, που υπήρξε υπουργός σε αρκετά υπουργεία, αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως και τέλος Πρόεδρος της Ιρλανδίας, ο 4ος στην ιστορία της, από τον Ιούνιο του 1973 μέχρι τον θανατό του (ο μοναδικός μέχρι σήμερα πρόεδρος της Ιρλανδίας που πέθανε όντας εν ενεργεία πρόεδρος). Διετέλεσε επίσης βουλευτής (teachta dála) με το κόμμα Φίανα Φαλ[9] από το 1938 μέχρι το 1973.
O πατέρας του, ο Ρόμπερτ Έρσκιν Τσάιλντερς, ήταν ηγετική φυσιογνωμία στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας και εκτελέσθηκε από ιρλανδικά χέρια στον Ιρλανδικό Εμφύλιο.
Ο Έ.Χ. Τσάιλντερς γεννήθηκε στο Λονδίνο[10] από γονείς Προτεστάντες, καταγόμενους από την περιοχή Γκλενταλόχ της Ιρλανδίας, αν και ο πατέρας του είχε επίσης γεννηθεί στο Λονδίνο. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο πατέρας πήρε την οικογένεια να ζήσουν στην Ιρλανδία. Η μητέρα του, Μαίρυ Άλντεν, είχε καταγωγή και από τη Βοστώνη των ΗΠΑ. Αργότερα και οι δύο γονείς εκδηλώθηκαν ως εξέχοντες πρόμαχοι της Ανεξαρτησίας, αντίθετοι με τον πολιτικό διακανονισμό με τη Μεγάλη Βρετανία, που οδήγησε στο να ιδρυθεί η Ελεύθερη Ιρλανδική Πολιτεία (δηλαδή καθεστώς αυτοκυβερνήσεως υπό το βρετανικό Στέμμα).[11] Ο μικρός Έρσκιν Χάμιλτον πήγε σχολειό στη Σχολή Γκρέσαμ, στο Χολτ του Νόρφοκ[12][13] και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, από όπου λέγεται ότι απέκτησε την κτυπητή βρετανική προφορά του «της ανωτέρας τάξεως». Το 1922, ο πατέρας του λίγο πριν εκτελεσθεί, ζήτησε από τον δεκαεξάχρονο γιο του να υποσχεθεί σε μια κίνηση εθνικής συμφιλίωσης να αναζητήσει και να σφίξει το χέρι κάθε ανθρώπου που είχε υπογράψει την καταδίκη του σε θάνατο.[14] Αφού παρακολούθησε την κηδεία του πατέρα του, ο Έρσκιν Χάμιλτον επέστρεψε στο σχολείο του[13].
Μετά το πέρας των σπουδών του ο Τσάιλντερς δούλεψε για λίγο σε τουριστικό γραφείο στο Παρίσι. Το 1931 ο Έιμαν ντε Βαλέρα τον προσεκάλεσε να εργασθεί στη νέα εφημερίδα του, τη The Irish Press, όπου ο Τσάιλντερς ανέλαβε διευθυντής του τομέα διαφημίσεων.[15] Μετά από επταετία παραμονής στο Δουβλίνο έγινε Ιρλανδός υπήκοος το 1938 και το ίδιο έτος εκλέχθηκε βουλευτής με το Φίανα Φαλ[16], το κόμμα που είχε συνιδρύσει ο ντε Βαλέρα το 1926. Θα παρέμενε βουλευτής συνεχώς επί 35 χρόνια, μέχρι την παραίτησή του για να γίνει Πρόεδρος της Ιρλανδίας.
Ο Τσάιλντερς μπήκε για πρώτη φορά στην κυβέρνηση κατά τη δεύτερη πρωθυπουργία του ντε Βαλέρα, το 1951, διοριζόμενος υπουργός Ταχυδρομείων και Τηλεγραφείων (1951-1954). Στη συνέχεια διετέλεσε υπουργός Γαιών (1957-1959), υπουργός Μεταφορών και Ενεργείας υπό τον πρωθυπουργό Σων Λέμας (1959-1969), πάλι υπουργός Ταχυδρομείων και Τηλεγραφείων, και τέλος υπουργός Υγείας (1969-1973) και αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως (tánaiste), με πρωθυπουργό τον Τζακ Λυντς.
Οι υπουργικές θητείες του Τσάιλντερς υπήρξαν αμφιλεγόμενες, με έναν σχολιαστή να τις περιγράφει ως «θεαματικά αποτυχημένες» και με άλλους να εξαίρουν την προθυμία του να παίρνει δύσκολες αποφάσεις.
Ο υπέργηρος πλέον ντε Βαλέρα, Πρόεδρος της Ιρλανδίας από το 1959, υπέδειξε τον Τσάιλντερς ως υποψήφιο του κόμματός του για την Προεδρία στην προεδρική εκλογή του 1973, στην οποία αναμενόταν να επικρατήσει ο υποψήφιος του αντίπαλου κόμματος Τομ Ο'Χίγκινς. Η υποψηφιότητα του Τσάιλντερς ήταν ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενη, όχι τόσο επειδή είχε γεννηθεί στην Αγγλία και είχε βρετανική ανατροφή, αλλά κυρίως επειδή ήταν Προτεστάντης και όχι Ρωμαιοκαθολικός όπως το 80% του πληθυσμού της χώρας. Ωστόσο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου η προσωπική του δημοφιλία αποδείχθηκε ότι ήταν τεράστια και τελικώς στις 30 Μαΐου 1973 εκλέχθηκε Πρόεδρος της Ιρλανδίας, νικώντας τον Ο'Χίγκινς με ποσοστό 52% έναντι 48%.
Ο Τσάιλντερς γρήγορα αναδείχθηκε σε έναν υπερδραστήριο (για την ηλικία του των 67 ετών) Πρόεδρο και κέρδισε σε δημοφιλία και σεβασμό του λαού προς το πρόσωπό του. Ωστόσο είχε τεταμένες σχέσεις με την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Λίαμ Κόσγκρεϊβ, που ανήκε στο αντίπαλο κόμμα. Στην αρχή, όταν ο πρωθυπουργός αρνήθηκε να συγκατανεύσει στην ιδέα του για τη δημιουργία ενός θινκ-τανκ με έδρα το προεδρικό μέγαρο και έργο τον σχεδιασμό του μέλλοντος της χώρας, ο Τσάιλντερς σκέφθηκε να παραιτηθεί, αλλά μεταπείσθηκε από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Γκάρετ Φιτζέραλντ.[17] Παρέμεινε ωστόσο σε απόσταση από την κυβέρνηση της χωρας: ενώ οι προηγούμενοι Πρόεδροι ενημερώνονταν από τον πρωθυπουργό μία φορά τον μήνα, ο Κόσγκρεϊβ ενημέρωνε τον Τσάιλντερς (και τον διάδοχό του κατά μέσο όρο μία φορά το εξάμηνο.
Ο Τσάιλντερς διοχέτευσε έτσι όλη την ενεργητικότητά του σε ένα βαρύ πρόγραμμα επίσημων επισκέψεων και δημόσιων εμφανίσεων, που επεβάρυνε την υγεία του. Στις 17 Νοέμβρη 1974, σε ένα ψυχιατρικό συνέδριο στο Δουβλίνο υπέστη αποφρακτικό καρδιακό επεισόδιο και κατέρρευσε. Μεταφέρθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο «Mater Misericordiae», από όπου ανακοινώθηκε ο θάνατός του την ίδια ημέρα, σε ηλικία 68 ετών. Τον διαδέχθηκε στην Προεδρία, μετά από διακομματική συμφωνία, ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου Κιάρβαλ Ο Ντάλα (Cearbhall Ó Dálaigh).
Ο Τσάιλντερς ήταν έγγαμος, με τη Ρουθ Έλεν Ντόου (Ruth Ellen Dow) από το 1925. Απέκτησαν μαζί πέντε τέκνα: τη Ρουθ Έλεν Τσάιλντερς, που γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1927, τον Έρσκιν Μπάρτον, που γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1929, τον Ρόντερικ Γουίνθροπ Τσάιλντερς, που γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1931, και τις δίδυμες κόρες Καράιν και Μάργκαρετ, τον Νοέμβριο του 1937. Μετά τον θάνατο της συζύγου του το 1950, Τσάιλντερς συνήψε και δεύτερο γάμο, το 1952, με τη Ρίτα Ντάντλεϋ με την οποία απέκτησε μία ακόμη κόρη, τη Νέσα, που θα γινόταν αργότερα ευρωβουλευτίνα. Η Ρίτα Ντάντλεϋ απεβίωσε στις 9 Μαΐου 2010.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.