From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Λούντβιχ Καρλ Μάρτιν Λέοναρντ Άλμπρεχτ Κόσελ (Ludwig Karl Martin Leonhard Albrecht Kossel, 16 Σεπτεμβρίου 1853 – 5 Ιουλίου 1927) ήταν διακεκριμένος Γερμανός βιοχημικός, πρωτοπόρος στη μελέτη της γενετικής, ο οποίος έλαβε το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1910 για τη συνεισφορά του στον προσδιορισμό της χημικής σύστασης των νουκλεϊκών οξέων (DNA και RNA).
Άλμπρεχτ Κόσελ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Albrecht Kossel (Γερμανικά) |
Γέννηση | 16 Σεπτεμβρίου 1853[1][2][3] Ρόστοκ[4][5][6] |
Θάνατος | 5 Ιουλίου 1927[1][7][2] Χαϊδελβέργη[8][5][6] |
Τόπος ταφής | Bergfriedhof |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου Πανεπιστήμιο του Ρόστοκ[9] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | χημικός ιατρός διδάσκων πανεπιστημίου φυσιολόγος βιοχημικός[10] |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο Χούμπολτ (1887–1895)[11][12] Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ (1895–1901)[12] Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (1901–1923)[12] |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Walther Kossel |
Γονείς | Άλμπρεχτ Κόσελ |
Αδέλφια | Χέρμαν Κόσελ |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | βραβείο Νόμπελ Ιατρικής και Φυσιολογίας (1910)[13][14] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Κόσελ απομόνωσε και περιέγραψε, για πρώτη φορά, τις πέντε νουκλεοβάσεις των οξέων αυτών: την αδενίνη, την κυτοσίνη, τη γουανίνη, τη θυμίνη και την ουρακίλη. Αυτές οι συνιστώσες ουσίες, όπως αποδείχθηκε αργότερα, αποτελούν θεμελιώδεις μονάδες για τον σχηματισμό του γενετικού υλικού που απαντάται σε όλα τα ζωντανά κύτταρα πάνω στη Γη.
Επίσης συνεργάσθηκε με άλλους σημαντικούς ερευνητές στο πεδίο της βιοχημείας, επί των οποίων άσκησε σημαντική επίδραση, όπως ήταν οι Χένρυ Ντρύσντεϊλ Ντέικιν, Φρήντριχ Μίσερ και ο καθηγητής και μέντοράς του Φέλιξ Χόπε-Ζέυλερ. Ο Κόσελ διεξήγαγε επίσης σημαντικές έρευνες πάνω στη σύσταση των πρωτεϊνών και προέβλεψε την ανακάλυψη της πολυπεπτιδικής φύσης των μορίων τους.
Ο Μάρτιν Άλμπρεχτ Κόσελ γεννήθηκε στο Ρόστοκ και ήταν γιος του εμπόρου και προξένου Άλμπρεχτ Καρλ Λούντβιχ Ενώχ Κόσελ, και της συζύγου του Κλάρα Γέπε Κόσελ. Ο μικρός τελείωσε το γυμνάσιο στο Ρόστοκ, δείχνοντας σημαντικό ενδιαφέρον για τη χημεία και τη βοτανική.[15]
Το 1872 πήγε να σπουδάσει ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Εκεί είχε καθηγητή τον βιοχημικό Φέλιξ Χόπε-Ζέυλερ (πρόεδρο του μόνου τότε Τμήματος Βιοχημείας σε όλη τη Γερμανία), καθώς και τους Αντόν ντε Μπαρύ, Βάλντεγιερ, Κουντ και φον Μπάιερ. Ο Κόσελ ολοκληρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Ρόστοκ και πέρασε τις εξετάσεις για την άδεια ασκήσεως της ιατρικής στη Γερμανία το 1877.[15]
Στη συνέχεια ο Κόσελ επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου ως βοηθός ερευνητής του Φέλιξ Χόπε Ζέυλερ. Εκείνη την περίοδο ο Χόπε-Ζέυλερ ενδιαφερόταν εντόνως για μια όξινη χημική ένωση που είχε απομονωθεί για πρώτη φορά από κύτταρα σε πύον από έναν εκ των πρώην φοιτητών του, τον Φρήντριχ Μήσερ, το 1869. Αντίθετα από τις πρωτεΐνες, αυτή η ένωση περιείχε μεγάλη ποσότητα φωσφόρου, αλλά με τη μεγάλη της οξύτητα δεν έμοιαζε με καμιά κυτταρική ουσία γνωστή ως τότε.[15]
Ο Κόσελ απέδειξε ότι η ουσία αυτή αποτελείτο από μια πρωτεϊνική και από μία μη-πρωτεϊνική συνιστώσα. Περαιτέρω, απεμόνωσε και περιέγραψε τη μη-πρωτεϊνική συνιστώσα. Αυτή η ουσία είναι τα γνωστά σήμερα ως νουκλεϊκά οξέα, που περιέχουν τις γενετικές πληροφορίες κάθε ζωντανού κυττάρου.[16]
Το 1883 ο Κόσελ άφησε το Στρασβούργο, καθώς έγινε διευθυντής του Τομέως Χημείας του Ινστιτούτου Φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, διαδεχόμενος τον Όυγκεν Μπάουμαν.[15]
Ο Κόσελ συνέχισε τις προηγούμενες έρευνές του επί των νουκλεϊκών οξέων. Από το 1885 μέχρι το 1901, απεμόνωσε και ονόμασε τις 5 συνιστώσες «βάσεις» τους: την αδενίνη, την κυτοσίνη, τη γουανίνη, τη θυμίνη και την ουρακίλη. Αυτές είναι σήμερα γνωστές ως νουκλεοβάσεις και είναι υπεύθυνες για τη μοριακή δομή που είναι απαραίτητη για τον σχηματισμό σταθερών μορίων DNA και RNA.[16]
Το 1895 ο Κόσελ έγινε καθηγητής της Φυσιολογίας, και διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσιολογίας, στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ. Την ίδια περίπου εποχή άρχισε να διερευνά τη χημική σύσταση των πρωτεϊνών, τις αλλοιώσεις τους κατά τον μετασχηματισμό τους σε πεπτόνες, τις πεπτιδικές συνιστώσες των κυττάρων και άλλα σχετικά θέματα.[15]
Το 1896 ο Κόσελ ανεκάλυψε την ιστιδίνη και μετά εκπόνησε την κλασική μέθοδο για τον ποσοτικό διαχωρισμό των «βάσεων εξόνης» (δηλαδή των α-αμινοξέων αργινίνης, ιστιδίνης και λυσίνη). Επίσης υπήρξε ο πρώτος που απομόνωσε τη θεοφυλλίνης, μιας θεραπευτικής ουσίας που βρίσκεται στη φύση στους σπόρους του τσαγιού και του κακάο.
Το 1901 ο Κόσελ μετακλήθηκε σε μια αντίστοιχη θέση στο ονομαστό Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου έγινε διευθυντής του «Ινστιτούτου Διερευνήσεως των Πρωτεϊνών». Οι έρευνές του προέβλεψαν την ανακάλυψη της πολυπεπτιδικής φύσεως των πρωτεϊνικών μορίων.[15]
«Οι διαδικασίες της ζωής είναι σαν ένα θεατρικό έργο, και μελετώ τους ηθοποιούς του, όχι την υπόθεσή του. Υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί και οι χαρακτήρες τους είναι εκείνο που δημιουργεί αυτό το έργο. Αναζητώ να κατανοήσω τις συνήθειές τους, τις ιδιομορφίες τους.»
Ο Κόσελ βραβεύθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής του 1910 για τις έρευνές του επί της κυτταρικής βιολογίας και της χημικής συστάσεως του πυρήνα του κυττάρου, καθώς και για την απομόνωση και την περιγραφή των νουκλεϊκών οξέων.[16]
Μαζί με τον διακεκριμένο Βρετανό φοιτητή του Χένρυ Ντρύσντεϊλ Ντέικιν, ο Κόσελ διερεύνησε την αργινάση, το ένζυμο που υδρολύει την αργινίνη σε ουρία και ορνιθίνη. Αργότερα ανεκάλυψε την αγματίνη σε αβγά ρέγγας και επενόησε μια μέθοδο παρασκευής της.[16]
Το 1923 ο Κόσελ τιμήθηκε οριζόμενος ως εκπρόσωπος της Γερμανίας στο 11ο Συνέδριο Φυσιολογίας στο Εδιμβούργο. Λέγεται ότι όταν εμφανίσθηκε μπροστά στους συγκεντρωμένους επιστήμονες, του επεφύλαξαν ένα χειροκρότημα που κράτησε αρκετά λεπτά της ώρας. Με την ευκαιρία του συνεδρίου, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.[15]
Το 1924 ο Κόσελ συνταξιοδοτήθηκε, καθιστάμενος ομότιμος καθηγητής, αλλά συνέχισε να δίνει διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Τον Απρίλιο του 1927 σχεδόν τρεις μήνες πριν τον θάνατό του, παρακολούθησε τους εορτασμούς για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Τζόζεφ Λίστερ που έγιναν στην Αγγλία.[15]
Κατά τα τελευταία έτη του βίου του, ο Κόσελ πραγματοποίησε σημαντικές έρευνες με θέμα τη σύσταση των πρωταμινών και των ιστονών, ενώ χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το φλαβιανικό οξύ για τον ποσοτικό διαχωρισμό της αργινίνης, της ιστιδίνης και της λυσίνης των πρωτεϊνών.[18] Μια μονογραφία που περιέγραφε το έργο του εκδόθηκε λίγο μετά τον θάνατό του.[15]
Το 1886 ο Κόσελ πήρε ως σύζυγό του τη Λουίζε Χόλτσμαν (Luise Holtzman), ορφανή κόρη του αποβιώσαντα το 1870 καθηγητή της φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης Άντολφ Χόλτσμαν. Το ζεύγος απέκτησε τρία τέκνα, το ένα από τα οποία πέθανε πριν ενηλικιωθεί. Τα άλλα δύο ήταν ο Βάλτερ (γενν. 1888) και η Γκέρτρουντ (γενν. 1889).[15] Ο Βάλτερ Κόσελ (1888-1956) έγινε σημαντικός φυσικός, καθηγητής της θεωρητικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν, γνωστός για τη θεωρία του για τον χημικό δεσμό (ετεροπολικός δεσμός / κανόνας συμπληρώσεως της εξωτερικής στιβάδας), τον «νόμο μετατοπίσεως Sommerfeld–Kossel» και άλλες συνεισφορές.
Η Λουίζε πέθανε το 1913 από οξεία παγκρεατίτιδα. Ο Κόσελ πέθανε ήσυχα 14 χρόνια αργότερα, σε ηλικία 73 ετών, μετά από επανειλημμένες κρίσεις στηθάγχης.[15] Είναι θαμμένος στη Χαϊδελβέργη.
Ο Κόσελ δεν ενδιαφερόταν πολύ για θέματα πολιτικής. Υπέφερε από τα ψεύδη που γέμιζαν τον κόσμο σε καιρό πολέμου. Ειδικότερα το 1917 κλήθηκε από την κυβέρνηση να ανακοινώσει ότι οι διατιθέμενες παροχές τροφίμων ήταν επαρκείς. Το αρνήθηκε, καθώς ποτέ δεν θα διεκήρυττε ψεύδη ως αλήθειες.[15]
«Η μελέτη του ζωντανού οργανισμού έχει οδηγήσει ολοένα και περισσότερο στην άποψη ότι οι μικρότερες ανεξάρτητες μονάδες του από μορφολογικής απόψεως – τα κύτταρα – ζουν ως έναν ορισμένο βαθμό και μια ανεξάρτητη ζωή, και αποτελούν τις πραγματικές έδρες των ζωτικών λειτουργιών. Τα κύτταρα συνεπώς προσελκύουν ειδική προσοχή στη βιολογική έρευνα και μελέτες που διευρύνουν τις γνώσεις μας σχετικώς με αυτά σε κάποιον σημαντικό βαθμό αξίζουν να τους δίνεται προτεραιότητα. Ο καθηγητής Κόσελ έχει επιλέξει να αφιερώσει τον εαυτό του σε αυτό το ερευνητικό πεδίο και είναι για την εργασία του σε αυτό που του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ αυτό το έτος.»
— Εισηγητικός λόγος στην απονομή των Βραβείων Νόμπελ, 10 Δεκεμβρίου 1910[19]
Ο Άλμπρεχτ Κόσελ θεωρείται ένας από τους μεγάλους επιστήμονες της βιοχημείας και της γενετικής.[15] Απομονώνοντας και ορίζοντας τα νουκλεϊκά οξέα και τις νουκλεοβάσεις, παρέσχε το απαραίτητο υπόβαθρο που οδήγησε στο πρότυπο της διπλής έλικας του DNA των Φράνσις Κρικ και Τζέιμς Γουάτσον[16] το 1953.
«… η διακρίβωση από αυτόν της χημικής φύσεως ορισμένων δομικών λίθων των νουκλεϊκών οξέων και της χρωματίνης εξασφάλισε την αθανασία για αυτόν τον εξαιρετικά ταπεινόφρονα και σχεδόν ντροπαλό άνθρωπο.»[20]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.