αγαπάωαγαπάω (agapáo) / αγαπώ (未完成時 αγαπούσα/αγάπαγα,過去 αγάπησα,被動 αγαπιέμαι,被動過去 αγαπήθηκα,被動完成分詞 αγαπημένος) 愛 Ο άντρας αγαπάει τη γυναίκα του. ― O ántras agapáei
εγώ參見:ἐγώ (縮約形) 'γώ ('gó) 源自古希臘語 ἐγώ (egṓ, “我”),源自原始印歐語 *éǵh₂。 國際音標(幫助):/eˈɣo/ 斷字:ε‧γώ εγώ (egó) (強人稱動詞) 我 Εγώ πάλεψα με αίμα, δάκρυα και ιδρώτα … Egó pálepsa
αγριοπερίστεροαγριο- (agrio-, “野生的”) + περιστέρι (peristéri, “鴿”) αγριοπερίστερο (agrioperístero) n (复数 αγριοπερίστρα) 原鴿 (Columba livia) αγριοπερίστερο的變格 περιστέρι n
γλώσσα源自古希臘語 γλῶσσα (glôssa)。 國際音標(幫助):/ˈɣlosa/ 斷字:γλώσ‧σα γλώσσα (glóssa) f (复数 γλώσσες) (解剖學) 舌頭 Πρόσεξε μη δαγκώσεις κατά λάθος τη γλώσσα σου. Prósexe mi
ώρα我是準時的。 ώρα的變格 από ώρα σε ώρα (apó óra se óra) για την ώρα (gia tin óra, “目前,眼下”) έρχομαι πάνω στην ώρα (érchomai páno stin óra) η κακιά η ώρα (i kakiá