αρτοπώληςἄρτος (ártos, “麵包”)。 αρτοπώλης (artopólis) m (复数 αρτοπώλες,阴性 αρτοπώλισσα) 麵包師 αρτοπώλης的變格 φούρναρης m (foúrnaris) αρτοποιός m 或 f (artopoiós) ψωμάς m
δρυοκολάπτηςδρῠοκολᾰ́πτης (drŭokolắptēs) m (屬格 δρῠοκολᾰ́πτου); 二類變格 啄木鳥(Picinae) 近義詞:δρῠ́οψ (drŭ́ops) ὁ δρῠοκολᾰ́πτης;τοῦ δρῠοκολᾰ́πτου的第一類變格 (阿提卡) 希臘語: δρυοκολάπτης
φούρναρηςφουρνάρισσα) 麵包師 近義詞:αρτοποιός (artopoiós)、αρτοπώλης (artopólis)、ψωμάς (psomás) φούρναρης的變格 參見:φούρνος m (foúrnos, “烤箱;麵包店”) φούρναρης in Λεξικό της κοινής
επίσκεψη源自古希臘語 ἐπίσκεψις (epískepsis)。 επίσκεψη (epískepsi) f (复数 επισκέψεις) 參觀,訪問 Σας υπενθυμίζω την επίσκεψη του Δαλάι Λάμα στις 31 Μαΐου στις Βρυξέλλες. Sas
επισκέπτηςεπισκέπτης (episképtis) m (复数 επισκέπτες,阴性 επισκέπτρια) 訪客 επισκέπτης καθηγητής ― episképtis kathigitís ― 客座教授 επισκέπτης的變格 καλεσμένος m (kalesménos)