επίσκεψη
来自维基词典,自由的词典
来自维基词典,自由的词典
源自古希臘語 ἐπίσκεψις (epískepsis)。
επίσκεψη (epískepsi) f (复数 επισκέψεις)
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | επίσκεψη • | επισκέψεις • |
屬格 | επίσκεψης • επισκέψεως • | επισκέψεων • |
賓格 | επίσκεψη • | επισκέψεις • |
呼格 | επίσκεψη • | επισκέψεις • |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.