τραύμα

来自维基词典,自由的词典

參見:τραῦμα

希臘語

詞源

源自古希臘語 τραῦμα (traûma)。“心理創傷”之義意譯英語 trauma,同樣來自古希臘語τραῦμα (traûma)[1]

發音

  • 國際音標(幫助)/ˈtɾav.ma/
  • 斷字:τραύ‧μα

名詞

τραύμα (trávman (复数 τραύματα)

  1. (醫學) 受傷傷口
  2. (比喻義精神病學) 創傷衝擊

變格

更多信息 單數, 複數 ...
單數 複數
主格 τραύμα  τραύματα 
屬格 τραύματος  τραυμάτων 
賓格 τραύμα  τραύματα 
呼格 τραύμα  τραύματα 
关闭

相關詞彙

  • αυτοτραυματίζομαι (aftotravmatízomai, 自傷)
  • αυτοτραυματισμός m (aftotravmatismós, 自我傷害)
  • μικροτραυματισμός m (mikrotravmatismós, 輕傷)
  • πολυτραυματίας m f (polytravmatías, 多次受傷者)
  • τραυματίας m f (travmatías, 傷者)
  • τραυματίζω (travmatízo, 受傷)
  • τραυματικός (travmatikós, 創傷的)
  • τραυματιοφορέας m f (travmatioforéas, 抬擔架者)
  • τραυματισμός m (travmatismós, 受傷)

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.