ηλιθιότητα
来自维基词典,自由的词典
来自维基词典,自由的词典
源自古希腊语 ἠλιθιότης (ēlithiótēs),等价于ηλίθιος (ilíthios, “愚蠢的”) + -ότητα (-ótita)。
ηλιθιότητα (ilithiótita) f (复数 ηλιθιότητες)
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | ηλιθιότητα • | ηλιθιότητες • |
属格 | ηλιθιότητας • | ηλιθιοτήτων • |
宾格 | ηλιθιότητα • | ηλιθιότητες • |
呼格 | ηλιθιότητα • | ηλιθιότητες • |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.