ερωτηματικό源自ερωτηματικός (erotimatikós, “疑問的”)。 ερωτηματικό (erotimatikó) n (复数 ερωτηματικά) (語法,印刷) 問號(;) ερωτηματικό的變格 ( . ) τελεία ( , ) κόμμα, υποδιαστολή (
ηλιθιότηταηλιθιότητες) (精神病學,過時) 智力障礙/學習困難 (引申,usually,以複數形式) 愚蠢的事物;廢話 Άρχισε να λέει πάλι ηλιθιότητες. Árchise na léei páli ilithiótites. 他又開始說廢話了。 ηλιθιότητα的變格
τελεία⟩。 τελεία的變格 ( . ) τελεία ( , ) κόμμα, υποδιαστολή ( : ) άνω και κάτω τελεία ( · ) άνω τελεία ( ; ) ερωτηματικό ( ! ) θαυμαστικό ( « » ) εισαγωγικά ( "
αλήθεια參見:ἀλήθεια 源自古希臘語 ἀλήθεια (alḗtheia)。 國際音標(幫助): /aˈliθça/ 斷字:α‧λή‧θεια αλήθεια (alítheia) 真正地 αλήθεια (alítheia) f (复数 αλήθειες) 真實,真相 Πες μου την αλήθεια
παράθημαaffixe,形式基於επίθημα (epíthima)。 παράθημα (paráthima) n (复数 παραθήματα) (語言學,辭書學) 詞綴 近義詞:πρόσφυμα (prósfyma) (語法) 詞尾 近義詞:κατάληξη (katálixi) παράθημα的變格 ένθημα n