λάθος ανακρίβεια, αβλεψία, παράπτωμα, ατόπημα, ολίσθημα, πλάνη 1-3: σωστό, αλήθεια αλάνθαστος αλάθευτος αλάθητος διαλανθάνω λανθάνω λανθάνων λανθασμένος λάθεμα
ψέμα/ˈpse.ma/ ψέμα (pséma) minciună αναλήθεια, ψευδολογία, ψεύδος, ψευτιά αλήθεια ψεύδομαι ψευδής ψεύτικος ψευταράς ψεύτης ψευτιά ψευτό- πες το ψέματα κακά