μάτιommátion, diminitif de ὄμμα. μάτι (máti) \ˈma.ti\ neutre (Anatomie) Œil. κακό μάτι, mauvais œil. ματιάζω (« jeter un sort, donner le mauvais œil ») ματόκλαδο
de mal en pisEspagnol : de mal en peor (es), de Guatemala a Guatepeor (es) Grec : από το κακό στο χειρότερο (el) Italien : di male in peggio (it) Macédonien : од лошо
ψόφοςgrec ancien ψόφος, psóphos. ψόφος, psóphos \Prononciation ?\ masculin Mort. κακό ψόφο να 'χει (βρισιά) Froid. έκανε ψόφο χτες το βράδυ θάνατος ψοφώ ψοφίμι
caco-Anglais : caco- (en) Breton : kako- (br), fall- (br), fals- (br) Grec ancien : κακο- (*) Italien : caco- (it) Latin : caco- (la) Roumain : caco- (ro) cacochylie
κακόςféminin neutre nominatif κακός κακή κακό génitif κακού κακής κακού accusatif κακό κακή κακό vocatif κακέ κακή κακό cas pluriel masculin féminin neutre