αναμφισβήτητος
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
(This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.)
αναμφισβήτητος • (anamfisvítitos) m (feminine αναμφισβήτητη, neuter αναμφισβήτητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναμφισβήτητος (anamfisvítitos) | αναμφισβήτητη (anamfisvítiti) | αναμφισβήτητο (anamfisvítito) | αναμφισβήτητοι (anamfisvítitoi) | αναμφισβήτητες (anamfisvítites) | αναμφισβήτητα (anamfisvítita) | |
genitive | αναμφισβήτητου (anamfisvítitou) | αναμφισβήτητης (anamfisvítitis) | αναμφισβήτητου (anamfisvítitou) | αναμφισβήτητων (anamfisvítiton) | αναμφισβήτητων (anamfisvítiton) | αναμφισβήτητων (anamfisvítiton) | |
accusative | αναμφισβήτητο (anamfisvítito) | αναμφισβήτητη (anamfisvítiti) | αναμφισβήτητο (anamfisvítito) | αναμφισβήτητους (anamfisvítitous) | αναμφισβήτητες (anamfisvítites) | αναμφισβήτητα (anamfisvítita) | |
vocative | αναμφισβήτητε (anamfisvítite) | αναμφισβήτητη (anamfisvítiti) | αναμφισβήτητο (anamfisvítito) | αναμφισβήτητοι (anamfisvítitoi) | αναμφισβήτητες (anamfisvítites) | αναμφισβήτητα (anamfisvítita) |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.