τακτικός
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
From τάσσω (tássō, “to arrange, to order”) + -τικός (-tikós).
τᾰκτῐκός • (taktikós) m (feminine τᾰκτῐκή, neuter τᾰκτῐκόν); first/second declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | τᾰκτῐκός taktikós |
τᾰκτῐκή taktikḗ |
τᾰκτῐκόν taktikón |
τᾰκτῐκώ taktikṓ |
τᾰκτῐκᾱ́ taktikā́ |
τᾰκτῐκώ taktikṓ |
τᾰκτῐκοί taktikoí |
τᾰκτῐκαί taktikaí |
τᾰκτῐκᾰ́ taktiká | |||||
Genitive | τᾰκτῐκοῦ taktikoû |
τᾰκτῐκῆς taktikês |
τᾰκτῐκοῦ taktikoû |
τᾰκτῐκοῖν taktikoîn |
τᾰκτῐκαῖν taktikaîn |
τᾰκτῐκοῖν taktikoîn |
τᾰκτῐκῶν taktikôn |
τᾰκτῐκῶν taktikôn |
τᾰκτῐκῶν taktikôn | |||||
Dative | τᾰκτῐκῷ taktikôi |
τᾰκτῐκῇ taktikêi |
τᾰκτῐκῷ taktikôi |
τᾰκτῐκοῖν taktikoîn |
τᾰκτῐκαῖν taktikaîn |
τᾰκτῐκοῖν taktikoîn |
τᾰκτῐκοῖς taktikoîs |
τᾰκτῐκαῖς taktikaîs |
τᾰκτῐκοῖς taktikoîs | |||||
Accusative | τᾰκτῐκόν taktikón |
τᾰκτῐκήν taktikḗn |
τᾰκτῐκόν taktikón |
τᾰκτῐκώ taktikṓ |
τᾰκτῐκᾱ́ taktikā́ |
τᾰκτῐκώ taktikṓ |
τᾰκτῐκούς taktikoús |
τᾰκτῐκᾱ́ς taktikā́s |
τᾰκτῐκᾰ́ taktiká | |||||
Vocative | τᾰκτῐκέ taktiké |
τᾰκτῐκή taktikḗ |
τᾰκτῐκόν taktikón |
τᾰκτῐκώ taktikṓ |
τᾰκτῐκᾱ́ taktikā́ |
τᾰκτῐκώ taktikṓ |
τᾰκτῐκοί taktikoí |
τᾰκτῐκαί taktikaí |
τᾰκτῐκᾰ́ taktiká | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
τᾰκτῐκῶς taktikôs |
τᾰκτῐκώτερος taktikṓteros |
τᾰκτῐκώτᾰτος taktikṓtatos | ||||||||||||
Notes: |
|
τακτικός • (taktikós) m (feminine τακτική, neuter τακτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τακτικός • | τακτική • | τακτικό • | τακτικοί • | τακτικές • | τακτικά • |
genitive | τακτικού • | τακτικής • | τακτικού • | τακτικών • | τακτικών • | τακτικών • |
accusative | τακτικό • | τακτική • | τακτικό • | τακτικούς • | τακτικές • | τακτικά • |
vocative | τακτικέ • | τακτική • | τακτικό • | τακτικοί • | τακτικές • | τακτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τακτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τακτικός, etc.) |
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τακτικότερος • | τακτικότερη • | τακτικότερο • | τακτικότεροι • | τακτικότερες • | τακτικότερα • |
genitive | τακτικότερου • | τακτικότερης • | τακτικότερου • | τακτικότερων • | τακτικότερων • | τακτικότερων • |
accusative | τακτικότερο • | τακτικότερη • | τακτικότερο • | τακτικότερους • | τακτικότερες • | τακτικότερα • |
vocative | τακτικότερε • | τακτικότερη • | τακτικότερο • | τακτικότεροι • | τακτικότερες • | τακτικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο τακτικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τακτικότατος • | τακτικότατη • | τακτικότατο • | τακτικότατοι • | τακτικότατες • | τακτικότατα • |
genitive | τακτικότατου • | τακτικότατης • | τακτικότατου • | τακτικότατων • | τακτικότατων • | τακτικότατων • |
accusative | τακτικότατο • | τακτικότατη • | τακτικότατο • | τακτικότατους • | τακτικότατες • | τακτικότατα • |
vocative | τακτικότατε • | τακτικότατη • | τακτικότατο • | τακτικότατοι • | τακτικότατες • | τακτικότατα • |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.