σοσιαλιστικός
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
From σοσιαλιστής m (sosialistís, “socialist”).
σοσιαλιστικός • (sosialistikós) m (feminine σοσιαλιστική, neuter σοσιαλιστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σοσιαλιστικός • | σοσιαλιστική • | σοσιαλιστικό • | σοσιαλιστικοί • | σοσιαλιστικές • | σοσιαλιστικά • |
genitive | σοσιαλιστικού • | σοσιαλιστικής • | σοσιαλιστικού • | σοσιαλιστικών • | σοσιαλιστικών • | σοσιαλιστικών • |
accusative | σοσιαλιστικό • | σοσιαλιστική • | σοσιαλιστικό • | σοσιαλιστικούς • | σοσιαλιστικές • | σοσιαλιστικά • |
vocative | σοσιαλιστικέ • | σοσιαλιστική • | σοσιαλιστικό • | σοσιαλιστικοί • | σοσιαλιστικές • | σοσιαλιστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σοσιαλιστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σοσιαλιστικός, etc.) |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.